Επενδύσεις στη βιομηχανία για βιώσιμη ανάπτυξη

Η κατασκευή αεροσκαφών είναι ένας κλάδος που μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομία. Η ευρωπαϊκή αεροπορική και διαστημική βιομηχανία αναμένεται να παράγει έως το 2020 το 30% της διεθνούς παραγωγής. Reuters

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Μέχρι τώρα όλες οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύουν τον τουρισμό, τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών και τον αγροτοδιατροφικό τομέα ως τους τομείς εκείνους από τους οποίους θα προέλθει η πολυπόθητη ανάκαμψη.

Η μελέτη που πραγματοποίησε η IHS Markit με τίτλο «Πώς μπορεί η ελληνική οικονομία να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη;» και παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη, διαφοροποιείται από τη γνωστή συνταγή «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου», προτείνοντας ως τομείς στους οποίους θα πρέπει να εστιάσει η Ελλάδα για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων τη βιομηχανία κατασκευής αεροσκαφών, τα ναυπηγεία και την παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού.

Για ποιο λόγο η μελέτη υποδεικνύει τρεις τομείς της βαριάς βιομηχανίας ως διέξοδο από την κρίση και μέσο για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίοι μάλιστα τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν ενεργοί στην Ελλάδα και οδηγήθηκαν σε μαρασμό αφού κάποιοι εξ αυτών πέρασαν πρώτα σε κρατικό έλεγχο; Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τη μελέτη η συγκέντρωση των μελλοντικών επενδύσεων στον τουρισμό, τη γεωργία και στη βιομηχανία τροφίμων – ποτών θα παρέχει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη, καθώς απλώς θα τροφοδοτήσει μια μη ισορροπημένη ανάπτυξη στην Ελλάδα, ενώ την ίδια ώρα η χώρα θα εξακολουθήσει να εξαρτάται από τις εισαγωγές. Ειδικά σε ό,τι αφορά τον τουρισμό οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι έχει ένα βασικό μειονέκτημα: οι τουριστικές επιχειρήσεις έχουν ως προμηθευτές έναν περιορισμένο αριθμό βιομηχανιών, ως προς τη διαφοροποίηση του προϊόντος και όχι ως προς την ποσότητα, με συνέπεια να μη δημιουργεί πλεονάσματα και πολλαπλασιαστικά οφέλη.

Στο πλαίσιο της μελέτης η IHS Markit έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα κριτήρια: τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που δημιουργεί ένας τομέας σε άλλους (όταν για παράδειγμα χρησιμοποιεί εισροές από πολλούς διαφορετικούς κλάδους της μεταποίησης), το μέγεθος και το επίπεδο ωριμότητας του τομέα στην Ελλάδα, την ένταση των εξαγωγών και του κεφαλαίου του τομέα, καθώς και την ανάγκη επέκτασης της παραγωγικής δυναμικότητας του τομέα για την κάλυψη των αγορών.

Ετσι, λοιπόν, κλάδος με πολλαπλασιαστικό όφελος θεωρείται αυτός της κατασκευής μηχανολογικού και εν γένει εξοπλισμού για άλλους κλάδους της μεταποίησης (από κατασκευή μηχανών και τουρμπινών έως εξοπλισμό για βιομηχανία τροφίμων). Ο εν λόγω κλάδος βρίσκεται στην πρωτοπορία των τεχνολογικών εξελίξεων με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάπτυξη της ρομποτικής.

Αλλος κλάδος με τέτοια χαρακτηριστικά θεωρείται αυτός της κατασκευής αεροσκαφών, διαστημικών σκαφών και πλοίων. «Αν και στην αρχή αρκετές από τις πρώτες ύλες για αυτούς τους κλάδους θα πρέπει να εισάγονται, στη συνέχεια τέτοιου είδους επενδύσεις μπορούν να δημιουργήσουν μία νέα αγορά εντός της Ελλάδας, προσελκύοντας επενδυτές και κεφάλαια ακριβώς σε αυτές τις βιομηχανίες που θα προμηθεύουν τον παραπάνω κλάδο και τροφοδοτώντας έναν ενάρετο κύκλο», υποστηρίζει η IHS Markit. Σύμφωνα με τη μελέτη η ευρωπαϊκή αεροπορική και διαστημική βιομηχανία αναμένεται να παράγει έως το 2020 το 30% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ η ζήτηση από τις αεροπορικές εταιρείες είναι διαρκώς αυξανόμενη. Δεδομένης της ανάγκης επέκτασης της παραγωγικής δυναμικότητας των ευρωπαϊκών αεροπορικών και διαστημικών βιομηχανιών, η Ελλάδα θεωρείται πιθανός προορισμός εγκατάστασης νέων μονάδων καθώς διαθέτει ανθρώπινο δυναμικό υψηλού μορφωτικού επιπέδου.

Ειδικά δε σε ό,τι αφορά τον ναυπηγικό κλάδο η μελέτη υποστηρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στην κατασκευή τουριστικών σκαφών και κρουαζιερόπλοιων.

Επιπλέον, οι κλάδοι που προτείνει η μελέτη δεν είναι κορεσμένοι, γεγονός που επιτρέπει επενδύσεις από μηδενική βάση σε ένα εν πολλοίς «παρθένο» έδαφος, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, να εφαρμοσθούν ταυτόχρονα και οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις.

Ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να υλοποιηθούν

Αναγκαία συνθήκη –άγνωστο εάν είναι και ικανή– για την προσέλκυση επενδύσεων στους παραπάνω κλάδους και συνολικότερα είναι σύμφωνα με τη μελέτη μια δέσμη μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό και συνταξιοδοτικό σύστημα. Συγκεκριμένα προτείνονται τα εξής: μείωση του κανονικού συντελεστή ΦΠΑ από το 24% στο 20%, ενιαίος συντελεστής για τη φορολόγηση επιχειρήσεων και εισοδημάτων των φυσικών προσώπων στο 20%, κατάργηση ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν οι εργοδότες και των εισφορών για σύνταξη που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και αντικατάσταση του σημερινού συνταξιοδοτικού συστήματος με ενιαία σύνταξη στα 700 ευρώ μηνιαίως και όριο ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη, κόβοντας ταυτόχρονα τις συντάξεις σε όσους συνταξιούχους είναι μικρότερης ηλικίας. Επίσης, προτείνει φοροαπαλλαγές κατά τα πρώτα χρόνια των νέων επενδύσεων, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, σταθερό ρυθμιστικό και φορολογικό σύστημα.

Σύμφωνα με τη μελέτη εάν δεν υλοποιηθούν οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και ακολουθηθεί η ίδια με σήμερα οικονομική πολιτική, ο ρυθμός ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια θα είναι χαμηλός, 1,7% το 2018 και το 2019, 1,9% το 2020, 1,6% το 2021 και 1,5% το 2022 με τον μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ για τη δεκαετία 2020-2030 να διαμορφώνεται σε 1,4%. «Η ανάπτυξη είναι τόσο χλιαρή που το πραγματικό ΑΕΠ δεν θα επανέλθει στα επίπεδα του 2017 πριν από το 2040», εκτιμά η IHS Markit.
Για να είναι ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ μισή ποσοστιαία μονάδα πάνω από τις παραπάνω εκτιμήσεις, που αποτελούν το λεγόμενο βασικό σενάριο, χρειάζονται πρόσθετες εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων ύψους 2 δισ. ευρώ έως το 2021 και 3 δισ. ευρώ έως το 2025. O χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης σε συνδυασμό με πληθωριστικές πιέσεις εκτιμάται ότι δεν θα είναι αρκετός για να οδηγήσει σε αξιοσημείωτη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει στο 137,4% έως το 2030, αρκετά πάνω από το 118% που αποτελεί τον συμφωνηθέντα στόχο με τους δανειστές. Το πρωτογενές πλεόνασμα σε αυτό το λεγόμενο βασικό σενάριο προβλέπεται σε 3,2% του ΑΕΠ το 2018, 3,3% του ΑΕΠ το 2019, 2,3% του ΑΕΠ το 2020, 1,8% του ΑΕΠ το 2021 και 1,4% του ΑΕΠ το 2022.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *