Μπομπ Τράα: Eλάφρυνση χρέους υπό όρους

Οταν κάποιος πουλάει περιουσιακά στοιχεία ευρισκόμενος με την πλάτη στον τοίχο, δίνει στους αγοραστές δυνητικό πλεονέκτημα ώστε να μειώσουν την τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η ανησυχία δεν είναι εντελώς αβάσιμη, ωστόσο το γεγονός πως η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη θέση είναι το αποτέλεσμα κακού σχεδιασμού εκ μέρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο είναι τελικά ο θεματοφύλακας του πλούτου του δημόσιου τομέα και των φορολογουμένων.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Εχουμε αναγνωρίσει σε προηγούμενα σημειώματα ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι υπερβολικά υψηλός για την Ελλάδα και πως θα απαιτηθεί πολύς χρόνος ώστε να μειωθεί – κάτι που απαιτεί τη σταδιακή εφαρμογή ενός σχεδίου. Είχαμε αναφέρει επίσης ιδέες που θα μπορούσαν να συμβάλουν ώστε να μειωθεί το ελληνικό χρέος χωρίς να αυξηθεί περαιτέρω το πρωτογενές πλεόνασμα. Το παρόν σημείωμα αφορά σε μια τέτοια ιδέα.

Το καλοκαίρι του 2018, μεγάλος αριθμός οικονομολόγων (Zettelmeyer et al) ένωσαν τις δυνάμεις τους προτείνοντας μέσω του Peterson Institute for International Economics σχέδιο με τίτλο: «Πώς να επιλυθεί το πρόβλημα του ελληνικού δημοσίου χρέους». Σε αυτό προτείνεται η δημιουργία μιας δομής που θα παρέχει κίνητρα για υπό όρους ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Η προτεινόμενη ελάφρυνση του χρέους προς επίσημους πιστωτές γίνεται με τρόπο που εξαρτάται από επιπλέον προσαρμογή του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος πέραν όσων έχουν ήδη συμφωνηθεί από την Ελλάδα, τους θεσμικούς οργανισμούς της Ευρωζώνης και τις χώρες-εταίρους. Το ύψος της απαιτούμενης ονομαστικής ελάφρυνσης χρέους, αναφέρεται στη μελέτη των οικονομολόγων, είναι σχετικά χαμηλό – της τάξης του 10% με 15% του ισχύοντος χρέους προς επίσημους πιστωτές. Πράγμα που υποδηλώνει μείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους κατά 25 με 35 δισ. ευρώ.

Το σχέδιο του Οδυσσέα που είχε περιγραφεί σε προηγούμενο σημείωμα δεν περιλαμβάνει ελάφρυνση χρέους, ωστόσο απαιτεί πολύ χρόνο μέχρι την ολοκλήρωσή του. Προϋποθέτει την επίτευξη υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος για παρατεταμένη χρονική περίοδο και φυσικά θα προκύψουν απειλές στην πορεία. Οπότε, θα πρέπει να εξεταστούν όποιες άλλες ιδέες θα μπορούσαν να περιορίσουν αυτά τα ρίσκα και να οδηγήσουν σε ταχύτερη μείωση του χρέους. Η μελέτη που έγινε για το PIIE αποτελεί μια παραλλαγή πάνω σε αυτό το θέμα. Προτείνω μια δεύτερη επιλογή που θα μπορούσε να εξεταστεί. Στη μελέτη του Zettelmeyer και των υπολοίπων θίγεται ένα ευαίσθητο ζήτημα, δηλαδή ότι η ελάφρυνση χρέους πρέπει να γίνει υπό όρους. Πράγμα που σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει κάτι ώστε να εξασφαλίσει περαιτέρω ελάφρυνση χρέους.

Η υπό όρους ελάφρυνση χρέους απαιτείται εν μέρει ώστε να αποφευχθεί ο ηθικός κίνδυνος, πράγμα που σημαίνει πως αν ελαφρυνθεί το χρέος χωρίς αντίτιμο, τότε δεν θα επιβάλλεται ποινή σε χώρες που συσσωρεύουν χρέος και αργότερα απλώς χρεοκοπούν, όταν γίνεται ενοχλητικό αυτό το χρέος. Ετσι θα δίνονταν κίνητρα για την ασυγκράτητη συσσώρευση χρέους. Γι’ αυτό αναζητείται μια μορφή ελάφρυνσης χρέους που θα είναι «υπό όρους» και η οποία θα είναι «συμβατή με κίνητρα». Τόσο ο οφειλέτης (η Ελλάδα) όσο και ο πιστωτής (οι χώρες-εταίροι) θα πρέπει να αποκομίσουν κάποιο όφελος από την ελάφρυνση χρέους, ώστε να είναι αποδεκτή αυτή η διαδικασία και από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Εχοντας όλα αυτά κατά νουν, ας θυμηθούμε πως η Ελλάδα εμπλέκεται σε πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Αυτά μπορεί να είναι κρατικές επιχειρήσεις, ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να πουληθούν στην αγορά και τα οποία ανήκουν στο ελληνικό κράτος. Οπότε πρέπει να εξετάσουμε τον ισολογισμό του ελληνικού δημόσιου τομέα ώστε να διαπιστώσουμε πόσα περιουσιακά στοιχεία κατέχει και πόσα εξ αυτών μπορούν να πουληθούν. Αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, τότε η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να μειώσει το ύψος των περιουσιακών στοιχείων που έχει στον ισολογισμό της και με τα έσοδα να επαναγοράσει το χρέος της, μειώνοντας έτσι το ύψος του.

Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ορισμένες φορές «σύντμηση του ισολογισμού» επειδή περιλαμβάνει την ταυτόχρονη μείωση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού. (Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η Ολλανδία χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό αυτή την τεχνική ώστε να μειώσει το επίπεδο του χρέους της.) Αν τα περιουσιακά στοιχεία παρέχουν χαμηλό συντελεστή απόδοσης και αν είναι ακριβό το χρέος ή αν προκαλεί ανησυχία για το κατά πόσον είναι εφικτή η εξυπηρέτησή του, τότε μια επιχείρηση σύντμησης του ισολογισμού μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο χρηματοοικονομικό μηχανισμό μέσω του οποίου μπορεί να επιτευχθεί καλυτέρευση των δημοσίων οικονομικών.

Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σε πολλές χώρες και σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις με τη μία ή την άλλη μορφή. Η σύντμηση του ισολογισμού δεν απαιτεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων που οδηγούν σε υψηλότερο στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα.

Βέβαια, η Ελλάδα έχει παραπονεθεί ότι δεν είναι καλή ιδέα να προσπαθήσει να πουλήσει κρατικά περιουσιακά στοιχεία όταν βρίσκεται η χώρα με την πλάτη στον τοίχο, διότι όσοι προσφερθούν να τα αγοράσουν γνωρίζουν πως η Ελλάδα πρέπει να τα πουλήσει. Αυτό δίνει στους αγοραστές δυνητικό πλεονέκτημα ώστε να μειώσουν την τιμή πώλησης των περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η ανησυχία δεν είναι εντελώς αβάσιμη, ωστόσο το γεγονός πως η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή τη θέση είναι το αποτέλεσμα κακού σχεδιασμού εκ μέρους του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο είναι τελικά ο θεματοφύλακας του πλούτου του δημόσιου τομέα και των φορολογουμένων.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τα κίνητρα που έχουν οι πιστωτές, δηλαδή οι χώρες-εταίροι της Ε.Ε. Αυτές επιθυμούν η Ελλάδα να πουλήσει κρατικά περιουσιακά στοιχεία, όχι απλώς για να λάβει χρήματα και να μειώσει το επίπεδο του χρέους, αλλά επίσης για να ενισχύσει το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο τόσο πολύ έχει ανάγκη η Ελλάδα ώστε να ενισχύσει μακροπρόθεσμα την παραγωγικότητά της. Οι πιστωτές προτιμούν την ύπαρξη καλού κανονιστικού πλαισίου αντί να κατέχει το κράτος παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία διότι, όπως έχουμε υποστηρίξει ήδη, τα πολιτικά συστήματα, δεδομένων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τους, δεν είναι η καλύτερη επιλογή ώστε να κατέχουν και να διοικούν εμπορικά περιουσιακά στοιχεία. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς αν αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια ευκαιρία για ελάφρυνση χρέους που να βασίζεται σε κίνητρα και περιλαμβάνει υπό όρους μείωση του χρέους.

Ειδικότερα, θα μπορούσαν οι πιστωτές να συζητήσουν τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν ορισμένα από τα βάσιμα επιχειρήματα της Ελλάδας, ότι δηλαδή είναι δύσκολο για τη χώρα από πολιτικής και πρακτικής απόψεως να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία σε πολύ χαμηλές τιμές, και γι’ αυτό να προσφέρουν (προσωρινά) μπόνους στη χώρα κάθε φορά που πετυχαίνει η Ελλάδα έναν συγκεκριμένο στόχο στο πρόγραμμα αποεπένδυσης; Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε πως η Ελλάδα συγκεντρώνει 5 δισ. ευρώ από την πώληση περιουσιακών στοιχείων (κάτι που είναι σχετικά εύκολο να επιβεβαιωθεί). Θα μπορούσαν τότε οι πιστώτριες χώρες να διαγράψουν, ή να επιδοτήσουν, οποιαδήποτε είναι η ορολογία που δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές συμφωνίες και τη νομοθεσία για τέτοια ζητήματα, ένα ίσο ποσό από το ελληνικό χρέος; Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα λάβει ένα μπόνους ίσο με το 100% της τιμής στην οποία πούλησε ένα περιουσιακό στοιχείο. Σημαίνει επίσης πως το πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα ενισχυθεί σημαντικά χάρη στο γεγονός ότι η πώληση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί κίνητρο για τη μεταφορά κρατικών περιουσιακών στοιχείων στον ιδιωτικό τομέα. Ετσι, και οι πιστωτές θα λάβουν κάτι πολύτιμο και η Ελλάδα θα λάβει κάτι πολύτιμο – αυτό είναι το πνεύμα των λύσεων που βασίζονται στην παροχή κινήτρων.

Ορισμένοι ίσως να πουν πως αυτό είναι αδύνατο, διότι στην περίπτωση που το έκανε η Ευρωζώνη για χάρη της Ελλάδας, θα έπρεπε να πράξει το ίδιο και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πάρει δάνεια από τους εταίρους τους και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και πως είναι παράνομη η παροχή τέτοιων κινήτρων προς οποιαδήποτε χώρα-μέλος της Ε.Ε. Ωστόσο βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίεργη περίσταση, διότι υπάρχει το χρέος ύψους 50 δισ. ευρώ που δόθηκε από τις χώρες-εταίρους προς την Ελλάδα μέσω διμερούς συμφωνίας (GLF) προτού δημιουργηθεί οποιαδήποτε δομή της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση κρίσεων. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τέτοιου είδους χρέος.

Συνεπώς, είναι δυνατό να υπάρξει συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει ή ακόμη και να ενισχύσει το πρόγραμμα πώλησης περιουσιακών στοιχείων και στη συνέχεια για κάθε 5 δισ. ευρώ που συγκεντρώνει από αυτό, οι χώρες της Ευρωζώνης να μειώνουν το χρέος που δόθηκε μέσω διμερών συμφωνιών κατά 5 δισ. ευρώ; Αυτό θα πρέπει να σχεδιαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε για κάθε 5 δισ. που συγκεντρώνει η Ελλάδα από την πώληση περιουσιακών της στοιχείων, να μειώνεται το χρέος της κατά 10 δισ. ευρώ (η Ελλάδα δεν μπορεί να «δαπανήσει» τα 5 δισ. από την πώληση περιουσιακών στοιχείων), κάτι που θα αποτελούσε σημαντικό βήμα για τη μείωση του δημοσίου χρέους στο όριο που ορίζει η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Μέχρι το καλοκαίρι του 2018 η Ελλάδα είχε λάβει δεσμεύσεις για την πώληση περιουσιακών στοιχείων αντί 9,9 δισ. ευρώ και είχε λάβει 4,7 δισ. ευρώ σε μετρητά από την πώληση περιουσιακών της στοιχείων, σύμφωνα με στοιχεία που είχε δημοσιεύσει η Eurobank. Ετσι, θα μπορούσε να προχωρήσει σε επαναγορά του χρέους της ύψους σχεδόν 5 δισ. ευρώ, οπότε σύντομα η Ελλάδα θα μπορούσε, σύμφωνα με την πρόταση, να πετύχει τη διαγραφή χρέους ανάλογου ύψους από τα διμερή δάνεια που είχε πάρει. Με βάση τις δεσμεύσεις που είχε λάβει η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει δυνητικά μια δεύτερη δόση και στη συνέχεια το χρέος θα μπορούσε να μειώνεται σταδιακά, καθώς η Ελλάδα θα έχει και άλλα έσοδα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων.

Μια τέτοιου είδους συμφωνία θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά το πρόγραμμα αποεπένδυσης και να αποτελέσει ισχυρή ένδειξη καλής θέλησης τόσο από την πλευρά της Ελλάδας όσο και από την πλευρά των εταίρων της Ευρωζώνης. Δεδομένου πως περιλαμβάνει ένα μοναδικό είδους χρέος, τα δάνεια που δόθηκαν με διμερείς συμφωνίες, οι εταίροι της Ελλάδας θα μπορούσαν να παραχωρήσουν αυτού του είδους τη βοήθεια προς την Ελλάδα, αναγνωρίζοντας ότι επανειλημμένες ασαφείς υποσχέσεις για βοήθεια στο ζήτημα του χρέους επιτρέπουν σημαντικό περιθώριο αβεβαιότητας και έχουν μικρότερη αξία για τις αγορές από ένα σαφές σχέδιο που είναι σχετικά εύκολο να παρακολουθήσει κανείς την εφαρμογή του. Σημειώστε επίσης ότι η Ελλάδα κερδίζει κάποιο βαθμό ελευθερίας ώστε να προγραμματίσει την πώληση περιουσιακών στοιχείων, διότι αν δεν είναι ώριμη η αγορά για μια αποεπένδυση σήμερα, ίσως να βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση αύριο. Οι χώρες-εταίροι δεν θα χάσουν το παραμικρό παραχωρώντας στην Ελλάδα κάποιο βαθμό ευελιξίας στην πώληση περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου πως η συμφωνία εξαρτάται από την αθροιστική πώληση περιουσιακών στοιχείων αξίας 5 δισ.

Λίγα τελευταία λόγια για τα περιουσιακά στοιχεία που θα μπορούσε να πουλήσει η Ελλάδα στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγράμματος. Η προσωπική μου άποψη είναι πως έχει υποτιμηθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στον ισολογισμό του ελληνικού δημόσιου τομέα. Ο ελληνικός δημόσιος τομέας δεν είναι φτωχός, απλώς δεν έχει ποτέ επικεντρωθεί σωστά στα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει και διαχειρίζεται για λογαριασμό των πολιτών. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Πρέπει να δοθεί προσοχή εξίσου στα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του ισολογισμού. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να γίνει τεχνική εργασία. Δεν σχετίζεται καθόλου με την πολιτική και με συναισθήματα σχετικά με το τι κατέχει ή χρωστάει το κράτος. Η εφαρμογή καλών λογιστικών πρακτικών και η καλή διοίκηση είναι προς το συμφέρον των Ελλήνων πολιτών. Είμαι πεπεισμένος πως η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πολλές ακόμη δυνατότητες να διαχειριστεί το βάρος που συνιστά το δημόσιο χρέος της και να το μειώσει με δημιουργικούς τρόπους.
* Ο κ. Μπομπ Τράα είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *