Η συναίνεση είναι μια προχωρημένα παρεξηγημένη έννοια. Ειδικά όταν αφορά την πολιτική, και αναζητεί συμβιβασμούς μεταξύ διαφορετικών απόψεων, συχνά και διαφορετικών ιδεολογιών. Επειδή ο καθένας της δίνει το περιεχόμενο που αισθάνεται να ταιριάζει καλύτερα στην πολιτική…
γκαρνταρόμπα που έχει συνηθίσει να λανσάρει ο ίδιος στον δημόσιο βίο.
Στην προχθεσινή τελετή για τις Χρυσές Σφαίρες, ίσως ο πιο αγαπητός Πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, ο Μπιλ Κλίντον, παρουσίασε την ταινία “Λίνκολν”. Και αφού υπενθύμισε ότι χωρίς τον Πρόεδρο ο οποίος κατήργησε τη δουλεία και κράτησε ενωμένη την Αμερική, κερδίζοντας τον Εμφύλιο Πόλεμο, “δεν θα ήμασταν σήμερα εδώ”, θύμισε ότι η άσκηση της εξουσίας και η επιτυχία ενός ηγέτη στηρίζονται εκ των πραγμάτων στην ευχέρειά του να ισορροπήσει ανάμεσα στους αναγκαίους συμβιβασμούς, και τις ρήξεις με όσα πρέπει να αλλάξουν. Και δεν αλλάζουν με… συμβιβασμούς.
Ο Μπαράκ Ομπάμα απ’ την άλλη, επέβαλε την πολιτική συναίνεση στις ΗΠΑ, στην πρόσφατη κρίση για την αποφυγή του “δημοσιονομικού γκρεμού”. Με επιδέξους χειρισμούς στη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που δεν ήταν συναινετικοί, αλλά βαθιά επιθετικοί, και μάλιστα με επικοινωνιακές διαστάσεις, πέτυχε να διχάσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, και ουσιαστικά να… σύρει στη συναίνεση εκείνους που μέχρι πρότινος φλέρταραν με τη χρεοκοπία των ΗΠΑ. Ήταν ένας Πρόεδρος νικητής, πρόσφατα εκλεγμένος για δεύτερη φορά, που ανάγκασε τους υπόλοιπους να αποδεχτούν το δικό του… δίκιο.
Τα δυο παραδείγματα είναι εξόχως αποκαλυπτικά, έως εκκωφαντικά του τι… δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Εδώ όπου η συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων είναι έννοια βαθιά παρεξηγμένη. Και προκύπτει μέσα από ρητορικές, όσο και εννοιολογικές στρεβλώσεις.
Τέτοιες στρεβλώσεις ήταν ορατές σε όσα είπε χθες ο Λουκάς Παπαδήμος στο Κεφαλάρι, εκεί όπου τιμήθηκε από τον ΙΟΒΕ για την προσφορά του στην ελληνική οικονομία. Με παράλληλα χειροκροτήματα για την πρωθυπουργική θητεία του, η οποία, παρά τους επαίνους, οδήγησε τη χώρα στο… και ένα, όχι απλά στο παρά κάτι της χρεοκοπίας, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί πολλαπλάσια προσπάθεια από τον Αντώνη Σαμαρά και την κυβέρνησή του για να διορθωθεί το “κακό”.
Ο άλλοτε κεντρικός τραπεζίτης της χώρας, επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου μετά από πρόταση του Γιάννου Παπαντωνίου, και εν συνεχεία στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη στα… περίεργα χρόνια του Χρηματιστήριου και της ΟΝΕ (μεταξύ άλλων), αφηγήθηκε εμπειρίες από την περίοδο της (εξωκοινοβουλευτικής) πρωθυπουργίας του. Και ζήτησε “ευρεία συναίνεση από πολιτικούς και από πολίτες”, μιλώντας ακόμη για “θεσμούς και μηχανισμούς που δεν θα επηρεάζονται από μικροπολιτικές σκοπιμότητες”.
Η συναίνεση για την οποία μιλά ο Λουκάς Παπαδήμος είναι μια… αχρείαστη συναίνεση. Επειδή δεν θα είναι ειλικρινής. Ούτε θα έχει κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα στην κοινωνία, εκείνη ενώπιον της οποίας οφείλουν να λογοδοτούν όλοι, πολιτικοί και… τεχνοκράτες.
Είναι μια συναίνεση με μη πολιτικά χαρακτηριστικά. Χωρίς γωνίες και στρατηγικές στοχεύσεις, αλλά με καθωσπρεπισμούς και… καλά λόγια. Απέχει μακράν της συναίνεσης που μας διδάσκει το παράδειγμα Ομπάμα. Τη συναίνεση των ορθών ιδεών, ή σε κάθε περίπτωση εκείνων που αποδέχεται η πλειοψηφία, και σπεύδει να υιοθετήσει η μειοψηφία. Με όρους διακριτούς και όχι… ισοπέδωσης.
Μια Ελλάδα γεμάτη στρεβλώσεις και υστερήσεις, κυρίως σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού και ηγεσίας, αξιακού μωσαϊκού και ηθικών προτεραιοτήτων, δεν αντέχει μια τέτοια “συναίνεση”. Χρειάζεται ρήξεις, μέσα από τις οποίες θα προκύψουν συναινέσεις.
Αυτή είναι η φυσική ροή των εξελίξεων. Η πορεία των πραγμάτων. Οι ρήξεις γεννούν τις συναινέσεις που ανοίγουν δρόμους για το μέλλον. Παραμερίζοντας τις συναινέσεις που συνεπάγονται συμβιβασμό με το… κακό ριζικό μας.
ysterografa.gr