Λίνα Παπαδοπούλου: Η «ανάγκη αναθεώρησης» δεσμεύει

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Το ζήτημα που απασχόλησε εκτενώς χθες την Ολομέλεια της Βουλής είναι το κατά πόσον η απόφαση της παρούσας σύνθεσης δεσμεύει τις αποφάσεις της επόμενης, κατ’ εξοχήν αναθεωρητικής, Βουλής, και ειδικότερα αν η τελευταία δεσμεύεται από την «κατεύθυνση» που αποφασίζει η παρούσα. Πράγματι, θα ήταν περιττή η απόφαση της προτείνουσας Βουλής σχετικά με την «ανάγκη της αναθεώρησης» και τον ειδικό καθορισμό των άρθρων, αν δεν είχε καμία κανονιστική συνέπεια για την τελική έκβαση της αναθεώρησης. Η αυστηρότητα του Συντάγματος συνδέεται, στην αρχιτεκτονική του άρθρου 110 Σ, με την επιβεβαίωση από δύο συνθέσεις του Κοινοβουλίου, προκύψασες από δύο διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις, της «ανάγκης», της ίδιας δηλαδή τελεολογίας της αναθεώρησης, ώστε να αποφεύγονται συγκυριακές αναθεωρητικές πλειοψηφίες. Αυτό είναι κυρίως το νόημα των εκλογών που μεσολαβούν και όχι η απόφαση επί της ουσίας επί των αναθεωρητικών προτάσεων.

Η «ανάγκη της αναθεώρησης» είναι αυτή που προσδιορίζει και την κατεύθυνση με τρόπο αποκλειστικό και εξαντλητικό. Αντιστρόφως, η «κατεύθυνση» δεσμεύει ακριβώς επειδή προκύπτει από τη διαπίστωση της «ανάγκης αναθεώρησης» [άρθρο 110 (2)Σ]. Η απόφαση είναι σύστοιχη και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον ειδικό καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων. Συνεπώς, πρακτικά μιλώντας, η Βουλή οφείλει να ψηφίσει επί της «ανάγκης αναθεώρησης», που προκύπτει από τη διαπίστωση της δυσλειτουργίας των συγκεκριμένων προτεινόμενων άρθρων και έτσι καθορίζει την «κατεύθυνση» και το εύρος της αναθεώρησης. Δεν περιλαμβάνει, βέβαια, τη συγκεκριμένη λύση, πολλώ δε μάλλον, διατύπωση της προτεινόμενης, νέας διάταξης.

Για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι διαπιστώνεται πλειοψηφικά η «ανάγκη αναθεώρησης» του άρθρου 3 Σ, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, δεν μπορεί η επόμενη Βουλή να καταστήσει τη σήμερα επικρατούσα θρησκεία «επίσημη και κρατική». Μπορεί όμως να αποφασίσει να υπηρετήσει τη διαπιστωθείσα ανάγκη, είτε με ερμηνευτική δήλωση είτε με τροποποίηση του άρθρου 3 (1)Σ είτε με πλήρη απάλειψη της «επικρατούσας θρησκείας». Γι’ αυτό και είναι ορθολογική η στάση του Κινήματος Αλλαγής να απαιτεί, σε κάθε περίπτωση, την ενισχυμένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων στην επόμενη Βουλή.

Αντίστοιχα, στο θέμα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η συναινετικά διαπιστωθείσα «ανάγκη της αναθεώρησης» του άρθρου 32 (4)Σ προκύπτει από τη δυσλειτουργία του τελευταίου, και συνεπάγεται την κατεύθυνση προς την αποσύνδεση της μη εκλογής από τη διάλυση της Βουλής. Από κανέναν δεν προτάθηκε ως «ανάγκη της αναθεώρησης» η ενίσχυση της νομιμοποίησης και του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία θα συνδεόταν με την απευθείας άμεση εκλογή, χωρίς καν προσπάθεια κοινοβουλευτικής του ανάδειξης. Η επόμενη Βουλή, αν και μπορεί να μην αναθεωρήσει καθόλου το άρθρο 32 (4)Σ, δεν μπορεί, πάντως, να αλλάξει την κατεύθυνση, αυξάνοντας π.χ. την απαιτούμενη πλειοψηφία και διατηρώντας την «κύρωση» της διάλυσης σε περίπτωση μη εκλογής. Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο θα υπηρετήσει τη διαπιστωθείσα από την προτείνουσα Βουλή ανάγκη εμπίπτει στη δική της αποκλειστικά κυριαρχική αρμοδιότητα. Μπορεί όχι μόνον να υιοθετήσει μία εκ των σημερινών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ ή της Ν.Δ., αλλά και μία άλλη (π.χ. το σχήμα που προτείνει το «Καινοτόμο Σύνταγμα»), αρκεί να ανταποκρίνεται στην ίδια «ανάγκη αναθεώρησης», δηλαδή να ακολουθεί την κατεύθυνση που χάραξε η προτείνουσα Βουλή.

* Η κ. Λίνα Παπαδοπούλου είναι αναπλ. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *