Ελληνικός ή ρωμαϊκός ο τάφος της Αμφίπολης; – Τι έγινε στη μάχη των Φιλίππων το 42 π.χ;

Ελληνικός ή ρωμαϊκός ήταν τελικά ο τάφος της Αμφίπολης; Οι γνώμες των αρχαιολόγων διίστανται και έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μέχρι την ανακάλυψη της αλήθειας. Στο μεταξύ όμως η κυβέρνηση προσπάθησε να κερδίσει πολιτικά οφέλη.

Σημειώνεται ότι προ ολίγων ημερών η καθηγήτρια Κλασσικής Αρχαιολογίας, Όλγα Παλαγγιά, μιλώντας για τον τάφο στην Αμφίπολη στα Παραπολιτικά 90,1», είπε: «Όταν άρχισε αυτή η ανασκαφή, έσπευσαν να δηλώσουν ότι επειδή είναι μεγάλο τεχνικό έργο, είναι του Δεινοκράτη, του αρχιτέκτονα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μάλιστα υπέθεσαν ότι ο Λέων της Αμφιπόλεως συνδέεται με τον τύμβο αλλά αυτό δεν ισχύει. Πρώτα ολοκληρώνουμε την ανασκαφή και μετά βγάζουμε συμπεράσματα».

Και συνέχισε: «Η μέθοδος συμπερασμάτων είναι ανορθόδοξη. Στοιχεία επι της ουσίας δεν έχουν παρουσιαστεί. Βασίζουν τα συμπεράσματά τους στην τυπολογία των γλυπτών που έχουν ανακαλυφθεί».

«Το μνημείο δεν είναι Μακεδονικό. Είναι Ρωμαϊκό, όπως τα περισσότερα μνημεία στην περιοχή. Εκτιμώ ότι στον τάφο βρίσκεται κάποιος από τους Ρωμαίους στρατηγούς που έπεσαν στη μάχη των Φιλίππων» ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Παλαγγιά.

Μάλιστα, απέδωσε τον ισχυρισμό της αυτό στο γεγονός ότι «σε Μακεδονικούς τάφους δε συναντώνται Καρυάτιδες και σφίγγες» και συμπλήρωσε πως «ο τάφος που είναι σαν μεγάλο τούνελ δε συνάδει με την τυπολογία των μακεδονικών τάφων»

Ένα ανώνυμο κείμενο, αρχαιολόγου, που κάνει το γύρο του διαδικτύου της τελευταίες ώρες άναψε νεες φωτιές.

Το κείμενο έχει τίτλο: “Το χώμα εκδικείται”

Τα ερωτήματα που θέτει είναι:

Με τις σημερινές μας γνώσεις αρχαιολογίας, αν αυτές τις Καρυάτιδες μας τις έφερναν στο γραφείο από κατάσχεση, οι περισσότεροι θα τις τοποθετούσαμε στην αρχαϊστική γλυπτική του 1ου αι. π.Χ. και εξής. Το νωρίτερο να λέγαμε 2ο αι. π.Χ.

Αν μας έλεγαν για ένα μνημείο που έχει μαρμάρινη επένδυση σε πώρινους τοίχους, θα λέγαμε ότι σε αυτή την τεχνική επιδόθηκαν κατεξοχήν οι Ρωμαίοι.Αν μας λέγανε για ένα κυκλικό τύμβο τέτοιου μεγέθους, θα σκεφτόμασταν ότι είναι πολυάνδριο.Αν μας λέγανε ότι βρίσκουν ταφικούς θαλάμους γεμάτους χώμα, θα λέγαμε ότι είναι συλημένοι είτε τώρα είτε στην αρχαιότητα -πόσο μάλλον αν βρίσκουμε τρύπες από τις οποίες χωράει ένας άνθρωπος σε κάθε διαφραγματικό τοίχο.

Αν μας έβαζαν σε προφορική άσκηση στο πανεπιστήμιο τάφο που έχει τη μορφή μακεδονικού, αλλά αποτελείται από 3 ή περισσότερους θαλάμους που καθένας έχει το δικό του πρόπυλο με Σφίγγες και Καρυάτιδες, μαρμάρινη οροφή και μαρμάρινες επενδύσεις, θα λέγαμε ότι ίσως κάποιος σημαντικός ντόπιος, που δεν έζησε την εποχή που φτιαχνόταν το μακεδονικό στυλ, αλλά αργότερα, θέλησε να παραγγείλει έναν τάφο που να μιμείται τους μακεδονικούς για λόγους μεγαλοπρέπειας, ενσωματώνοντας ετερόκλητα στοιχεία -και αυτός ο συγκρητισμός από μόνος του θα μας οδηγούσε σε νεότερη χρονολόγηση.

Αν μας έλεγαν ότι ο τάφος έχει μεγαλοπρεπείς θύρες χωρίς θυρώματα (σαν να είναι στοά με πρόπυλα ανοιχτή για να την επισκεφτείς), αλλά μπροστά από κάθε τέτοια θύρα έχει έναν στιβαρό τοίχο που δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε αυτήν, θα σκεφτόμασταν κατευθείαν ότι πρόκειται για τοίχους που φτιάχτηκαν σε δεύτερη φάση, για να το σφραγίσουν ή για να στηρίξουν, κι όχι όταν πρωτοχτίστηκε το μνημείο (αν θες να κλείσεις τις θύρες, όταν πρωτοχτίζεις το μνημείο, το «λογικό» είναι να βάλεις θυρόφυλλα, όχι να φτιάξεις άλλο τοίχο).

Αν μας τα έλεγαν όλα αυτά μαζί για ένα μνημείο, θα λέγαμε να τελειώσει η ανασκαφή και να δούμε οπωσδήποτε την κεραμική μέσα και έξω από τον τάφο! Γιατί όλα τα παραπάνω θα ήταν τα «λογικά», όμως μόνο η ανασκαφή θα μας έδειχνε αν ήταν και «πραγματικά».

Η επιστολή καταλήγει σε δύο πολύ σμαντικά λάθη που έγιναν αφήνοντας ερωτήματα κατά πόσο πρόκειται όντως περί λαθών.

“Στην υπόθεση της Αμφίπολης από την αρχή γίνονται δύο λάθη, που το ένα φέρνει το άλλο. Το πρώτο λάθος είναι όλες οι υποθέσεις που γίνονται, και πρέπει να γίνονται για να επιβεβαιωθούν ή να αναιρεθούν στην πορεία μιας ανασκαφικής έρευνας (συμπεριλαμβανομένης και της χρονολόγησης, της μη σύλησης κ.λπ.), βγαίνουν ως Δελτία Τύπου και αναπαράγονται ως απόλυτες αλήθειες με έναν απόλυτα αντιεπιστημονικό τρόπο (που απλώς υπογραμμίζεται από τα συνεχή λάθη των δελτίων Τύπου με την «επιστημονικοφανή» γλώσσα). Και αυτόν τον αντιεπιστημονικό τρόπο τον επιβάλλει το ίδιο το Υπουργείο Πολιτισμού (και ο πρωθυπουργός, βέβαια, αλλά αυτά τα χουμε ξαναπεί).

Το δεύτερο λάθος, απόρροια του πρώτου, είναι ότι η αμφισβήτηση κάποιου από αυτά τα στοιχεία (της χρονολόγησης, της απόδοσης σε ιστορικό πρόσωπο κ.λπ.) θεωρείται αυτομάτως ότι είναι αμφισβήτηση της αξίας του μνημείου! Για μας τους αρχαιολόγους, και θα πρεπε και για όλους, τα μνημεία δεν έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη αξία με βάση το αν είναι νεότερα, αλλά με βάση τις ιστορικές και άλλες πληροφορίες που κουβαλάνε. Κι εδώ θα επικαλεστώ την άποψη της Ο. Παλαγγιά, που είπε στα ΝΕΑ ότι, αν η άποψή της ότι το μνημείο είναι ρωμαϊκό και συνδέεται με τη μάχη των Φιλίππων είναι σωστή, το μνημείο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, καθώς συνδέεται με τη μία από τις δύο μάχες που έκριναν το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.”

Ποιά ήταν όμως τελικά η μάχη των Φιλίππων που έγινε το 42 π.Χ και έκρινε το μέλλον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνεπώς την ιστορία της Ευρώπης;

Ο Βρούτος και ο Κάσσιος, αφού δολοφόνησαν στη Ρώμη τον Ιούλιο Καίσαρα και έθεσαν τέρμα στο μοναρχικό και απολυταρχικό πολίτευμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βρέθηκαν λόγω συγκυριών με ένα μέρος του στρατού, στους Φιλίππους.

Την στρατιά αυτή με αρχηγούς τους Κάσσιο και Βρούτο, η Παγκόσμια ιστορία την ονόμασε “Δημοκρατικούς”. Υπήρχε όμως και η αντίπαλη στρατιά, η στρατιά της Τριανδρίας, με αρχηγούς τους Αντώνιο και Οκταβιανό, που κατευθυνόταν στους Φιλίππους με σκοπό την εκδίκηση για τη δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα καθώς και την πάταξη του ένοπλου κινήματος των Δημοκρατικών. Έτσι οι δυο αντίπαλες στρατιές μπλέχθηκαν στους Φιλίππους σε μία εμφύλια, φονική μάχη. Έληξε με ήττα των Δημοκρατικών και είχε κοσμοϊστορικές συνέπειες. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταργήθηκε και στη Πώμη αναδείχθηκε Αυτοκράτορας ο Οκταβιανός Αύγουστος. Η μάχη των Φιλίππων αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αλλά και για την πόλη των Φιλίππων.

Σε λίγο χρονικό διάστημα μετά από αυτή την κοσμοϊστορική ένοπλη διένεξη, Ρωμαίοι άποικοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη και με τη γλώσσα, τη διοίκηση, τους θεσμούς και τη θρησκεία τους της έδωσαν για 2-3 αιώνες τον χαρακτήρα Ρωμαϊκής πόλης.

Θεωρείται απαραίτητο να αναφέρουμε πιο λεπτομερή στοιχεία για τη μάχη των Φιλίππων (Σχεδιαστική αποτύπωση της Μάχης των Φιλίππων) , ως προς τη σύνθεση και διεξαγωγή αυτής.

Ο Βρούτος και ο Κάσσιος επιστρέφοντας από την Ασία με έναν στρατό 19 λεγεώνων – 80.000 πεζικό και 20.000 ιππείς – και με σημαντικές ενισχύσεις που πήραν από τους συμμάχους τους, διέσχισαν τη Θράκη και στρατοπέδευσαν 18 σταδίους (3.300 μέτρα) δυτικά των Φιλίππων. Ο Αντώνιος και ο Οκταβιανός προχωρώντας στην Εγνατία (αρχαίος δρόμος που ένωνε την Ρώμη με την Κων/πολη) προς την κατεύθυνση των Φιλίππων, ήρθαν και στρατοπέδευσαν 8 μόνο σταδίους (1.500 μέτρα) μπροστά από τις θέσεις των Δημοκρατικών. Οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από 19 λεγεώνες – 80.000 πεζικό και 13.000 ιππείς.

Η θέση τους ήταν πιο μειονεκτική από τη θέση των Δημοκρατικών και αυτό γιατί εκτός του ότι διέθεταν λιγότερους ιππείς, το στρατόπεδό τους βρισκόταν σε πεδιάδα και όχι σε υψώματα όπως των αντιπάλων τους. Τρεις βδομάδες μετά από την πρώτη συμπλοκή στις 23 Οκτωβρίου του 42 π.Χ έγινε η τελική, αποφασιστική, άγρια μάχη.

Για αρκετές ημέρες οι δύο μεγάλοι αυτοί στρατοί παρέμεναν στις θέσεις τους χωρίς να δίνουν μάχη, παρά μόνον μερικές αψιμαχίες ιππικού. Ο Αντώνιος προσπάθησε να παρασύρει τους αντίπαλούς του σε μάχη εκ παρατάξεως, αλλά αυτοί παρέμεναν οχυρωμένοι στις θέσεις τους. Θέλοντας να υπερφαλαγγίσει τις θέσεις αυτές διέταξε τα στρατεύματά του να κατασκευάσουν με προσχώσεις μία διάβαση μέσω των ελών που κάλυπταν την νότιά τους πλευρά. Η κίνηση αυτή εντοπίσθηκε από τον Κάσσιο, ο οποίος και κατασκεύσε σαν αντίμετρο ένα χαμηλό φράγμα που διέκοπτε αυτή τον τεχνητό διάδρομο στα έλη. Αυτές όμως οι ενέργειες αποτέλεσαν το έναυσμα για μία γενικευμένη συμπλοκή των αντιπάλων δυνάμεων που κατέληξε σε κανονική μάχη στις 3 Οκτωβρίου.

Ο Αντώνιος διέταξε επίθεση κατά του Κάσσιου, στοχεύοντας τις θέσεις του μεταξύ του έλους και του νότιου άκρου του στρατοπέδου του. Καθώς οι άνδρες του κινούνταν δρομέως, στον βόρειο τομέα οι δυνάμεις του Βρούτου κινήθηκαν αυθόρμητα και χωρίς διαταγές, και εξαπέλυσαν γενικευμένη επίθεση κατά των απέναντι δυνάμεων. Η επίθεση αυτή αιφνιδίασε απόλυτα τον Οκταβιανό, οι δυνάμεις του οποίου τράπηκαν σε φυγή εγκαταλείποντας μάλιστα το στρατόπεδό τους. Ο Οκταβιανός διέφυγε τον κίνδυνο καθώς είχε απομακρυνθεί εγκαίρως, προειδοποιημένος από ένα όνειρο – σύμφωνα με τον Αππιανό -το προηγούμενο βράδυ.

Ο Μάρκος Αντώνιος προτίμησε να μην στρέψει το στράτευμά του για να υπερασπισθεί το στρατόπεδό του, ελιγμός που ούτως ή άλλως θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολος υπό τις συνθήκες, αλλά να συνεχίσει την δική του ορμητική έφοδο. Όντως, κάτω από βροχή βλημάτων, οι στρατιώτες του, αφού εξουδετέρωσαν την φρουρά του, κατέλαβαν το οχυρωμένο στρατόπεδο του Κάσσιου. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν σημαντικές με περίπου 9.000 να έχουν χαθεί από την πλευρά του Κάσσιου, ενώ ο Οκταβιανός φαίνεται να έχασε περίπου διπλάσιο αριθμό ανδρών. Να σημειώσουμε εδώ, οτι ήταν δύσκολο για τους διοικητές να έχουν πλήρη εικόνα της τακτικής καταστάσεως όπως διαμορφώθηκε στο τέλος των ελιγμών αυτών, διότι η κίνηση δεκάδων χιλιάδψν στρατιωτών στην πεδιάδα φαίνεται οτι είχε σηκώσει σύννεφα σκόνης που παρεμπόδιζαν την ορατότητα.

Ο Κάσσιος, αντιλαμβανόμενος μόνον οτι είχε χάσει την οχυρή θέση που κατείχε και μη έχοντας γνώση της νίκης του συμμάχου του Βρούτου στην βόρεια πλευρά του πεδίου της μάχης, πίστεψε οτι όλα είχαν χαθεί και τον περίμενε η αιχμαλωσία και ο ατιμωτικός θάνατος. Διέταξε λοιπόν τον σημειοφόρο του (signifier) με το όνομα Πίνδαρος να τον σκοτώσει με το ξίφος του, πράγμα που αυτός και έκανε. Κατά ειρωνεία της τύχης, η 3Η Οκτωβρίου ήταν και η γενέθλια ημέρα του Κάσσιου.

Την ίδια ημέρα, ο στόλος των Απελευθερωτών κατόρθωσε να αναχαιτίσει και να καταστρέψει στο Ιόνιο πέλαγος τις ενισχύσεις και τα εφόδια που έρχονταν από την Ρώμη, καθιστώντας την θέση της Τριανδρίας ακόμη δυσχερέστερη και αναγκάζοντας τον Αντώνιο να στείλει μία λεγεώνα στην Αχαΐα για συλλογή αφοδίων καθώς η Μακεδονία και η Θεσσαλία είχε εξαντληθεί. Παρ’ όλα αυτά το ηθικό των ανδρών παρέμεινε ακμαίο. Σε αντίθεση, η άλλη πλευρά, παρά το ότι δεν αντιμετώπιζε καμμία έλλειψη εφοδίων, είχε απωλέσει τον κύριο στρατηγικό νού και ηγέτη, καθώς ο Βρούτος είχε σημαντικά μικρότερη πολεμική εμπειρία από τον Κάσσιο.

Η Επόμενη Μέρα – Δεύτερη και τελική Μάχη

Οι δύο αντίπαλοι στρατοί ανασυγκροτήθηκαν σχετικά γρήγορα και τις επόμενες τρείς εβδομάδες ο Αντώνιος που είχε αναλάβει την βόρεια πτέρυγα προσπαθούσε μάταια να προκαλέσει τον Βρούτο σε μάχη, ενώ ο Οκταβιανός, σε μία προσπάθεια να υπερφαλαγγίσει και να αποκόψει τον Βρούτο από το λιμάνι της Νεάπολης/Καβάλας, προωθούσε σιγά σιγά τις δυνάμεις του στον νότο μέσα από τα έλη, κατασκευάζοντας παράλληλα και ένα πασαλόπηκτο τείχος για προστασία τους από τα βέλη.

Ο Βρούτος αντέδρασε κατασκευάζοντας τείχος παράλληλα με την Εγνατία, με το οποίο κατάφερε να διατηρήσει τις γραμμές επικοινωνίας του με την θάλασσα ανοικτές, ενώ συνέχισε να κατέχει σταθερά τις αρχικές οχυρές θέσες του. Παρ’ όλα αυτά, η απραξία επέδρασε αρνητικά στο ήδη χαμηλό ηθικό των ανδρών του, και άρχισαν να σημειώνονται λιποταξίες στις τάξεις τόσο των λεγεώνων του όσο και των συμμάχων του. Έτσι, το απόγευμα της 23ης Οκτωβρίου παρέταξε τον στρατό του για μάχη «όχι σαν διοικητής αλλά σαν διοικούμενος» όπως φέρεται να είπε ο ίδιος, εννοώντας οτι εξαναγκάσθηκε από τις περιστάσεις να δώσει μάχη.

Οι δυνάμεις και των δύο πλευρών είχαν στις τάξεις τους βετεράνους και σκληροτράχηλους λεγεωνάριους και η μάχη, που σύντομα κατέληξε σε συμπλοκή σώμα με σώμα, ήταν ιδιαίτερα σκληρή και αιματηρή. Στο τέλος η έφοδος των στρατευμάτων των «Απελευθερωτών» αποκρούσθηκε και οι στρατιώτες του Βρούτου κατέρρευσαν και υποχώρησαν με αταξία στους πέριξ λόφους, όπου μετά βίας συγκεντρώθηκαν οι 4 από τις 17 λεγεώνες. Περικυκλωμένος και βλέποντας το αναπόφευκτο τέλος, ο Βρούτος με την σειρά του αυτοκτονεί.

Με την νίκη αυτή η Δεύτερη Τριανδρία συνέτριψε τις δυνάμεις των συνομωτών που αυτοαποκαλούνταν «απελευθερωτές», και ο μεν Αντώνιος – του οποίου το κύρος ανήλθε στα ύψη – παρέμεινε στην ανατολή, ενώ ο Οκταβιανός επέστρεψε στην Ρώμη.

Ο Βρούτος ακολουθούμενος από πολυάριθμους στρατιώτες και αφοσιωμένους φίλους αποχώρησε στα υψώματα σχεδιάζοντας να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης τη νύχτα ή να προχωρήσει με κατεύθυνση τη θάλασσα. Σε λίγο όμως απελπισμένος από την πραγματικότητα και θεωρώντας μάταιο να συνεχίσει τον αγώνα, ζήτησε από το φίλο του Στράτωνα να τον σκοτώσει. Ο Αντώνιος κήδεψε με τιμές το νεκρό και έστειλε τη στάχτη από το λείψανο του στη μητέρα του στη Ρώμη. Έπειτα από τον θάνατό του, οι στρατιώτες του παραδόθηκαν στους αρχηγούς της Τριανδρίας.

Μετά τη μάχη ο Οκταβιανός μετρούσε 16.000 νεκρούς, ενώ οι αντίπαλοί τους 8.000 νεκρούς. Ο Οκταβιανός με τον Μάρκο Αντώνιο παραμέρισαν τον Λέπιδο και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Το αποκορύφωμα της σύγκρουσής τους ήταν η Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., όπου βγήκε νικητής ο Οκταβιανός ο οποίος τελικά έμεινε μόνος κυρίαρχος στη Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία καταλύθηκε το 27 π.Χ. με την ανακήρυξη του Οκταβιανού ως αυτοκράτορα.

Φυσικά έαν ο τάφος είναι ρωμαϊκός αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία του. Πρόκειται για ένα τεράστιο εύρημα. Το θέμα είναι ότι κάποιοι το εκμεταλεύθηκαν πολιτικά για να δώσουν λίγες ακόμα αναπνοές στην πολιτική τους σταδιοδρομία.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *