Θεά Τύχη: Μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων.

1Η Τύχη ανήκει σε μια κατηγορία συμβατικών θεοτήτων, που προέρχονται από αφηρημένες έννοιες χωρίς μυθολογικό περιεχόμενο. Οι θεότητες αυτές ζήτησαν θέση στη λατρεία, αφού πρώτα από τους πλάστες και τους ποιητές υψώθηκαν σε προσωπικότητες….
Στους τελευταίους αιώνες της αρχαιότητας τιμήθηκαν με ένα είδος πομπικής ή επιδεικτικής λατρείας. Ως φιλοσοφική έννοια η τύχη παρουσιάστηκε από την αρχή των ιστορικών χρόνων και επέζησε ως το τέλος της αρχαιότητας, με αρκετές μεταλλαγές στο περιεχόμενό της.
H θεά Τύχη της αρχαιότητας ήταν η προσωποποιημένη θεά της σύμπτωσης, του μη προβλέψιμου ή επιδιωχθέντος αλλά και της ευτυχούς συγκυρίας του απροσδόκητου συμβάντος. Η πολιούχος θεά της ευτυχίας των αρχαίων Ελληνικών πόλεων.
Κατά τη «Θεογονία» του Ησίοδου ήταν θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέα και της Τηθίος, σε εκδήλωση ίσως του ότι η ναυτιλία και το ναυτικό εμπόριο εν γένει υπήρξαν η πρώτη και κύρια πηγή ευτυχίας των ανθρώπων. Κατά τον Πίνδαρο, ο οποίος την ονόμαζε και Φερέπολιν, δηλαδή θεά που προστατεύει τις πόλεις, ήταν κόρη του Ελευθέρου Διός ή του Προμηθέα. Την θεωρούσε ως μια από τις Μοίρες, που είχε όμως λιγότερη δύναμη από τις αδελφές της, Θεά του Πεπρωμένου αλλά και ευμενής.
Ως ευμενής θεά του πεπρωμένου λατρευόταν με την επωνυμία «Αγαθή Τύχη» στην Αρχαία Ολυμπία, όπου είχε δικό της βωμό.

 

Στους ορφικούς ύμνους συναντάται ως κόρη του Ευβουλέως. Κατά το Ομηρικό προς τη Δήμητρα ύμνο, η Ωκεανίς Τύχη εμφανιζόταν ως μια από τις συμπαίκτριες της Περσεφόνης. Ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια έχει απασχολήσει τους πλάστες: ο Βούπαλος και ο Άθηνις, γιοί του Χιώτη πλάστη Άχερμου ο οποίος πριν από τα 560 π.Χ. είχε γίνει γνωστός με μια φτερωτή θεά Νίκη, φημίστηκαν στις ιωνικές πόλεις (λίγο μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.) ως δημιουργοί παρόμοιων γλυπτικών έργων (προσωποποιημένων αφηρημένων εννοιών). Από αυτά ονομαστότερη ήταν η θεά Τύχη που έκαναν για τη Σμύρνη. Είχε τη μορφή ευγενούς Δέσποινας με κέρας της αφθονίας στα χέρια. Το έμβλημα δεν αφήνει αμφιβολία ότι οι δυο πλάστες είχαν στο νου τους έναν τύπο «αγαθής τύχης» ή θεάς πλουτοδότρας. Επειδή όμως η γλωσσική έννοια της «τύχης» καλύπτει και την κακοτυχία, η θεά θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως προσωπικότητα που κρατούσε υπό τον έλεγχό της την εναλλαγή της ευτυχίας και της δυστυχίας στη ζωή των ανθρώπων.
Για τους Ίωνες πλάστες όμως ήταν η θεά μόνο της «αγαθής τύχης», την οποία επικαλούνταν και οι άρχοντες των πόλεων στην αρχή των ψηφισμάτων. Μια διαφορετική αντίληψη για την τύχη, καθαρά φιλοσοφική (έξω πάλι από τη σφαίρα της μυθολογίας και της θρησκείας), βρήκε έκφραση στα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια. Σύμφωνα μ’ αυτή, η τύχη επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων και την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά «χωρίς σκοπό». Είναι μια δύναμη «τυφλή» που οδηγεί άσκοπα, μεταξύ των άλλων, και τον επίσης τυφλό πλούτο. Αν η λατρεία είχε να κάνει με μια θεά αυτού του τύπου, θα έθετε πάλι ως σκοπό της να την καταστήσει ευμενή προς τα άτομα ή προς τις πόλεις. Η Τύχη θεωρήθηκε ως μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ως θεά της αφθονίας και του πλούτου απεικονιζόταν στο ιερό της στη Θήβα να κρατά, ως μητέρα ή τροφός, τον μικρό Πλούτο και στη Σμύρνη από το Βούπαλο να κρατά στο άλλο της χέρι το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο της αφθονίας. Σαν θεά που διευθύνει την ανθρώπινη ζωή απεικονίζεται να κρατά πηδάλιο, σαν σύμβολο της κατεύθυνσης την οποία έδινε σε όλους τους ανθρώπους. Σαν Θεά ευμετάβλητου Φύσης απεικονιζόταν με τροχό ή σφαίρα ή πτερύγιο, σύμβολα της αστάθειας.
Συνδέθηκε με άλλες θεότητες-προσωποποιήσεις όπως την Ελπίδα, τον Καιρό και τη Μοίρα. Κυρίως συνδέθηκε με την Ίσιδα κατά την περίοδο των θρησκευτικών συγκρίσεων (Ίσις Τύχη ή Ισιτύχη).
Μαζί της ταυτίσθηκε η θεά των Ρωμαίων Φουρτούνα θεότητα της ευφορίας και της γονιμότητας, που συχνά λειτουργούσε και ως μάντης θεά που προλέγει το μέλλον. Σε εκδήλωση της αντίληψης ότι ο έρωτας προέρχεται από την Τύχη (Αίγειρο Αχαΐας), απεικονιζόταν κοντά στο άγαλμα της και ο Θεός Έρωτας. Στους λίγους ναούς της Τύχης που υπήρχαν πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια (μερικοί θεωρούνταν παλαιοί και είχαν στημένα στους σηκούς τους ξύλινα λατρευτικά αγάλματα της θεάς) οι πόλεις ζητούσαν με τη λατρεία να στρέψουν προς όφελός τους την τυφλή δραστηριότητα της Τύχης. Στα μακεδονικά χρόνια πολλές νέες πόλεις ιδρύθηκαν σ’ όλη την Ελλάδα. Οι κάτοικοι παρακμασμένων αρχαίων πολιχνών ενθαρρύνονταν να εγκατασταθούν σ’ αυτές. Η εξαφάνιση όμως αρχαίων δοξασμένων κέντρων (όπως των Μυκηνών και της Τίρυνθας) και η ανάδειξη άλλων, θεωρήθηκε από μερικούς ως έργο της θεάς Τύχης, η οποία αναγνωρίστηκε “θεών μεγίστην εν τοις ανθρωπίνοις πράγμασι.”
Από τις νεοϊδρυμένες πόλεις δεν έλειπε ένας ναός για τη θεά, που έπρεπε να είναι χτίσμα επιβλητικό στην αγορά ή στην ακρόπολη: η θεά ήταν η «Τύχη της πόλεως» που γινόταν κάποτε «θεά πολιούχος» και απολάμβανε πάντοτε τιμές για ν’ αποβεί «θεά αγαθή» για την πόλη.
Στην Ελληνιστική εποχή και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, κάθε πόλη είχε τη δική της προστάτιδα που λειτουργούσε ως η Πολιάς θεά. Πολλές από αυτές θεωρούσαν την Τύχη ως Πολιούχο θεά.
Απεικονιζόταν να φορά πυργωτό διάδημα (πού συμβόλιζε τα τείχη της πόλης), καθισμένη σε θρόνο να κρατά το κέρας της αφθονίας ή σκήπτρο. Μάλιστα η διεξαγωγή όλων των υποθέσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, άρχιζε, όπως στην Αθήνα, με την ευχή «Αγαθή Τύχη».
Κάθε ελληνική πόλη πίστευε πως είχε δική της Τύχην Πόλεως που εικονίζονταν από γυναίκα μεγαλόπρεπα ντυμένη και με στέμμα μια μικρογραφία του τείχους της πόλης.
Υπάρχουν πάμπολλες παραστάσεις της Τύχης του Πραξιτέλη στα Μέγαρα, του Απελλή η Τύχη καθημένη, του Ευφράνορα η Αγαθή Τύχη, εκείνη που δωρήθηκε, χρυσελεφάντινη, από τον Ηρώδη τον Αττικό στο ναό που ο ίδιος ίδρυσε στο Παναθηναϊκό Στάδιο κ.α.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η πίστη στη θεά Τύχη. Έλεγαν πως για να είναι κανείς ευτυχής δεν είναι αρκετό να έχει υγεία και πλούτο, αλλά έπρεπε να έχει και την τύχη ευνοϊκή απέναντι τoυ και στις πολεμικές επιχειρήσεις δεν αρκούσε η σωματική δύναμη αλλά έπρεπε από κάποια καλή τύχη να επισφραγιστεί η ευτυχής έκβαση (εδήλωσε ουχ ήκιστα ο θεός ενταύθα και εν Λεύκτροις τους καλουμένους ανδρείους ουδέν είναι άνευ τύχης). Την ίδια εποχή πολλαπλασιάστηκαν και οι ναοί και τα αγάλματα της Τύχης. Η ρωμαϊκή Κόρινθος είχε ναό της Τύχης στην αγορά, με μαρμάρινο άγαλμά της, ενώ η ρωμαϊκή Σικυώνα, στην ακρόπολη. Στην Αθήνα ο Ηρώδης έχτισε ναό της Τύχης δεξιά της εισόδου προς το στάδιο, στην κορυφή του λόφου Αρδηττού. Το άγαλμά της ήταν χρυσελεφάντινο. Στην Ερμιόνη ιερό της Τύχης άργησε πολύ να ιδρυθεί. Στα αυτοκρατορικά χρόνια ήταν το νεότερο, είχε όμως στημένο μέσα το πιο εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα που παρίστανε τη θεά σε υπερφυσικό μέγεθος Κολοσσιαίο άγαλμα της θεάς είχε στηθεί στην Ηλιδα και την Αλεξάνδρεια .

.

Από όλα τα ιερά που ιδρύθηκαν στον αρχαίο κόσμο για την Τύχη, το επιβλητικότερο ήταν της Αλεξάνδρειας, το ονομαστό Τυχαίον που οι Πτολεμαίοι το είχαν στολίσει με πλήθος από αγάλματα, όχι μόνο της Τύχης, αλλά και των άλλων θεών, καθώς και με ανδριάντες του Αλεξάνδρου και άλλων βασιλέων. Καύχημα της πόλης ήταν και το ίδιο το οικοδόμημα του Τυχαίου. Γύρω στα 300 π.Χ. ο Σέλευκος Α’ ίδρυσε την Αντιόχεια της Συρίας και διευκόλυνε την εγκατάσταση σ’ αυτή σύρων και Ελλήνων κατοίκων. Τότε έγινε για την πόλη ένα μπρούτζινο άγαλμα Τύχης, έργο του Σικυώνιου πλάστη Ευτυχίδη, γνωστό σήμερα από το σωζόμενο μαρμάρινο αντίγραφο του Βατικανού: η θεά απεικονίστηκε ως νεαρή κόρη, καθισμένη σε βράχο, με στέμμα στο κεφάλι που είχε τη μορφή του οχυρωτικού περιβόλου της Αντιόχειας, με του πύργους του.
Στο δεξί χέρι κρατούσε, αντί του κέρατος της αφθονίας, μικρή δέσμη από στάχυα, ενώ κάτω από τα ποδιά της απεικονίστηκε προσωποποιημένος ο Ορόντης ποταμός (στην αριστερή όχθη του οποίου είχε ιδρυθεί η πόλη) με μια μορφή ωραίου νέου που πρόβαλλε από το νερό ως τη μέση.Ένα άλλο άγαλμα της θεάς, στημένο στη Θήβα, που ήταν έργο ακρόλιθο κατά 60 ή 70 χρόνια παλαιότερο, την παρίστανε ως ώριμης ηλικίας δέσποινα να κρατάει στην αγκαλιά της το παιδί Πλούτο, όπως η θεά Ειρήνη του Κηφισοδότου.
Στην πρόσοψη του λογείου του Διονυσιακού Θεάτρου που ίδρυσε ο Νέρων εικονίζεται μια γυναίκα που κρατάει το κέρας της Αμάλθειας, η οποία σύμφωνα με κάποιους είναι η Τύχη και κατ΄ άλλους η Ειρήνη.
Τέλος στο ναό της στο Άργος λεγόταν ότι ο Παλαμίδης είχε αφιερώσει τα πρώτα ζάρια, τα οποία -κατά την παράδοση- είχε ο ίδιος επινοήσει.
Λαογραφία:
Στις παραδόσεις του Ελληνικού λαού η τύχη προσωποποιημένη περιγράφεται ως μαύρη και άσχημη «Κάθεται συχνά στο δρόμο μόνη και από κει οδηγάει καλά ή κακά τον άνθρωπο. Είναι στραβή ή έχει δεμένα τα μάτια της με μαντήλι και περπατάει άσκοπα σαν ανόητη και σε όποιον πέσει επάνω του τον κάνει ευτυχισμένο».
Κάθε άνθρωπος όπως έχει την Μοίρα του έτσι έχει και την τύχη του, η οποία γεννάται μόλις γεννηθεί ο άνθρωπος και τον ακολουθεί σε όλη του την ζωή. Κάποιος είπε ότι: “Η τύχη είναι το ψευδώνυμο του θεού όταν δεν θέλει να βάλει την υπογραφή του.”

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *