Μελίνα Μερκούρη: Μια γυναίκα σύμβολο!

Η Μελίνα Μερκούρη δεν περίμενε επιβεβαίωση από κανέναν ούτε φυσικά και μετά θάνατον γι ‘αυτό και το παρακάτω άρθρο εκθειάζει την προσωπικότητα και το έργο της!

Από την Γιάννα Κορρέ

Το καλό με τη Μελίνα είναι ότι είχε γίνει μύθος όσο ήταν ακόμα εν ζωή. Πρόλαβε και έβαλε σφραγίδα στο όραμά της για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.

Την αγάπησαν εχθροί και φίλοι, τη θαύμασαν απλοί άνθρωποι, καλλιτέχνες, πολιτικοί, αρχηγοί κρατών…

Μας έκανε να τη λατρέψουμε και μετά να την ξεπεράσουμε, αφήνοντας ως κληρονομιά τα στέρεα λόγια και το πάθος της.

Η Μελίνα έχει αποτυπωθεί στις λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας. Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα πρέσβειρα του ελληνικού μας πολιτισμού.

Ο παππούς Σπύρος Μερκούρης και τα παιδικά χρόνια στην Αθήνα

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μία Αθήνα πολύ διαφορετική από την σημερινή εικόνα της, σε μία Αθήνα ειδυλλιακή, ήσυχη, με μονοκατοικίες, αυλές, δέντρα, υπέροχα νεοκλασικά και αμέτρητους χωματόδρομους. Το σπίτι της βρισκόταν σε έναν χωματόδρομο του Κολωνακίου, σε ένα τετραώροφο σπίτι του 19ου αιώνα.

Παππούς της ήταν ο Σπύρος Μερκούρης, δήμαρχος της Αθήνας, αγαπητός σε όλους τους Αθηναίους, με τον οποίο και είχε μια σχέση αδυναμίας. Είχε χάσει μια κόρη σε νεανική ηλικία και έβλεπε στο πρόσωπο της χαρισματικής του εγγονής, την αγαπημένη δική του κόρη που χάθηκε μικρή. Έχοντας απόλυτη σχέση με τον παππού της η Μελίνα, ήταν κάτι που της καλλιέργησε έναν ατίθασο χαρακτήρα αλλά και ένα ανεξάρτητο πνεύμα από μικρή ηλικία.

Ανέβαιναν στην άμαξα για βόλτα και καθώς διέσχιζαν τη γοητευτική πρωτεύουσα εκείνης της χαρισάμενης εποχής, της εμφυσούσε μια παθιασμένη αγάπη για την Αθήνα. Στο σπίτι του στην οδό Κανάρη 9 οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές για τους πάντες. Πολιτικοί, φίλοι, ακαδημαϊκοί, πλούσιοι, φτωχοί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι όσοι ήθελαν κάτι από τον δήμαρχο περνούσαν το κατώφλι του χωρίς ειδική άδεια.

Και στο τεράστιο στρογγυλό τραπέζι της σάλας ήταν καλοδεχούμενοι όσοι βρίσκονταν την ώρα του φαγητού εκεί. Δεξιά του Μερκούρη καθόταν πάντα η πολυαγαπημένη του εγγονή. Έτσι, δίπλα του και μέσα σ’ εκείνο το σπίτι, η Μελίνα έμαθε να συναναστρέφεται κάθε λογής ανθρώπους, από τους πιο ισχυρούς μέχρι τους πιο ταπεινούς. Κι αυτό την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή.

Ίσως, μάλιστα, αυτό να ήταν και το πραγματικό, το μεγαλύτερό της ταλέντο. Το απίστευτο επικοινωνιακό της χάρισμα, η ικανότητα να συνομιλεί και να συναναστρέφεται τόσο αντιφατικούς μεταξύ τους ανθρώπους, νιώθοντας όμως το ίδιο άνετα, την ίδια εξοικείωση, είτε βρισκόταν μέσα σε παλάτι είτε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, όταν ώριμη πια εκπροσώπησε ως βουλευτής την πιο υποβαθμισμένη περιοχή του λιμανιού.

Η Μελίνα δεν ήταν και από τις καλύτερες μαθήτριες στο σχολείο. Περνούσε τις τάξεις με χίλια ζόρια, συχνά με το σπρώξιμο του παππού. Έβρισκε το μάθημα τρομερά πληκτικό και της ήταν αδύνατον να αφοσιωθεί στη διδασκαλία και στο διάβασμα. Αντιθέτως, ονειροπολούσε. Ονειρευόταν ότι μια μέρα θα γινόταν ηθοποιός κι έτσι διάβαζε πολύ θέατρο, όπως και πολλή ιστορία.

Μορφωνόταν με τον δικό της τρόπο για όλα εκείνα που την ενδιέφεραν και δεν την έκαναν να πλήττει. Ήταν, όμως, αδύνατον να πειστεί η οικογένειά της των πολιτικών να την αφήσει να ανέβει στο σανίδι. Άλλες ήταν οι προσδοκίες της τάξης τους, τόσο από την πλευρά της μάνας Λάππα, με αδέλφια έναν ναύαρχο κι έναν διπλωμάτη, όσο και από την άλλη, των Μερκούρηδων, με τον πατέρα φιλοβασιλικό βουλευτή που βρισκόταν στην εξορία επειδή αντιτάχθηκε στην δικτατορία του Μεταξά.

Στο μεταξύ, οι γονείς είχαν χωρίσει, αλλά κοινή συναινέσει.

Ο πρώτος γάμος και το Εθνικό Θέατρο

Ώσπου εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός ένας άντρας. Ο Παναγής Χαροκόπος ήταν καμιά δεκαπενταριά χρόνια μεγαλύτερός της, πράγμα φυσιολογικό εκείνη την εποχή, οικονομικά πανίσχυρος και ως απόφοιτος του Κέμπριτζ ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ελεύθερο πνεύμα.

Ταυτόχρονα, τρομερά ερωτευμένος μαζί της. Το πρώτο πράγμα που του ζήτησε για να τον παντρευτεί (γιατί ήταν δική της η απόφαση) ήταν να την αφήσει να παίξει στο θέατρο. Εκείνος συμφώνησε, και μάλιστα με μεγάλη του χαρά! Όχι μόνο αυτό, αλλά της πρότεινε να ζήσουν στο εξωτερικό, αν ήθελε να κάνει καριέρα υψηλών στόχων.

Στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, όπου ήθελε! Εκείνη ήθελε την Αθήνα, την πόλη που λάτρευε. Παντρεύτηκαν κρυφά, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειάς της, σ’ ένα χωριό κοντά στην Καλαμάτα. Εγκαταστάθηκε μαζί του σε ένα από τα πολυτελέστερα ρετιρέ της πόλης, Ακαδημίας 4, και με τη συνδρομή του φίλου της Δημήτρη Χορν μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Η οικία του ζεύγους Χαροκόπου, χάρη στη Μελίνα, έγινε ένα ανοιχτό για όλους σπίτι, σαν εκείνο του Σπύρου Μερκούρη. Μπαινόβγαιναν οι πάντες –με σχετική δυσφορία από την πλευρά του οικοδεσπότη, η αλήθεια είναι– και εκεί λάμβαναν χώρα μερικά από τα ωραιότερα γλέντια και τις πλέον ενδιαφέρουσες συζητήσεις της Αθήνας.

Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, διανοούμενοι, κοσμικοί και μη παρέλασαν από κει, όπου μπορούσε κανείς να πει και ν’ ακούσει τα πλέον αδιανόητα και εξωφρενικά θέματα ταμπού, που σε κανένα μεγαλοαστικό σαλόνι δεν συζητιόντουσαν.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και ο Χαροκόπος έσπευσε να υπηρετήσει ως αξιωματικός του Ναυτικού στην Κέρκυρα, από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τον Απρίλιο του 1941 –εποχή μεγάλης δόξας και εθνικής ανάτασης χάρη στις νίκες στο αλβανικό μέτωπο, μέχρι που η Αθήνα έπεσε στα χέρια των Γερμανών–, η Μελίνα πέρασε μαζί με φίλους, φίλες, τον μικρότερο αδελφό της Σπύρο και πλήθος θεατρανθρώπων μέσα στο σπίτι εκείνο μία από τις πλέον συναρπαστικές περιόδους. Μετά ακολούθησε η σκοτεινή Κατοχή.

Σπούδασε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (1943-46) και έκανε το ντεμπούτο της στη σκηνή το 1944. Ως πρωταγωνίστρια καθιερώθηκε το 1949 με το ρόλο της Μπλανς από το έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος». Η πρώτη κινηματογραφική δουλειά της ήταν η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955). Με το ρόλο, όμως, της Ίλια στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960), αλλά και τη θεατρική μεταφορά του έργου στη Νέα Υόρκη, η Μελίνα Μερκούρη απέκτησε πλέον διεθνή φήμη.

Το 1965 παντρεύτηκε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, ο οποίος και τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962), «Τοπκαπί» (1964) “10:30 ένα καλοκαιρινό βράδυ” με τη Ρόμι Σνάιντερ (1966) και «A Dream of Passion» (1978).

Ξεχωρίζει το “Ποτέ την Κυριακή” (1960), στο οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Όσκαρ για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ ήταν και υποψήφιο σε πολλές ακόμη κατηγορίες όπως πρώτου γυναικείου ρόλου, σεναρίου, σκηνοθεσίας

Το 1967 ανεβάζουν στο θέατρο Μπροντγουέι, μετά από περιοδεία σε όλες τις ΗΠΑ, το μιούζικαλ “Ίλια Ντάρλινγκ”, που αποτελεί τη θεατρική μεταφορά του “Ποτέ την Κυριακή”. Το έργο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.

Η Μελίνα Μερκούρη πάλεψε σκληρά για την ανατροπή της χούντας από το εξωτερικό όπου βρισκόταν. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας γύρισε στην Ελλάδα και πολιτεύτηκε.

Η Μελίνα πολιτικός

Η ανάληψη της εξουσίας από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα μετά τα θριαμβευτικά αποτελέσματα των εκλογών του Οκτώβρη του 1981 ήταν μια επανεκκίνηση για την Ελλάδα.

Η Μελίνα τοποθετήθηκε από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στην ηγεσία ενός υπουργείου το οποίο είχε ιδρύσει η χούντα για λόγους προπαγάνδας. Μπήκε νικήτρια και με ψηλά το κεφάλι και το φρόνημα στο υπουργείο Πολιτισμού και δεν βγήκε παρά μόνο όταν το ΠΑΣΟΚ έχασε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1989.

Κι επέστρεψε το 1993, όπου έμεινε μέχρι το πρόωρο τέλος της. Οι υφιστάμενοί της, τους οποίους κάλεσε από την πρώτη μέρα να «ονειρευτούν» μαζί της, έμαθαν με τα χρόνια να την αγαπούν και να την εκτιμούν.

Και πώς αλλιώς να γινόταν; Ενώ η πλειονότητα από αυτούς ανήκε σε άλλη πολιτική παράταξη από αυτήν του κυβερνώντος κόμματος, εκείνη δεν έδιωξε κανέναν τους. Έτσι, εκτός από μια καλή συνταξιοδότηση, οι δημόσιοι υπάλληλοι ενός άχρωμου μέχρι εκείνη τη στιγμή υπουργείου έμαθαν και να «ονειρεύονται» νέους τρόπους ώστε να βελτιωθεί ο πολιτισμός και η Ελλάδα να ξαναμπεί στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη.

Κάθε πρωί, όλα εκείνα τα χρόνια, η “σούπερ σταρ” Μελίνα Μερκούρη ξυπνούσε στις 7:30, έφτανε γύρω στις 9:00 στην οδό Αριστείδου 8, όπου βρισκόταν το υπουργείο Πολιτισμού, αγόραζε κουλούρι από τον απέναντι φίλο της κουλουρά, ανέβαινε στον τελευταίο όροφο στο γραφείο της, έβγαζε τα παπούτσια της και ξεκινούσε τις συσκέψεις και τις συναντήσεις, πάντα ξυπόλυτη. Μια φορά την εβδομάδα άνοιγε το γραφείο στον κόσμο, ο οποίος έτρεχε να της ζητήσει και να συζητήσει μαζί της τα πιο απίθανα πράγματα.

Τα μεσημέρια πεταγόταν στο σπίτι της οδού Αναγνωστοπούλου 25 να φάει και να ξεκουραστεί και μετά επέστρεφε στο υπουργείο για να μείνει μέχρι αργά το βράδυ. Αρκετές φορές καλούσε τους συνεργάτες της στο σπίτι, όπου η δουλειά δεν τέλειωνε αν δεν έφταναν μεσάνυχτα, ακόμα και ξημερώματα, όταν περνούσαν να δώσουν το «παρών» φίλοι, οπότε ακολουθούσε φαγητό και ατέρμονη συζήτηση. Ο σημαντικότερος σύμβουλός της ήταν ο σύντροφό της Ζιλ Ντασέν, αν και με μεγάλες συγκρούσεις.

Αλλά η Μελίνα ήξερε να ακούει προσεκτικά και με ειλικρινές ενδιαφέρον τους πάντες, δίνοντας έτσι την εντύπωση σε πολλούς ότι την επηρέαζαν στις αποφάσεις της. Τα χρόνια κυλούσαν με πολλή δουλειά, ταξίδια ανά την υφήλιο και νέα αιτήματα. Ο Παπανδρέου χρησιμοποιούσε τη λάμψη της και τη διεθνή της αναγνώριση για να προβάλλει τα δικά του αιτήματα και τις δικές του διεκδικήσεις κι εκείνη έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να προβάλλει τον ελληνικό πολιτισμό.

Συνήθιζε να λέει ότι «ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας», αλλά, καθώς λεφτά δεν υπήρχαν έλεγε και το αμίμητο «δώστε μου ένα μιράζ για τον πολιτισμό». Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει το θέατρο στην επαρχία, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».

Τα Ελγίνεια Μάρμαρα και η λατρεία για την Ακρόπολη

Μπορεί να χαρακτηριστεί τυχαίο, καρμικό ίσως πάλι και τίποτα από τα δυο το γεγονός ότι μία από τις ωραιότερες σκηνές του Ποτέ την Κυριακή μεταξύ της Ίλια και του Χόμερ, δηλαδή μεταξύ της Μελίνας και του Ντασέν, διαδραματίζεται επάνω στην Ακρόπολη.

Στην επόμενη ταινία τους, τη Φαίδρα, υπάρχει η σκηνή της συνάντησης της Φαίδρας και του Αλέξη, δηλαδή μεταξύ Μελίνας και Άντονι Πέρκινς, στην αίθουσα των κλεμμένων από τον λόρδο Έλγιν γλυπτών της ζωφόρου του Παρθενώνα. Αυτά τα δύο σύμβολα της μεγάλης μας κληρονομιάς, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υπουργική καριέρα της Μελίνας.

Το αίτημα της για επιστροφή των Μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο στους Έλληνες βρήκε σύντομα διεθνές έρεισμα, η ιδέα απέκτησε φίλους και εχθρούς, η Μελίνα έγινε και πάλι διεθνής αγωνίστρια διαμαρτυρόμενη για ένα ακόμα «έγκλημα», την καταστροφή και κλοπή τμήματος του σημαντικότερου μνημείου του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Καθώς, όμως, η βρετανική πλευρά πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι δεν υπάρχουν στην Αθήνα καν οι προϋποθέσεις συντήρησης των μαρμάρινων γλυπτών, εκείνη έβαλε στόχο την ανέγερση του Νέου Μουσείου της Ακροπόλεως. Τότε προστέθηκε και η άλλη σπουδαία ιδέα την ενοποίησης των αρχαίων χώρων της Αθήνας, οι εργασίες στους οποίους άρχισαν σύντομα επί υπουργίας της και σταδιακά αποπερατώθηκαν.

Κι εκεί, επάνω στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, έμελλε να ανακηρυχθεί η Αθήνα πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, ένας θεσμός που η ίδια εμπνεύστηκε και επέβαλε. Το καλοκαίρι του 1985 έφερε στην Αθήνα μεγάλες προσωπικότητες του πολιτισμού και της πολιτικής, όπως ο Γάλλος Πρόεδρος Μιτεράν και ο Ισπανός πρωθυπουργός Γκονζάλες, για την τελετή έναρξης του θεσμού, που έκτοτε «ταξιδεύει» από πόλη σε πόλη.

Η Μελίνα ήθελε πολύ ένα σπίτι στην Πλάκα και ένα στα Αναφιώτικα. Όταν βρέθηκε ένα υπέροχο αρχοντικό επί της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, απέρριψε την ιδέα για να μην της καταλογίσουν ποτέ ότι πεζοδρόμησε την οδό μπροστά από το Ηρώδειο για να ανεβάσει την αξία του σπιτιού της. Μία λεπτομέρεια που αξίζει να ειπωθεί για να κατανοηθεί το μεγαλείο της ταπεινής προσωπικότητάς της και εύλογα να συγκριθεί με πολιτικές προσωπικότητες της εποχής μας.

Η συνάντηση με το θάνατο

Στη δεύτερη θητεία της στο υπουργείο πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, αλλά καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.

Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 γίνεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους.

Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο. Ο θάνατός της προκάλεσε εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά.

Αυτή ήταν η Μελίνα Μερκούρη. Δεν ήταν απλά ένας μύθος του κινηματόγραφου ή μια Ελληνίδα με παγκόσμια ακτινοβολία, ήταν ένα δυναμικό, άναρχο πλάσμα, μια παθιασμένη γυναίκα που δεν έκανε πίσω σε ό,τι αφορά τα πιστεύω της, που παραδέχτηκε τα λάθη της, τις αδυναμίες της, που δεν κρύφτηκε, ούτε υποδύθηκε κάποια άλλη.

Το άστρο της μπορεί να έσβησε όχι όμως και αυτά που κληρονομήσαμε από αυτή και σίγουρα κάτι που μπορούμε να ασπαστούμε είναι να αγωνιζόμαστε ακόμα και αν χάσουμε γιατί αν δεν αγωνιστούμε έχουμε ήδη χάσει.

Πηγη:briefingnews.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *