Πέντε μέτρα ενίσχυσης της μεσαίας τάξης συνιστά η Alpha

Το ετήσιο εισόδημα ενός μονοπρόσωπου νοικοκυριού που ανήκει στη μεσαία τάξη κυμαίνεται στην Ελλάδα μεταξύ 7.894 και 21.050 δολαρίων.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Την ανάγκη ενίσχυσης της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, ώστε να προσεγγίσει το μέσο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ, ως ποσοστό συμμετοχής στον συνολικό πληθυσμό της χώρας, επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων η Alpha Bank.

Κι αυτό, γιατί η μεσαία τάξη θεωρείται ότι αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής, αφού συμβάλλει σημαντικά στην κατανάλωση, στηρίζει μέρος των επενδύσεων στους τομείς της εκπαίδευσης, της υγείας και της αγοράς ακινήτων, ενισχύει την παραγωγικότητα και υποστηρίζει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της πληρωμής φόρων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που επικαλούνται οι αναλυτές της τράπεζας, στην Ελλάδα το ετήσιο εισόδημα ενός μονοπρόσωπου νοικοκυριού που ανήκει στη μεσαία τάξη κυμαίνεται μεταξύ 7.894 και 21.050 δολαρίων (σε όρους αγοραστικής δύναμης 2010), γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ, ως μεσαία εισοδηματική τάξη ορίζεται ο πληθυσμός του οποίου το εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 75% και 200% του διαμέσου ετήσιου εισοδήματος του πληθυσμού κάθε χώρας.

Επιπλέον, το ποσοστό του πληθυσμού που ανήκει στη μεσαία τάξη στην Ελλάδα φτάνει το 57,1%, έναντι 61,6% κατά μέσον όρο στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται κάτω από τη μεσαία τάξη, δηλαδή αμείβεται με λιγότερο από 75% του διαμέσου εισοδήματος, στην Ελλάδα είναι 32%, ενώ το ποσοστό που ανήκει στην υψηλότερη από τη μεσαία τάξη, δηλαδή έχει αποδοχές ανώτερες του 200% του διαμέσου εισοδήματος, διαμορφώνεται στο 11%.

Για να ενισχυθεί το ποσοστό της μεσαίας τάξης και ταυτόχρονα να μειωθεί το ποσοστό πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, οι αναλυτές επισημαίνουν την ανάγκη:

1. Ορθότερης και δικαιότερης κατανομή των κοινωνικών δαπανών.

2. Ανοικοδόμησης κατοικιών που θα υποστηρίζονται από τα μελλοντικά εισοδήματα.

3. Υποστήριξης της νεανικής επιχειρηματικότητας.

4. Ανάπτυξης δεξιοτήτων των μακροχρόνια ανέργων.

5. Μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων στην εργασία.

Η υπερβολική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας επηρεάζει δυσμενώς τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα το 2018 κατέλαβε τη 13η υψηλότερη θέση μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ, σε σύγκριση με τη 15η που κατείχε το 2017. Η φορολογική επιβάρυνση για τον μέσο εργαζόμενο αυξήθηκε μεταξύ 2000 και 2008 κατά 2,1% στο 40,9%, όταν στον ΟΟΣΑ μειώθηκε κατά 1,3 ποσοστιαία μονάδα, στο 36,1%.

Οπως έδειξε η μελέτη του ΟΟΣΑ, την οποία επικαλείται το δελτίο, το ποσοστό των νέων ηλικίας 20-30 ετών, οι οποίοι ανήκουν στη μεσαία τάξη, μειώθηκε σε διεθνές επίπεδο, από 68% στη γενιά των baby boomers (γεννηθέντες μεταξύ του 1943-64) στο 64% στη λεγόμενη Generation X (γεννηθέντες μεταξύ 1965-1982) και στο 60% στη γενιά των Millennials (γεννηθέντες μεταξύ 1983-2002).

Η φθίνουσα αυτή πορεία οφείλεται, σύμφωνα με τους αναλυτές του δελτίου, στο υψηλό κόστος διατήρησης του μεταπολεμικού προτύπου διαβίωσης, στη σχετική στασιμότητα των αμοιβών και στην υψηλή μεταβλητότητα της απασχόλησης τις τελευταίες δεκαετίες. Η τελευταία συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με την εν εξελίξει αυτοματοποίηση της εργασίας, η οποία απειλεί το 17,6% των θέσεων εργασίας της μεσαίας τάξης στον ΟΟΣΑ και το 23,1% στην Ελλάδα. Παράλληλα, στην Ελλάδα η γενική αποεπένδυση της τελευταίας δεκαετίας συντηρεί την υψηλή μακροχρόνια ανεργία και δυσχεραίνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας εξειδικευμένων δεξιοτήτων.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *