Προβλήματα και προτάσεις για μια νέα διακυβέρνηση

Μέρος ΙΙ. Η τηλεόραση ως χώρος εξουσίας και ως κοινωνικό πρόβλημα

1. Η πραγματικότητα
Ο εκπαιδευτικός που προβληματίζεται με ό,τι προσφέρει ή δεν προσφέρει η Τηλεόραση – κρατική ή ιδιωτική – στην κοινωνία της χώρας του, έχει κάθε λόγο (ή ακριβέστερα την υποχρέωση) να το κάνει, εφόσον κατά γενική ομολογία αυτό το….
σύγχρονο μέσο μαζικής ενημέρωσης υποκαθιστά ή και παραμερίζει την παρεχόμενη από το σχολείο παιδεία, από τη μια μεριά – κι από την άλλη, με τις δυνατότητες επηρεασμού του κοινού πολίτη που διαθέτει, αποτελεί ένα καθοριστικής σημασίας παράγοντα της δημόσιας ζωής, στο σύνολό της, με τις ποικίλες εξαρτήσεις από τη μεριά των άλλων, και μάλιστα της πολιτικής. Στη χώρα μας τον ρόλο αυτό καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό ορισμένες ιδιάζουσες συνθήκες, όπως π.χ. :

Το γεγονός ότι υπάρχει ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός τηλεοπτικών σταθμών (περίπου 150), κρατικών και ιδιωτικών, πανελλαδικής εμβέλειας, περιφερειακών και τοπικών.
Η τηλεθέαση με περίπου 5 ώρες ημερησίως είναι η μεγαλύτερη στην Ε.Ε., ενώ η χώρα μας κατέχει την προτελευταία θέση στην ανάγνωση εφημερίδων και την τελευταία στην ανάγνωση περιοδικών (βλ. π.χ. εφ. «Ελευθεροτυπία», φ. 8.5.2002, πρωτοσέλιδο με τίτλο «Πρώτοι στην TV, πάτοι στον πολιτισμό».
Η ασκούμενη από το λεγόμενο «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης» και την «Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής» εποπτεία είναι κατά γενική ομολογία ανεπαρκής (βλ. εφ. «Ελευθεροτυπία», φ. 8.12.2003).
Ειδική, εμπεριστατωμένη έρευνα με ακριβή στοιχεία για το περιεχόμενο και την ποιότητα των εκπομπών στην ενημέρωση, ψυχαγωγία και μόρφωση, εξ’ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο περιστασιακά δημοσιευόμενα στον ημερήσιο τύπο σημειώματα, επιστολές αναγνωστών με συγκεκριμένες αφορμές ειδικής σημασίας ή γενικές επισημάνσεις σε διάφορες εκδηλώσεις, οι οποίες σπανίως δημοσιεύονται.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε μια τέτοια ειδική έρευνα αν γινόταν στον βαθμό και στην έκταση που θα έπρεπε στον τομέα της ψυχαγωγίας, για τον λόγο ότι η ψυχαγωγία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των προγραμμάτων ιδιαίτερα στην ιδιωτική τηλεόραση, και με αυτήν επηρεάζεται υποσυνείδητα, εν πολλοίς, το μεγαλύτερο μέρος του τηλεοπτικού κοινού. Με μια τέτοιου είδους ειδικού έρευνα θα μπορούσε π.χ. να διαπιστωθεί:

Η ποικιλία των μορφών βίας σε έργα της σύγχρονης κινηματογραφικής παραγωγής (εισαγόμενα, κυρίως, από τις ΗΠΑ), όπως και η συχνότητα της προβολής τους σε σχέση με την εφηβική ή και παιδική παραβατικότητα, η οποία εμφανίζεται κατά τα τελευταία χρόνια ακόμη και με τη δράση συμμοριών στα σχολεία.
Η ποικιλία των μορφών της λεγόμενης κοινωνικής απελευθέρωσης σε εισαγόμενα έργα αλλά και σε έργα της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής σε σχέση με την αυξανόμενη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών από τους εφήβους της χώρας μας ή και την αύξηση της χρήσης τοξικών ουσιών (βλ. εφ. «Μακεδονία», φ. 22.10.2002, «Γερά ποτήρια οι Έλληνες έφηβοι», εφ. «Απογευματινή», φ. 11.5.2003, «Τα Ελληνόπουλα των παραισθήσεων με ρεκόρ Ευρώπης σε εισπνεόμενα», εφ. «Καθημερινή», φ. 2.8.2003, «Οι μαθητές και τα σκληρά ποτά», εφ. «Ελευθεροτυπία», φ. 27.8.2003, «Σνιφάρουν δηλητήρια – από τα 12 ένας στους δέκα μαθητές τα έχει δοκιμάσει θέλοντας να φτιαχτεί», εφ. «Καθημερινή», φ.16.9.2003, «Από 15 χρονώ μαθητές εθισμένοι στο αλκοόλ»).
Η ιδεολογική προκατάληψη και μισαλλοδοξία σε «διασκευές» του ιστορικού παρελθόντος ελληνικών παραγωγών που καθιστούν αδύνατη την εθνική αυτογνωσία και διασπούν την κοινωνική συνοχή, οι συνέπειες της προβολής των οποίων φαίνονται στις συμπεριφορές των φοιτητικών παρατάξεων.
Η σχεδόν καθολική παράλειψη κάθε θετικού προτύπου και αξίας όπως: ο νόμος και η τάξη ως προϋπόθεση της ελευθερίας, το καθήκον και η αλληλεγγύη, η κοινωνική προσφορά, η ευπρέπεια στην καθημερινή συμπεριφορά – παράλειψη που διαπιστώνεται σε ποικίλες εκδηλώσεις αναρχικής βίας, όπως και στη βαναυσότητα και στη χυδαιολογία σε διάφορες εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής.
Η προερχόμενη από το θολό και (με τις εμπειρίες και από άλλες χώρες) εξωπραγματικό ιδεολόγημα της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας με την καθολική παράλειψη πράξεων και συμπεριφορών που θα ενίσχυαν την εθνική ευαισθησία και αυτοπεποίθηση, ενώ συγχρόνως ποικιλοτρόπως προβάλλεται η καταναλωτική νοοτροπία και συμπεριφορά.
Για να δειχθεί η αναγκαιότητα μιας τέτοιας εμπεριστατωμένης έρευνας, αρκεί νομίζω να αναφερθεί ένα παράδειγμα από τα τηλεοπτικά προγράμματα του τρέχοντος μηνός: Επί τέσσερεις ημέρες, συνεχώς, προβάλλονται από ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό και σε ώρες υψηλής τηλεθέασης αμερικανικές ταινίες και ένα τουρκικό «σήριαλ» που διαφημίζεται μάλιστα και για τη χαμηλή τιμή στην οποία πωλούνται τα cd των επομένων επεισοδίων του. Σε άλλο ιδιωτικό σταθμό, επίσης πανελλαδικής εμβέλειας, και στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα, τις δύο τουρκικές παραγωγές ακολουθεί μια βουλγαρική. Κατά την παρούσα κρίση κάτοικοι των βορείων παραμεθορίων περιοχών της χώρας αγοράζουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε πόλεις γειτονικών κρατών, μολονότι γνωρίζουν τις συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς για την εθνική παραγωγή. Και τα δύο, η ψυχαγωγία με εισαγόμενες φθηνές ταινίες και οι επισκέψεις για αγορές σε γειτονικές χώρες, είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα στην εθνική μας ιστορία, αδιανόητα σε άλλες εποχές. Μέρος της ευθύνης έχει ασφαλώς και η τηλεόραση.

***

Κάθε προσπάθεια αποτελεσματικής κριτικής παρέμβασης στις αρνητικές πλευρές του έργου της τηλεόρασης – ιδιαίτερα της ιδιωτικής – και στον τομέα της ενημέρωσης για το κοινωνικό όφελος αλλά και τη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της δημοκρατίας, φαίνεται και είναι, όχι μόνο στη χώρα μας, για ορισμένους λόγους που αφορούν είτε το ιδιοκτησιακό καθεστώς είτε τις διασυνδέσεις με άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής εξαιρετικά δύσκολη (η σχετική μαρτυρία του πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας, Helmut Schmidt, στο βιβλίο του «Αναζητώντας μια δημόσια Ηθική», 1998, σ.91, είναι ενδεικτική). Το κύριο επιχείρημα που δικαιολογεί ή και επιβάλλει αυτήν την κριτική παρέμβαση βασίζεται στο γεγονός, ότι η τηλεόραση λειτουργεί με τις συχνότητες που είναι κτήμα του ελληνικού λαού. Από την άποψη αυτή η χαμηλή ποιότητα των ψυχαγωγικών εκπομπών ή η προβληματική ενημέρωση με τις πανθομολογούμενες αρνητικές επιδράσεις τους συνιστούν μορφή παραβατικότητας που θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τη ρύπανση του περιβάλλοντος και να θεωρηθεί, μάλιστα, για το κοινωνικό σύνολο επιβλαβέστερη εκείνης.

2. Η πρόταση

Αυτή η κοινωνική διάσταση της λειτουργίας της Τηλεόρασης επιβάλλει τη συγκρότηση ενός Συμβουλίου Δεοντολογίας των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών, κρατικών και ιδιωτικών, στο οποίο ο κοινός πολίτης θα είναι δυνατόν να καταγγέλλει μεταξύ άλλων και περιπτώσεις προσβολής των «χρηστών ηθών» ή της «δημοσίας αιδούς» (άρθρο 5, παρ. 1 και άρθρο 14, παρ. 3 του Συντάγματος)
Το δικαίωμα της κριτικής – κάτι ανάλογο με τις επιστολές αναγνωστών που δημοσιεύονται στον παραδοσιακό Τύπο – πρέπει να μπορεί να κατοχυρωθεί με την καθιέρωση ειδικής (εβδομαδιαίας) εκπομπής στον οικείο τηλεοπτικό σταθμό σε χρόνο ικανοποιητικής τηλεθέασης.
Η άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, γενικά, όπως και στον παραδοσιακό τύπο, πρέπει να ανταποκρίνεται στις ειδικές προϋποθέσεις για το επάγγελμα, το οποίο πρέπει να θεωρείται – όπως άλλωστε και είναι – ιδιαίτερα στην σύγχρονη εποχή, κοινωνικό λειτούργημα: Πτυχίο Ανωτάτης Σχολής (όχι υποχρεωτικά Δημοσιογραφίας), επιτυχείς εξετάσεις στην Ελληνική γλώσσα, στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή ιστορία και σε μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα, σε επιτροπή, τα μέλη της οποίας θα ορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας, την Ένωση Συντακτών και το Συμβούλιο Δεοντολογίας.
Η ανάγκη της κοινωνικής και εθνικής συνοχής, αλλά και η ίδια η δημοσιογραφική δεοντολογία, επιβάλλουν ιδιαίτερα στις σημερινές περιστάσεις την ανάλογη διαμόρφωση των προγραμμάτων: Την ενημέρωση δεν πρέπει να ζημιώνει η ψυχαγωγία και το εθνικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά σημαντικό δεν επιτρέπεται να παραμερίζουν οι ιδιαιτερότητες του ατομικού. Προς την κατεύθυνση αυτή η συγκρότηση και η λειτουργία μιας ανάλογα προσανατολισμένης κοινωνικής «Πρωτοβουλίας» για την Τηλεόραση, με μέλη εκπροσώπους κοινωνικών φορέων, εκπαιδευτικούς, εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης κ.α., θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη.
Η ίδρυση ενός ραδιοτηλεοπτικού σταθμού του Απόδημου Ελληνισμού που θα αντικαταστήσει την Τηλεόραση της Βουλής. Η τηλεοπτική μετάδοση των συνεδριών του Κοινοβουλίου που αποτελεί τον κύριο λόγο της ύπαρξής της, έχει αμφισβητούμενα αποτελέσματα, εφόσον επιβάλλει στους βουλευτές επικοινωνιακά στερεότυπα, με τα οποία δεν προάγεται η πολιτική σκέψη και συνεπώς δεν ωφελείται η δημοκρατία (βλ. Helmut Schmidt, ό.π., σ. 94). Ο τηλεοπτικός σταθμός του Απόδημου Ελληνισμού θα διοικείται σε συνεργασία με αρμόδιους παράγοντες της Ομογένειας και θα μπορεί να λειτουργεί με προσωπικό και δαπάνη από την ίδια.

www.diplomatikoperiskopio.com

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *