Ο ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΚΑΙ «Η ΚΥΡΙΑ “ΚΟΥΛΑ”» του Φίλιππου

Τον Μένη Κουμανταρέα απλώς τον γνώριζα, δεν ήμαστε φίλοι, δεν κάναμε παρέα, δεν είχα προσπαθήσει να τον προσεγγίσω. Τον θεωρούσα όμως…
σπουδαίο συγγραφέα, έναν από τους σημαντικότερους της γενιάς του και, πριν από το τραγικό του τέλος, εκτιμούσα πως συγκαταλεγόταν στους σημαντικότερους ζώντες Έλληνες πεζογράφους. Δεν θυμάμαι ποιο από τα βιβλία του είχα πρωτοδιαβάσει: το Κυρία Κούλα ή το Κουρείο; Μήπως τα Μηχανάκια ή το Αρμένισμα; Δεν έχει καμιά σημασία, βεβαίως. Σίγουρα, αυτά είναι καλά βιβλία, αλλά μου άρεσαν ιδιαίτερα μερικά άλλα: το Πλανόδιος σαλπιγκτής και το Σεραφείμ και Χερουβείμ, και τα δύο του 1989. Έχοντας την ιδιοτροπία/μανία να σημειώνω στην αρχή ή στο τέλος των βιβλίων που διαβάζω τις σκέψεις και τα συναισθήματα που μου προκάλεσε η ανάγνωσή τους, έγραψα στο πρώτο από αυτά: «Ωραίος τρόπος γραφής. Γοητευτικός. (Μερικά κείμενα τα έχω ξαναδιαβάσει.) Εξομολογητικός. Το “Play” αρκετά κατατοπιστικό, αν και κάπως αόριστο». Στο δεύτερο έγραψα: «Αυτά τα κείμενα που μοιάζουν με διηγήματα όλα μαζί αποτελούν ένα μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα της εφηβείας του συγγραφέα τους. Γραφή άμεση, απλή, ματιά παρατηρητή, διεισδυτική. Οι σχέσεις των ανθρώπων και πώς ξεφτίζουν, οι οικογένειες που διαλύονται, η ζωή που είναι αποκρουστική, όλα ιδωμένα με τρυφερή απαισιοδοξία. Το γράψιμο του Μ.Κ. συγκινεί».

Μερικά χρόνια πριν, τον Νοέμβριο του 1979, διάβασα στο περιοδικό Αντί το κείμενο του Κουμανταρέα «Οι νεολαίοι», που μ’ ενθουσίασε, φύλαξα το τεύχος και το 1983 δανείστηκα από αυτό ένα απόσπασμα και το έβαλα στο πρώτο βιβλίο μου, το Οι κνίτες – τέκνα της ανάγκης ή ώριμα τέκνα της οργής; Ούτε από τον συγγραφέα, ούτε από τον εκδότη του περιοδικού πήρα την άδεια για την αναδημοσίευση, αφού είχα αναφέρει την πηγή μου. Αργότερα, το 2000, εξέδωσα το βιβλίο Ομόνοια 2000 – ταξίδι στον ομφαλό της Αθήνας, όπου έκανα εκτενείς αναφορές στα αθηναϊκά βιβλία του Κουμανταρέα. Ένα από τα κεφάλαια με τίτλο «Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω», παρμένη από το ομότιτλο βιβλίο του, άρχιζε ως εξής:

«Ο Μένης Κουμανταρέας, γέννημα-θρέμμα τούτης της πόλης, ίσως να είναι ένας από τους τελευταίους αθηναιογράφους. Πιθανότατα είναι ο πλέον συνειδητός λάτρης της Ομόνοιας, και συνάμα ο δεινότερος ερμηνευτής των φαινομένων που παρατηρούνται στην πλατεία. Στο βιογραφικό που μπήκε στο βιβλίο του Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω διαβάζουμε: “Γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει πάντα σ’ αυτήν. Τα περισσότερα βιβλία του […] έχουν τη μυρωδιά της πόλης και των ανθρώπων της”. Μεγαλωμένος μέσα σε ανέσεις, σε ξένες γλώσσες και κλασική μουσική, διανοούμενος κι αστός ταυτόχρονα, είναι απορίας άξιον πώς ασχολήθηκε με κυρίες που ερωτεύονται φοιτητές στα βαγόνια του ηλεκτρικού και με χαμίνια που συχνάζουν στην Ομόνοια».

Φαίνεται πως η συχνή επαφή με τα βιβλία του τον καιρό που έγραφα το πόνημά μου για την Ομόνοια μου γέννησε την ιδέα για ένα διήγημα με ήρωα τον ίδιο, πράγμα που υλοποιήθηκε σύντομα με μια φανταστική ιστορία την οποία τιτλοφόρησα «Η κυρία “Κούλα”» και την έστειλα στο περιοδικό Το δέντρο. Ήδη είχα αρχίσει να γράφω μυθιστορήματα με ήρωες υπαρκτά πρόσωπα από τον χώρο της λογοτεχνίας με πρώτο τον Καβάφη (Οι τελευταίες ημέρες του Κωνσταντίνου Καβάφη), τον Καζαντζάκη (Ο θάνατος του Ζορμπά) και τον Ελύτη (Ο ερωτευμένος Ελύτης). Το διήγημα δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2005 και περίμενα μετά φόβου Θεού μια αρνητική αντίδραση από τον συγγραφέα, επειδή τον είχα χρησιμοποιήσει ως ήρωα. Η αντίδραση του Κουμανταρέα δεν ήρθε ποτέ, πράγμα που μ’ έκανε να νομίσω πως δεν έτυχε να το διαβάσει. Ήταν δυνατόν; Άραγε, κανείς δεν του μίλησε γι’ αυτό το ζήτημα; σκεφτόμουν.
Η αρχή του διηγήματος ήταν η εξής:

«Την εποχή που έγραφα το πόνημά μου για την Ομόνοια, ο Μένης Κουμανταρέας ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην παράκλησή μου και με βοήθησε με τις σκέψεις και τις ιδέες του. Την πλατεία τη γνώριζε καλά κι έτσι ήρθε στη φωτογράφηση, συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση του βιβλίου. Στη διάρκεια της περιπλάνησής μας, επισκεφτήκαμε στη στοά του Πταισματοδικείου τον “κ. Ευριπίδη”, τον κουρέα που έλεγε ενδιαφέρουσες ιστορίες (έχουν καταχωρηθεί στο βιβλίο Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω), με τον οποίο πιάσαμε κουβέντα…»

Το διήγημα περιελάμβανε διαλόγους μεταξύ του αφηγητή και του Κουμανταρέα, οι οποίοι κάθισαν να συζητήσουν για την κυρία Κούλα, την ηρωίδα του, σ’ ένα καφενείο της πλατείας. Το τέλος του ήταν το ακόλουθο:

«Ας εξηγηθώ μαζί σου μια και καλή. Η κυρία “Κούλα” δεν υπάρχει, η κυρία Κούλα είμαι εγώ!»

Κι αμέσως μετά:

«Η φράση είναι διάσημη. Την είπε ο Φλομπέρ (“Η μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ!”) και την επανέλαβε ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες πολιτείες του, θυμίζοντας τον Φλομπέρ. Δεν ξέρω αν ο Κουμανταρέας έλεγε την αλήθεια ή την είπε για κάποιους λόγους που αγνοούσα. Σημασία έχει πως η αποκάλυψή του με ξάφνιασε. Αυτό που εκστόμισε το θεώρησα κάτι σαν απολογία, αλλά δεν ήταν. Η λογοτεχνία είναι ένα παιχνίδι, με ψέματα και αλήθειες, με αντιστροφή των ρόλων και με κώδικες που δεν είναι εύκολο να κατανοήσει ο αναγνώστης. Πάντως, δεν μου φάνηκε πως ένιωθε τύψεις, πως είχε μετανιώσει για όσα επιχείρησε να περάσει μέσα από τη νουβέλα του».

Με τον Μένη Κουμανταρέα δεν ήπιαμε ποτέ μαζί καφέ, ούτε αναψυκτικό, ούτε αλκοολούχο ποτό. Δεν έτυχε. Όμως κάποτε βρεθήκαμε μαζί στο ίδιο πάνελ στη Στοά του Βιβλίου σε μια παρουσίαση. Εκείνος καθόταν στα δεξιά μου. Κάποια στιγμή, προτού αρχίσουν οι εισηγήσεις, κι αφού ανταλλάξαμε τους τυπικούς χαιρετισμούς, έγειρε το κεφάλι του στο αφτί μου και είπε:

«Σας ευχαριστώ πολύ για το διήγημά σας “Η κυρία Κούλα” που μπήκε στο Δέντρο».
Τότε συνειδητοποίησα πως ο εκδότης του περιοδικού, ο Κώστας Μαυρουδής, τον είχε ενημερώσει κι εκείνος όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε, μα έδωσε την έγκρισή του για τη δημοσίευση. Έκτοτε, τον έβλεπα αραιά και πού σε εκδηλώσεις και χαιρόμουν τις παρεμβάσεις του. Ήταν ενημερωμένος για πολλά θέματα και ειδικά για τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας.

ΥΓ. Τούτο το κείμενο γράφτηκε εν θερμώ· κάθισα στον υπολογιστή για να το γράψω λίγες ώρες μετά την τρομερή είδηση που μου ανήγγειλε τηλεφωνικά, ξαφνιάζοντάς με, το πρωί του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2014, του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών, μια αγαπημένη φίλη, κάτοικος Κυψέλης, της γειτονιάς του συγγραφέα: «Δολοφονήθηκε ο Κουμανταρέας!» μου είπε.

πηγη:diastixo.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *