Η Δύναμη του Ματιού

Η ΠIΣTH στο κακό μάτι, στη βλαπτική δύναμη που…


έχει το επίμονο βλέμμα κάποιων ανθρώπων πάνω σε αξιοζήλευτα πρόσωπα και πράγματα, είναι πολιτισμικό ιδίωμα των μεσογειακών κοινωνιών που το επικαλούνται για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις μιας απρόσμενης και ανεξήγητης κακοτυχίας. Στην ελληνική κοινωνία, το μάτιασμα είναι ένα ηθικό/αξιολογικό σύστημα που συνδέει το άτομο με το κοινωνικό σύνολο και το πρόσωπο με το σώμα του. Είναι ένας τύπος οπτικής αντίληψης και ένας κώδικας επικοινωνίας: μία στρατηγική για να κατασκευάζουν οι άνθρωποι τις κοινωνικές σχέσεις και την ατομική τους ταυτότητα, υπακούοντας ή αψηφώντας τις συχνά αντιφατικές αρχές της συλλογικής ζωής: κοινωνικότητα και αυτονομία, συνεργασία και ανταγωνισμό, συμμόρφωση και επίδειξη.

Στην καθημερινή ζωή τα πρόσωπα εκτίθενται στο βλέμμα των άλλων, γι’ αυτό πρέπει να δρουν σύμφωνα με τις αποδεκτές αρχές της κοινότητας. Oταν οι αρχές αυτές παραβιάζονται, από μία συνειδητή ή όχι υπεροχή στην εμφάνιση ή τα αγαθά κάποιου, η ιδανική κοινωνικότητα ανατρέπεται και η αταξία που προκαλείται επισύρει το μάτιασμα, την οπτική επίθεση εναντίον του παραβάτη. Το μάτιασμα προσβάλλει το σώμα, την περιουσία, την ατομική και κοινωνική υπόσταση αυτού που ματιάζεται και, για την αποκατάστασή του, απαιτείται το ξεμάτιασμα, η τελετουργική επανένταξη του ματιασμένου στο κοινωνικό σώμα.

Το μάτιασμα αποδίδεται σε αίτια υπερφυσικά και ανορθόλογα, στο «κακό μάτι», το «κακό παρατήρημα», το «κακό συναπάντημα», την «κακιά ώρα», δηλαδή σε μιαν αόριστη αίσθηση ενός υπερβατικού κακού που είναι συνεχώς παρόν ανάμεσα στους ανθρώπους, διαρκής απειλή για την ατομική ασφάλεια και την κοινωνική συνοχή. «Το [κακό] μάτι δε μπορείς να το αποφύγεις …; όπου και να πας, ό,τι και να κάνεις, όπου και να ‘σαι, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, στο καφενείο, σε βρίσκει το μάτι».

Eμφυτο

Φορέας αυτής της επίφοβης δύναμης είναι το όργανο της όρασης και της οπτικής επικοινωνίας. Η όραση είναι η πιο πολύσημη και διεισδυτική αίσθηση. Το μάτι ειδικά παρουσιάζει μία διαπολιτισμική εμβέλεια ως σύμβολο γνώσης και δύναμης. Το μάτι γνωρίζει και ελέγχει τα αντικείμενα που θεάται, μεταφέρει εμπειρίες και αισθήματα, είναι το ενδιάμεσο ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Eνώ, όμως, όλοι αναγνωρίζουν τη δύναμή του και συμφωνούν ότι πρέπει να φυλάγονται από το κακό μάτι, ωστόσο, το αντιμετωπίζουν ως κάτι φυσικό, σαν μια εγγενή φυσική ιδιότητα που έχει κάποιος, χωρίς να αποβλέπει σκόπιμα να βλάψει. Η δημόσια ρητορική επιμένει ότι «το μάτι δεν είναι κακό, αν και μπορεί να έχει κακά αποτελέσματα. Το ‘χει από φυσικού του ο άνθρωπος να ματιάζει ή να ματιάζεται. Κι αυτός που το έχει, δεν το καταλαβαίνει, όποιος ματιάζει το έχει έμφυτο, δε μπορεί να το αποφύγει, αισθάνεται μιαν έλξη, όταν λιμπιστεί κανείς, ματιάζει, το’ χει το μάτι του σα ρέμα και τραβάει. Δεν το κάνει από κακό, δεν το θέλει αλλά γίνεται. Είναι κάτι σαν ρεύμα, μια δύναμη, ένας αέρας είναι που φεύγει, αλλά τραβά σα μαγνήτης».

Eτσι, η κοινή πίστη αποκαθαίρει το μάτιασμα από εμπρόθετη κακοποιό μαγική δράση. Δεν το θεωρεί εσκεμμένη μαγεία, αλλά φυσική ιδιότητα που δεν ελέγχεται. Η τυχαιότητα και η χρονική και τοπική απροσδιοριστία του ματιάσματος είναι τα χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από «τα μάγια». Η κυριότερη διαφορά μεταξύ ματιάσματος και μαγείας είναι ότι το ξε/μάτιασμα «το παραδέχεται και η εκκλησία».

Xειραγωγήσιμος κίνδυνος

Στην ηθική ιδεολογία της προ-αστικής κυρίως ελληνικής κοινωνίας το νόημα του κακού που αναδύεται από το μάτιασμα δεν είναι αυτό της χριστιανικής θεοδικίας, αλλά μια πρακτική αντίληψη προφύλαξης από τυχαίους κινδύνους που απειλούν τα πολύτιμα αγαθά των ανθρώπων -την υγεία και την περιουσία τους- και δεν μπορούν να αποδοθούν σε άλλη αιτία. Το μάτιασμα είναι ενδεχόμενος αλλά χειραγωγήσιμος κίνδυνος, ένα κοινωνικοποιημένο κακό : «το μάτι είναι αυθόρμητο, είναι ένας αέρας που έχει ο άνθρωπος, βγαίνει απ’ την καρδιά του. Oποιος θυμηθεί ότι εκείνη την ώρα κοιτάζει και μπορεί να βλάψει, τότε το κοίταγμά του δεν πιάνει, γιατί βγαίνει από τη σκέψη του κι όχι από την καρδιά του». Όσο οι αισθήσεις και οι σκέψεις των ανθρώπων ελέγχονται από ορθοφροσύνη, κανένας κίνδυνος δεν απειλεί τη συλλογική ζωή. Oταν, όμως, κυριεύονται από συναισθηματική ένταση, τότε ο ορθολογισμός παραμερίζεται, η συμπεριφορά είναι γεμάτη πάθος και προκαλεί παθήματα. Η λογική του ξε/ματιάσματος είναι λογική της καρδιάς και του σώματος, όχι του Λόγου και του Νου: «από την αγάπη του και τη λαχτάρα του κανείς ματιάζει». Η διατύπωση δείχνει την ένταση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και την αντινομική φύση των προσωπικών αισθημάτων. Η αγάπη, το θετικότερο αίσθημα, εμπεριέχει την αναίρεσή της, όταν δεν ελέγχεται από τη φρόνηση.

Κανείς δε μπορεί να φυλαχτεί από το μάτι, «είναι σαν αόρατο, χωρίς να το θέλει σε ματιάζει». Το μάτι «πιάνει» τα πάντα, ανθρώπους, ζώα και φυτά, χωράφια, σπίτια κι αυτοκίνητα. Ο άνθρωπος ματιάζεται «γιατί έχει αέρα, είναι γλυκοαίματος», εξαιτίας των έμφυτων ιδιοτήτων που τον καθιστούν αξιοθαύμαστο και επομένως προκλητικό. Ματιάζεται, όμως, και εξαιτίας της υπεροχής των επίκτητων «αγαθών» του: τα ζώα και τα αντικείμενα υπόκεινται στον ίδιο κίνδυνο. Σχόλια για επικίνδυνους ματιαστές, όπως «αυτός με το μάτι του έσκασε ένα βόδι», «καθρέφτη έσπασε με το μάτι της», ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινά, είναι πραγματικά στη συνείδηση των ανθρώπων που τα αφηγούνται.

Ποιους δεν πιάνει

Oσοι έχουν το κακό μάτι είναι ισχυρές προσωπικότητες, γιατί, ενώ ματιάζουν, οι ίδιοι δεν ματιάζονται. Είναι δράστες αλλά όχι θύματα του ματιάσματος, μια ιδιότητα που είναι δείκτης κοινωνικής δύναμης: «είναι έμφυτο να μη σε πιάνει το μάτι. Είναι ο αέρας του ανθρώπου, ισχυρός χαρακτήρας». Η ιδιότητα του ματιάσματος δεν μεταβιβάζεται. Το «κακό μάτι» δεν είναι κληρονομικό – άρα δεν είναι βιολογικό, αλλά πολιτισμικό χαρακτηριστικό. Ο κακός άνθρωπος δεν έχει απαραίτητα κακό μάτι. Αυτός έχει άλλες ευκαιρίες ή δυνατότητες για να βλάψει. Oποιος έχει «κακό μάτι» είναι προθετικά επικίνδυνος: κάποιος που ακόμη κι αν έχει διάθεση να βλάψει, δεν έχει την ηθική άνεση να το δηλώσει (ιδιαίτερα αν είναι συγγενής, γείτονας, φίλος). Γι’ αυτό στα ξεματιάσματα, όπου «ονοματίζονται» οι πιθανοί ματιαστές, πρώτα αναζητούνται οι εγγύτεροι προσβολείς, ακόμη και η ίδια η μάνα του ματιασμένου. Το μάτιασμα της μάνας θεωρείται το πιο επικίνδυνο, «γιατί δύσκολα φεύγει», αφού η μάνα καμαρώνοντας το παιδί της εκδηλώνει την ανομολόγητη επιθυμία να το οικειοποιηθεί πάλι, όπως όταν το κυοφορούσε.
«Ιησούς Χριστός νικά κι η Παρθένα Παναγιά / εξορκίζει τα κακά εις τα όρη τα βουνά». Πλήθος αφιερωμάτων σκεπάζουν την Παναγία τη Γιάτρισσα στο Λουτράκι.

Τα πρόσωπα που φοβάται κανείς ότι θα τον ματιάσουν είναι όσα πιστεύει ότι τον αντιπαθούν ή όσα αυτός αντιπαθεί. Η υποψία για το μάτιασμα επιβεβαιώνει κίνητρα και προθέσεις. Κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής, αφού είναι συνεχώς ορατός. Η μόνη προφύλαξη είναι να καταστεί συμβολικά αόρατος, ώστε να διασφαλίσει τα όρια του εαυτού του. Γι’ αυτό φοράει κανείς ένα φυλαχτό και τον σταυρό της βάφτισης κάτω από τα ρούχα του ή κρεμά ένα «ματάκι» γυάλινο ή μια γαλάζια χάντρα στον λαιμό. Υπάρχουν και φυλαχτά για αντικείμενα: σταυροί, [μονό]σκορδα, άδεια κελύφη αυγών. aλλα αποτροπαϊκά είναι να φτύνει κανείς τρεις φορές τον κόρφο του ή να ψιθυρίζει «σκόρδα στα μάτια σου, παλούκια στον κώλο σου», όταν κάποιος τον κοιτάζει επικίνδυνα, να κρύβει μια σκελίδα σκόρδο ή ένα κομμάτι δίχτυ στα ρούχα του, να φορά τα εσώρουχα ανάποδα ή να κάνει μια μουντζούρα πίσω απ’ το αυτί. Eτσι, ο εαυτός παραλλάσσεται, δεν είναι αυτός που φαίνεται, αλλά ένας άλλος, κρυμμένος κάτω από την ορατή επιφάνεια.

O ξεματιαστής

Τα σωματικά συμπτώματα του ματιάσματος δηλώνουν τις προσωπικές ή κοινωνικές συγκρούσεις του πάσχοντος και η «ασθένεια» που προκαλείται γίνεται η συμβολική γέφυρα που συνδέει το ανθρώπινο με το κοινωνικό σώμα. Γι’ αυτό και η θεραπεία συντελείται σε επίπεδο συμβολικό, «το ξεμάτιασμα δεν είναι δουλειά του γιατρού». Απαιτεί τέχνη και τεχνική, «θέλει λόγια και πράξη». Το σώμα υφίσταται την οπτική επίθεση (ο ματιασμένος «ζαλίζεται, νιώθει μιαν αδυναμία, πονάει το κεφάλι του, τρέχουν τα μάτια του, κόβονται τα πόδια του, χάνεται», ο ματιαστής «καρφώνει, τρώει με το μάτι του») και δέχεται τη θεραπεία του ξεματιαστή. Αυτός εισπράττει στο δικό του σώμα, «παίρνει απάνω του» το κακό, χωρίς να αρρωσταίνει ο ίδιος, σημάδι της δύναμής του και επιβεβαίωση της θεραπείας. Ο ξεματιαστής επαναφέρει τον «άρρωστο» στην προηγούμενη ασφάλειά του, εισάγοντας στο πεδίο εκτός από κοινωνικά άτομα και εξωκοινωνικές οντότητες (Χριστός, Παναγία, aγιοι), που κυβερνούν το καλό και το κακό και εγκαθιστούν μια κοσμική τάξη.

Η σωματική αλληλεπίδραση είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του ξεματιάσματος. Ο ξεματιαστής θεραπεύει τον «άρρωστο» με μια τεχνική σωματικής επαφής και συναισθηματικής επιβεβαίωσης. Χαϊδεύει στο κεφάλι τον ματιασμένο, τον αγγίζει με τα δάχτυλα που προηγουμένως τα έχει βρέξει στο τελετουργικό νερό, και όσο λέει «τα λόγια», τον ακουμπά με το χέρι. Η αφή εγκαθιστά τη σωματική ενότητα ματιασμένου/ματιαστή και μεταφέρει κυκλικά από τον έναν στον άλλο μιαν ατμόσφαιρα συν-πάθειας. Συνήθης πρακτική επίσης είναι το «σαράντισμα» ή «ξεμέτρημα» σαράντα πιθαμών πάνω στον ματιασμένο, από κάτω προς τα πάνω και ύστερα αντίθετα. Αναπαριστά την απέκδυση του κακού και την επανένδυση του άρρωστου στη φυσιολογική κατάσταση.

Το νερό, το λάδι, το αλάτι, το κάρβουνο, το σάλιο, ιερά συστατικά του ξεματιάσματος, είναι φυσικές ουσίες απαραίτητες για την επιβίωση. Η χρησιμότητά τους στοιχειοθετεί την ιερότητά τους. Οι γητειές για το ξεμάτιασμα είναι επιτελεστικά κείμενα, πράττουν ενώ λέγουν και περιγράφουν ενώ πράττουν. Είναι λόγος «μαγικός», τελετουργικός, ρυθμικός και επαναλαμβανόμενος, με αυθαίρετη λεκτική και συντακτική δομή, όπου συνυπάρχουν το κατανοητό με το ακατανόητο – οι λέξεις δεν δηλώνουν πρόσωπα και πράγματα, οι λέξεις είναι τα πρόσωπα και τα πράγματα.

Το ξεμάτιασμα δίνει μια αίσθηση εξουσίας πάνω σε δυνάμεις που καθορίζουν έξωθεν τα ανθρώπινα πράγματα, επιχειρεί μια διείσδυση στον χώρο του απαγορευμένου και του ανεξέλεγκτου. Πρόκειται για ένα συμβολικό σύστημα που εμπεριέχει και διαπραγματεύεται τα πιο ετερόκλητα και ασύμβατα πράγματα και επιδέχεται πλήθος ερμηνειών. Oσο προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τέτοια συστήματα τόσο αυτά λανθάνουν επιβιώνοντας και ως επιστημονικά ζητήματα και ως κοινωνικά προβλήματα.

xorisoria.org

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *