Νάσος Ηλιόπουλος: Οι υπερωρίες, ο Ορμπαν και εμείς

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Μ​​ε αυτό το μικρό σημείωμα θα ήθελα να σχολιάσω το κείμενο του κ. Δρυμιώτη που δημοσιεύθηκε στην «Κ» στις 13.01. 2019. Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο κείμενο έχει στηριχθεί σε αρκετά σημεία σε μια προηγούμενη παρέμβαση της κ. Γιάνναρου. Επιλέγω όμως να σταθώ στο δεύτερο, γιατί η ιδιότητα του κ. Δρυμιώτη ως συμβούλου επιχειρήσεων φέρει αυξημένη βαρύτητα για κάποιους από τους συλλογισμούς του.

Ο αρθρογράφος επιλέγει την παρέμβαση του υπουργείου Εργασίας ενάντια στην υποδηλωμένη εργασία ως παράδειγμα δικής μας μη κατανόησης του τρόπου λειτουργίας της αγοράς. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στα δύο κείμενα, «η υποχρεωτική εκ των προτέρων δήλωση των υπερωριών» συγκροτεί στοιχείο δογματισμού και άγνοιας.

Ας δούμε λοιπόν τι ισχύει. Η νομοθετική παρέμβαση δεν αφορούσε το ζήτημα της εκ των προτέρων δήλωσης των υπερωριών, κάτι που ήδη ίσχυε, αλλά την κατάργηση του χειρόγραφου συστήματος και την αντικατάστασή του από ηλεκτρονικό τρόπο καταγραφής. Αυτό γιατί, μεταξύ άλλων, το σύστημα με ένα απλό αθεώρητο χειρόγραφο βιβλίο ήταν εν πολλοίς διάτρητο. Είναι αλήθεια ότι, πριν από μερικά χρόνια, δύσκολα κάποιος θα φανταζόταν περίπτωση όπου η «δογματική Αριστερά» θα υποστήριζε την ψηφιακή διακυβέρνηση και ο κόσμος των επιχειρήσεων θα πάλευε για να διατηρήσει χειρόγραφα και ξεπερασμένα συστήματα, από ό,τι φαίνεται όμως η ζωή δεν σταματά να μας εκπλήσσει.

Η άγνοια του κ. Δρυμιώτη είναι ακόμα μεγαλύτερη σε τεχνικά ζητήματα. Αγνοεί ότι με παρεμβάσεις στο πληροφοριακό σύστημα «Εργάνη», όπως το ψηφιακό ωράριο, τη δήλωση μέσω sms ή με τη σύνδεση του συστήματος με μηχανισμό κάρτας εργασίας, όλα τα τεχνικά προβλήματα ξεπερνιούνται.

Ας μιλήσουμε όμως και για την ουσία, δηλαδή για τον χρόνο εργασίας. Η πολιτική που υλοποιήθηκε στη χώρα την περίοδο 2010-2014 είχε ως βασικό της στοιχείο την υποτίμηση της εργασίας. Η δημιουργία ενός απορρυθμισμένου εργασιακού πλαισίου υποτίθεται ότι θα συνέβαλε στην οικονομική ανάκαμψη. Στοιχείο αυτής της αντίληψης αποτέλεσε και η έκρηξη της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας. Την ολοκληρωτική αποτυχία αυτού του σχεδίου τη ζήσαμε.

Είναι αλήθεια ότι, όταν προχωρήσαμε στη νομοθετική παρέμβαση για την ηλεκτρονική καταγραφή των υπερωριών, η αντίδραση των εργοδοτικών οργανώσεων και ειδικά του ΣΕΒ ήταν πολύ ισχυρή. Αυτή η αντίδραση δεν μπορούσε να εξηγηθεί με βάση τα επίσημα στοιχεία, τα οποία έδειχναν ότι η δήλωση υπερωριών ήταν ένα πολύ έκτακτο και μειοψηφικό φαινόμενο. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι εργασία που δεν δηλώνεται δεν μπορεί να πληρωθεί. Ο χρόνος εργασίας όμως δεν είναι μόνο ζήτημα μισθού. Πολλές φορές, ειδικά σε βιομηχανικές δραστηριότητες, τα εργατικά ατυχήματα συνδέονται άμεσα με την παραβίαση του χρόνου εργασίας.

Με βάση τα επίσημα στοιχεία, για όλο το 2016 σε κάθε τραπεζοϋπάλληλο αντιστοιχούσαν 2 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, ενώ στον κλάδο της εστίασης σε κάθε εργαζόμενο αντιστοιχούσαν μόλις 15 λεπτά. Από τις 4.000 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, μόνον οι 62 δήλωσαν ότι χρειάστηκαν έστω και μία ώρα υπερωρίας μέσα σε ένα χρόνο. Αυτή ήταν, λοιπόν, η εικόνα τη χρονιά πριν από τη νομοθέτηση του μέτρου. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο, όμως, σε συνδυασμό με τους αυστηρούς ελέγχους, έφερε ουσιαστική αλλαγή. Το τελευταίο τετράμηνο του 2017, 6.716 επιχειρήσεις είχαν δηλώσει έστω και μία ώρα υπερωριακή απασχόληση για 177.852 εργαζομένους. Το αντίστοιχο διάστημα (η επιλογή των τελευταίων τετραμήνων γίνεται γιατί η έναρξη καθολικής εφαρμογής της ηλεκτρονικής αναγγελίας της υπερωρίας και της υπερεργασίας στο «Εργάνη» έγινε την 01/09/2018) του 2018 δήλωσαν 15.898 επιχειρήσεις για 371.567 εργαζομένους. Αποτέλεσμα: Διπλασιασμός (και κάτι παραπάνω) των δηλώσεων σε απόλυτο αριθμό.

Νομίζω ότι κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητής αντιλαμβάνεται ότι αυτή η αύξηση δεν δικαιολογείται με στενά οικονομικούς όρους. Αν δούμε περιπτώσεις συγκεκριμένων κλάδων, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Στην εστίαση δηλώσαν υπερωριακή απασχόληση 98 επιχειρήσεις για 707 εργαζομένους το τελευταίο τετράμηνο του 2017, ενώ για την ίδια περίοδο φέτος 852 για 11.361 εργαζομένους.

Η παρέμβαση του κ. Δρυμιώτη χαρακτηρίζεται από άγνοια, τόσο νομικών όσο και τεχνικών ζητημάτων, και ολοκληρωτική έλλειψη τεκμηρίωσης. Αποτελεί ουσιαστικά χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδεοληπτικού λόγου: «Εγώ θα σας πω πώς δουλεύει η αγορά», δηλώνει ο συνομιλητής μας. Ο μαγικός κόσμος της ελεύθερης αγοράς δεν θα αφήσει την πραγματικότητα να του χαλάσει μια ωραία ιστορία.

Υπάρχει όμως και κάτι πιο ανησυχητικό. Μέσα στα λογικά του άλματα, ο κ. Δρυμιώτης φθάνει στο σημείο να θεωρήσει την παρέμβαση της κυβέρνησης στα ζητήματα του χρόνου εργασίας στοιχείο ολοκληρωτισμού. Με βάση αυτή τη σύνδεση, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι θα είναι πολύ χαρούμενος με την παρέμβαση της ουγγρικής κυβέρνησης για τη δυνατότητα αύξησης των επιτρεπόμενων υπερωριών στις 400 ώρες τον χρόνο, που μπορούν μάλιστα να πληρωθούν σε βάθος τριετίας. Δεν προκαλεί έκπληξη αυτή η στάση. Ο «γάμος» του νεοφιλελευθερισμού με τον αυταρχισμό και τη λαϊκιστική άκρα Δεξιά προχωράει με γρήγορους ρυθμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ακριβώς για αυτό τον λόγο σήμερα η υπεράσπιση της εργασίας και, μέσω αυτής, η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελούν και ζήτημα δημοκρατίας.

* Ο κ. Νάσος Ηλιόπουλος είναι υφυπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *