Σοφίες και ευφυολογήματα Αρχαίων Ελλήνων

1Οι Λακεδαιμόνιοι Βούλης και Σπέρχης πήγαν εθελοντικά στο βασιλιά των Περσών Ξέρξη για να τους επιβληθεί τιμωρία, που όφειλε η Σπάρτη σύμφωνα με κάποιον χρησμό, διότι σκότωσαν τους κήρυκες που είχαν σταλεί από τον Πέρση βασιλιά σ’ αυτούς. Αφού παρουσιάστηκαν στον Ξέρξη, του ζητούσαν να τους σκοτώσει με όποιον τρόπο θέλει για εξιλέωση των Λακεδαιμονίων.

Κι όταν εκείνος, κατάπληκτος, τους άφησε ελεύθερους και πρότεινε σ’ αυτούς να μείνουν κοντά του, είπαν: «Και πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε εδώ, εγκαταλείποντας την πατρίδα και τους νόμους και εκείνους τους ανθρώπους, για χάρη των οποίων διανύσαμε τόσο δρόμο για να πεθάνουμε;».

Καθώς τους παρακαλούσε επίμονα και ο στρατηγός Ίνδαρος και υποσχόταν σ’ αυτούς ότι θα τύχουν ίση τιμή με τους πιο στενούς φίλους του βασιλιά, του απάντησαν: «Μας δίνεις την εντύπωση ότι αγνοείς πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ελευθερία, την οποία κανένας συνετός άνθρωπος δεν θα αντάλλαζε με τη βασιλεία των Περσών».

 

Όταν o Ισμηνίας από τη Θήβα πήγε στην Περσία ως απεσταλμένος της πατρίδας του, θέλησε να δει από κοντά το μεγάλο βασιλιά. O υπηρέτης του βασιλιά τότε τού είπε: «Ξένε Θηβαίε, υπάρχει νόμος περσικός, σύμφωνα με τον οποίο αυτός που θα δει το βασιλιά και θα του μιλήσει, πρέπει πρώτα να τον προσκυνήσει. Αν θέλεις λοιπόν και συ να τον συναντήσεις, να κάνεις το ίδιο, διαφορετικά θα πεις ό,τι θέλεις σε μένα».  Τότε ο Ισμηνίας είπε: « οδήγησε με».

Αφού πλησίασε και τον είδε ο βασιλιάς, έβγαλε το δαχτυλίδι του και, χωρίς να φανεί, το έριξε κάτω στα πόδια του και αμέσως έσκυψε και το πήρε πίσω. Έτσι κατάφερε από τη μια να πιστέψει ο βασιλιάς ότι τον προσκύνησε και από την άλλη δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά που ντροπιάζουν τους Έλληνες. Αντίθετα μάλιστα πέτυχε να πάρει όλα όσα ζήτησε από τον Πέρση βασιλιά.

Όταν κάποιος ρώτησε τον βασιλιά Αγησίλαο, γιατί η Σπάρτη είναι ατείχιστη, τότε αυτός, δείχνοντας τα σώματα των Λακεδαιμονίων, απάντησε:
«Αυτά είναι τα τείχη των Λακεδαιμονίων!».

Ένας μοχθηρός άνθρωπος ήθελε να φυλάξει το σπίτι του από κάθε κακό. Έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που έλεγε: «Κανένα κακό να μη μπει στο σπίτι αυτό».

Ο Διογένης διάβασε την επιγραφή και απόρησε: «Μα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από που θα μπει;»

Ο Λεωτυχίδης, όταν κάποιος τον ρώτησε να μάθει για ποιόν λόγο οι Σπαρτιάτες πίνουν λίγο κρασί, απάντησε: «Για να μην αποφασίζουν άλλοι για μας, αλλά εμείς για τους άλλους».

 

Όταν ο ναύαρχος Λύσανδρος πήγε στη Σαμοθράκη για να πάρει μέρος στα Καβείρεια μυστήρια, o ιερέας των Καβειρίων που εξομολογούσε τους πιστούς, του ζήτησε να εξομολογηθεί τις  αμαρτίες του.Ο Λύσανδρος τότε  τον ρώτησε : «Πρέπει να το κάνω αυτό, επειδή το ζητάς εσύ ή οι θεοί;». Κι όταν ο ιερέας  απάντησε ότι «το απαιτούν οι θεοί»,  ο Λύσανδρος του απάντησε : «Βγες εσύ έξω από τον ναό, κι αν με ρωτήσουν οι θεοί θα το πω σε εκείνους»…

Ένας Έλληνας που δοκίμασε τον μέλανα ζωμό, είπε πως τότε κατάλαβε, «γιατί οι Σπαρτιάτες βαδίζουν με τέτοια ευχαρίστηση προς τον θάνατο…».

Στον  Φίλλιπο   ιερέα του Ορφέα, που ήταν πάμπτωχος και έλεγε ότι όσοι είχαν μυηθεί από αυτόν θα ζούσαν ευτυχισμένοι μετά το τέλος της ζωής τους, του είπε ο βασιλιάς Λεωτυχίδης:«Γιατί λοιπόν, ανόητε, δεν πεθαίνεις για να παύσεις να θρηνείς για την δυστυχία και την φτώχεια σου;»

 

Ο Χάρριλος, ερωτώμενος γιατί επιτρέπουν στις αδέσμευτες κοπέλες να κυκλοφορούν ακάλυπτες ενώ οι παντρεμένες με κάλυμμα στο κεφάλι, απάντησε: «Επειδή οι κοπέλες πρέπει να βρουν άνδρες, ενώ οι παντρεμένες να κρατήσουν τους άνδρες τους».

 

Πληροφορήθηκε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε: «Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν».

 

Ο Παυσανίας του Κλεόμβροτου όταν κάποιοι θαύμαζαν ανάμεσα στα λάφυρα την πολυτέλεια των ενδυμάτων των βαρβάρων, είπε:«Καλύτερα να ήταν οι ίδιοι μεγάλης αξίας, παρά να έχουν πράγματα μεγάλης αξίας»

 

Κάποιος Αθηναίος ρώτησε έναν Σπαρτιάτη: «Ποιά είναι η ποινή για όσους στη Σπάρτη απατούν τους συζύγους τους;».  Ο Σπαρτιάτης αποκρίθηκε πως «πρέπει να θυσιάσουν έναν ταύρο, που όταν στέκεται στην κορυφή του Ταΰγετου, πίνει νερό στον Ευρώτα». Ο Αθηναίος απόρησε: «Μα υπάρχει τέτοιος μεγάλος ταύρος;». Για να εισπράξει την απάντηση του Σπαρτιάτη:«Γιατί, υπάρχει Σπαρτιάτης μοιχός;».

 

Επέστρεφε ο Διογένης από τους Ολυμπιακούς αγώνες και ένας τον ρώτησε, αν ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ο Διογένης αποκρίθηκε: «Κόσμος υπήρχε πολύς, άνθρωποι όμως λίγοι».
Ο Παυσανίας του Πλειστοάνακτα σ’ εκείνον που τον ρώτησε γιατί δεν επιτρέπεται στην πόλη τους να αλλάξουν κανένα από τους παλιούς τους νόμους, απάντησε:«Γιατί πρέπει να επιβάλλονται οι νόμοι στους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι στους νόμους»

Ένας Λάκωνας που ρωτήθηκε για ποιον λόγο τρέφει μεγάλα γένια, εκείνος απάντησε: «Για να βλέπω τις λευκές τρίχες και να μην κάνω τίποτε ανάξιο του χρώματός τους».

 

Όταν έδειξαν στον Διαγόρα τον «άθεο» τα πολλά αφιερώματα ανθρώπων που είχαν σωθεί από ναυάγια με τη βοήθεια των θεών. Ο Διαγόρας απάντησε:

«Αν οι θεοί φρόντιζαν να σώσουν και όσους πνίγηκαν, τότε θα βλέπατε πολύ περισσότερα αφιερώματα».

Ο  Πλάτωνας επέπληξε κάποιον γιατί έπαιζε κύβους. Εκείνος δικαιολογήθηκε: «Τα ποσά που παίζω στο παιχνίδι είναι ασήμαντα». Ο Πλάτωνας του παρατήρησε: «Η συνήθεια όμως να παίζεις δεν είναι καθόλου κάτι ασήμαντο».

Ένας που επισκέφτηκε τη Σπάρτη και επί πολλή ώρα έμενε όρθιος στηριζόμενος στο ένα του πόδι, είπε σε έναν Σπαρτιάτη: «Δεν πιστεύω, Λάκωνα, να μπορείς να σταθείς τόση ώρα στο ένα σου πόδι όση εγώ». Κι εκείνος απάντησε: «Εγώ όχι· μπορούν όμως όλες οι χήνες».

Ο φιλόσοφος Αντισθένης συμβούλευε τους Αθηναίους να ανακηρύξουν με την ψήφο τους τα γαϊδούρια σε άλογα. Και όταν του είπαν ότι κάτι τέτοιο είναι έξω από κάθε λογική, ο Αντισθένης παρατήρησε: «Μήπως και στρατηγούς δεν αναδεικνύετε άντρες απλώς με την ψήφο σας και χωρίς να έχουν πάρει καμία απολύτως εκπαίδευση;»

 

Όταν σε μια πόρτα τυλίχθηκε γύρω από το κλειδί ένα φίδι και οι μάντεις έλεγαν στον βασιλιά Λεωτυχίδη του Αρίστωνα ότι είναι παράξενο σημάδι, αυτός απάντησε: «Θα ήταν παράξενο σημάδι, αν το κλειδί τυλίγονταν γύρω από το φίδι».

 

Είπε κάποιος στον Διογένη: «Οι συμπολίτες σου σε καταδίκασαν σε εξορία».Και ο φιλόσοφος απάντησε: «Κι εγώ τους καταδίκασα να μένουν στον τόπο τους».

 

Ο Μ. Αλέξανδρος έστειλε στον Φωκίωνα 100 τάλαντα. Ο Aθηναίος πολιτικός ρώτησε τους ανθρώπους που του έφεραν το μεγάλο αυτό ποσό: «Γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε εμένα απ’ όλους τους Αθηναίους για να μου χαρίσει 100 τάλαντα;» Οι απεσταλμένοι απάντησαν: «Γιατί μόνο εσένα θεωρεί έντιμο άνθρωπο». Ο Φωκίωνας αρνήθηκε το δώρο λέγοντας:  «Ας μ’ αφήσει λοιπόν και να είμαι και να φαίνομαι έντιμος».

 

Ο Αγησίλαος άκουσε κάποτε ότι οι σύμμαχοι δυσανασχετούσαν με τις συχνές εκστρατείες, καθώς συμμετείχαν λίγοι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι ήταν πολλοί. Θέλοντας να αποδείξει το πλήθος αυτών, διέταξε όλους τους συμμάχους να καθίσουν από το ένα μέρος ανάμεικτοι μεταξύ τους και από το άλλο χωριστά μόνοι τους οι Λακεδαιμόνιοι. Έπειτα διέταξε με κήρυκα να σηκωθούν πρώτοι οι κεραμοποιοί, και μόλις σηκώθηκαν αυτοί, διέταξε να σηκωθούν δεύτεροι οι χαλκουργοί, έπειτα οι κτίστες και στη συνέχεια οι οικοδόμοι και μετά ο καθένας που ασκούσε άλλη τέχνη. Σχεδόν είχαν σηκωθεί όλοι οι σύμμαχοι, αλλά από τους Λακεδαιμόνιους κανείς, γιατί είχε απαγορευθεί σ’ αυτούς να μαθαίνουν και να ασκούν χειρωνακτική εργασία. Έτσι, γελώντας ο Αγησίλαος, είπε: «Βλέπετε, άνδρες, πόσο περισσότερους στρατιώτες, στέλνουμε εμείς στις εκστρατείες;».

 

Ένας πατέρας ζήτησε από τον Αρίστιππο να διδάξει τον γιο του. Ο φιλόσοφος ζήτησε αμοιβή 500 δραχμές. Ο πατέρας θεώρησε υπερβολικό το ποσό.

-«Με τόσα χρήματα», είπε, «θα μπορούσα να αγοράσω ένα ζώο». -«Αγόρασε», είπε ο Αρίστιππος, «κι έτσι θα έχεις δύο».

Όταν κάποιος Αθηναίος είπε στον Ανταλκίδα ότι «μόνοι εμείς σας διώξαμε πολλές φορές από τον Κηφισό», αυτός απάντησε: «Εμείς όμως ποτέ δεν σας διώξαμε από τον Ευρώτα».

 

Ένας φτωχός πλησίασε τον Σωκράτη και του είπε: «Θέλω να γίνω μαθητής σου, αλλά δεν έχω τίποτε, το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω είναι ο εαυτός μου».

Ο Σωκράτης του απάντησε: «Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν ότι μου δίνεις το πιο σπουδαίο πράγμα;»

Όταν κάποιος ρώτησε τον Δημάρατο, γιατί αυτούς που ρίχνουν τις ασπίδες τους στη μάχη τούς στερούν τα πολιτικά δικαιώματα, όχι όμως και αυτούς που ρίχνουν τις περικεφαλαίες και τους θώρακες, απάντησε: «Αυτά τα φορούν για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους· την ασπίδα όμως την κρατούν για να υπερασπισθούν τον κοινό στρατιωτικό τους σχηματισμό».

 

Ο Μέγας Αλέξανδρος είπε: «Δεν φοβάμαι ένα στρατό λιονταριών που διοικούνται από ένα πρόβατο. Φοβάμαι ένα στρατό προβάτων που τα διοικεί ένα λιοντάρι».

 

Ένας Σπαρτιάτης με πρόβλημα όρασης που ήθελε να πάει στον πόλεμο, ρωτήθηκε από κάποιον: «Που πας σ’ αυτήν την κατάσταση και τί νομίζεις ότι θα πετύχεις;». Αυτός τότε απάντησε: «Ακόμη κι αν δεν πετύχω τίποτε άλλο, σίγουρα θα στομώσω το ξίφος του εχθρού».

 

Όταν ο Αριστοτέλης ρωτήθηκε σε τι διαφέρουν οι μορφωμένοι από τους αμόρφωτους και εκείνος απάντησε « σε ότι και οι ζωντανοί από τους πεθαμένους».

Ένας στρατιώτης, πληροφόρησε τον Λεωνίδα, ότι είναι κοντά οι εχθροί. Εκείνος τότε είπε: «Επομένως, κι εμείς είμαστε κοντά τους».
O Δημόκριτος είπε πως: « Οι άνθρωποι προσεύχονται στους θεούς και ζητούν υγεία, ενώ ξεχνούν ότι αυτήν την δυνατότητα περνάει και από το χέρι τους. Από έλλειψη εγκράτειας , κάνουν τα αντίθετα από αυτά που πρέπει, προδίδουν μόνοι τους την υγεία τους» .

Στην ερώτηση, γιατί οι άριστοι προτιμούν τον ένδοξο θάνατο αντί για την άδοξη ζωή, ο Λεωνίδας απάντησε: «Γιατί, το δεύτερο το θεωρούν κάτι το φυσικό, ενώ το πρώτο είναι προσωπική επιλογή τους».

 

O Πυθαγόρας είπε πως: « Όπως δεν ωφελεί η ιατρική αν δεν νικάει τις αρρώστιες, έτσι και η φιλοσοφία αν δεν αποβάλει την κακία από την ψυχή».
Το 338 π.Χ., μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας ξεκίνησε μια θριαμβευτική πορεία στις πόλεις της νοτίου Ελλάδος για να εδραιώσει την πανελλήνια συμμαχία κατά των Περσών. Οι Σπαρτιάτες δεν του επέτρεψαν να μπει στην πόλη τους. Τότε ο Φίλιππος τους διεμήνυσε πως αν κυριεύσει την πατρίδα τους, δεν θα πρέπει να περιμένουν κανένα έλεος. Και οι Σπαρτιάτες του απάντησαν λακωνικά, με μία μόνο λέξη: «Αν».

Μια μέρα η Ξανθίππη έβαλε τις φωνές στον Σωκράτη και στην συνέχεια άδειασε πάνω του μια λεκάνη νερό. Ο Σωκράτης ατάραχος είπε: «Η Ξανθίππη κάνει ό,τι και ο Δίας: πρώτα βροντά και ύστερα βρέχει».!

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *