Αντιμέτωπος με τρεις προκλήσεις ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Αντιμέτωπο με πολλές και δύσκολες προκλήσεις θα βρεθεί το επόμενο διάστημα το νέο μεγάλο επιχειρηματικό σχήμα που πρόκειται να δημιουργηθεί στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών από τη συγχώνευση του ομίλου «Ανδρομέδα» με τις εταιρείες «Σελόντα» και «Νηρεύς». Το όραμα της συγχώνευσης, όραμα δεκαετιών για πολλούς εμπλεκόμενους στον κλάδο, πραγματώνεται τελικά με μεγάλη καθυστέρηση και όχι υπό κανονικές συνθήκες, αλλά ως ανάγκη μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης των μεγαλύτερων επιχειρήσεων των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών.

Και η ολοκλήρωση της συγχώνευσης, που χρονικά τοποθετείται στα τέλη του 2019 με αρχές του 2020, βρίσκει τον κλάδο εξαιρετικά πληγωμένο τόσο από την υπερχρέωση όσο και από την κατάρρευση των τιμών σε τσιπούρα και λαβράκι, τιμές οι οποίες διαμορφώνονται το τρέχον έτος σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Πριν από λίγες ημέρες έγινε γνωστό ότι το τελευταίο μεγάλο «αγκάθι» για την ολοκλήρωση της συμφωνίας ανάμεσα στις τράπεζες, οι οποίες εδώ και πέντε χρόνια αποτελούν τους βασικούς μετόχους των εταιρειών «Σελόντα» και «Νηρεύς», και τον όμιλο «Ανδρομέδα» δεν υπάρχει πια, καθώς η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) ενέκρινε την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων των δύο πρώτων εταιρειών προς τρίτους που αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει η συγκέντρωση. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι ο δρόμος από εδώ και πέρα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Κατ’ αρχάς, πέρα από την ολοκλήρωση των διαδικασιών (υπογραφή της τελικής συμφωνίας, έγκριση από τις γενικές συνελεύσεις των μετόχων, υποχρεωτική δημόσια πρόταση για την απόκτηση του συνόλου των μετοχών των «Σελόντα» και «Νηρέα» και διαγραφή των τελευταίων από το ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών) εκτιμάται ότι θα απαιτηθεί πολύς χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να λειτουργήσουν ουσιαστικά οι τρεις εταιρείες ως μία, ενιαία. Αυτό συμβαίνει, άλλωστε, σε κάθε συγχώνευση και το λιγότερο που θα απαιτηθεί, όπως εκτιμούν, παράγοντες του κλάδου είναι ένα έτος.

Η έτερη μεγάλη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση του ανταγωνισμού που δέχονται οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες από την Τουρκία, ανταγωνισμός στον οποίο το μεγάλο σχήμα που δημιουργείται εκτιμάται ότι μπορεί να αντεπεξέλθει πιο αποτελεσματικά. Οι πιέσεις από τη γείτονα οφείλονται αφενός στην πλεονασματική της παραγωγή και αφετέρου στις πολύ χαμηλές τιμές που διαθέτει τα ψάρια της.

Αν και μέχρι το 2011 η Ελλάδα ήταν πρώτη σε παραγωγή λαβρακίου ιχθυοκαλλιέργειας με την παραγωγή να φτάνει τότε τις 45.000 τόνους και της Τουρκίας 43.200 τόνους, το 2012 έχασε την πρωτοκαθεδρία στο είδος αυτό και δεν την έχει κερδίσει ξανά έως σήμερα.

Μάλιστα, ενώ η παραγωγή λαβρακίου στην Ελλάδα παρέμεινε τα χρόνια που ακολούθησαν έως σήμερα στα ίδια επίπεδα, 45.000-50.000 τόνους ετησίως, στην Τουρκία διπλασιάστηκε. Στην τσιπούρα η Ελλάδα έχασε τα πρωτεία το 2016, όταν η παραγωγή της διαμορφώθηκε σε 56.000 τόνους και της Τουρκίας σε 62.000 τόνους.

Στο επίπεδο των εξαγωγών, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπερτερεί της Τουρκίας, αν και με βραχεία κεφαλή και με ρυθμό ανάπτυξης εξαιρετικά χαμηλό. Το 2018, οι εξαγωγές της Ελλάδας αυξήθηκαν σε σύγκριση με το 2017 μόλις κατά 0,22% –μάλιστα στο λαβράκι κατέγραψαν υποχώρηση 1%– ενώ της Τουρκίας αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά περίπου 20%. Οσο για τις τιμές; Στο λαβράκι οι τιμές έχουν υποχωρήσει σε σύγκριση με πέρυσι –που ήταν ήδη χαμηλές– κατά 10% περίπου και στην τσιπούρα κατά 5%.

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση είναι τα εσωτερικά «μέτωπα». Κάποιοι εκ των παλιών μετόχων των υπό συγχώνευση εταιρειών που γνωρίζουν τα κόλπα, κατά το κοινώς λεγόμενον, και έχουν πρόσβαση στα υψηλά κλιμάκια του πολιτικού συστήματος λυμαίνονται τον χώρο με τρεις κυρίως τρόπους: δεσμεύουν θέσεις όπου κανονικά πρέπει να εγκατασταθούν μονάδες ενεργών επιχειρήσεων, «βοηθούν» μικρές εταιρείες του κλάδου, καθιστώντας τες εξαρτώμενες από αυτούς προκειμένου στο τέλος να αποκτήσουν τον έλεγχό τους, ενώ παράγοντες με γνώση των τεκταινόμενων καταγγέλλουν ότι ένα περίπου 10% της παραγωγής διακινείται στη «μαύρη αγορά», χωρίς παραστατικά, στρεβλώνοντας με αυτό τον τρόπο τον ανταγωνισμό. Οι ποσότητες αυτές διακινούνται κυρίως στον κλάδο της εστίασης, χωρίς όμως να απουσιάζουν και από το λιανεμπόριο.

Πέρα από τις προκλήσεις, η μεγάλη συγχώνευση στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών δημιουργεί και νέα δεδομένα στον επιχειρηματικό χάρτη. Πλέον τα funds (Amerra και Mubadala που ελέγχουν την «Ανδρομέδα» και στα οποία θα καταλήξουν και οι «Νηρεύς» και «Σελόντα», καθώς και η Diorasis), αλλά και δύο μεσαίες εταιρείες (τα «Ιχθυοτροφεία Κεφαλλονιάς» και η «Γαλαξίδι Ιχθυοκαλλιέργειες») θα ελέγχουν πάνω από το 80% της συνολικής παραγωγής στην Ελλάδα. Η μεγάλη συγχώνευση, εξάλλου, εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσει επιπλέον κεφάλαια στη χώρα από υφιστάμενους στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών επενδυτές, καθώς και από νέους.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς πρόκειται για μια αγορά τουλάχιστον 600 εκατ. ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστούν οι έμμεσα εμπλεκόμενες δραστηριότητες που φτάνουν μέχρι και τη ναυπήγηση σκαφών στην Ελλάδα που χρησιμοποιούνται για να ταΐζονται τα ψάρια, αναμένεται να φτάσει το 1 δισ. ευρώ.

Έντυπηkathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *