Ο ισολογισμός του δημόσιου τομέα – η έκδοση του 2009

Η Ευρωπαϊκή Ενωση και πολλές άλλες χώρες εστιάζουν εκ νέου στη γήρανση του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε. υπολογίζει ανά τρία έτη το έμμεσο κόστος της γήρανσης του πληθυσμού και την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να αντιμετωπίσει τις επακόλουθες προκλήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η έκθεση δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Στα προηγούμενα σημειώματα που αφορούσαν τις κρατικές επιχειρήσεις και άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει το Δημόσιο και τα οποία αποτελούν ιδιοκτησία όλων των πολιτών, είχα υποστηρίξει πως η κυβέρνηση θα πρέπει να καταρτίζει ισολογισμό για τον δημόσιο τομέα. Σε αυτό τον ισολογισμό θα καταγράφονται όλα τα χρέη και οι υποχρεώσεις, τα οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε συνολικά «οφειλές», και επίσης όλα τα υπόλοιπα πράγματα που κατέχει ο δημόσιος τομέας, τα οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «περιουσιακά στοιχεία», ασχέτως της μορφής που έχουν. Με αργό ρυθμό κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αρχίζουν να καταρτίζουν ισολογισμούς για τον δημόσιο τομέα και να μαθαίνουν τι πληροφορίες μπορεί κανείς να σταχυολογήσει. Επιτρέψτε μου να παραθέσω ένα ευκολονόητο επιχείρημα για ποιο λόγο θεωρώ πως η ιδέα αυτή θα επικρατήσει με την πάροδο του χρόνου. Αναλογιστείτε πώς διαχειρίζεται τη ζωή του οποιοδήποτε άτομο. Καθένας περνάει μια περίοδο μάθησης και σπουδών. Στη συνέχεια αποκτάει εργασία και αρχίζει να αποταμιεύει ενόψει της συνταξιοδότησης. Μετά, συνταξιοδοτείται και επικεντρώνεται σε άλλα, ενδεχομένως περισσότερο φιλοσοφικά, ζητήματα. Οντας συνταξιούχος, αρχίζει να χρησιμοποιεί τις αποταμιεύσεις που έχει συσσωρεύσει την περίοδο που εργαζόταν. Οι αποταμιεύσεις έχουν γίνει τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στον ισολογισμό του.

Αυτό που κάνει ενστικτωδώς κάθε άτομο στη ζωή του νομίζω πως είναι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν κύκλο της ζωής. Και κάθε άτομο, ενστικτωδώς καταρτίζει έναν ισολογισμό που το βοηθάει να αντιμετωπίσει τις αβεβαιότητες και τα γεγονότα που ενδεχομένως προκύψουν. Ορισμένα άτομα το κάνουν αυτό επιμελώς και φτιάχνουν τον ισολογισμό του νοικοκυριού τους ακριβώς γι’ αυτό τον σκοπό.

Και τα κράτη και ο κυβερνήσεις, με άλλα λόγια ο δημόσιος τομέας, το κάνει έμμεσα αυτό, ωστόσο λίγες κυβερνήσεις αναφέρουν ποιος είναι ο ισολογισμός του δημόσιου τομέα. Αυτό αποτελεί λάθος. Οι πολιτικοί προβαίνουν σε κάθε είδους υποσχέσεις στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, τις οποίες οι πολίτες εκλαμβάνουν ως επιδόματα και βοήθεια για όταν ασθενούν και όταν συνταξιοδοτούνται. Ωστόσο, προβλέπουν οι πολιτικοί και αποκαλύπτουν αυτές τις προβλέψεις για το κατά πόσον έχει αποταμιεύσει η κυβέρνηση με την πάροδο του χρόνου τα απαραίτητα χρήματα ώστε να εκπληρώσει αυτές τις υποσχέσεις καθώς γερνούν και συνταξιοδοτούνται οι άνθρωποι; Σχεδόν ποτέ. Συνεπώς, καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα της δημογραφικής μετάβασης τώρα που γίνεται πιεστική η γήρανση του πληθυσμού, όλο και περισσότεροι αναλυτές ανακαλύπτουν πως θα έπρεπε να υπήρχε ένας ισολογισμός του δημόσιου τομέα, που να περιλαμβάνει υπολογισμό των υποσχέσεων που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους, ώστε να διαπιστωθεί αν θα έπρεπε να αισθάνονται σίγουροι οι πολίτες ή αν υπάρχει λόγος ανησυχίας και αν θα έπρεπε να τροποποιηθεί η πολιτική της κυβέρνησης. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για τους νεαρούς Ελληνες, διότι είναι αυτοί οι οποίοι θα κληθούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς που αφήνουν πίσω τους οι σημερινοί πολιτικοί.

Με άλλα λόγια, προκειμένου να αποκτήσουμε καλύτερη άποψη της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο δημόσιος τομέας, δεν αρκεί ένας προϋπολογισμός όπου αποτυπώνονται τα έσοδα και οι δαπάνες μαζί με το ύψος του χρέους. Οι κυβερνήσεις πρέπει να υπολογίζουν τα πάντα και να αποκαλύπτουν όλα τα στοιχεία και ο πλούτος του δημόσιου τομέα αποτυπώνεται κυρίως μέσω του ισολογισμού του. Συνεπώς, η κατάρτιση τους έχει καθυστερήσει.

Το πρώτο βήμα ώστε αν επιτευχθεί αυτό είναι να συμφωνήσει το πολιτικό σύστημα πως είναι σημαντικό να υπάρχει ένας ισολογισμός του δημόσιου τομέα, να δεσμευθεί να τον καταρτίζει και μάλιστα σε τακτική βάση. Η κατάρτιση του πρώτου ισολογισμού είναι εξαιρετικά δύσκολη αποστολή και απαιτεί χρόνο, διότι πρέπει να εισαχθούν πολλά οικονομικά στοιχεία. Περιττό να πω πως η κατάρτιση ισολογισμού με ψευδή στοιχεία αποτελεί τρέλα, οπότε πρέπει να βελτιώνεται συνεχώς η ποιότητα των στοιχείων. Ωστόσο, όλα αυτά είναι προφανή και η κυβέρνηση θα πρέπει να μη διστάζει να ολοκληρώνει την εργασία σταδιακά και να αποδεικνύει κάθε φορά ότι είναι ενημερωμένος, πληρέστερος και ποιοτικότερος ο ισολογισμός του δημόσιου τομέα. Αν θεωρούν οι πολίτες πως η αποστολή αυτή βρίσκεται σε καλό δρόμο, γρήγορα θα αρχίσουν να συσσωρεύονται τα πλεονεκτήματα. Θα ήταν λογικό να αρχίσει κανείς καταρτίζοντας έναν προκαταρκτικό και απλό ισολογισμό.

Το 2009 είχα καταρτίσει έναν τέτοιο ισολογισμό με βάση στοιχεία που διέθετα εκείνη την εποχή. Η καινοτομία που είχα εφαρμόσει ήταν να μην προσπαθήσω να καταρτίσω έναν προκαταρκτικό ισολογισμό του δημόσιου τομέα, αλλά να περιλάβω στοιχεία ώστε να καλύπτει και μελλοντικά χρόνια. Ετσι, δεν είχα περιλάβει απλώς τα περιουσιακά στοιχεία και τις οφειλές που υπήρχαν από προηγούμενα χρόνια, αλλά είχα περιλάβει και το ύψος του αναμενόμενου καθαρού κόστους, σε τρέχουσες τιμές ή στην αποκαλούμενη καθαρή παρούσα αξία τους (NPV), που θα είχαν τα επόμενα 60 χρόνια οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Προσθέτοντας αυτό το εκτιμώμενο κόστος, σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, ο ισολογισμός από ένας παραδοσιακός λογιστικός ισολογισμός μετατράπηκε σε οικονομικό διαχρονικό ισολογισμό, ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

Στον πίνακα 1 αποτυπώνεται αυτός ο διαχρονικός ισολογισμός, περιλαμβανομένων μεσοπρόθεσμων προβλέψεων μέχρι και το 2009, με βάση όλες τις πληροφορίες που είχα καταφέρει να συγκεντρώσω εκείνη την εποχή και αναφέροντας προσεκτικά όλες τις υποθέσεις που είχαν κάνει όσον αφορά το κόστος που είχαν οι υποσχέσεις οι οποίες είχαν δοθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους σε μια χώρα που ήταν γνωστό πως εισερχόταν σε περίοδο δημογραφικής μετάβασης και γήρανσης του πληθυσμού.

Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, το καταγεγραμμένο χρέος ήταν το 2009 109% του ΑΕΠ, η αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατείχε ο δημόσιος τομέας ανερχόταν στο 84% του ΑΕΠ και η καθαρή παρούσα αξία των υποσχέσεων που είχαν δοθεί στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους ανερχόταν στο -398% του ΑΕΠ(!). Οπως ήταν σχεδιασμένο τότε το σύστημα, περιελάμβανε υποσχέσεις προς τους πολίτες με πάρα πολύ μεγαλύτερο ύψος από τα έσοδα που θα είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώσει με τους υπάρχοντες κανόνες. Συνεπώς, η καθαρή αξία του δημοσίου τομέα ήταν -426% του ΑΕΠ. Οποιοσδήποτε οργανισμός με τόσο μεγάλη αρνητική καθαρή αξία στον ισολογισμό του, η οποία μάλιστα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, είναι χρεοκοπημένος. Η κρίση θα άρχιζε επισήμως σε πλήρη έκταση τον επόμενο χρόνο, το 2010.

Το νόημα της εργασίας μου ήταν πως αν παρακολουθούσε η κυβέρνηση τις υποσχέσεις που είχε δώσει στους πολίτες μέσω ενός ισολογισμού, τότε θα είχε εντοπίσει πολύ νωρίτερα αυτά τα προβλήματα, οι πολίτες θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι, και η κυβέρνηση θα είχε αναμφίβολα πάρει μέτρα πολύ πιο πριν ώστε να αποτρέψει την πλήρη εκδήλωση της κρίσης. Αποδεικνύεται πως είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για τις εταιρείες και τα νοικοκυριά αλλά και για τον δημόσιο τομέα, να υπάρχουν σωστές οικονομικές καταστάσεις.

Μπορώ να πω λίγα λόγια για το πώς καταρτίστηκε αυτός ο ισολογισμός. Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε τακτικά ετήσια στοιχεία για την απόδοση των κλάδων που απαρτίζουν την οικονομία, περιλαμβανομένης της γενικής κυβέρνησης. Σε αυτές τις χρηματοπιστωτικές δηλώσεις, όπου χρησιμοποιούνται στοιχεία για το τέλος κάθε έτους, φαίνονται μόνο τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που υπάρχουν στον ισολογισμό. Σε αυτή την περίπτωση στον πίνακα 1, πρόκειται για τα χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία και οφειλές και την ανάλυσή τους σε διάφορες σημαντικές κατηγορίες. Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από τον επιθυμητό ισολογισμό του δημόσιου τομέα, διότι δεν αποκαλύπτει τίποτε για το ύψος των κεφαλαιουχικών αγαθών του δημόσιου τομέα, ούτε για τις καθαρές οφειλές από τις υποσχέσεις που έχουν δοθεί στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής με τη μορφή μελλοντικών επιδομάτων.

Ορισμένες κυβερνήσεις δημοσιεύουν συστηματικά εκτιμήσεις για το ύψος των κεφαλαιακών αγαθών που κατέχουν, αλλά όχι η ελληνική κυβέρνηση, εξ όσων γνωρίζω. Οπότε έπρεπε να κάνω έναν δικό μου προκαταρκτικό υπολογισμό. Αυτό έγινε με μια μέθοδο που ονομάζεται PIM (perpetual inventory method), ή «μέθοδος διαρκούς απογραφής». Με τη μέθοδο PIM εκτιμάται το ύψος των κεφαλαιουχικών αγαθών στο παρελθόν, με βάση ορισμένα προϋπάρχοντα στοιχεία ή με βάση τα ευρήματα σε άλλες χώρες, και στη συνέχεια προστίθενται κάθε χρόνο οι νέες ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό και αφαιρείται ένα μερίδιο από το ύψος των προϋπαρχόντων κεφαλαιουχικών αγαθών εξαιτίας της απομείωσης της αξίας τους και της τεχνολογικής απαξίωσής τους. Συνεπώς, κάθε χρόνο το ύψος των κεφαλαιουχικών αγαθών αυξάνεται μέσω των νέων επενδύσεων που γίνονται και μειώνεται κατά τον βαθμό απομείωσης, στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποίησα ποσοστό απομείωσης 5% τον χρόνο. Με την πάροδο του χρόνου το υπολογιζόμενο ύψος των κεφαλαιουχικών αγαθών του δημόσιου τομέα τείνει να σταθεροποιείται σε συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ. Σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, οι οικονομολόγοι ανακαλύπτουν πως τα κεφαλαιουχικά αγαθά του δημόσιου τομέα διαμορφώνονται μεταξύ του 40% και του 60% του ΑΕΠ, ενώ και οι δικοί μου υπολογισμοί για την Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε αυτό το εύρος.

Αν πάρουμε τον ισολογισμό που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος και προσθέσουμε στα περιουσιακά στοιχεία την εκτίμηση για το ύψος των κεφαλαιουχικών αγαθών του δημόσιου τομέα, τότε αποκτούμε μια πρώτη ιδέα για τον λογιστικό ισολογισμό. Με αυτό εννοώ τον ισολογισμό ενημερωμένο μέχρι σήμερα – χρησιμοποιώντας μόνο παρελθοντικά στοιχεία, χωρίς προβολές. Αυτή είναι η πλέον συνηθισμένη μορφή ισολογισμού. Η καθαρή αξία που προκύπτει, μας αποκαλύπτει κάτι συνεπώς για την ισορροπία μεταξύ των καταγεγραμμένων περιουσιακών στοιχείων και οφειλών που σχηματίστηκαν κατά το παρελθόν. Στην περίπτωση της Ελλάδας το υπόλοιπο, ή η καθαρή αξία, ήταν ελαφρώς αρνητική (γύρω στο 20% του ΑΕΠ) και ήταν σταδιακώς μειούμενη. Μια ιδιωτική εταιρεία αντιμετωπίζει πρόβλημα όταν είναι αρνητική η καθαρή της αξία, ωστόσο συμβαίνει παροδικά υπό ειδικές συνθήκες, και μετά η καθαρή αξία της εταιρείας πρέπει να γίνει ξανά θετική διαφορετικά θα βγει εκτός αγοράς. Οι χώρες δεν γίνεται να βγουν εκτός αγοράς, ακόμη και αν έχουν χρεοκοπήσει.

Για να καταφέρω να καταρτίσω τον διαχρονικό ισολογισμό που ήθελα, έπρεπε να κάνω προβολή του πρωτογενούς ισοζυγίου για τα επόμενα 50 έτη (όσο εκτείνονταν εκείνη την εποχή και οι δημογραφικές προβλέψεις). Αυτό είναι φυσικά ένα σενάριο, βασισμένο στη δημογραφική μετάβαση, και όχι ακριβής πρόβλεψη του τι θα συμβεί, ωστόσο είναι κατά την άποψή μου ζωτικό στοιχείο μιας καλής διαχείρισης ώστε να διαπιστώσει κανείς το μέγεθος των ρίσκων που τον περιμένουν. Στη συνέχεια πρέπει κανείς να είναι ευέλικτος και να ενημερώνει τα στοιχεία ας πούμε μία φορά τον χρόνο, καθώς παρουσιάζεται ο νέος προϋπολογισμός, ενημερώνονται οι εθνικοί λογαριασμοί, ενδεχομένως οι δημογραφικές προβολές κ.ο.κ. Συνεπώς, οι προβολές αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο αυτά που έχουν σημασία είναι η μακροπρόθεσμη δυναμική και τα στοιχεία που αποκαλύπτει αυτή, που είναι πολύ σημαντικά ώστε να διακρίνει κανείς πώς θα διαμορφωθεί η μακροοικονομία με την πάροδο του χρόνου.

Το να προσθέτει κανείς την καθαρή παρούσα αξία των προβολών για τα μελλοντικά πρωτογενή ισοζύγια είναι ασυνήθιστο και δεν περιλαμβάνεται στα λογιστικά πρότυπα παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μια εταιρεία ιδιωτικών ασφαλίσεων ή μια εταιρεία που παρέχει συνταξιοδοτικές ασφαλίσεις και που πουλάει αποταμιευτικά προϊόντα στους καταναλωτές είναι υποχρεωμένη βάσει νόμου να διαθέτει επαρκή αποθεματικά, ώστε όταν οι δικαιούχοι της ασφάλειας απαιτήσουν τα χρήματά τους, να μπορούν οι εταιρείες να τα καταβάλουν. Τα πολιτικά συστήματα δίνουν υποσχέσεις, αλλά δεν υπολογίζουν ούτε αποκαλύπτουν το πλήρες κόστος αυτών των υποσχέσεων, ούτε δείχνουν να έχουν προβλέψει την ύπαρξη αποθεματικών για να τις καλύψουν. Συνεπώς, πρόθεσή μου ήταν να υπολογίσω τις επιπτώσεις των υποσχέσεων και στη συνέχεια να περιλάβω το μελλοντικό κόστος αυτών σε όρους καθαρής παρούσας αξίας στον ισολογισμό του δημόσιου τομέα. Κατά κάποιον τρόπο μεταχειρίζομαι τις χρηματοπιστωτικές συνέπειες αυτών των υποσχέσεων ως «χρέος που αναλαμβάνουν οι πολίτες» ή ως «οφειλές» που πρέπει να ποσοτικοποιηθούν και να περιληφθούν στον ισολογισμό του δημόσιου τομέα ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τι έρχεται.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση και πολλές άλλες χώρες επικεντρώνονται εκ νέου στη γήρανση του πληθυσμού. Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε. υπολογίζει ανά τρία έτη το έμμεσο κόστος της γήρανσης του πληθυσμού και την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να αντιμετωπίσει τις επακόλουθες προκλήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η έκθεση δημοσιονομικής βιωσιμότητας. Στη συνέχεια η Ε.Ε. υπολογίζει ποιος είναι ο βαθμός ασυμφωνίας μεταξύ υποσχέσεων που έχουν δοθεί και αναγκών που υπάρχουν και προκύπτει το χάσμα πρωτογενούς ισοζυγίου, ή δείκτες «S1» και «S2». Κοντολογίς, αυτοί παρέχουν πληροφορίες για τον βαθμό κατά τον οποίον πρέπει να ενισχυθεί η δημοσιονομική πολιτική κάθε χώρας ώστε να καλυφθούν μελλοντικά οι υποσχέσεις. Ο διαχρονικός ισολογισμός που προτείνω είναι μια εκδοχή της ίδιας ιστορίας. Υπάρχουν επίσης εξαιρετικά απαιτητικά «διαγενεακά λογιστικά μοντέλα υπολογίσιμης γενικής ισορροπίας», τα οποία καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα. Το ευρύ κοινό αρχίζει και αναγνωρίζει όλο και περισσότερο τη σημασία αυτής της ζωτικής εργασίας, διότι οι πληθυσμοί γερνάνε και αναρωτιέται κανείς κατά πόσον είναι προετοιμασμένη η κυβέρνηση και κατά πόσον μπορεί να καλύψει τις υποσχέσεις που έχει δώσει.

Στο επόμενο Σημείωμα προς Συζήτηση θα ενημερώσω τον διαχρονικό ισολογισμό του δημόσιου τομέα που αποτυπώνεται στον πίνακα 1 από την έκδοση του 2009 στην έκδοση του 2018 με τα νέα στοιχεία και προβολές. Τα αποτελέσματα ενδέχεται να εκπλήξουν ορισμένους αναγνώστες. Η Ελλάδα υπέστη τόσο μεγάλη πίεση κατά τη διάρκεια της κρίσης, ωστόσο οι υπολογισμοί για τον ισολογισμό του 2018 δείχνουν πως κατάφερε πολλά. Η νέα έκδοση του ισολογισμού θα μας ενημερώσει για το πού βρίσκεται η Ελλάδα το 2018 και τι θα μπορούσε να περιμένει. Οι επιλογές που κάνει καθημερινά η ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με την ακολουθούμενη πολιτική θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εξέλιξη του διαχρονικού ισολογισμού του δημόσιου τομέα.

*Ο κ. Μπομπ Τράα είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *