Συμμετοχική δημοκρατία

Πρόδρομος του εθνικοσοσιαλισμού, εθνομηδενισμός, ή κοινωνική αλλοίωση;

Ο άνθρωπος “πιθανόν” να μην μπορεί να βρει την ευδαιμονία έξω από την κοινωνική ζωή, στην οποία τον οδηγεί η ίδια η ουσία του ως ζώο όν.
Συνεπώς θεμελιώδες έργο του κράτους είναι η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την ευδαιμονία των πολιτών…..

Η διαδικασία που οδήγησε τόσο στο σχηματισμό της πολιτικής κοινότητας όσο και στις μορφές πολιτευματικής διακυβέρνησης της ερμηνεύτηκε σταδιακά μέσα από διάφορους σταθμούς.[1][1]
Η δημοκρατία αποτέλεσε μια από τις εκφάνσεις των μορφών διακυβέρνησης. Κατά τον Αριστοτέλη η δημοκρατία παρουσιάζει μια σταδιακή ποικιλία μορφών:
Αρχικά ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, μετέπειτα εκλογιμότητα των αρχόντων στα ανώτερα αξιώματα, εν συνεχεία εξουσία όλων των πολιτών χωρίς καμία διάκριση και τέλος μια φαινομενική αλλά απόλυτη επικράτηση του πλήθους, το οποίο νομίζει ότι κυβερνά με ψηφίσματα παραμερίζοντας την κυριαρχία του νόμου.[2][1]
Στην συμμετοχική αυτή δημοκρατία του 5ου αι. π.Χ. στην πολιτική ζωή, ενεργό ρόλο είχε μικρό ποσοστό πολιτών, ενώ, αποκλείονταν οι μέτοικοι, οι γυναίκες και οι δούλοι. Η αθέατη προσφορά όμως της πλειοψηφίας των κοινωνικών αυτών ομάδων στα πρώιμα στάδια της δημοκρατίας, συνέβαλλε στην ανάπτυξη των κλασικών επιτευγμάτων και του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού γενικότερα.
Στην τοποθέτηση θα καταδείξουμε μέσα από τρεις ενότητες πως επετεύχθη η συμμετοχική δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα (από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα μέχρι και του Περικλή) με την εναλλαγή επιρροής ή αποδυνάμωσης των πολιτειακών οργάνων, καθώς και τα τραγικά αποτελέσματα αυτών των πολιτικών επιλογών.
Η Αθήνα, από το τέλος του 7ου αι., εξουσιαζόταν από μια κλειστή ολιγαρχία, αποτελούμενη από γένη τα οποία μοιράζονταν τα ετήσια καθήκοντα, (αριστοκρατία, κοινωνία των αρίστων ) όπου ίσχυε ανάμεσα τους η ισότητα αφού ήταν όλοι προϊόν της ίδιας παιδείας. Οι κατώτερες τάξεις διεκδίκησαν πολιτικά δικαιώματα και κατάφεραν τη δημοσίευση του μέχρι τότε άγραφου εθιμικού δικαίου από το Δράκοντα, ο οποίος συνέταξε τον πρώτο γραπτό κώδικα και επιχείρησε να συμβιβάσει τις αξιώσεις δύο αντίθετων παρατάξεων, της αριστοκρατίας που στηριζόταν στην παραδοσιακή νομιμότητα και των κατώτερων τάξεων που προέβαλαν μια επαναστατική ισότητα.[3][1] Ο νομοθέτης Σόλων προσπαθώντας να αμβλύνει τις αντιθέσεις, (αφού επί σειρά ετών & προωθώντας τον δανεισμό με σωματική εγγύηση μεγάλο μέρος των γαιών είχε περάσει σε χέρια μετοίκων ) μετέβαλε τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δομές, και με τις μεταρρυθμίσεις του σηματοδότησε τη μεταβολή της δημοκρατίας. Το γνωστό τρίπτυχο του νομοθετικού του πλαισίου χρεών αποκοπή, όρων αναίρεσις και σεισάχθεια, όχι μόνο δεν αποδίδει το μέγεθος της πληθυσμιακής αλλοίωσης, αλλά αποκρύπτει προσεκτικά την υφαρπαγή των “φιλέτων” από αφανείς κοινωνικές ομάδες. Οι πολιτειακές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα είχαν αφενός έναν επίπλαστο επανορθωτικό, κοινωνικό χαρακτήρα και αφετέρου την ανασύνταξη του πολιτεύματος, με σκοπό όχι μόνο την διατήρηση των αρπαγμένων περιουσιών στα νέα αυτά χέρια, αλλά και την σταδιακή αναβάθμισή τους στην συμμετοχή των αποφάσεων της πόλης. Απάλλαξε τους εκτημόρους από τα βάρη (σεισάχθεια), κατάργησε το δανεισμό “επί σώμασι”, απαγόρευσε τη δουλεία για χρέη και αμνήστευσε όσους είχαν καταδικαστεί για αδικήματα που επέφεραν απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά ποτέ δεν ψήφισε το αίτημα των μέχρι τώρα αδικημένων πολιτών για αναδασμό!.[4][1]
Ο Σόλωνας θεσμοθέτησε το πλαίσιο ενός φαινομενικού τιμοκρατικού πολιτεύματος, καταργώντας το προνόμιο της καταγωγής για τα κρατικά αξιώματα, και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών προσδιορίζονταν πια από το εισόδημα τους!.
Οι πολίτες χωρίζονταν έτσι σε τέσσερις τιμοκρατικές τάξεις : πεντακοσιομέδιμνοι, ιππείς, ζευγίτες, θήτες. Οι πολίτες των πρώτων δύο τάξεων εκλέγονταν στα ανώτερα αξιώματα και την στρατιωτική διοίκηση στην οποία υπηρετούσαν ως έφιπποι. Οι ζευγίτες αποτελούσαν το σώμα των οπλιτών και είχαν πρόσβαση στα κατώτερα αξιώματα. Οι θήτες ήταν ελεύθεροι πολίτες, δεν είχαν γη, στρατεύονταν μόνο ως κωπηλάτες, δεν είχαν δικαίωμα διεκδίκησης αξιωμάτων, συμμετείχαν όμως στην Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια.
Ο Σόλωνας παραχώρησε περισσότερα δικαιώματα στην Εκκλησία του Δήμου (στην οποία συμμετείχαν όλοι οι πολίτες άνω των είκοσι ετών), κυρίως για την εκλογή αλλά και την τιμωρία των εναπομεινάντων αρχόντων. Ίδρυσε τη βουλή των τετρακοσίων (εκατό μέλη από κάθε φυλή) με προβουλευτική δικαιοδοσία για όλες τις προτάσεις που υποβάλλονταν στην Εκκλησία του Δήμου, κυρίως για να αποδυναμώσει (λόγω της ψηφοφορίας) τους ελάχιστους πλέον αρίστους. Ταυτόχρονα ο Άρειος Πάγος παρέμεινε η ανώτατη δικαστική εξουσία της πόλης και επιπλέον ιδρύθηκε το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας με 6000 μέλη προερχόμενα από το δήμο και σκοπό την “καλύτερη” (;),(!) απονομή δικαιοσύνης.[5][1]
Είναι ευνόητο πως η νομοθεσία του Σόλωνα δεν ικανοποίησε καμία από τις κοινωνικές τάξεις που κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη & η έκρυθμη κατάσταση οδήγησε στην εδραίωση της τυραννίας των Πεισιστρατιδών με άκρως ευεργετικά για το λαό αποτελέσματα. Μέσα όμως από μεθοδικές δολοφονίες και μόνο μετά την κατάλυση της, ο Κλεισθένης, ολοκλήρωσε το έργο του Σόλωνα και θεμελίωσε το δημοκρατικό πολίτευμα, επαναφέροντας την προϋπάρχουσα καθεστηκυία τάξη.
O Κλεισθένης δημιούργησε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο και αντικατέστησε τους υπάρχοντες θεσμούς που θεμελιώνονταν στην συγγένεια, με ένα σύστημα βασισμένο στην εδαφική διαίρεση (!), με την αναδιάρθρωση του σώματος των πολιτών και την δημιουργία νέων πολιτικών οργάνων. Χώρισε την Αττική σε 100 δήμους και 10 φυλές καθεμιά από τις οποίες περιλάμβανε 3 τριττύες και 10 δήμους (30 τριττύες και 100 δήμοι). Οι πολίτες κάθε φυλής είχαν διαφορετική κοινωνικό-οικονομική προέλευση, ήταν ίσοι, όσο μεταξύ τους αλλά τόσο με τους πολυάριθμους νεοπολίτες που είχαν γίνει δεκτοί σε αυτές ως μέλη, και στους οποίους ο Κλεισθένης είχε παραχωρήσει πλέον πολιτικά δικαιώματα.(!)[6][1]
Όλες οι φυλές ελάμβαναν μέρος στην Βουλή των 500 (50 βουλευτές από κάθε φυλή οι οποίοι εκλέγονταν με κλήρωση εφόσον είχαν συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας τους και δεν ανήκαν στην τάξη των θητών) η οποία είχε περισσότερες δικαιοδοσίες από αυτή που είχε ιδρύσει ο Σόλωνας. Τα μέλη δεν εξέφραζαν πια προβουλευτική γνώμη για τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου αλλά συνέπρατταν με τους άρχοντες στην άσκηση της διοίκησης του κράτους. Η Εκκλησία του Δήμου ήταν κυρίαρχο σώμα με δικαιώματα τροποποίησης προτάσεων των αρχόντων, αλλά και επικύρωσης ή ακύρωσης θανατικών ποινών δικαστηρίων αλλά και του Αρείου Πάγου.[7][2] Ο οστρακισμός επίσης ήταν ένα καινούργιο μέτρο του Κλεισθένη για την προστασία (;) του πολιτεύματος. Οι πολίτες μπορούσαν να γράψουν επάνω σε ένα όστρακο το όνομα κάποιου τον οποίο θεωρούσαν επικίνδυνο για το πολίτευμα. Αν οι ψήφοι έφθαναν τις 6.000, τότε ο άνθρωπος αυτός εξοριζόταν πάραυτα από την Αθήνα για δέκα χρόνια, χωρίς όμως να χάσει ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα ούτε την περιουσία του. Το σύνταγμα του Κλεισθένη διαφοροποιείται τα επόμενα χρόνια και κυρίως μετά τους μηδικούς πολέμους. Οι κατώτερες τάξεις -ζευγίτες και θήτες- συνεισέφεραν σημαντικά στη νίκη όσο και οι αριστοκράτες .Οι άρχοντες εκλέγονταν πια με κλήρωση και μειώθηκαν οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου στου οποίου τόσο στη σύνθεση όσο και στις εξουσίες παρεμβαίνει το 462π.Χ. ο Εφιάλτης.
Ο Εφιάλτης επεδίωξε να δώσει ένα λαϊκότερο χαρακτήρα στο πολίτευμα των Αθηνών, στερώντας από τα ισόβια, αριστοκρατικά και συντηρητικά μέλη του Αρείου Πάγου τον πλήρη έλεγχο της διοίκησης της πόλης. Η άσκηση ελέγχου της κυβέρνησης, η φρούρηση του συντάγματος, η ερμηνεία των νόμων και ο έλεγχος και η τροποποίηση αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων περνούν πια (στις αναβαθμισμένες αλλά αμόρφωτες χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις ). Ιστορικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε μια πρώιμη μορφή λαοκρατίας, μία σοσιαλδημοκρατία! Στην Εκκλησία του Δήμου, στη Βουλή των 500 και στο δικαστήριο της Ηλιαίας, μοναδικές αρμοδιότητες που διατήρησε ήταν η εκδίκαση θρησκευτικών ζητημάτων και οι δίκες φόνου.[8][1]
Συνεχιστής του έργου του Εφιάλτη και μετά από την δολοφονία του από τον ίδιο, ο Περικλής χαμήλωσε τον πήχη στο δημοκρατικό πολίτευμα μεταβαλλόντας το και κατά την έκφραση του Αριστοτέλους “δήμος εστί ο κρατών”! “λόγω μεν δημοκρατία, έργο δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή” καθώς αναδεικνύει τα συμφέροντα και όχι την λογική η το δίκαιον.
Όλες δηλαδή οι εξουσίες πηγάζουν και ελέγχονται απευθείας από το λαό, το σώμα της Εκκλησίας του Δήμου, το …… θύμα της επιτήδειας ρητορείας (Θουκυδίδης), ενώ στο Γ39 μας λέει πως οι πόλεις που έτυχε να ευτυχήσουν εκτρέπονται πλέον σε … αυθάδεια…!
Οι αρχές έτσι, γίνονται επίπλαστα προσιτές σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, είναι όλες κληρωτές και η ετήσια εναλλαγή τους επέτρεπε τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση της πολιτείας και συντελούσε στην ανάπτυξη ενός εικονικά βαθύτατου αισθήματος πολιτικής ευθύνης στα άτομα.
Παρότι λάτρης της ρητορικής ικανότητας του Περικλή, ο Θουκυδίδης στο Γ43 μας αφυπνίζει λέγοντας πως ο Διόδοτος γιος του Ευκράτη δίνει προσεκτικά την συμβουλή στους πολίτες να προσέχουν τους ρήτορες αφού ο δίνων συμβουλή και ο ακολουθήσας ζημιώνονται εξ ίσου. Έτσι αναζητάμε ευθύνες από εκείνον που έδωσε την συμβουλή, η από την συναίνεση εκείνων που έπεσαν στο σφάλμα λόγω έλλειψης παιδείας, γνώσης, φρόνησης;
[9][2] Η μισθοφορά, θεσμικό μέτρο που καθιέρωσε ο Περικλής, επέτρεψε στους πολίτες και με περιορισμένα οικονομικά μέσα να αναλαμβάνουν δημόσια λειτουργήματα. Η καταβολή μισθού δόθηκε αρχικά στους δικαστές, επεκτάθηκε σε διάφορους άρχοντες και επιτροπές και τη δεκαετία του 390π.Χ. καθιερώθηκε και για τη συμμετοχή των πολιτών στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου.[10][3] Η μισθοφορά όμως, χάλασε τον δήμο. Του δημοσίου ταμείου το έργο, δεν είναι να τρέφει την αργομισθία! Πόσο μάλλον σε εκείνες τις εποχές που η αυτονομία και η αυτάρκεια των οίκων ήταν επιβεβλημένη. Αυτού του είδους η λογική, η πολιτική σκοπιμότητα, έθρεψε την αργία και την πενία, κατάστρεψε όσες αρετές παρήγαγε ως τότε η φιλοπονία, ωθώντας τους πολίτες να εγκαταλείψουν κάθε παραγωγική δραστηριότητα και να συρρέουν στην αγορά προς άγρα ψήφων. Πόσο εντυπωσιακός φαντάζει ο Πλάτωνας στον Γοργία που λέει πως αυτού του είδους ο πολιτικός σχεδιασμός έκανε τους πολίτες αργούς, δειλούς, λάλους και φιλάργυρους !
Έτσι, οι μεταβολές αυτές, αλλοίωσαν το σύνολο του θεσμικού πλαισίου και η κρυστάλλινη λειτουργία του πολιτεύματος συνέχιζε την πτωτική της πορεία.
Η Εκκλησία του Δήμου από τα μέσα του 5ουαι. π.Χ. αποτέλεσε το κυρίαρχο πολιτειακό όργανο με αρμοδιότητες στην νομοθεσία, στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομία και σε θέματα που αφορούσαν τη θρησκεία, η οποία πλέον από ανθρωποκεντρική, προσπαθούσε να δημιουργήσει … δόγμα.. Στην συνέλευση του δήμου συμμετείχαν όλοι οι άρρενες γνήσιοι πολίτες(δηλ. και οι δυο γονείς Αθηναίοι) οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και για τη λήψη βαρυσήμαντων πολιτικών αποφάσεων ήταν απαραίτητη απαρτία 6000 πολιτών.[11][1] Η Εκκλησία ψήφιζε νόμους(προβουλεύματα που είχαν κατατεθεί πριν στη Βουλή), εξέλεγε αιρετούς ή κληρωτούς άρχοντες η διοίκηση των οποίων υπόκειντο πάντα στον έλεγχο της. Επέβαλε αυστηρές ποινές θανάτου, εξορίας ή και δήμευσης περιουσιών σε περιπτώσεις προδοσίας, απόπειρας ανατροπής του πολιτεύματος και διαφθοράς.[12][2] Αποκλειστική εξουσία της Εκκλησίας ήταν η σύναψη ειρήνης και οι συμμαχίες με άλλες πόλεις-κράτη, η εκλογή πρέσβεων του αθηναϊκού κράτους και η υποδοχή απεσταλμένων ξένων κρατών τους οποίους η πόλη επρόκειτο να τιμήσει. Αποφάσιζε την κήρυξη πολέμου, την επιλογή των στρατηγών των πολεμικών επιχειρήσεων, την οργάνωση των εκστρατειών και τον προσδιορισμό των οικονομικών εξόδων των αποστολών.[13][3]Στο θρησκευτικό τομέα η ανοικοδόμηση νέων ναών, η εισαγωγή λατρειών ξένων θεοτήτων, η ρύθμιση του μισθού των ιερέων και των ιερειών, η διεξαγωγή των δημόσιων θυσιών και ο καθορισμός των επίσημων εορτών αποτέλεσαν τη μέριμνα και την ευθύνη της Εκκλησίας του Δήμου.[14][4]
Η Βουλή των 500 αποτέλεσε το κέντρο της διοικητικής εξουσίας του αθηναϊκού πολιτεύματος. Αποτελούνταν από 50 μέλη από τις 10 αττικές φυλές, τα μέλη της εκλέγονταν με κλήρο μεταξύ των πολιτών που είχαν ηλικία άνω των 30 ετών , η εξουσία τους ήταν ετήσια, δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής για δυο συνεχόμενα χρόνια και δεν μπορούσαν να γίνουν μέλη της Βουλής περισσότερο από δύο φορές στη ζωής τους. Η προεδρία της Βουλής δεν ήταν μόνιμη, την αναλάμβαναν καθημερινά και με κλήρο οι πρυτάνεις, οι 50 βουλευτές της κάθε φυλής.
Τα καθήκοντα της Βουλής ήταν νομοθετικά(συνέτασσε τα προβουλεύματα για τα οποία αποφάσιζε ο δήμος) και εκτελεστικά(άσκηση αυστηρού ελέγχου στους άρχοντες και στα δημόσια οικονομικά, εποπτεία στην εξωτερική πολιτική και τις πολεμικές οργανώσεις, στις θυσίες και στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της πόλης. Η Βουλή είχε επίσης αρμοδιότητες δικαστικές(κληρονομιά από τον Άρειο Πάγο) με επιβολές προστίμων έως 500 δραχμές, χωρίς όμως δικαίωμα φυλάκισης των πολιτών ή τιμωρία τους με θανατική ποινή.[15][5]
Το βουλευτικό σώμα του Αρείου Πάγου, η ίδρυση του οποίου χρονολογείται τον 7ο π.Χ .αι, ταυτίζεται με την παλιά αριστοκρατική τάξη, τα μέλη του ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, ήταν ισόβια και οι εξουσίες του ήταν απροσδιόριστες. Ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη ο Άρειος Πάγος αποτέλεσε ένα ξεπερασμένο θεσμό με περιορισμό των κύριων πολιτικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων του. Διατήρησε το κύρος του αν και οι υποθέσεις που εκδίκαζε πλέον αφορούσαν μόνο εκούσιο φόνο, περιπτώσεις εμπρησμού και ιερών εγκλημάτων.[16][6]
Η Ηλιαία ήταν λαϊκό δικαστήριο, αποτελείτο από 6000 μέλη(5000 τακτικά και 1000 αναπληρωματικά). Κάθε φυλή εξέλεγε 500 τακτικά μέλη με κλήρο και 100 αναπληρωματικά το χρόνο. Κάθε γνήσιος πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του είχε δικαίωμα συμμετοχής. Οι εκλεγόμενοι δεσμεύονταν πως θα τηρούν τους υπάρχοντες νόμους, θα ψήφιζαν κατά συνείδηση, αμερόληπτα, χωρίς οποιαδήποτε απόπειρα δωροδοκίας. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ο Περικλής, με νόμο καθιέρωσε δικαστικό μισθό, δυο οβολών. Το 425 ο Κλέωνας τριπλασίασε τον ηλιαστικό μισθό. Αυτό συνέβαλε στο να προσπαθούν όλοι να διακόψουν την βιοποριστική τους απασχόληση και να προσπαθούν να ασχοληθούν με τα κοινά; (Αριστοτέλης.) [17][7] Ήταν ορκωτό, δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εκδίκαζε υποθέσεις πλην των φονικών κατ’ έφεσιν και οι αποφάσεις του ήταν τελεσίδικες. Οι συνεδριάσεις του γίνονταν κατά τμήματα δύο ή τρία μαζί σε απλές υποθέσεις και σε ολομέλεια σε σοβαρότερες.
Το σώμα της Βουλής των 500 αποτέλεσε την πρώτη αρχή της δημοκρατίας και ήταν αρμόδιο για την περιφρούρηση της εκτελεστικής εξουσίας. Οι βουλευτές ήταν οι κληρωτοί αντιπρόσωποι των φυλών και των δήμων της Αττικής. Προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, έθεταν υποψηφιότητα μετά το 30ο έτος της ηλικίας τους και δεν εποφθαλμιούσαν ιδιαίτερα το συγκεκριμένο αξίωμα παρά μόνο αν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά. Ο βουλευτής έπρεπε να πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις(να είναι γνήσιος πολίτης, άμεμπτος, ευσεβής προς τους θεούς, συνεπής στην φορολογία και να έχει άψογη συμπεριφορά προς τους οικείους του). Η θητεία του ήταν ετήσια, η απασχόληση του καθημερινή, επίπονη και υπεύθυνη και ο βουλευτικός μισθός χαμηλός (5 οβολοί την ημέρα). Εκλέγονταν και βουλευτές επιλαχόντες, για την πιθανότητα η έδρα να παραμείνει άδεια για οποιοδήποτε λόγο(θάνατο, έκπτωση αξιώματος), και αφού αποκλείονταν άνθρωποι χωρίς ήθος και αδιάφοροι προς την πολιτική ζωή, είναι φανερό πως όλοι οι αθηναίοι πολίτες που το επιθυμούσαν θα μπορούσαν για μία τουλάχιστον φορά στη ζωή τους να καταλάβουν το αξίωμα του βουλευτή.[18][8]
Αναφορικά με το σύνολο των αθηναίων πολιτών(40000 χιλιάδες περίπου) υπολογίζεται πως το 1/4 αυτών θα μπορούσε να είχε καταλάβει το υψηλό αξίωμα του βουλευτή(12500 περίπου) κατά τη διάρκεία των 25 ετών που προηγήθηκαν του Πελοποννησιακού πολέμου.
Η τραγωδία έχει πλέον επέλθει. Η αντικατάσταση του πολίτη-οπλίτη από μισθοφόρο μείωσε την αποτελεσματικότητα του στρατεύματος λόγω έλλειψης ιδανικών, και ο Περικλής που φοβόταν πως θα είχε τουλάχιστον την ίδια τύχη με τον Φειδία….έδιωξε την ειρήνη.
Η κοινωνία της ανάδειξης ατομικότητας και της ανύψωσης της προσωπικότητας, έχει παραδοθεί στον ατομικισμό και στην εγωπάθεια. Σε ένα μίσος που οδηγεί τους κατοίκους όλους … εναντίων όλων. Αντισθένης και Ξενοφώντας μας λένε αυτή η μεταστροφή της δημοκρατίας (σε τυραννία) μέσω της αδιάκοπης πτωτικής της πορείας ορίζεται ως οχλοκρατική διαστροφή. Ο Σωκράτης δεν είχε άδικο που θεωρούσε πως θα είναι ασυμβίβαστο να υπάρξουν πλέον ηγέτες που να είναι εξ’ορισμού και αγαθοί άνδρες. Συνεπώς η «ποιότητα» των ηγετών είναι αυτή που θα έπρεπε να αναδεικνύει την ικανότητα των πολιτών.
Ολοκληρόνωντας μπορούμε να αποδώσουμε τις ευθύνες στους πολιτικούς για την μετατροπή του χαρακτήρα των πολιτών, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η καταστροφή τους να είναι μοιραία, καθώς οι βαρυσήμαντοι λόγοι τους για διαρκή και εύκολο πλουτισμό μέσω της αδιάκοπης επέκτασης αποδεικνύει πως κατάφεραν τους Αθηναίους να μην είναι πια ηθικά αλληλέγγυοι και ψυχικά ενωμένοι, έτσι ώστε πανάρχαιες αρετές ανδρείας και τιμής ακόμα και στη σκέψη να εξαφανίζονται. Η πολιτική αντιπαράθεση συντηρητικών και δημοκρατικών με την ταυτόχρονη ανάδειξη του φθόνου που προκαλείται από τον πλουτισμό, συμπαρασύρει τους πολίτες και κορυφώνεται με αποτέλεσμα (της υπεροπτικής και αλαζονικής πολιτικής) να στραφούν όλοι εναντίων όλων (δημοκρατικοί εναντίων ολιγαρχικών, αγαθοί εναντίων κακών και τίμιοι ηγέτες εναντίων δημαγωγών)
Η απόλυτη δημοκρατία, η συμμετοχική, έτσι όπως καταρρέει στα χέρια του Κλέωνα κατά των Πλάτωνα: “είναι το καθεστώς του ατομικισμού, όπου ο καθένας νομίζει ότι κάνει ότι θέλει. Υπόκειται σε μια ποικιλία που σε κάνει να τα χάνεις, σε μια διαρκή αστάθεια. Η ελευθερία την οποία εγκαθιδρύει και η οποία κάνει τη ζωή να φαίνεται τόσο γλυκιά και τόσο ακτινοβόλα είναι απλώς η απουσία κάθε κανόνα, ένα χάος, όπου ακόμη και οι αναλαμπές του τάλαντου και της ιδιοφυΐας δεν είναι παρά φαντασμαγορία και αδυναμία. Η ισότητα για την οποία υπερηφανεύεται, βάζοντας στην ίδια σειρά άνισους ανθρώπους, είναι μια κραυγαλέα ανισότητα. Αναγνωρίζοντας σε όλες τις επιθυμίες την ίδια νομιμότητα, σε όλες τις επιδιώξεις τα ίδια δικαιώματα, δημιουργεί την αταξία και την ανηθικότητα, κάνει να φαίνεται η μετριοπάθεια αδυναμία και η δισταγμοί αφέλεια. Και όταν μια πόλη φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο, το σύνταγμα δεν είναι παρά ένα πανωφόρι με παράταιρα χρώματα. Είναι μάλιστα λάθος να μιλά κανείς για ένα σύνταγμα, γιατί αυτό αλλάζει διαρκώς ανάλογα με τα πάθη, και υπάρχουν τόσα συντάγματα όσα ζητούνται στην αγορά. Κοντολογίς η δημοκρατία καταλήγει μοιραία στην οχλοκρατία, και η κυριαρχία του πλήθους δεν είναι τίποτε άλλο από το ξύπνημα των πανάρχαιων γιγάντων”.[19][1]
Δικαίως λοιπόν ο Ξενοφώντας την ονόμασε «οχλοκρατική διαστροφή»

Στο ποίημα που αναφέρουμε παρακάτω, έρχεται στην αυλή του άρχοντα ένας σοφός και καλεί όλους σε αγώνα κατά του εσωτερικού εχθρού.
Αντλεί στοιχεία από το παρελθόν και περιγράφει πολλή ώρα και διεξοδικά την αναταραχή που γεννήθηκε με την εξέγερση των κατώτερων στρωμάτων και τον πόθο τους για συμμετοχική δημοκρατία.
Να ποια ήταν η περιγραφή:
Κι είναι έτσι: Οι μεγάλοι όλο παράπονα κι οι ταπεινοί όλο χαρά. Κάθε πόλη λέει: “Aς διώξουμε από δω τους δυνατούς

Κι είναι έτσι: το συρτάρια ανοίγουν, παίρνουν τους καταλόγους, οι κολίγοι γίνονται αφέντες

Κι είναι έτσι: Ό γιος του φημισμένου πια δεν ξεχωρίζει· το παιδί της κυράς γίνεται της σκλάβου της γιος.

Κι είναι έτσι: Τους αφέντες ζέψανε στο μαγγανοπήγαδο. Αυτοί που τη μέρα δεν είχαν αντικρίσει, βγήκανε στο φως.

Κι είναι έτσι: Τις εβένινες κάσες της θυσίας τις σύντριψαν· το υπέροχο ξύλο σεστέμ το πελεκάνε για κρεβάτια.

Κοιτάτε, έπεσε η πρωτεύουσα μέσα σε μιαν ώρα.

Κοιτάτε, της χώρας οι φτωχοί γένηκαν πλούσιοι.

Κοιτάτε, ψωμί όποιος δεν είχε έχει τώρα αποθήκη· κι αυτό που είναι μέσα ήταν το βιός ενός αλλού.

Κοιτάτε, είναι καλό στον άνθρωπο το φαγητό του.

Κοιτάτε, καλαμπόκι· όποιος δεν είχε έχει τώρα αποθήκες· καλαμποκόσπορο όποιος ζητιάνευε μοιράζει τώρα μοναχός του.

Κοιτάτε, όποιος δυο βόδια δεν είχε κοπάδια έχει τώρα· αυτός που του ‘λειπαν ζώα για τ’ αλέτρι έχει τώρα κοπάδια από ζώα.

Κοιτάτε, εκείνος που κάμαρη δεν είχε να χτίσει έχει τώρα τέσσερις τοίχους.

Κοιτάτε, οι Σύμβουλοι στις αποθήκες γυρεύουν καταφύγιο· αυτός που στον τοίχο να γείρει δε μπορούσε κρεβάτι έχει τώρα.

Κοιτάτε, αυτός που βάρκα δεν έφτιαχνε δικιά του καράβια έχει τώρα, και σαν ο ιδιοκτήτης τα κοιτάξει, δικά του δεν είναι τώρα πια.

Κοιτάτε, ρούχα όσοι είχαν τώρα είναι κουρελήδες κι όποιος πριν ύφαινε γι’ άλλον, τώρα φοράει λεπτό λινό.

Ό πλούσιος νηστικός κοιμάται· αυτός που πριν για ζητιανιά τον παρακάλαγε έχει και πίνει καλό κρασί.

Κοιτάτε, αυτός που τίποτα δεν ήξερε από άρπα έχει μια τώρα· αυτός που μπρος του δεν τραγουδούσαν παινεύει τώρα τη μουσική.

Κοιτάτε, αυτός που από φτώχεια μονάχος κοιμόταν βρίσκει τώρα γυναίκα· αυτή που στο νερό κοιτούσε το πρόσωπο, τώρα έχει καθρέφτη.

Κοιτάτε, οι μεγάλοι της χώρας γύρω τρέχουν χωρίς να ‘χουν δουλειά. Στους μεγάλους τίποτα δε λένε πια.

Κι είναι έτσι: Τις εβένινες κάσες της θυσίας τις σύντριψαν· το υπέροχο ξύλο σεστέμ το πελεκάνε για κρεβάτια.

Ο παλιός αγγελιαφόρος στέλνει τώρα άλλον.

Κοιτάτε, πέντε σταλμένοι από τον κύριό τους. Λένε: Ας πάρει τώρα ο καθένας το δρόμο του, φτάσαμε.

Καταλαβαίνει κανείς πως μια τέτοια περιγραφή της αναταραχής θα πρέπει να την παρουσιάζει στους καταπιεζόμενους σαν πολύ επιθυμητή κατάσταση. Κι όμως, τον ποιητή δύσκολα μπορούν να τον πιάσουν. Καταδικάζει αυτές τις συνθήκες ρητά, όμως αδέξια…

Ό Τ. Σουίφτ πρότεινε σε μια μπροσούρα, πως για να οδηγηθεί ή χώρα στην ευημερία πρέπει να παστώσουν τα παιδιά των φτωχών και να τα πουλήσουν για κρέας. Παρουσίασε ακριβείς υπολογισμούς που απέδειχναν πως κανείς μπορεί να εξοικονομήσει πολλά αν δε διστάζει μπροστά σε τίποτα.

Ό Σουίφτ παρίστανε τον κουτό. Υπεράσπισε ένα ορισμένο, μισητό τρόπο σκέψης με πολλή φλόγα κι ευσυνειδησία, σ’ ένα θέμα όπου ολόκληρη η προστυχιά του ερχόταν στο φως, ορατή στον καθένα. Ό καθένας θα μπορούσε να ‘ναι πιο έξυπνος απ’ τον Σουίφτ, ή τουλάχιστο πιο ανθρώπινος, ιδιαίτερα εκείνος που μέχρι τότε δεν είχε ερευνήσει ορισμένες απόψεις τι συνέπειες έχουν.

Πρόσεχε τι εύχεσαι λοιπόν, γιατί:

Ορισμένες ευχές που μπορεί να πραγματοποιηθούν, ποτέ δεν ξέρεις τι αποτελέσματα μπορεί να φέρνουν. . . . !

Η προπαγάνδα για τη σκέψη, σ’ όποιον τομέα και να γίνεται, ε ί ν α ι χ ρ ή σ ι μ η για την υ π ό θ ε σ η των κ α τ α π ι ε σ μ έ ν ω ν . Μια τέτοια προπαγάνδα είναι απόλυτα απαραίτητη. Κάτω από κυβερνήσεις που υπηρετούν την εκμετάλλευση, η σκέψη περνάει ως απλή, ταπεινή ασχολία.

Ταπεινή ασχολία περνιέται αυτή που είναι χρήσιμη σ’ αυτούς που τους κρατάνε ταπεινούς. Ταπεινή λογίζεται η αδιάκοπη έγνοια για το φαγητό, η περιφρόνηση των διακρίσεων που κρεμάνε στους υπερασπιστές μιας χώρας όπου οι ίδιοι πεινούν, η αμφιβολία για τους ηγέτες που οδηγούν στην καταστροφή, η απέχθεια στη δουλειά που δε δίνει ψωμί, η εναντίωση στον εξαναγκασμό σε παράλογες πράξεις, η αδιαφορία απέναντι στην οικογένεια.

Τους πεινασμένους τους βρίζουν ως έκλυτους που δεν έχουν τίποτα να υπερασπίσουν, δειλούς που αμφιβάλλουν για τους καταπιεστές τους, τους βρίζουν πως δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, πως θέλουν πληρωμή για τη δουλειά τους, τους λένε αρχιτεμπέληδες και τα παρόμοια. Κάτω από τέτοιες πολιτικές εφαρμογές, η σκέψη γενικά θεωρείται ταπεινό πράγμα και πέφτει σε κατατρεγμό. Πουθενά πια δεν το διδάσκουν, κι όπου βλέπουν κάτι τέτοιο το καταδιώκουν. Παρόλα αυτά πάντα υπάρχουν πεδία όπου μπορεί κανείς να μιλήσει ατιμώρητα για τα επιτεύγματα της σκέψης· είναι τα πεδία όπου όλα τα πολιτεύματα, σε όλες τους τις εκφάνσεις, χρειάζονται τη σκέψη.

Έτσι, μπορεί κανείς για παράδειγμα ν’ αποδείξει τα επιτεύγματα της σκέψης στον τομέα της πολεμικής επιστήμης και της τεχνικής. Ιστορικά ακόμα και η παράταση των αποθεμάτων μαλλιού με μια καλύτερη οργάνωση ή με την εφεύρεση συνθετικών, κι αυτό χρειάζονταν σκέψη. Το σκάρτεμα των μέσων διατροφής, η εκπαίδευση των νέων για τον πόλεμο, όλα αυτά χρειάζονται σκέψη: η σκέψη αυτή μπορεί να περιγραφή. Μπορεί κανείς με πονηριά να αποφύγει τον έπαινο του πολέμου. Έτσι, η σκέψη που ξεκινάει από το πρόβλημα πως να κάνει κανείς ένα πόλεμο κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο μπορεί να οδηγήσει στο ερώτημα αν αυτός ο πόλεμος έχει νόημα, και μπορεί να χρησιμοποιήσει για να λύσει το πρόβλημα του πως αποφεύγεται με τον καλύτερο τρόπο ένας πόλεμος χωρίς νόημα.

Μπορεί αυτό το ερώτημα ν’ αξιοποιηθεί, δηλαδή να διαμορφωθεί σε σκέψη που να επεμβαίνει στην πραγματικότητα;

Τα παραδείγματα του παρελθόντος διδάσκουν και αυτός είναι ο μόνος λόγος που διδασκόμαστε ιστορία, απλά και μόνο, για να μην κάνουμε τα ίδια λάθη, να μην επαναλαμβάνουμε τις ίδιες τραγωδίες !

Έτσι, ο ιστορικός δεν επιτρέπεται να λέει στον αναγνώστη τι και πως πρέπει να σκέφτεται. Η δουλειά του είναι να παρέχει πληροφορίες για να διαμορφωθούν ουσιαστικότερες απόψεις, άρα και καλλίτερες κρίσεις. Η παρουσία του έργου του πρέπει να γίνεται με αμεροληψία και βαθιά κριτική απόδοση. Ο λόγος απλός: η απόσταση που έχει από τα γεγονότα που περιγράφει δεν αμφισβητείται και η χρησιμοποίηση τόσο αμφίσημων, όσο και αληθών προτάσεων χωρίς παρερμηνείες ή παρεμβάσεις είναι επιβεβλημένη. Το να συνομιλεί κανείς με τους ανθρώπους του παρελθόντος είναι σα να ταξιδεύει (Ντεκάρτ) στη χώρα τους, στην εποχή τους. Όποιος όμως ταξιδεύει πολύ γίνεται ξένος στον τόπο του, για αυτό η κορύφωση βρίσκεται στην αμφίδρομη σχέση παρελθόντος – παρόντος. Το παρελθόν είναι τα πάντα. Οτιδήποτε θέλουμε να κάνουμε, θα το κάνουμε αναζητώντας από το παρελθόν πρότυπα, συμπεριφορές, στοιχεία. Υπάρχει τόσο ισχυρή σχέση και συνέχεια στις αξίες και στις πεποιθήσεις, που η καλλίτερη κατανόηση των ερωτημάτων που μας απασχολούν, θα δώσει μέσα από την συστηματική μελέτη του παρελθόντος, τα πιο κοντινά, τα πιο αληθινά στοιχεία για τις απαντήσεις του μέλλοντος.

Όπως λοιπόν στα πρότυπα, στις συμπεριφορές στα στοιχεία, αναζητάμε λύσεις, έτσι και στις έννοιες αναζητάμε την ιστορία. Αγάπη, ελευθερία, πολιτισμός, καθήκον, δικαιοσύνη, κλπ, δεν έχουν ορισμό, γιατί απλά έχουν εξαιρετικά πολυσύνθετες και υποκειμενικές προσεγγίσεις. Μόνο η ιστορική τους προσέγγιση μπορεί να μας δώσει ασφαλή συμπεράσματα. Η κατανόηση αυτών των ερωτημάτων που δημιουργούν οι έννοιες αυτές, είναι απαραίτητη για την επιβολή μιας ηθικής αλλά και πολιτικής τάξης στη ζωή μας. Ένα απλό παράδειγμα προκύπτει από την ερμηνεία του ουσιαστικού ερωτήματος, του πότε, και πως προέκυψαν οι διάφορες Ευρωπαϊκές γλώσσες και κουλτούρες, από ποιους μελετήθηκε και βέβαια ποιους στόχους σχεδιάστηκε να εξυπηρετήσει.

Για να συνεχίσει σε μια εποχή σαν τη δική μας να είναι δυνατή η καταπίεση, που υπηρετεί την εκμετάλλευση της μιας (της μεγαλύτερης) μερίδας του πληθυσμού από την (μικρότερη) άλλη μερίδα, χρειάζεται μια πέρα για πέρα συγκεκριμένη βασική στάση του πληθυσμού, που πρέπει να απλώνεται σ’ όλα τα πεδία.

Μια ανακάλυψη στον τομέα της ζωολογίας, όπως του Άγγλου ∆αρβίνου, θα μπορούσε ν’ αποβεί ξαφνικά επικίνδυνη για την εκμετάλλευση· παρόλα αυτά, για ένα διάστημα μονάχα η Εκκλησία ασχολούταν μ’ αυτή, ενώ η αστυνομία, όπως πάντα, δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι έρευνες των φυσικών οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε συμπεράσματα στον τομέα της λογικής που θα μπορούσαν να βάλουν σε κίνδυνο μια σειρά άρθρων πίστης, απόλυτα χρήσιμων στην καταπίεση.

Ο φιλόσοφος του πρωσικού κράτους Χέγκελ, στη διάρκεια δύσκολων αναζητήσεων στον τομέα της λογικής, έδωσε στους Μαρξ και Λένιν, τους κλασσικούς της προλεταριακής επανάστασης, μεθόδους ανυπολόγιστης αξίας.

Η ανάπτυξη των επιστημών γίνεται σε αλληλεξάρτηση, ανισόμετρα όμως, και το κράτος δεν είναι σε θέση να τα επιβλέπει όλα. Οι μαχητές της αλήθειας μπορούν να διαλέγουν πεδία μάχης σχετικά αφύλαχτα. Όλα κρέμονται από το αν διδάσκεται ο σωστός τρόπος σκέψης, ένας τρόπος σκέψης που να ρωτάει όλα τα πράγματα κι όλες τις διαδικασίες για την προσωρινή τους, τη μεταλλάξιμη πλευρά.

Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις μεγάλες αλλαγές, θα ‘θελαν όλα να μείνουν όπως είναι, τουλάχιστο για χίλια χρόνια.

Το καλύτερο θα ‘ταν το φεγγάρι να ‘μένε ακίνητο, κι ο ήλιος να μην προχωρούσε πια! Τότε κανένα δε θα τον έπιανε πείνα και δε θα γύρευε να φάει για βράδυ. Όταν πυροβολήσουν θέλουν ο αντίπαλος να μη μπορεί πια να ρίξει, θέλουν ο δικός τους πυροβολισμός να ‘ναι ο τελευταίος. Ένας τρόπος παρατήρησης που τονίζει ιδιαίτερα το παροδικό, είναι καλό μέσο για να δώσει κανείς κουράγιο στους καταπιεσμένους. Ακόμα, το ότι σε κάθε πράγμα και σε κάθε κατάσταση παρουσιάζεται κι αναπτύσσεται μια αντίφαση, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αντιπραχτεί στους νικητές. Ένας τέτοιος τρόπος παρατήρησης (όπως η διαλεκτική, η διαδικασία για τη ροή των πραγμάτων) μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην έρευνα αντικειμένων που για ένα διάστημα ξεφεύγουν απ’ την προσοχή των εξουσιαστών. Μπορεί να τον εφαρμόσει κανείς στη βιολογία ή στη χημεία. Μπορεί όμως κανείς να τον εξασκήσει και περιγράφοντας την τύχη μιας οικογένειας, χωρίς να προκαλέσει πολύ την προσοχή. Η εξάρτηση κάθε πράγματος από πολλά αλλά, που αδιάκοπα αλλάζουν, είναι μια σκέψη επικίνδυνη για ολιγαρχίες, και μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους, όχι μόνο χωρίς να δώσει λαβή στην αστυνομία, αλλά να την έχει συμμέτοχη.

Όπως μια ολοκληρωμένη περιγραφή εκ προοιμίου όλων των καταστάσεων και διαδικασιών που συναντά ένας άνθρωπος που ανοίγει ένα μεζεδοπωλείο μπορεί ν’ αποτελέσει σκληρό χτύπημα στην καθεστηκυία τάξη.

Ο καθένας που σκέφτεται λίγο θα βρει το γιατί.

Για τον απλό λόγο, ότι ο προσεκτικά διαβασμένος μελλοντικός επαγγελματίας δεν θα είναι εύκολο θύμα της ημιμαθούς εκείνης κοινωνικής τάξης – όχημα – που τροφοδοτεί την εκάστοτε κυβέρνηση.

Οι κυβερνήσεις που οδηγούν τις μάζες των ανθρώπων σε σταδιακή εξαθλίωση πρέπει να δημιουργούν τις συνθήκες έτσι ώστε ν’ αποφύγουν να σκέφτονται οι εξαθλιωμένοι, την κυβέρνηση. Μιλάνε πολύ για μοίρα. Αυτή, κι όχι οι ίδιοι, φταίει τάχα για την ανέχεια. Όποιος ερευνάει την αίτια της ανέχειας τον συλλαμβάνουν, προτού φτάσει στην κυβέρνηση. Είναι όμως δυνατό ν’ αντιμετωπίσει κανείς γενικά τις φλυαρίες για τη μοίρα; μπορεί κανείς να δείξει πως τη μοίρα του ανθρώπου τη φτιάχνουν άνθρωποι; Ναι και βέβαια ναι. Η ιστορία.

Αυτό πάλι μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Με παραδείγματα, προτύπων, γεγονότων, συμπεριφορών.

«Ρετσινιά» θεωρούσε ο κ. Σπράος τη συσχέτιση της έκθεσής του για τις συντάξεις με το μοντέλο της Πινοσετικής Χιλής, και ζητούσε την αναφορά μιας παραγράφου, με την οποία θεωρεί ότι οι συντάκτες της έκθεσης αποστασιοποιούνται από το Χιλιανό μοντέλο. Ευχαρίστως όμως την αναδημοσιεύουμε: «Σε ευρωπαϊκές συνθήκες η πλήρης μετατροπή του συστήματος προς κεφαλαιοποίηση είναι απίθανο να είναι εφικτή, αλλά ούτε και επιθυμητή» (σελ. 89). Η στρυφνή αυτή διατύπωση ακολουθούσε την εκτίμηση της έκθεσης ότι: «Η πλήρης μετατροπή του παλαιού διανεμητικού συστήματος προς κεφαλαιοποιητικό έχει εφαρμοστεί τα τελευταία 15 χρόνια με επιτυχία στη Λατινική Αμερική» (σελ. 88).

Χρειάζεται τόλμη για να διαδοθεί η αλήθεια και νομίζω όμως πως είναι απαραίτητο, όχι μόνο να αναζητήσουμε στις πράξεις του παρελθόντος τις αιτίες που καθόρισαν αυτό που γίναμε εμείς σήμερα, αλλά να μελετήσουμε τις ιστορικές καμπές για να αποφύγουμε με τέχνη τις επερχόμενες τραγωδίες.

Κάλλης Κων/νος
Ιστορικός.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *