Κατά 25 ευρώ μηνιαίως ενισχύεται το εισόδημα ενός μέσου εργαζομένου

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Σε περίπου 25-30 ευρώ μηνιαίως για τον μέσο εργαζόμενο, και όχι περισσότερα από 50-60 ευρώ τον μήνα για τον μέσο συνταξιούχο, μεταφράζεται στην πράξη το πακέτο των μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός για την περίοδο μέχρι και το 2020. Μπορεί ο «λογαριασμός» να ακούγεται εντυπωσιακός –καθώς τα μέτρα της διετίας έχουν προϋπολογισμό άνω των 4 δισ. αν συμπεριληφθούν και τα ήδη ψηφισμένα– ωστόσο στην πράξη θα αποδειχθεί ότι το εισόδημα των πολιτών θα ενισχυθεί με 2 δισ. στη διετία από το σύνολο των παρεμβάσεων: την καταβολή της «13ης σύνταξης», τις μειώσεις των συντελεστών του ΦΠΑ και τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης. Πρακτικά, το μεγαλύτερο μέρος του «πακέτου παροχών» διοχετεύεται για να μη μειωθεί το αφορολόγητο, δηλαδή για να μη χαθεί διαθέσιμο εισόδημα. Από την άλλη, μέτρα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν αισθητά την αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης, όπως είναι η δεύτερη «δόση» της μείωσης του ΕΝΦΙΑ και η μείωση του συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, δεν θα προχωρήσουν. Επίσης, η κλίμακα για τον υπολογισμό της εισφοράς αλληλεγγύης που ανακοινώθηκε είναι δυσμενέστερη από αυτή που έχει ήδη ψηφιστεί στο πλαίσιο των «αντιμέτρων» του 2020.

Αυτό που ενδιαφέρει τα νοικοκυριά είναι το αν θα υπάρξει βελτίωση στο διαθέσιμο εισόδημά τους. Στους τρεις βασικούς τομείς που αφορούν τα νοικοκυριά, φόρο εισοδήματος μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ και φόρους κατανάλωσης, επέρχονται οι ακόλουθες μεταβολές:

1. Φόρος εισοδήματος: Για τη μεγάλη πλειονότητα των φορολογουμένων με ατομικό εισόδημα έως και 12.000 ευρώ δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στο εκκαθαριστικό ούτε του 2019 ούτε του 2020. Ακόμη όμως και για τους έχοντες ατομικό εισόδημα της τάξεως των 14.000 έως 20.000 ευρώ, το μηνιαίο εισόδημα θα αυξηθεί από 3,5 έως 14 ευρώ και αυτό από το 2020 λόγω της μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης. Για το σύνολο των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων, αλλά και για τους μισθωτούς με ατομικό εισόδημα άνω των 35.000 ευρώ, το νέο πακέτο Τσίπρα για τον φόρο εισοδήματος είναι χειρότερο από αυτό που έχει ήδη ψηφιστεί για το 2020 και το οποίο περιλαμβάνει τη μείωση του αφορολογήτου, τη μείωση του βασικού συντελεστή της κλίμακας αλλά και την ευνοϊκότερη κλίμακα υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης.

2. ΕΝΦΙΑ: Η δεύτερη φάση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ που είχε εξαγγελθεί από την κυβέρνηση, με προοπτική να ισχύσει από το 2020, δεν περιλαμβάνεται στα νέα σχέδια της κυβέρνησης. Ετσι, το 2019 επιφυλάσσει μικρές μειώσεις των 10-80 ευρώ ετησίως για όσους έχουν ακίνητη περιουσία έως 200.000 ευρώ και το 2020… τίποτα.

3. ΦΠΑ: Από τη μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα, το μηνιαίο όφελος δεν θα είναι μεγαλύτερο από 3-4 ευρώ για ένα νοικοκυριό με μέση κατανάλωση των 1.000-1.500 κιλοβατωρών ανά τετράμηνο. Οσον αφορά τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και στην εστίαση, το όφελος εξαρτάται, πρώτον, από την κατανάλωση και, δεύτερον, από το αν θα περάσει η μείωση του φόρου στον τελικό καταναλωτή.

Τι θα αλλάξει στην τσέπη ενός ζευγαριού στο οποίο εργάζονται και οι δύο έχοντας οικογενειακό εισόδημα 30.000 ευρώ (16.000 ευρώ ο ένας και 14.000 ευρώ ο άλλος) αλλά και ένα σπίτι αντικειμενικής αξίας 160.000 ευρώ; Η τελική αποτίμηση είναι αποκαρδιωτική:

1. Στο εισόδημα του συζύγου, οι συνολικές κρατήσεις θα μειωθούν κατά 88 ευρώ τον χρόνο ή 6,3 ευρώ τον μήνα. Στο εισόδημα της συζύγου, η ελάφρυνση θα είναι 44 ευρώ ετησίως ή 3,1 ευρώ τον μήνα.

2. Στον ΕΝΦΙΑ, θα υπάρξει φέτος ελάφρυνση 30 ευρώ (από τα 450 στα 420 ευρώ) και τίποτα περισσότερο.

3. Από τη μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα, η ελάφρυνση θα είναι 30-40 ευρώ ετησίως για μια μέση κατανάλωση που φτάνει στις 1.500 κιλοβατώρες ανά τετράμηνο, ενώ από τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα μπορεί να προκύψει μια διαφορά 9 ευρώ ανά 100 ευρώ κατανάλωσης μόνο αν οι μειώσεις φτάσουν στο ράφι. Αν αθροιστούν τα μέτρα, προκύπτει όφελος μικρότερο από 25 ευρώ τον μήνα.

Δεν δίνει ώθηση στην επιχειρηματικότητα

Η κυβέρνηση προσβλέπει στο ότι το πακέτο των μέτρων θα φέρει υψηλότερη ανάπτυξη από την προβλεπόμενη (+2,3% για φέτος και του χρόνου) προκειμένου να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τον «ειδικό λογαριασμό» των 5,5 δισ. που ανοίγει με κεφάλαια από το «μαξιλάρι για το χρέος».

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση «ποντάρει» στην παλιά συνταγή που θέλει την ανάπτυξη να στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ιδιωτική κατανάλωση. Διότι τα πιο «βαριά» από τα μέτρα τόσο του 2019 όσο και του 2020 ποντάρουν ακριβώς στην τόνωση της ζήτησης. Η καταβολή της 13ης σύνταξης είναι απευθείας εισοδηματική ενίσχυση, ενώ τα μέτρα για τον ΦΠΑ ουσιαστικά αποσκοπούν στη μείωση των τιμών. Αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος συνεπάγονται και η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης όπως και οι στοχευμένες μειώσεις φόρων για νησιώτες και κατοίκους ορεινών περιοχών (σ.σ. μείωση φόρου εισοδήματος και αύξηση επιδόματος θέρμανσης αντιστοίχως).

Αμιγώς «αναπτυξιακά» μέτρα είναι ουσιαστικά η αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων στο 150% για τις επενδύσεις σε μεταφορικό και βιομηχανικό εξοπλισμό αλλά και η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για τις προσλήψεις νέων ηλικίας 25 ή 29 ετών. Ωστόσο, θα πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη αν:

1. Οι υπεραποσβέσεις με συντελεστή 150% είναι αρκετό μέτρο για να τονωθούν οι επενδύσεις, οι οποίες και το 2018 υποχώρησαν κατά 12%. Οι επιχειρήσεις, και φέτος αλλά και του χρόνου, θα αντιμετωπίσουν ένα από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές της Ευρώπης (28% για το 2020 από 29% για το 2019), ενώ δεν θα έχουν καμία ουσιαστική μείωση στο μισθολογικό κόστος αλλά και στους υπόλοιπους φόρους.

2. Η αύξηση της επιδότησης για τις προσλήψεις νέων αφενός αφορά μικρό αριθμό του συνόλου των εργαζομένων, από την άλλη, σε οικονομικούς όρους, έρχεται σε μεγάλο βαθμό να λειτουργήσει ως αντίβαρο στις μεγάλες αυξήσεις που έγιναν από τον Φεβρουάριο λόγω της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού των νέων.
Τι δεν κάνει το πακέτο των μέτρων;

1. Δεν μειώνει παρά ελάχιστα το μη μισθολογικό κόστος για το σύνολο των εργαζομένων (σ.σ. φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές). Το κόστος αυτό αποτελεί βασικό «πονοκέφαλο» για τις επιχειρήσεις και έναν από τους βασικούς λόγους για τον οποίο δεν δημιουργούνται καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

2. Δεν ενισχύει τις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η μείωση του ΦΠΑ ευνοεί τον επιχειρηματικό κόσμο μόνο σε επίπεδο ρευστότητας, καθώς υπάρχει ο συμψηφισμός του ΦΠΑ εισροών με τον ΦΠΑ εκροών. Ειδικά δε για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις δεν υπάρχει ΦΠΑ.

3. Δεν αγγίζει καθόλου το θέμα «τιμές καυσίμων» που αποτελεί μεγάλο βραχνά για την παραγωγή αλλά και για τα νοικοκυριά. Η Ελλάδα θα παραμείνει η 3η ακριβότερη χώρα παγκοσμίως σε επίπεδο τιμών βενζίνης και μία από τις 10 ακριβότερες στο πετρέλαιο κίνησης.

4. Δεν επισπεύδει τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις.

5. Δεν μειώνει τους φόρους κατοχής ακινήτων.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *