Αυτοψία στο «Νησί του τρόμου», εκεί που έγινε η πρώτη μαζική δολοφονία πριν 400 χρόνια

 

Αν ήταν ταινία, θα ήταν σίγουρα θρίλερ. Η ιστορία του ολλανδικού πλοίου Batavia, διαδραματίζεται το 1629 και τα έχει όλα…
έναν ψυχοπαθή, μια ανταρσία και μια άγρια μαζική δολοφονία.

Πρωταγωνιστές αυτής της σκοτεινής υπόθεσης, που παρέμενε άλυτο μυστήριο για 388 ολόκληρα χρόνια, όσοι επέβαιναν στο ολλανδικό πλοίο Batavia, το οποίο παρεξέκλινε της πορείας του, στο παρθενικό του ταξίδι και προσάραξε σε μια μικρή Ατόλη, κοντά στο Γκέραλντον, στη δυτική ακτή της Αυστραλίας.

Ό,τι ακολούθησε τους επόμενους μήνες, με αποκορύφωμα την μυστηριώδη και άγρια δολοφονία τουλάχιστον 125 ανθρώπων, είναι η πιο μυστηριώδης υπόθεση εγκλήματος στην Αυστραλία, που παραμένει άλυτη.

Η ιστορία έμοιαζε μάλλον ξεχασμένη με το πέρασμα των αιώνων, όμως τώρα μια ομάδα αρχαιολόγων από την Αυστραλία και την Ολλανδία, αποφάσισε να κάνει νέες έρευνες, αναζητώντας στοιχεία, αλλά και τα θύματα, σε μια προσπάθεια να λυθεί ο γρίφος αυτής της μαζικής δολοφονίας. Από κοντά, τις έρευνες στην αρχαία σκηνή του εγκλήματος, καταγράφει και η εκπομπή 60 Minutes Australia.

Στο Beacon Island ή αλλιώς «Νησί του τρόμου», όπου βρήκαν “καταφύγιο” όσοι κατάφεραν να επιζήσουν από το ναυάγιο, οι ερευνητές φέρνουν στο φως ανθρώπινους σκελετούς σκάβοντας στην άμμο, ελπίζοντας πως τα στοιχεία που ανακαλύπτουν θα δώσουν την απάντηση στο τι προκάλεσε τη μαζική σφαγή ανθρώπων, μεταξύ των οποίων ήταν και παιδιά.

«Έχουμε να κάνουμε με έναν ψυχοπαθή και μια σειρά από τρομερά γεγονότα. Δεν υπάρχει παρόμοια υπόθεση στα ολλανδικά ή τα αυστραλιανά χρονικά», λέει ο Άλιστερ Πάτερσον, αρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο της δυτικής Αυστραλίας και επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών.

Το ταξίδι που κατέληξε σε μαζική δολοφονία
Το φορτηγό πλοίο Batavia απέπλευσε τον Οκτώβριο του 1628 από την Ολλανδία, με προορισμό του την σημερινή Τζακάρτα της Ινδονησίας, που τότε ήταν ολλανδική αποικία. Στο παρθενικό του ταξίδι, μετέφερε 300 ανθρώπους, επιβάτες και πλήρωμα.
Για κάποιον-άγνωστο μέχρι στιγμής-λόγο, το πλοίο παρεξέκλινε της πορεία του προς τον Νότο και προσάραξε σε μια κοραλλιογενή Ατόλη, μόλις 50 μίλια δυτικά από τις ακτές της Αυστραλίας.

Σύμφωνα με τα όσα είναι γνωστά ως τώρα, ο διοικητής Φρανσίσκο Πελσαέρτ και ο καπετάνιος, Άριεν Γιάκομπς δεν έτρεφαν ιδιαίτερη συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Μάλιστα ο Γιάκομπς φέρεται να συνωμότησε με τον Τζερόνιμους Κορνέλις, αναπληρωτή του Πελσαέρτ, για να πάρουν τον έλεγχο του πλοίου, το οποίο μετέφερε ασήμι και πολύτιμους πίνακες. Όμως πριν προλάβει να πάρει σάρκα και οστά η ανταρσία, το πλοίο προσάραξε σε ύφαλο τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουνίου του 1629.

Περίπου 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο ναυάγιο, ενώ σχεδόν 200 κατάφεραν να κολυμπήσουν σε μια συστάδα έρημων νησιών, στα οποία δεν υπήρχε ίχνος τροφής, νερού, ή δέντρου, παρά μόνο άμμος.

Πελσαέρτ και Γιάκομπς, αποφάσισαν να συνεργαστούν για να αναζητήσουν βοήθεια και αναχώρησαν με μια βάρκα για τον αρχικό προορισμό τους, που βρισκόταν 2.000 μίλια μακριά.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν τους επόμενους τρείς μήνες, εξακολουθούν να βασανίζουν και να τρομάζουν τους σύγχρονους ερευνητές. Αρχικά, ο Τζερόνιμους Κορνέλις οργάνωσε συσσίτια και βοήθησε στην εξασφάλιση στέγης για τους επιζώντες του ναυαγίου που βρέθηκαν στο Beacon island, θεωρώντας πως αυτός θα ήταν ένας σίγουρος τρόπος για να «εδραιώσει» τον ηγετικό του ρόλο.
Όμως, στην πορεία τα πράγματα ξέφυγαν. Ο Κορνέλις «επιστράτευσε» ό,τι όπλα και βάρκες υπήρχαν και διέταξε τους ακολούθους του να εκτελέσουν τους δυνατούς άνδρες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τα σχέδιά του να αποκτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Μαζί με αυτούς θανατώθηκαν γυναίκες και παιδιά, με το σκεπτικό ότι έτσι θα εξοικονομούνταν προμήθειες τροφίμων, ενώ όσες γυναίκες γλίτωσαν από τη σφαγή, μετατράπηκαν σε «σκλάβες του σεξ».

Καθώς η εξοντωτική μάχη για την κατάληψη της εξουσίας συνεχιζόταν, ο Κορνέλις άφησε αβοήθητους αρκετούς άνδρες σε ένα κοντινό νησί, για να τους «βγάλει από τη μέση». Όμως εκείνοι, υπό τις οδηγίες ενός ναύτη ονόματι Γουίμπι Χέιζ, κατάφεραν να βρουν τροφή και νερό, αλλά και να χτίσουν ένα πέτρινο φρούριο για να τους προστατεύει, το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, ενώ αποτελεί την πρώτη ευρωπαϊκή κατασκευή σε αυστραλιανό έδαφος.

Δύο μήνες μετά το ναυάγιο, αρχές Αυγούστου του 1629, ο Κορνέλις και οι άνδρες του επιχείρησαν να καταλάβουν το φρούριο του Χέιζ. Τα σχέδιά του όμως ανακόπηκαν όταν άρχισε να φαίνεται στον ορίζοντα το πλοίο που ερχόταν να σώσει τους επιζώντες του ναυαγίου, έπειτα από τις ενέργειες που έκαναν οι Πελσαέρτ και Γιάκομπς.

Χέιζ και Κορνέλις έστειλαν αμφότεροι τις βάρκες τους να προσεγγίσουν το πλοίο, με σκοπό να δώσει ο καθένας τη δική του εκδοχή για τα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο διάστημα, ελπίζοντας παράλληλα ότι θα κατάφερναν να γλιτώσουν από την τιμωρία. Πρώτοι έφτασαν οι άνδρες του Χέις, οι οποίοι και διηγήθηκαν τα τρομερά γεγονότα στον καπετάνιο και τον διοικητή του πλοίου.
Οι περίπου 80-90 άνθρωποι από τους 300 που κατάφεραν να επιβιώσουν μετά το ναυάγιο του Βatavia οδηγήθηκαν στην σημερινή Τζακάρτα, ενώ ο Κορνέλις, που δεν έδειξε κανένα ίχνος μεταμέλειας, ούτε έδωσε κάποια εξήγηση για τις αγριότητες που έκανε, εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού, όπως και όσοι είχαν ταχθεί στο πλευρό του.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *