Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά: Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα

1Υποκλίνονταν στο πέρασμά της οι Βενετσιάνοι. Κι όταν εκείνη προσπερνούσε, την έδειχναν με θαυμασμό και ψιθύριζαν: «Η αρραβωνιαστικιά του αυτοκράτορα». Ήταν η Άννα Νοταρά, η…
τελευταία Μεγάλη Δούκισσα της πια κατακτημένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κάποιοι άλλοι την ήθελαν «χήρα του αυτοκράτορα». Πιθανός ο πρώτος τίτλος, απίθανος ο δεύτερος. Ο θρύλος βεβαιώνει ότι ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και την Άννα, κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά, αναπτύχθηκε παράφορος έρωτας. Ανεκπλήρωτος κατά τον Ιταλό χρονικογράφο Marin Sanudo, που ήθελε την Άννα να πεθαίνει (το 1507) «υπεραιωνόβια και παρθένα».

Μετουσιώνοντας τον θρύλο σε σκηνική δράση, στη (βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Νίκου Καζαντζάκη) όπερά του, «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1961), ο Μανόλης Καλομοίρης θέλει τον αυτοκράτορα και την Άννα να συναντιούνται στις επάλξεις της Πόλης, τις κρίσιμες στιγμές λίγο πριν από την άλωση: «Από παιδούλα μ’ έμαθαν να σ’ αγαπάω και να προσμένω πως θα ταίριαζα μαζί σου τη ζωή μου», του λέει κι εκείνος της απαντά: «Ω κόρη εσύ πανέμορφη που κάποτε ζούσα με την ελπίδα ταίρι μου πιστό ’κει στο Μιστρά μαζί σου τη ζωή μου να τελειώσω. Άλλα μας έταξε η μοίρα».

Εκείνος σκοτώθηκε πολεμώντας. Εκείνη επέζησε και βρέθηκε στην Ιταλία. Όμως, τα επίσημα έγγραφα τηρούν σιγή για το ειδύλλιο. Η οθωμανική απειλή εξανάγκαζε τους διπλωμάτες της αυτοκρατορίας ν’ αναζητούν σ’ Ανατολή και Δύση νύφη για τον αυτοκράτορα, προκειμένου η Κωνσταντινούπολη ν’ αποκτήσει υπολογίσιμους συμμάχους. Δημοσιοποίηση της ερωτικής σχέσης του Κωνσταντίνου, εκτός του ότι θα ήταν ανάρμοστη, ίσως να αποδεικνυόταν και επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η ζωή της Άννας καλύπτεται από πυκνό μυστήριο ως και αμέσως μετά την πτώση της βασιλεύουσας. Αγνοούμε ακόμα και το πότε γεννήθηκε.

Βασισμένη σε ισχυρές πηγές, η διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, Χρύσα Μαλτέζου, τοποθέτησε τη γέννηση της Άννας στην εποχή λίγο πριν από τον θάνατο του μεγάλου δάσκαλου της διασποράς, Μανουήλ Χρυσολωρά (πέθανε τον Απρίλιο του 1415). Κι αυτό σημαίνει ότι, τη χρονιά της άλωσης, η Άννα ήταν περίπου σαραντάρα (γύρω στα δέκα χρόνια μικρότερη από τον αυτοκράτορα που γεννήθηκε το 1404). Εικοσάχρονη την υπολογίζει να ήταν την ίδια χρονιά, ο συγγραφέας και ερευνητής Γιώργος Χατζηδάκης, έχοντας υπόψη του άλλες, επίσης ισχυρές, πηγές.

Υπέρ της τελευταίας άποψης είναι το εξακριβωμένο γεγονός ότι ο μικρότερος αδελφός της, Ισαάκιος, ήταν 14 χρόνων το 1453. Αν δηλαδή η Άννα είχε γεννηθεί πριν από το 1415, τα δυο αδέλφια θα είχαν πάνω από 25 χρόνια διαφορά μεταξύ τους, κάτι που πολύ σπάνια μπορεί να συμβεί. Υπέρ της πρώτης άποψης συνηγορεί το ότι ο θαυμασμός των Βενετσιάνων για την Άννα ούτε με τα νιάτα της είχε να κάνει ούτε με την ομορφιά της: Της αναγνώριζαν ακάματη δραστηριότητα και ακατάβλητη θέληση για την επίτευξη των στόχων της, προσόντα που δύσκολα ανιχνεύονται σε 20χρονη νεαρή γυναίκα της εποχής εκείνης. Όμως, η κύρια δραστηριότητά της στην Ιταλία ανιχνεύεται από το 1472 κι έπειτα, όταν κατά τη δεύτερη εκδοχή ήταν γύρω στα 35 με 40 της, ηλικία ιδανική για δράση. Για το ότι στα 1453 ήταν πολύ νέα, συνηγορεί και η αγωνιώδης προσπάθεια του Κωνσταντίνου, από πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας, να αποκτήσει παιδί.

Ο πρώτος γνωστός σ’ εμάς μεγάλος έρωτας της ζωής του Κωνσταντίνου ήταν η Μαγδαληνή, γόνος της φλωρεντινής οικογένειας των Τόκο που κυριαρχούσε στην Ήπειρο και, με τις ευλογίες της Βενετίας, στα νησιά του Ιονίου. Ήταν ένα διπλωματικό συνοικέσιο που ευοδώθηκε το καλοκαίρι του 1427 (ή 1428) με την τελετή να γίνεται σε στρατόπεδο έξω από την Πάτρα, όταν οι Παλαιολόγοι την πολιορκούσαν (την κατέλαβαν το 1429). Εξελίχθηκε σε συζυγικό έρωτα παρ’ όλο που μάλλον δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, πριν από τον γάμο. Η καθολική Μαγδαληνή βαπτίστηκε ορθόδοξη Θεοδώρα. Η συμβίωση κράτησε λιγότερο από δυο χρόνια, καθώς η Θεοδώρα πέθανε στα 1428 (ή 1429), πάνω στην εγκυμοσύνη της.

Η πρώτη φορά που ο Κωνσταντίνος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την Άννα Νοταρά, ήταν στο 10μηνο διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 1435 ως τον Ιούνιο του 1436, όταν πρωτοεπισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη. Πήγε εκεί για να συναντήσει τον αδελφό του, αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, και να εξετάσει μαζί του τρόπους για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούσε η συμβίωση με τα άλλα του αδέλφια στην Πελοπόννησο.

Εξ απορρήτων του αυτοκράτορα ήταν τότε ο, πατέρας της Άννας, Λουκάς Νοταράς, που είχε παντρευτεί την αδελφή του αυτοκράτορα (εξ ου και η Άννα, όταν βρισκόταν στην Ιταλία, υπέγραφε ως «Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά»). Γιος του (επί αυτοκράτορα Μανουήλ Β’) «μεγάλου διερμηνευτή» Ιωάννη Νοταρά, ο Λουκάς είχε φθάσει στο βαθμό του «μεσάζου» (διοικητή), που ήταν ανώτατο αξίωμα στην αυτοκρατορική αυλή. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης του είχε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη, ώστε, αμέσως μετά τη στέψη του (1425), είχε αναθέσει σ’ αυτόν και στον (επίσης εξ απορρήτων των Παλαιολόγων) Γεώργιο Φραντζή να διαπραγματευτούν με τον σουλτάνο Μουράτ Β’ τη σύναψη ειρήνης. Όλα αυτά σημαίνουν ότι αποκλείεται ο Κωνσταντίνος να μην είχε συναντηθεί με τον Λουκά Νοταρά, του οποίου η γυναίκα προερχόταν από την οικογένεια των Παλαιολόγων, και να μη συναναστρεφόταν μαζί του. Το ερώτημα είναι, αν συναντήθηκε και με την Άννα.

Σύμφωνα με τη δεύτερη περί τη χρονιά της γέννησής της εκδοχή, το 1435-36 η Άννα πρέπει να ήταν μωρό ή το πολύ μέχρι τριών ετών. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, πρέπει να ήταν λίγο μεγαλύτερη από είκοσι χρόνων. Με 30χρονο τον Κωνσταντίνο. Οι ηλικίες τους ταιριάζουν για να αναπτυχθεί το ειδύλλιο. Τα γεγονότα όμως δεν συνηγορούν γι’ αυτό. Ούτε για το διάστημα που ο Κωνσταντίνος ξαναβρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να εκτελέσει χρέη αντιβασιλιά, καθώς ο αυτοκράτορας αδελφός του βρέθηκε στην Ιταλία για να μετάσχει στη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 – 1 Φεβρουαρίου 1440). Και στις δυο περιπτώσεις, αν η Άννα δεν ήταν παιδούλα, το ειδύλλιό της με τον Κωνσταντίνο είχε όλες τις ευκαιρίες να προκύψει. Και αν είχε αναπτυχθεί, τη συγκεκριμένη εποχή δεν υπήρχε εμφανές εμπόδιο που να αποτρέψει την εξέλιξή του σε γάμο.

Όμως, ένα χρόνο αργότερα (1441), οι Παλαιολόγοι είχαν χωριστεί σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης και ο σύμμαχος (και διάδοχός) του, Κωνσταντίνος, παρέμεναν άτεκνοι. Ήταν απαραίτητο να αποκτήσουν απογόνους, αν ήθελαν να μην περάσει ο θρόνος σε κάποιο από τα μισητά αδέλφια. Ο κλήρος έπεσε στον Κωνσταντίνο, δώδεκα χρόνια νεότερο του πενηντάρη την εποχή εκείνη αυτοκράτορα. Αν το ειδύλλιο με την Άννα υπήρχε από τότε, θα μπορούσε να την παντρευτεί. Παντρεύτηκε όμως την Αικατερίνη, κόρη του Γενοβέζου ηγεμόνα της Μυτιλήνης, Ντορίνο Γατελούζου. Το μυστήριο τελέστηκε στο νησί και σύντομα η Αικατερίνη έμεινε έγκυος. Ούτε αυτός ο γάμος ευτύχησε.

Η συμμαχία του αδελφού του, Δημήτριου, με τους Οθωμανούς με σκοπό την ανατροπή του αυτοκράτορα Ιωάννη υποχρέωσε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει με τη γυναίκα του προς την Κωνσταντινούπολη. Εγκλωβίστηκαν στη Λήμνο. Από το σοκ, η Αικατερίνη απέβαλε και πέθανε (1442). Την έθαψαν στο νησί. Ο Κωνσταντίνος έφτασε στη βασιλεύουσα χήρος για δεύτερη φορά. Τον επόμενο χρόνο, έφυγε στον Μιστρά, όπου ανέλαβε δεσπότης. Μόνος.

Αφοσιώθηκε στην οργάνωση του δεσποτάτου και την ενίσχυση της άμυνάς του κι άφησε προσωρινά κατά μέρος την προσωπική του ζωή. Όμως, η ήττα τού 1446 στο Εξαμίλι είχε συνέπεια να μετατραπεί το δεσποτάτο σε φόρου υποτελές του σουλτάνου Μουράτ Β’, με αποτέλεσμα την αναγκαστική ησυχία στην περιοχή. Από το 1448, ξανάρχισε η αναζήτηση νέας συντρόφου.

Άνθρωποί του όργωσαν την Ιβηρική και την Ιταλική χερσόνησο, αναζητώντας νύφη για τον δεσπότη σε Πορτογαλία, Αραγονία, Νάπολη, Τάραντα. Ο Βενετσιάνος ευπατρίδης Αλοΐσιος Διέδο ήταν έμπιστος φίλος του κι αργότερα έμελλε μαζί με τους ναύτες του να βοηθήσει ενεργά στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, όταν τη βασιλεύουσα πολιορκούσε ο Μωάμεθ Β’. Του πρότεινε να μεσολαβήσει ως προξενητής για μια από τις Καμίλα, Μαρία, Παυλίνα και Μπιάνκα, όμορφες κόρες και οι τέσσερις του τότε δόγη της Βενετίας, Φραντσέσκο Φόσκαρι. Και ο δόγης δεν θα είχε αντίρρηση για έναν τέτοιο γάμο και οι κόρες του τον καλόβλεπαν για γαμπρό. Ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις. Μεσολάβησε όμως ο θάνατος του αυτοκράτορα Ιωάννη και η στέψη του Κωνσταντίνου που, αρχές Ιανουαρίου του 1449, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, νέος αυτοκράτορας.

Ήταν 49 χρόνων ακριβώς. Κι αν η Άννα Νοταρά όντως είχε γεννηθεί λίγο πριν από το 1415, ήταν γύρω στα 35 της. Οι ηλικίες τους ταίριαζαν για να αναπτυχθεί ανάμεσά τους παράφορο το ειδύλλιο. Αλλά και τα είκοσι να πλησίαζε η Άννα, δεν θα ήταν παράξενο να αγαπηθούν. Μια από τις πρώτες ενέργειες του αυτοκράτορα ήταν να διακόψει το συνοικέσιο με κάποια από τις Βενετσάνες πριγκίπισσες. «Επειδή ήταν καθολικές και στην Κωνσταντινούπολη φυσούσε ανθενωτικός άνεμος», υποθέτουν κάποιες πηγές. Όμως, και η πρώτη του γυναίκα, η Μαγδαληνή Τόκο, ήταν καθολική αλλά βαπτίστηκε ορθόδοξη, πήρε το όνομα Θεοδώρα και παντρεύτηκαν.

Συμπτωματικά ή όχι, μια άλλη ενέργεια του Κωνσταντίνου ήταν να αναθέσει ουσιαστικά στον πατέρα της Άννας, Μεγάλο Δούκα Λουκά Νοταρά, την πρωθυπουργία του όσο απέμενε από την αυτοκρατορία, καταργώντας στην πράξη το αξίωμα του «μεγάλου λογοθέτη» που ασκούσε τα πρωθυπουργικά καθήκοντα. Και αυτό, ενώ γνώριζε ότι ο εξ απορρήτων του, Γεώργιος Φραντζής, βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τον Νοταρά. Για να ισορροπήσει μάλιστα την κατάσταση, θέλησε να απονείμει στον Γεώργιο Φραντζή τον τίτλο του «κοντόσταβλου» («μεγάλου αυλάρχη», θα λέγαμε σήμερα) αλλά ο Λουκάς Νοταράς πρόβαλε αντιρρήσεις και ο Κωνσταντίνος τα γύρισε: Είπε στον Φραντζή ότι θα του δώσει αργότερα «άλλο αξίωμα» (ο ίδιος ο Φραντζής ισχυρίζεται ότι έγινε «μεγάλος λογοθέτης» αν και αυτό ελέγχεται).

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, ως φανατικός ανθενωτικός, ο Νοταράς στην πραγματικότητα είχε προσβάλει την αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, όταν όχι μόνο πολέμησε την προσπάθειά τους να πετύχουν την ένωση των εκκλησιών αλλά και έκανε την περίφημη δήλωση «καλύτερα οθωμανικό σαρίκι παρά παπική τιάρα στην Κωνσταντινούπολη» («κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν»). Η φράση του αυτή, αν ειπώθηκε και δεν είναι εφεύρημα του εχθρού του, χρονογράφου Δούκα, τον «κατέταξε» στους «προδότες της φυλής». Οι πράξεις του, όμως, μαρτυρούν εντελώς το αντίθετο. Στην προκειμένη περίπτωση, απλά, εννοούσε ότι χειρότερη τύχη από την υποταγή στον πάπα δεν υπήρχε (κάτι ανάλογο με το εφεύρημα του Κώστα Λαλιώτη, στα 1993, «καλύτερα παπάκι παρά τον Μητσοτάκη»).

Όπως και να έχει το ζήτημα, τον ίδιο καιρό, οι άνθρωποι του αυτοκράτορα συνέχιζαν τις επαφές για την εξεύρεση νύφης. Ακόμα και ο δόγης της Βενετίας επανήλθε προτείνοντας μια από τις κόρες του. Όμως, αν και υπήρχαν πολλές υποψήφιες, κανένα συνοικέσιο δεν προχωρούσε. Ώσπου, στα 1451, ήρθαν τα πάνω κάτω:

Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ πέθανε και στον θρόνο των Οθωμανών ανέβηκε ο 19χρονος τότε Μωάμεθ Β’. Ο νέος σουλτάνος είχε μείνει ορφανός από πολύ μικρή ηλικία και είχε μεγαλώσει κάτω από την προστασία της γυναίκας του Μουράτ, Μάρας, την οποία υπεραγαπούσε, σεβόταν και εκτιμούσε. Και η Μάρα ήταν κόρη του ηγεμόνα της Σερβίας, Γεωργίου Μπράνκοβιτς, και ανιψιά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Ιωάννη Δ’ Μεγάλου Κομνηνού. Τιμώντας την, ο Μωάμεθ της επέτρεψε να γυρίσει στον πατέρα της και μάλιστα φορτωμένη με δώρα.

Ο δαιμόνιος Φραντζής σκέφτηκε ότι ήταν η τέλεια νύφη, παρ’ όλο που διάδοχο, στα 50 της, δύσκολα μπορούσε να αποκτήσει! Ήταν γνωστό ότι η Μάρα επηρέαζε τον νεαρό σουλτάνο. Κι αν ο αυτοκράτορας την παντρευόταν, ο Μωάμεθ, από σεβασμό και μόνο προς αυτήν, θα δυσκολευόταν να κινηθεί εναντίον της αυτοκρατορίας. Κι ακόμα, ο γάμος θα εξασφάλιζε τη συμμαχία με την Τραπεζούντα. Αγνοούμε αν στη σκέψη του Φραντζή υπήρχε και η ελπίδα ότι, με τη Μάρα αυτοκράτειρα, θα εξανεμιζόταν και η όποια επιρροή της Άννας και των Νοταραίων.

Μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο που απειλούσε την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας αποδέχτηκε την ιδέα να την παντρευτεί. Ο Φραντζής ξεκίνησε αμέσως τις ενέργειες για την υλοποίηση του στόχου του. Κατάφερε να πάρει γρήγορα τη συγκατάθεση της εκκλησίας και των συγγενών της αλλά το ανυπέρβλητο εμπόδιο ήταν η ίδια η Μάρα. Είχε κάνει τάμα να μπει σε μοναστήρι, ευχαριστώντας τον Θεό που την απάλλαξε από τους Οθωμανούς απίστους!

Ο Φραντζής δεν πτοήθηκε. Έπεισε τον αυτοκράτορα να παντρευτεί την κόρη του βασιλιά Γεώργιου της Ιβηρίας (στον Εύξεινο, στα όρια της σημερινής Γεωργίας). Τον Σεπτέμβριο του 1451, ο Κωνσταντίνος έστειλε σχετική πρόσκληση στον μέλλοντα πεθερό για την επόμενη άνοιξη («Συν Θεώ τω ερχομένω έαρι ελεύσεται μετά τριήρεων παραλαβείν την εμήν σύνευνον την νεόνυμφον»).

Όμως, το 1452 μπήκε ζοφερό. Ο Μωάμεθ έβαλε κι έκτισαν το κάστρο που έλεγχε τα στενά του Βοσπόρου (ήταν έτοιμο τον Σεπτέμβριο), οπότε το ταξίδι της υποψήφιας νύφης δεν αποτολμήθηκε. Κατά τα επίσημα έγγραφα, ο Κωνσταντίνος δεν ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν όμως έτσι;

Πηγή

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *