Ηταν ο Ομηρος κεντροαριστερός;

Σκανδαλωδώς, όπως σαρκάζει ο Γ. Σεφέρης (στη φωτογραφία, από ομιλία του στο BBC, το 1951, με αφορμή τον θάνατο του Αγγελου Σικελιανού), «προκαλούν» φαίνεται όσοι ταπεινοί γραφιάδες δεν δεσμεύονται από κοσμοθεωρίες και επικαιρικά γεγονότα, αλλά παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο, δίχως ρητορείες, όποτε και όπως αυτοί νομίζουν, διατηρώντας την ανεξαρτησία της σκέψης τους. ΑΠΕ/BBC

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

«Ενας φιλόσοφος σηκώθηκε και με ρώτησε: Ποια κ. Σεφέρη είναι τελικά η κοσμοθεωρία σας; Κι εγώ είπα “Αγαπητέ μου γράφω χωρίς να έχω κοσμοθεωρία. Ισως να το βρείτε σκανδαλώδες, κύριε, αλλά μπορώ να σας ρωτήσω ποια είναι η κοσμοθεωρία του Ομήρου;” Και δεν πήρα απάντηση!».

Θυμήθηκα τον παραπάνω διάλογο, που μετέφερε στον μεταφραστή του Eντμουντ Κίλι, ο Γιώργος Σεφέρης, το 1968 (βλ. Α conversation with G. Seferis), καθώς η κρίση που ταλανίζει τον τόπο μας τα τελευταία χρόνια, επανέφερε από το «παράθυρο» μια άγονη συζήτηση (και άχαρη κατά τη γνώμη μου) για όσους δημιουργούς στρατεύονται με τον α ή β τρόπο σε μια πολιτική υπόθεση, που υπερασπίζονται δημόσια (ή εντός της συντεχνίας, οι άτολμοι) κάποια ιδεολογία. Παλιά ιστορία, «ουρά» ίσως του αισθητικού διλήμματος του μεσοπολέμου αστράτευτη ή στρατευμένη τέχνη.

Ωστόσο, αφορμή γι’ αυτό το σχόλιο δεν είναι οι θεμιτές αντιδράσεις κάποιων λογοτεχνών απέναντι στην κοινωνική και πολιτική συγκυρία, αλλά ο «άκομψος» τρόπος που χειρίστηκαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δευτερευόντως ο Τύπος –ηλεκτρονικός και έντυπος– την αποδημία σημαντικών δημιουργών μετά το 2010.

Οι εκτενείς νεκρολογίες, που είδαν το φως της δημοσιότητας, συνοδεύτηκαν συνήθως από τους ακόλουθους τίτλους. Σταχυολογώ πρόχειρα: «Εφυγε ο αγωνιστής στιχουργός», «πέθανε ο αριστερός ποιητής», «χάθηκε ο αντιμνημονιακός πεζογράφος», και η «κορυφαία» κατακλείδα, «ο συγγραφέας που κηδέψαμε χθες ήταν πολιτικά από τη σωστή μεριά». (Ποια είναι η σωστή μεριά;).

Ολα αυτά γράφονται λες και η ύπαρξη του κάθε δημιουργού δικαιώνεται μονάχα από τους εν ζωή αγώνες του, από την προσήλωσή του σε μια γενικά «προοδευτική» κατεύθυνση παραβλέποντας ή και αγνοώντας προκλητικά το τι πραγματικά εκόμισε στην τέχνη ο εκλιπών, πότε και από πού προκύπτει «η συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης», όταν αυτή υπάρχει. (Βλ. και Δ. Ν. Μαρωνίτης «Ποιητική και πολιτική ηθική»).

Αραγε αυτοί οι μεταθανάτιοι χαρακτηρισμοί επηρεάζουν τον τρόπο που υποδεχόμαστε το κατατεθειμένο έργο, αλλάζουν την οπτική μας, αφαιρούν ή προσθέτουν αίγλη στο πρόσωπο του τεθνεώτος;

Κι ακόμη, μήπως ορισμένοι βιάζονται να κολλήσουν στον κάθε δημιουργό που αναχωρεί από τον μάταιο τούτο κόσμο ένα «προοδευτικό» πρόσημο για να γίνει αυτομάτως αποδεκτός από το κομματικό τους ακροατήριο, να εισέλθει και να δοξαστεί στην αρένα του Διαδικτύου ως λαϊκός ήρωας;

Πολλοί θα ισχυριστούν, και δεν θα έχουν άδικο, πως ανέκαθεν ένα τμήμα της Αριστεράς προσπαθούσε να οικειοποιηθεί εμβληματικές μορφές της νεοελληνικής τέχνης και να αποδείξει πανηγυρικά μια άλλου είδους «ηθική ανωτερότητα» και στον χώρο του πνεύματος. Οι δε θεωρητικοί της, υποβάθμιζαν σκόπιμα τις καλλιτεχνικές ιδιότητες σημαντικών λογοτεχνικών έργων, προτάσσοντας την κοινωνική τους σημασία. Φοβάμαι πως δεν μιλάμε για κάτι τόσο απλό, αναμενόμενο, ίσως από τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Οι στοχευμένοι χαρακτηρισμοί για «αγωνιστές», «μάρτυρες» και «ακτιβιστές λογοτέχνες», στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνοδευόμενοι από μισαλλόδοξα σχόλια για τους «Αλλους», τους «ισαποστάκηδες», τους «δυτικοθρεμμένους» κ.λπ., κρύβουν κάτι πολύ χειρότερο: Τη βαθιά απέχθεια, σε βαθμό αλλεργίας θα έλεγα, για εκείνους τους ανθρώπους της τέχνης, που παραμένοντας κομματικά άστεγοι, αγωνίζονται ολομόναχοι «στο πρωτάθλημα των ραχιτικών, τη λογοτεχνία» (Τσέσλαβ Μιλόζ). Στην καλύτερη περίπτωση τους καταλογίζουν πολιτική αδράνεια και ύποπτη ουδετερότητα.

Δυστυχώς, αυτή η επιθετική τακτική τρέφεται από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, καθώς τον πρώτο λόγο στην κριτική υποδοχή ενός έργου δεν έχουν πια οι παραδοσιακοί κριτικοί των εντύπων και οι πανεπιστημιακοί για την «εις βάθος μελέτη», αλλά ένα «πλέγμα» ιστοσελίδων, τρολ, μπλογκ, διαδικτυακών ραδιοφωνικών σταθμών κ.ά. που κατευθύνουν το αναγνωστικό κοινό στη διαγραφή ή στην αποθέωση ενός καλλιτέχνη με ένα μονάχα «κλικ».

Σκανδαλωδώς, όπως σαρκάζει ο Γ. Σεφέρης, θα πρόσθετα κι εγώ πως…προκαλούν φαίνεται το δημόσιο αίσθημα όσοι ταπεινοί γραφιάδες δεν δεσμεύονται από κοσμοθεωρίες και επικαιρικά γεγονότα, αλλά παρεμβαίνουν στον δημόσιο διάλογο, δίχως ρητορείες, όποτε και όπως αυτοί νομίζουν, διατηρώντας την ανεξαρτησία της σκέψης τους. Προκαλούν απ’ ό,τι φαίνεται και τους διάφορους παρατρεχάμενους της εξουσίας, που σε πρώτη ευκαιρία θα γράψουν πάλι, «φτωχότερος ο τόπος μας από την απώλεια του αγωνιστή ποιητή» –παλαιότερα οι ίδιοι θα έγραφαν «του εθνικού ποιητή»– γιατί στο μυαλό τους αυτοί, που είναι απλώς ποιητές, δεν χρειάζονται στους μικρόψυχους καιρούς μας.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *