Ασκήσεις απεγνωσμένου λαϊκισμού

Αν θέλαμε πραγματικά να ενισχύσουμε τον τουρισμό και, συνακόλουθα, τις εξαγωγές θα έπρεπε να στοχεύουμε σε μείωση του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής, όπως ίσχυε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, και όχι στην εστίαση.

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Βραχυπρόθεσμα η μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία είναι η επιστροφή σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Αναγκαία προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η σημαντική αύξηση των επενδύσεων. Εδώ και αρκετά χρόνια οι αποσβέσεις είναι υψηλότερες από τις επενδύσεις. Δηλαδή το απόθεμα κεφαλαίου της οικονομίας μειώνεται αντί να αυξάνεται. Μακροπρόθεσμα, η μεγάλη πρόκληση είναι ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, με αύξηση της συμμετοχής επενδύσεων και εξαγωγών στο ΑΕΠ και μείωση του μεριδίου της κατανάλωσης. Στα παραπάνω φαίνεται να συμφωνούν σχεδόν όλοι οι οικονομικοί αναλυτές. Σε ποιο βαθμό εξυπηρετούνται αυτές οι επιδιώξεις από το πακέτο μέτρων που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός πριν από λίγες μέρες από το Ζάππειο και σε ποιο βαθμό τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν ήταν σωστά σχεδιασμένα;

Κατ’ αρχήν, τα μέτρα πρέπει να κατηγοριοποιηθούν σε αυτά που είναι άμεσης εφαρμογής και σε αυτά των οποίων η υλοποίηση παραπέμπεται στην επόμενη χρονιά. Τα δεύτερα, θα μπορούσαμε ευλόγως να τα αγνοήσουμε. Ολες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πιθανότατα ο ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη χρονιά θα βρίσκεται στην αντιπολίτευση και ο προϋπολογισμός θα υλοποιηθεί από κυβέρνηση άλλου κόμματος.

Τα άμεσα μέτρα είναι η μείωση του ΦΠΑ σε εστίαση, τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο και η καταβολή ενός επιδόματος μόνιμου χαρακτήρα στους συνταξιούχους. Από όλο το πακέτο, η μόνη άμεση ώθηση προς τις επενδύσεις είναι η μείωση της έμμεσης φορολογίας της ενέργειας που καταναλώνουν οι επιχειρήσεις. Αυτό είναι ένα πολύ μικρό τμήμα του συνολικού πακέτου. Τα υπόλοιπα προωθούν κυρίως την κατανάλωση. Επομένως, παρά τις όποιες βραχυχρόνιες θετικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ μπορεί να έχει η αύξηση της ζήτησης, μακροχρονίως αυτά τα μέτρα ούτε το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ αυξάνουν, ούτε στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας συμβάλλουν.

Ως προς τις μειώσεις του ΦΠΑ αυτές στα τρόφιμα και την ενέργεια πιθανόν να επηρεάσουν αναλογικά περισσότερο τα φτωχότερα νοικοκυριά. Το ίδιο δεν ισχύει για τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση. Ως αιτιολόγηση για την τελευταία, προβλήθηκε η αύξηση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος. Αυτό δεν είναι ορθό. Κανένας ξένος τουρίστας που σχεδιάζει τις διακοπές του δεν θα ψάξει να συγκρίνει στο Internet την τιμή του τζατζικιού σε ελληνικά ή τουρκικά εστιατόρια. Αντίθετα, θα συγκρίνει τις τιμές του συνολικού τουριστικού πακέτου στις δύο χώρες. Επομένως, αν θέλαμε πραγματικά να ενισχύσουμε τον τουρισμό και, συνακόλουθα, τις εξαγωγές θα έπρεπε να στοχεύουμε σε μείωση του ΦΠΑ στις υπηρεσίες διαμονής, όπως ίσχυε μέχρι πριν από λίγα χρόνια.

Η αιτιολόγηση της παροχής «13ης σύνταξης» είναι ότι οι μειώσεις των συντάξεων στην περίοδο της κρίσης ήταν δυσανάλογα υψηλές, ενώ οι συνταξιούχοι αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου φτώχειας. Και οι δύο ισχυρισμοί είναι λανθασμένοι. Παρά τις περικοπές συντάξεων στα χρόνια των μνημονίων, οι μειώσεις στις συντάξεις ήταν πολύ χαμηλότερες από τη μείωση του μέσου εισοδήματος και επιπροσθέτως, συνολικά, κάθε άλλο παρά «οριζόντιες» ήταν. Ως αποτέλεσμα, παρά τις περικοπές, οι συνταξιούχοι είναι η μόνη κοινωνική ομάδα η οποία βελτίωσε σημαντικά τη σχετική της θέση στην κατανομή του εισοδήματος στα χρόνια των μνημονίων, ενώ η συμβολή της στη διαμόρφωση της συνολικής φτώχειας είναι πολύ μικρότερη της πληθυσμιακής της μερίδας. Επιπλέον, το μέτρο αυτό αυξάνει σε μόνιμη βάση το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος (ας μην ξεχνάμε ότι η μισή περίπου συνταξιοδοτική δαπάνη καλύπτεται από τον προϋπολογισμό και όχι από εισφορές), ενώ χαλαρώνει ακόμα περισσότερο την ήδη πολύ χαλαρή σχέση μεταξύ εισφορών και συντάξεων, δημιουργώντας ακόμα περισσότερα κίνητρα για εισφοροδιαφυγή.

Από τα προαναγγελθέντα αλλά μη κοστολογημένα μέτρα για την επόμενη χρονιά, θα ήθελα να αναφερθώ συνοπτικά σε τέσσερα (α) Η εισφορά αλληλεγγύης παρότι επιβλήθηκε ως έκτακτη έχει πάρει μόνιμο χαρακτήρα. Είναι κακοσχεδιασμένη, πρέπει να καταργηθεί (όχι να «διορθωθεί») και το δημοσιονομικό κενό που προκύπτει να καλυφθεί με αλλαγή των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (β) Η αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων των επιχειρήσεων είναι σίγουρα μέτρο που ευνοεί τις επενδύσεις. Ομως, το δημοσιονομικό της κόστος μπορεί να είναι πολύ μεγάλο. Αντίθετα, οι «επιταχυνόμενες αποσβέσεις», ειδικά σε δραστηριότητες που αυξάνουν ιδιαίτερα την παραγωγικότητα (όπως δαπάνες R&D), είναι μακροχρόνια δημοσιονομικά ουδέτερες και μπορούν να επιτύχουν παρόμοιο αποτέλεσμα (γ) Η επιδότηση εισφορών κοινωνικής ασφάλισης είναι ένα καλό μέτρο, αλλά δεν πρέπει να δίνεται συλλήβδην με ηλικιακά κριτήρια. Οι επιδοτήσεις αυτές ουσιαστικά πρέπει να καλύπτουν τα αντικίνητρα που έχει ένας εργοδότης να προσλάβει έναν πρωτοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας για τη χαμηλή του παραγωγικότητα λόγω έλλειψης εργασιακής εμπειρίας. Επομένως, πρέπει να δίνονται με κριτήριο τα χρόνια ένταξης στην αγορά εργασίας και όχι την ηλικία (δ) Η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα των τόκων στεγαστικών δανείων είναι μία πολιτική που ευνοεί δυσανάλογα τα πλουσιότερα νοικοκυριά, φέρνει στρεβλώσεις στην αγορά κατοικίας και σταδιακά εγκαταλείπεται σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Τέλος, ο κ. πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς ουσιαστικά θα μειωθεί μονομερώς ο στόχος της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% σε 2,5% του ΑΕΠ. Η αντίδραση των «Θεσμών» αλλά και της αγοράς ομολόγων ήταν η αναμενόμενη, παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι άλλος θα είναι ο πρωθυπουργός που θα καταθέσει το τελικό σχέδιο του επόμενου προϋπολογισμού.

Τα μέτρα που αναγγέλθηκαν φαίνεται να έχουν τρεις στόχους (α) Τον επηρεασμό της εκλογικής συμπεριφοράς συγκεκριμένων ομάδων ψηφοφόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «13η σύνταξη» θα καταβληθεί στους δικαιούχους τρεις μόλις ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές (β) Να «δέσει τα χέρια» της επόμενης κυβέρνησης. Ουσιαστικά, με τα μέτρα αυτά –το κόστος των οποίων, με πρόχειρους υπολογισμούς, φαίνεται να είναι υψηλότερο από αυτό που ανακοίνωσε η κυβέρνηση– εξαντλείται ο όποιος δημοσιονομικός χώρος υπήρχε. Επομένως, η επόμενη κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες αν θελήσει π.χ. να δώσει ώθηση στην οικονομία μέσω αύξησης των δημοσίων επενδύσεων (γ) Αν οι εθνικές εκλογές γίνουν το φθινόπωρο, δεν θα αποτελούσε έκπληξη αν λίγες μέρες πριν από τη λήξη των εργασιών της Βουλής η κυβέρνηση κατέθετε ένα εντελώς μαξιμαλιστικό προϋπολογισμό ώστε, μετά τις εκλογές, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης να καταγγέλλει τη νέα κυβέρνηση για τη μη υλοποίησή του. Εν κατακλείδι, κουτοπόνηρος λαϊκισμός, συνδυασμένος με μεγάλες δόσεις απόγνωσης. Ομως, η εμπειρία των μεταπολιτευτικών χρόνων δείχνει ότι ποτέ οι προεκλογικές παροχές δεν ανέτρεψαν το αναμενόμενο εκλογικό αποτέλεσμα.

* Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *