Φίλος μεν ο Καραμπελιάς, φιλτάτη δε η αλήθεια!

Αλέξανδρος Υψηλάντης εναντίον Αδαμάντιου Κοραή και ο νοών νοείτω!

Κατωτέρω θα προσπαθήσω να …
αντιπαρατεθώ στην επιχειρηματολογία που

αναπτύσσει ο Γιώργος Καραμπελιάς. Με τον Καραμπελιά δεν είναι να αστειεύεσαι!

Το λέω βέβαια με ην έννοια της σκληρής αντιπαράθεσης, όπου η συμπυκνωμένη

θεωρητική και πρακτική εμπειρία μέσα στο λεγόμενο Λαϊκό Κίνημα, παίζει

καθοριστικό ρόλο στην εξεύρεση της αλήθειας.

Η αντιπαράθεση βέβαια γίνεται στα πλαίσια του συντροφικού διαλόγου, για την

εξεύρεση της καλύτερης διεξόδου από τα υπαρκτά ή τυχόν υπαρκτά αδιέξοδα.

Η αντιπαράθεση πρέπει να γίνεται σε ένα υψηλότατο επίπεδο, όπου ο αγώνας για την

ιδεολογική ηγεμονία, με την έννοια της υπεροχής της ανάλυσης και της εξεύρεσης

της αντικειμενικής αλήθειας, μπορεί να είναι σκληρός και ανελέητος.

Αυτήν την μέθοδο θα ακολουθήσω κι εγώ συνειδητά για να επιβεβαιώσω ή

αντικρούσω τα επιχειρήματα του φίλου και συντρόφου Καραμπελιά. Το ίδιο λέει και

ο Γιώργος Καραμπελιάς, όταν καταθέτει την επιχειρηματολογία του κάτω από τον

τίτλο: «Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους». Η δική μου άποψη

πάντως διαφέρει από του Καραμπελιά και στον τίτλο αυτό. Για μένα, αν πράγματι

είναι κάποιος καλός φίλος τότε δεν τίθεται θέμα καλών ή κακών λογαριασμών. Έτσι

για να καταλαβαινόμαστε!!!

Μεθοδολογικά θα προσπαθήσω να προχωρήσω ανά ενότητα των εννοιών και

επιχειρημάτων που εκφράζονται στην ανάλυσή του μέσα από τις παραγράφους, τις

οποίες θα σχηματοποιήσω για να εκφράσω τα δικά μου επιχειρήματα.

Συνήθως ή πάντα βασίζομαι στις αναλύσεις μου σε ορισμένα κριτήρια, που

αποτελούν σχεδόν αξιώματα, που βγαίνουν όμως μέσα από την μακρά ιστορική

ανάλυση της πραγματικότητας. Θα διατυπώσω λοιπόν το πρώτο κριτήριο – αξίωμα

που δεν είναι δικό μου, αλλά το διατύπωσε πρώτα ο Ανδρέας Παπανδρέου και το

επαναδιατύπωσε σε πιο συγκεκριμένη μορφή ο Σάκης Καράγιωργας και που θα

μου χρησιμεύσει, ως πλαίσιο ερμηνείας της δικής μου επιχειρηματολογίας. Αν

το κριτήριο είναι λάθος, τότε είναι λάθος και όλο το οικοδόμημα της δικής μου

ανάλυσης.

Διατύπωσε ο Σάκης Καράγιωργας μια θέση, που όχι μόνο τότε, αλλά και τώρα

διατηρεί την ισχύ της και δεν έχει χάσει τίποτε από την επικαιρότητα της στην

ερμηνεία των πολιτικών φαινομένων: Το αναφέρω σε ένα άρθρο μου, από το οποίο

παραθέτω ένα μέρος της επιχειρηματολογίας, με βάση την οποία κρίνω και τις θέσεις

του Καραμπελιά, ξεκινώντας από τον Ανδρέα Παπανδρέου, που σε πολλά είχε

δίκαιο, άσχετα με το τι έπραττε (δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις).

«Για να καταλάβει κανείς την ιστορία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο»,

αναφέρει ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 29.9.1973 σ’ ένα σεμινάριο του ΠΑΚ

(Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος), «πρέπει να έχει υπόψη του ότι η

πολιτική ζωή της χώρας ελεγχόταν συστηματικά, όταν δεν διευθύνονταν, από τις

Ηνωμένες Πολιτείες. Η συνταγή της Ουάσιγκτον για την Ελλάδα ήταν απλή: Άμεση

διείσδυση στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό, σ’ όλη την έκταση και σ’ όσο το βάθος

μέχρι το παλάτι. Πλήρης υποστήριξη ενός προσαρτημένου, εξαρτημένου πολιτικού

κόμματος, του κόμματος της δεξιάς, που έπρεπε να κερδίζει σ’ όλες τις εκλογές,

ανεξάρτητα από ποια μέσα θα χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό. Ανάπτυξη ενός

αστικού κόμματος αντιπολίτευσης, που σκοπός του θα ήταν να ασκεί “δημιουργική”

κριτική της πολιτικής της κυβέρνησης της δεξιάς, ένα ρόλο που προόριζαν για το κόμμα

της Ένωσης Κέντρου. Τελικά εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς».1

Ο Σάκης Καράγιωργας είναι πιο συγκεκριμένος στο θέμα αυτό. Αποτιμώντας τη λειτουργία

του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση τo

1981 και τον άκρατο ενθουσιασμό για την «αλλαγή», παλεύοντας θαρραλέα ενάντια στο

λαϊκιστικό ρεύμα, που έβλεπε το ΠΑΣΟΚ ως πανάκεια και προσπαθώντας να «προσγειώσει»

μάταια τους Έλληνες πολίτες στην αντικειμενική πραγματικότητα, αποφαίνεται τα

ακόλουθα: «Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική διάρθρωση του εξής

τύπου: Δύο αστικά κόμματα, που να έχουν βασικό στρατηγικό σκοπό τη διαχείριση

της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αστικής

κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γιατί

δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας

κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα μια το

άλλο».2

Ο Σάκης Καράγιωργας στον όρο «εκσυγχρονισμός» έδινε θετικό πρόσημο, όπως και

πράγματι είναι. Όμως ο «εκσυγχρονισμός» που εφαρμόστηκε από το ΠΑΣΟΚ και κυρίως

από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, κάθε άλλο παρά εκσυγχρονισμός ήταν. Μάλλον θα

τον αποκαλούσαμε «καταστροφικό παρασιτικό αναχρονισμό», όπως πάλι το απέδειξε η

πράξη.

Παρεμπιπτόντως πολλοί μιλούν για το τέλος του δικομματισμού. Αυτοί φυσικά πλανώνται

πλάνην οικτράν, γιατί στα πλαίσια του δικομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος εκείνο

που μπορεί να κάνει κάποιο «προοδευτικό» κόμμα, για να μη μιλήσουμε για ριζοσπαστικό

ή επαναστατικό, είναι το πολύ ο εκσυγχρονισμός, με την έννοια των απαραίτητων

μεταρρυθμίσεων σ’ όλα τα επίπεδα δηλαδή το αυτονόητο που δεν έχει κάνει καμιά

ελληνική κυβέρνηση.3

Τι έχει αλλάξει από τότε, που ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας

διατύπωναν αυτές τις σκέψεις και τι παραμένει, με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές

σήμερα, επίκαιρο από την αλήθεια αυτή, εκφρασμένη με τόσο σκληρό κυνισμό για

Α. Γ. Παπανδρέου, Η σημασία της Νοεμβριανής λαϊκής εξέγερσης, εφημ. «Αγώνας», 29.9.1973. Ο

1

Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να εφάρμοσε το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις»,

όμως είχε πει πολλές αλήθειες που ισχύουν και σήμερα.

Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες –Άρθρα – Ομιλίες, 3ος

2

Υπάρχει η γνωστή θεωρία των ρήξεων και των ανατροπών, με την έννοια ότι οι ποσοτικές ρήξεις θα

3

οδηγήσουν κάποτε και στην ποιοτική αλλαγή των ανατροπών, δηλαδή της ριζικής αλλαγής των δομών

μιας κοινωνίας.

τόμος, σ. 204.

την εποχή εκείνη; Θα ισχύσει αυτό που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Τελικά

εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς»;

Βρισκόμαστε και σήμερα σε μια αντίστοιχη κατάσταση ή υπάρχει διαφοροποίηση;

Έχει τεράστια σημασία η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, γιατί μπορούν να

ερμηνεύσουν τόσο την κατανόηση της πραγματικής πολιτικής κατάστασης στην

οποία βρίσκεται η Ελλάδα, όσο και να προδιαγράψουν την πολιτική εξέλιξη, η οποία

μας περιμένει στο μέλλον.

Ότι τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας καθορίζουν τις πολιτικές

εξελίξεις στην Ελλάδα, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας πολίτης, τουλάχιστον με

ανεξάρτητη κριτική σκέψη, να το αμφιβάλει. Θα ήταν βλάκας με περικεφαλαία,

όποιος θα διατύπωνε αντίθετη άποψη, κι ας προβάλλει αλαζονική αυτή η άποψη.

Εκτός βέβαια, αν η σκέψη του είναι εξαρτημένη από ιδεοληψίες, ψευδαισθήσεις και

στερεότυπα. Και ο νους χρειάζεται απελευθερωτικά κίνητρα, για να επικρατήσει η

ανεξάρτητη κριτική σκέψη και βέβαια θάρρος ψυχής.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε τότε για «συνταγή της Ουάσιγκτον». Μήπως τώρα

ισχύει η συνταγή της Γερμανίας ή ένα μείγμα και των δύο; Στο ερώτημα αυτό

μπορούν να υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις. Η δική μου άποψη, σύμφωνα με τη

δική μου θεωρητική και πρακτική εμπειρία, είναι ότι η «συνταγή, με οποιαδήποτε

μορφή, ισχύει ακόμη κι ας απατούν ίσως τα φαινόμενα. (Κι όμως για το «χάλι μας»

δεν μας φταίνε οι ξένοι. Η αιτία της κακοδαιμονίας είναι εντός των τειχών).

Η Ελλάδα βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, που διαδέχτηκαν την Μεγάλη

Βρετανία και μάλιστα ως ζωτικός χώρος της Δύσης και κυρίως φυσικά των ΗΠΑ

στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια πραγματικότητα που δεν ήθελε

να αποδεχτεί το ΚΚΕ και οδηγηθήκαμε στον καταστροφικό εμφύλιο, του οποίου τις

συνέπειες βιώνουμε και σήμερα ακόμη.

Πιστεύω ότι σταδιακά, όπως έγινε και με την πρώην Γιουγκοσλαβία, οι ΗΠΑ θα

παραμερίσουν την Γερμανία ή θα της αφήσουν εν μέρει ένα τομέα δράσης, τον

οικονομικό π.χ. και δεν γνωρίζουμε για πόσο χρονικό διάστημα, αλλά τα θέματα που

άπτονται της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας θα τα ελέγχει απόλυτα η

Αμερική και δεν θα τα αφήσει για χειρισμό στην διακριτική ευχέρεια της Γερμανίας.

Στο δεύτερο και καίριο ζήτημα του δικομματισμού δεν υπάρχει, κατά την άποψή

μου, «απολύτως» καμία αμφιβολία. Το δικομματικό σύστημα θα είναι ο κυρίαρχος

στην πολιτική αρένα. Θα συνεχιστεί και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει παντού

στη Δύση και σε όλον τον αστικό (καπιταλιστικό) κόσμο, όπου λειτουργεί, με τον

τρόπο που λειτουργεί, η κοινοβουλευτική δημοκρατία και όπως χαρακτηριστικά

λειτούργησε και στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση: Το αστικό κοινοβουλευτικό

σύστημα πρέπει να λειτουργεί. Ένα κόμμα «δεξιό» και ένα κόμμα «προοδευτικό»,

λίγο ως πολύ, όπως το περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου Και ο Σάκης

Καράγιωργας, ριζοσπαστικό ή μη, αλλά πάντοτε στα πλαίσια του αστικού

κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή του συστήματος.

Λαϊκό Κίνημα, τουλάχιστον στη φάση αυτή που περνάει ο τόπος, δεν υπάρχει για

να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον για να ανατρέψει ή να έχει προοπτική να ανατρέψει

αυτό το σύστημα, με τις πολιτικές δυνάμεις του παρελθόντος. Όσοι το επιχείρησαν ή

το επιχειρούν γίνεται προσπάθεια να ωθηθούν στο περιθώριο ή οδηγούνται με νόμιμα

η με παράνομα ή ημιπαράνομα μέσα στο περιθώριο και ίσως στην αφάνεια. Όσοι

προσαρμόζονται έχουν προοπτική.

Ούτως ή άλλως κυριαρχεί παγκόσμια το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ενώ το

εργατικό η, αν θέλουμε, το Λαϊκό Κίνημα, βρίσκεται σε υποχώρηση ή πλήρη ήττα.

Η εναλλαγή λοιπόν μέσα στα αστικά (συστημικά) κοινοβουλευτικά πλαίσια είναι

δεδομένη».

Στο άρθρο μου αυτό, επικαιροποιώντας το με βάση τα σημερινά δεδομένα θέλω να πω

ότι τον ΣΥΡΙΖΑ μπορούμε, αν δεν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε «αστικό κόμμα» όπως

λέει ο Ανδρέας Παπανδρέου, να το χαρακτηρίσουμε όμως σαφώς ως ένα μεταρρυθμιστικό

κόμμα ή μια νέα μορφή ενός σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος στα πλαίσια του συστήματος.

Αυτό κατά την δική μου άποψη δεν είναι κακό. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα έχει πολλά

πλεονεκτήματα, γιατί η Ελλάδα δεν είχε και δεν έχει στην ουσία σοσιαλδημοκρατική

παράδοση. Το ΠΑΣΟΚ ήταν μια παρένθεση. Μικρή η μεγάλη δεν έχει σημασία.

Η επιχειρηματολογία του Γιώργου Καραμπελιά βασίζεται σ’ αυτό που

είχε εκφράσει ο Γκράμσι με λίγες παραλλαγές. Παραθέτω την άποψη

του Γκράμσι, για να ξέρουμε γιατί μιλάμε: …Ο πρώτος είναι ο «πόλεμος

ελιγμών», που περιέχει γρήγορη ανάπτυξη των αντίπαλων στρατευμάτων και μετωπική

αντιπαράθεση, και ο άλλος ο «πόλεμος θέσεων», που σημαίνει μακροχρόνιο αγώνα

γιατί οι δύο αντίπαλοι είναι σχετικά ακινητοποιημένοι. Γράφει ο Γκράμσι στο περίφημο

κομμάτι του: «Μου φαίνεται ότι ο Λένιν κατάλαβε ότι η αλλαγή ήταν απαραίτητη από τον

πόλεμο ελιγμών που εφαρμόστηκε νικηφόρα στην Ανατολή στα 1917, στον πόλεμο θέσεων

που ήταν η μόνη πιθανή μορφή στη Δύση (…) Τα πιο ανεπτυγμένα κράτη, στα οποία η

κοινωνία των πολιτών έχει γίνει μια πολύ σύνθετη δομή, αντιστέκονται στα καταστροφικά

αποτελέσματα του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κ.λπ.) (…) Στη Ρωσία το

κράτος ήταν το παν, η κοινωνία των πολιτών ήταν πρωτόγονη και ζελατινώδης (…) Στη Δύση

(…) το κράτος ήταν μόνο ένα εξωτερικό εμπόδιο πίσω από το οποίο στεκόταν ένα πανίσχυρο

σύστημα φρουρίων και αναχωμάτων (…)».

Η όλη επιχειρηματολογία του Γιώργου Καραμπελιά βασίζεται σ’ αυτό το σκεπτικό του

Γκράμσι και φυσικά και άλλων στοχαστών, αλλά βασικά στο ίδιο πνεύμα. Για να το

εκφράσω πολύ απλά και κατανοητά. Η βάση της επιχειρηματολογίας του Καραμπελιά

βασίζεται στην άποψη ότι στην Ελλάδα η κοινωνία των πολιτών είναι όχι βέβαια

πρωτόγονη και ζελατινώδης, αλλά οπωσδήποτε όχι ώριμη ακόμη να αντιμετωπίσει τις

προκλήσεις. Άρα χρειάζεται, όπως λέει και ο ίδιος μια προπαρασκευαστική, «παιδευτική»

περίοδο, για να ωριμάσει και αντιμετωπίσει τις φοβερές (από την Γερμανία κυρίως)

προκλήσεις.

Και τώρα ένα ένα τα επιχειρήματά μου. Την επιχειρηματολογία μου την παραθέτω σε

πλάγια μορφή και με μαύρη γραφή, για να την διαχωρίσω από του Καραμπελιά.

Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους

καλούς φίλους

Του Γιώργου Καραμπελιά

Πολλοί φίλοι –αλλά και αρκετοί εχθροί– αναρωτιούνται για τη θέση μας απέναντι

στην νέα πολιτική πραγματικότητα που ανεδείχθη μετά τις εκλογές 25ης Ιανουαρίου

δοθέντος ότι στην προηγούμενη περίοδο είχαμε επικρίνει μια στρατηγική που

οδηγούσε σε εκλογές και μετωπική σύγκρουση με τη γερμανική Ευρώπη,

προκρίνοντας αυτό που έχουμε αποκαλέσει τακτική ανταρτοπολέμου.

Σήμερα όμως, υπάρχει μια νέα κατάσταση και επειδή δεν πάψαμε ποτέ να

βρισκόμαστε αυτά τα πέντε χρόνια στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και να

συμμετέχουμε στις βασικές κινητοποιήσεις του, κριτικάροντας παράλληλα τις

ηγετικές πολιτικές δυνάμεις αυτού του χώρου, θα πρέπει να τοποθετηθούμε επί

τη βάσει του γεγονότος της ανάδειξης των αντιμνημονιακών κομμάτων σε νικητή

των εκλογών: Είναι προφανές λοιπόν, ότι εφόσον οδηγούμαστε σε μια σύγκρουση,

θα βρεθούμε από την πλευρά των λαϊκών δυνάμεων απέναντι στους γερμανικούς

εκβιασμούς και τους εγχώριους εντολοδόχους τους.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Με βάση τα δικά μου κριτήρια και την δική μου ανάλυση δεν

πρόκειται να γίνει καμία «μετωπική σύγκρουση με την Γερμανική Ευρώπη».

Να είναι βέβαιος ο Καραμπελιάς και τον καθησυχάζω ότι θα γίνει ένας έντιμος

ή σε ορισμένα σημεία πιθανόν και ένας ανέντιμος συμβιβασμός. Αλλά ήδη

οι «αποχρώσες ενδείξεις» ότι θα γίνει ένας συμβιβασμός είναι «απολύτως» βέβαιο.

Μπορεί να «επιχειρηθούν» εκβιασμοί, αλλά αυτά και τα παρόμοια είναι μέσα στο

διπλωματικό παιχνίδι. Να κοιμάται συνεπώς ήσυχος, όπως του το λέει ο φίλος

Δαμιανός, γιατί κι εμένα με συμπεριλαμβάνει στους φίλους. Το «πολλοί φίλοι» και

όχι λίγοι, είναι συνάμα πολύ ενθαρρυντικό.

Που στηρίζονταν οι ενστάσεις μας

Στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε ταχθεί ενάντια στη χρήση των προεδρικών εκλογών

ώστε να προκληθούν βουλευτικές εκλογές, με βάση ένα σκεπτικό που έχουμε

παρουσιάσει πολλές φορές, και συνοψίζεται στα εξής: Η αλλαγή στην Ευρώπη

συνολικά, ενάντια στη γερμανική πολιτική έχει μόλις αρχίσει να εκδηλώνεται

και να παίρνει ακόμα και συγκεκριμένες εκφράσεις, όπως η ποσοτική χαλάρωση

στην οποία προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η εμφάνιση και ενίσχυση

αντιγερμανικών δυνάμεων σε πολλές χώρες της Ευρώπης, είτε από την πλευρά

των «αγανακτισμένων» όπως οι Ποδέμος, είτε της δεξιάς όπως η Λεπέν ή ο

Φάραντζ στην Αγγλία· τέλος ακόμα και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όπως της Ιταλίας

και της Γαλλίας συνεπικουρούμενοι από τους Αμερικανούς, έχουν αρχίσει να

απομακρύνονται από την γερμανική πολιτική της λιτότητας. Για όλα αυτά πιστεύαμε

πως ανοιγόταν μία περίοδος που θα καθιστούσε δυνατή μια νικηφόρα αντιπαράθεση

με τη γερμανική πολιτική.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Κι εδώ ξεκινάει ο Καραμπελιάς από λάθος βάση. Δεν θα

περιμένουμε να αλλάξουν κάποια πράγματα στην Ευρώπη, όταν έχουμε την

δυνατότητα και πρέπει να συμβάλουμε στην «απομάκρυνση της πολιτικής της

λιτότητας. Σ’ αυτήν την πολιτική δεν διατρέχουμε κανέναν απολύτως κίνδυνο.

Εδώ είμαστε και θα το δούμε.

Σε αυτή την ανάλυση, προέβαιναν και άλλες δυνάμεις όπως ο Σύριζα, και σε

αυτήν στήριζαν και την πολιτική τους για την επίσπευση των πολιτικών εξελίξεων

και τη δυνατότητα μιας κυβερνητικής και πολιτικής αλλαγής σε αντιμνημονιακή

κατεύθυνση. Στην επίσπευση αυτή, εμείς αντιταχθήκαμε πιστεύοντας πως δεν

έπρεπε να είναι η Ελλάδα η πρώτη που θα έμπαινε σε μια τέτοια αντιπαράθεση διότι

θα συγκέντρωνε χωρίς ισχυρές συμμαχίες τα βέλη της Μέρκελ και του Σόιμπλε.

Θεωρούσαμε αντίθετα ότι, σε έναν ορίζοντα μερικών μηνών, μέχρι τα τέλη του 2015,

μια τέτοια συγκυρία θα είχε ωριμάσει στην Ευρώπη, και θα έπαιρνε μάλιστα και

πιο συγκεκριμένο χαρακτήρα με την αναπόφευκτη πτώση της κυβέρνησης Ραχόϊ

στην Ισπανία, και την ενίσχυση της γαλλικής και ιταλικής αντιπαράθεσης με τη

γερμανική πολιτική, ακόμα και με τις εκλογές στην Μ. Βρετανία. Μέσα σ’ ένα τέτοιο

πλαίσιο, και με την παράλληλη ενίσχυση της θέσης των αντιμνημονιακών δυνάμεων

στο εσωτερικό –γι’ αυτό προτείναμε την εκλογή προέδρου αντιμνημονιακής

κατεύθυνσης, εφικτή εξαιτίας του αδιεξόδου στην οποία βρίσκοντας τα μνημονιακά

κόμματα– θα ήταν δυνατό να εκφραστεί με πιο ολοκληρωμένο και σίγουρο τρόπο μια

πολιτική αλλαγή που θα σηματοδοτούσε το τέλος του μνημονίου και της πολιτικής

της

λιτότητας.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Αντιθέτως προς τον Καραμπελιά πιστεύω- και φαίνονται τα

σημάδια- ότι η επιλογή όχι της αντιπαράθεσης, (γιατί αντιπαράθεση δεν θα

γίνει), αλλά της σκληρής ή ακόμη και χαλαρής διαπραγμάτευσης για εκετέρωθεν

συμβιβασμούς έπρεπε να γίνει όπως έγινε και θα γίνει. Η Ελληνική κοινωνία δεν

θα μπορούσε να αντέξει άλλο και η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε αγιάτρευτες

συνθήκες ήταν προ των πυλών με απρόβλεπτες συνέπειες. Αυτές οι πιθανές

συνέπειες θα είχαν επιπτώσεις αρνητικές όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά και για

την Ευρώπη και για την Αμερική ακόμη όπως τόνισε σε πρόσφατη ομιλία του ο

πρόεδρος Ομπάμα.

Γι’ αυτό και τονίζαμε πως η επίσπευση των εξελίξεων θα έφερνε μια αντιμνημονιακή

κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό σε μία σύγκρουση από σχετικά δυσχερή θέση.

Δηλαδή, θα βρισκόταν μπροστά σε μια απειλή οικονομικής ασφυξίας, με τους όρους

του μνημονίου απέναντί της, γεγονός που θα απαιτούσε μια τόσο μεγάλη ανατροπή

εδώ και τώρα στην Ευρώπη, αν όχι αδύνατη αλλά πολύ παρακινδυνευμένη.

Υποστηρίζαμε λοιπόν πως μια τέτοια πολιτική, επειδή δεν έχει ούτε τις εσωτερικές

προϋποθέσεις λαϊκής στήριξης –ο ελληνικός λαός δεν βρισκόταν σ’ ένα ψηλό επίπεδο

κινητοποίησης, απλώς δεν άντεχε πλέον τα μνημονιακά κόμματα–, ούτε έχουν

ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες ενός ευρύτερου μετώπου στην Ευρώπη, θα είχε έναν

έντονο χαρακτήρα διακινδύνευσης και θα απαιτούσε συμμαχίες με δυνάμεις ανόμοιες

και καθόλου ασφαλείς. Και αυτό, φαίνεται καθαρά από τη σύνθεση και τη στήριξη

του ίδιου του πολιτικού εγχειρήματος της 25ης Ιανουαρίου. Οι κυριότεροι σύμμαχοι

της κυβέρνησης βρίσκονται στον αγγλοσαξονικό χώρο ή στο εβραϊκό λόμπι των

ΗΠΑ(!), γεγονός που υποχρεώνει σε μεγάλους συμβιβασμούς και διευθετήσεις σε

πολλαπλά επίπεδα, και ο νοών νοείτο.

Δεύτερον, αυτή η πολιτική οδηγεί την Ελλάδα σε μια μετωπική σύγκρουση με τη

Γερμανία, η οποία είναι πιθανόν μεν να επιταχύνει τις εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά

με τίμημα πολύ ακριβό για μας. Και στον Β ́ Π.Π. αντιμετωπίσαμε με γενναιότητα

την ιταλογερμανική εισβολή και όλοι οι σύμμαχοι μας «χειροκρότησαν» και εν τέλει

η Γερμανία ηττήθηκε, αλλά η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Κι εδώ υπάρχει μια διαφορετική εκτίμηση πώς πρέπει να διεξάγεται

ένας αγώνας. Πρώτα απ’ όλα η πάλη πρέπει να γίνεται μέσα στην αντικειμενική

πραγματικότητα, στην πολιτική αρένα, με προσπάθεια αλλαγής των συνθηκών.

Δεν επιτρέπεται να περιμένει κανείς ευνοϊκές εξελίξεις, αλλά να τις δημιουργεί

κιόλας. Κατά το: Όποιος προβλέπει το μέλλον, το δημιουργεί κιόλας. Αυτή είναι

η πεποίθησή μου. Ασφαλώς επαναλαμβάνω θα γίνουν συμβιβασμοί, ίσως και

επώδυνοι, αλλά όχι της μορφής και της έντασης των προηγούμενων κυβερνήσεων

και μάλιστα χωρίς την προοπτική εξόδου. Αρκεί να μην ακυρώνεται ο στρατηγικός

στόχος.

Ας μην μπούμε στην μεγάλη συζήτηση γιατί πλήρωσε πολύ ακριβά η Ελλάδα.

Είναι ένα τραυματικό θέμα. Θα πω απλώς ότι πλήρωσε πολύ ακριβά για δικά

μας λάθη. Οι ξένιυ κάνουν την δουλειά τους και κοιτάν τα δικά τους συμφέροντα.

Εμείς και από δεξιά και από αριστερά κοιτάζαμε τα ξένα συμφέροντα. Γι’ αυτό

καταστραφήκαμε. Και σήμερα ακόμη πληρώνουμε τα εγκληματικά λάθη του

εμφυλίου.

Οι άμεσες προοπτικές της σύγκρουσης

Πάντως τώρα πια, η ιστορία δεν γυρίζει πίσω, τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο

τους και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ριζικά νέα συγκυρία. Μπροστά στην

κυβέρνηση αλλά και στον ελληνικό λαό, ανοίγονται δύο δυνατότητες. Είτε μιας

μετωπικής σύγκρουσης, η οποία θα οδηγήσει ακόμα και σε έξοδο από την ευρωζώνη,

κίνηση που θα αποτελέσει πλήγμα γι’ αυτήν και θα επιταχύνει πιθανώς την

αποσύνθεσή της.

Η δεύτερη είναι ένας οδυνηρός συμβιβασμός της κυβέρνησης, η οποία με

αντάλλαγμα μια επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους και της μείωσης των

επιτοκίων, θα υποχωρήσει σε πολλά μέτωπα από τις εξαγγελίες της, ακριβώς γιατί τα

έσοδα καταρρέουν.

Στην πρώτη περίπτωση, όπως προαναφέραμε, η κρίση της ευρωζώνης θα επιταχυνθεί,

αλλά η έκφρασή της μέσα από μια ελληνική έξοδο, το περιβόητο Grexit, δεν είναι

επιθυμητή. Γιατί και θα προκαλέσει μεγάλες ωδίνες για μεγάλο χρονικό διάστημα

στον ελληνικό λαό και για προφανείς γεωπολιτικούς λόγους, μια και θα άφηνε την

Ελλάδα, σε ένα επικίνδυνο τετ α τετ με την νεο-οθωμανική Τουρκία.

Όπως έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, αν πρόκειται να διαλυθεί η ευρωζώνη

και να πάψει η γερμανική επικυριαρχία στην Ευρώπη, αυτό θα πρέπει να γίνει από

πολλές δυνάμεις ταυτόχρονα, και να μην είναι η χώρα μας που θα την εγκαινιάσει. Η

αποδέσμευση του ευρώ από τη γερμανική ηγεμονία μπορεί να πάρει πολλούς

δρόμους. Είτε τη διάλυση της ευρωζώνης και την επιστροφή σε εθνικά νομίσματα,

είτε τη δημιουργία μικρότερων νομισματικών ενώσεων, είτε ακόμα και την

απομάκρυνση της Γερμανίας από το ευρώ, στο βαθμό που αυτό θα συνεχίσει να

πέφτει όπως ήδη συμβαίνει σήμερα απέναντι στο δολάριο και θα μεταβάλλεται

από «σκληρό» σε «μαλακό» νόμισμα. Δηλαδή, έχει ήδη αρχίσει η κρίση του ευρώ

και εμείς δεν έχουμε κανένα λόγο να είμαστε εκείνοι που θα δώσουμε στον Σόιμπλε

την ευκαιρία, να μεταβάλει την διαφαινόμενη ήττα της γερμανικής πολιτικής της

λιτότητας στην Ευρώπη, σε σύγκρουση με τον πιο ασθενή κρίκο της δηλαδή την

Ελλάδα. Έτσι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα θα βρεθεί υποχρεωμένη να

προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό που δεν θα γίνει με τους καλύτερους όρους.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Δεν πρόκειται με τίποτε να βγούμε από την Ευρωζώνη και από την

Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώτον γιατί κανένας στην πραγματικότητα δεν το θέλει και

φυσικά ούτε και η συγκυβέρνηση, αλλά πολύ περισσότεροι οι «άσπονδοι φίλοι και

σύμμαχοί μας». Αλλιώς θα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου και άντε να μαζέψεις τους

ανέμους. Πολύ περισσότερο θα είχε αρνητικές συνέπειες για την ίδια την Γερμανία.

Η πανουργία της ιστορίας….

Πάντως η κυβέρνηση αυτή κατά παράδοξο τρόπο, εκφράζει έστω και συγκυριακά ή

πρόσκαιρα, κάτι που ξεπερνάει τους κομματικούς μηχανισμούς και τις ιδεολογικές

κατευθύνσεις των κομμάτων που την εκπροσωπούν. Γι’ αυτό εξάλλου μπόρεσε και

να αποκτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο μεν Σύριζα, για να μπορέσει να

φτάσει στο 36,5% του εκλογικού σώματος από το 3% που είχε όταν αποχώρησε η

ΔΗ.ΜΑΡ., πριν από πέντε χρόνια, υποχρεώθηκε να μετασχηματιστεί σ’ ένα κόμμα

που προσπαθεί να εκφράσει, έστω και στρεβλά, την πλειοψηφία της ελληνικής

κοινωνίας. Αυτή είναι εξάλλου η πανουργία της ιστορίας. Οι άνθρωποι που στις

προηγούμενες δεκαετίες είχαν συμβάλει ενεργά στην αποδόμηση της εθνικής

ταυτότητας και του πατριωτικού αισθήματος, βρέθηκαν σήμερα να είναι οι

εκφραστές της αντίστασης της πατρίδας απέναντι στους νέους αποικιοκράτες.

Μήπως κάτι ανάλογο σε μικρότερη κλίμακα δεν είχε συμβεί και στην Κατοχή, όπου

ένα σχεδόν εθνομηδενιστικό κόμμα, όπως το ΚΚΕ τέθηκε επικεφαλής του

εθνοαπελευθερωτικού αγώνα; Και αυτή η ταχύτατη πολιτική και κοινωνική

διεύρυνση, οδηγεί υποχρεωτικά σε μια βίαιη μετάλλαξη του ίδιου του πολιτικού

προσωπικού που καλείται να παίξει αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Η Τασία

Χριστοδουλοπούλου συμμετέχει στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο με τον Πάνο

Καμμένο και τον Νίκο Κοτζιά. Μήπως εξάλλου και η ίδια η νίκη στις εκλογές, του

Σύριζα, δεν διασφαλίστηκε μέσα από απευθείας μετακίνηση ψηφοφόρων της Ν.

Δημοκρατίας προς τον Σύριζα; Και η πανουργία της ιστορίας πάει ακόμα παραπέρα.

Το γεγονός ότι, όπως επιμέναμε προεκλογικά, θα έπρεπε να αποφευχθεί μια

αυτοδυναμία και επομένως μια μονοκομματική κυβέρνηση Σύριζα, υποχρέωσε ένα

κόμμα με αυτές τις ιδεολογικές προδιαγραφές να συνεργαστεί με ένα κόμμα που το

βασικό ιδεολογικό στίγμα βρίσκεται στον πατριωτισμό όπως οι ΑΝ.ΕΛ.

Κατά συνέπεια λοιπόν, όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία, οι ιδεολογικές

μετατοπίσεις τις οποίες έχουμε περιγράψει ως αναγκαίες για το πέρασμα της Ελλάδας

σε μια νέα περίοδο που έχουμε χαρακτηρίσει ως εκείνη του εκσυγχρονισμού της

παράδοσης, πραγματοποιούνται πάντα μ’ έναν τρόπο πρωτότυπο, ιδιαίτερο και

απρόβλεπτο. Δεν είχαμε δηλαδή, μια σταδιακή και «ομαλή» μετεξέλιξη από την

παλιά εθνομηδενιστική και ψευδοδιεθνιστική αντίληψη της ύστερης μεταπολίτευσης

σε μια καινούργια περίοδο, μέσα από τη σταδιακή ενίσχυση ενός πολιτικού

πατριωτικού δημοκρατικού πόλου, αλλά μέσα από μία βίαιη ωρίμανση και

μετάλλαξη των παλιών πολιτικών δυνάμεων. Ένα κομμάτι της εθνομηδενιστικής

αριστεράς, βρέθηκε να εκπροσωπεί τον κύριο πόλο της αντίστασης στην

νέα «γερμανική κατοχή» (αυτό που έχει αποκληθεί η μεταβολή της Ελλάδας σε μια

γερμανική «αποικία χρέους»), άσχετα με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις και αυταπάτες

των ίδιων των φορέων τους. Για παράδειγμα, τα στελέχη ενός ακραία ευρωπαϊστικού

(ευρωλιγούρικου κατά Ζουράρι) κόμματος, οδηγούνται, πιστεύοντας πως

παλεύουν «για όλη την Ευρώπη» σε έναν αγώνα του ελληνικού λαού απέναντι σε

αυτήν την Ευρώπη! Έτσι και στην Κατοχή ο σκληρός πυρήνας του κομουνιστικού

κόμματος, ήταν «διεθνιστικός» αλλά τέθηκε επικεφαλής ενός εθνικού-

απελευθερωτικού αγώνα.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Η πανουργία της ιστορίας τα εξηγεί λίγο πολύ όλα. Δεν θέλω να

επεκταθώ στο θέμα αυτό που θίγει ο Καραμπελιάς. Απλώς σ’ αυτό το σημείο να

τονίσω ότι ο Στάλιν μίλησε για τον «μεγάλο πατριωτικό πόλεμο». Κι’ αυτό γιατί

απλούστατα ο ρώσος εργάτης δεν θα πολεμούσε με επίκληση την ταξική πάλη.

Αυτή είναι η αλήθεια. Πολλοί βέβαια όπως είχε πει κάποτε και ο Νίτσε «δεν θέλουν

να ακούσουν την αλήθεια, γιατί δεν θέλουν να καταστρέψουν τις ψευδαισθήσεις

τους»

Και από την πλευρά του ελάσσονος εταίρου, των ΑΝ.ΕΛ., ένα κόμμα προερχόμενο

όντως από μια πατριωτική αλλά συντηρητική δεξιά, οδηγήθηκε για τις ανάγκες της

επιβίωσής του, σε μια αντίληψη για τον πατριωτισμό «πέραν της αριστεράς και της

δεξιάς», υιοθετώντας συνθήματα και αιτήματα άμεσης δημοκρατίας και κοινωνικής

δικαιοσύνης τα οποία επέβαλε η πραγματικότητα μιας σαρωτικής κοινωνικής κρίσης.

Έτσι, αυτό που προτείναμε εμείς, η δημιουργία δηλαδή ενός πολιτικού πόλου

που να ενσωματώνει τον πατριωτισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογία,

την παραγωγική ανασυγκρότηση, την άμεση δημοκρατία, και την πολιτιστική

αναγέννηση, εμφανίζεται μέσα από μια πολλαπλότητα κομματικών σχηματισμών,

(Σύριζα, ΑΝ.ΕΛ, Οικολόγοι Πράσινοι, πατριωτικό αντιμνημονιακό ΠΑΣΟΚ κ.λπ.)

χωρίς ιδεολογική συνοχή αλλά σπρωγμένο από την πολιτική ανάγκη («ανάγκα και οι

θεοί πείθονται»).

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Κι εδώ έχω να κάνω μερικές παρατηρήσεις. Έχει δίκαιο ο

Καρμαπελιάς, όταν μιλάει για την προέλευση των ΑΝ.ΕΛ. Όμως πρέπει να

λάβουμε υπόψη μας ότι η κοινωνική και πολιτική διαστρωμάτωση στον

πατριωτικό αυτό χώρο έχει αλλάξει, μετά το συνέδριό των Ανεξάρτητων

Ελλήνων, όπου συμμετείχαν πολλές πατριωτικές δυνάμεις από πολλούς χώρους

και όχι μόνον από την δεξιά. Καλό μάλιστα είναι να μελετήσουν κάποιοι που

δεν είναι κακοπροαίρετοι και δεν θέλουν να πέσουν θύματα της προπαγάνδας,

και τις αποφάσεις του συνεδρίου των ΑΝ.ΕΛ. για να αποκτήσουν άμεση γνώση

της «πραγματικής» πραγματικότητας και να μην εμπιστεύονται και παρασύρονται

από την γκεμπελική προπαγάνδα του συστήματος. Κι αυτό γιατί αυτή η

προπαγάνδα θεωρεί τον ελληνικό λαό ηλίθιο, με την έννοια ότι ό,τι του σερβίρει το

διεφθαρμένο και φαύλο σύστημα θα το «χάψει».

Για το τελευταίο του συμπέρασμα ότι δηλαδή αυτός ο πολιτικός πόλος δεν

έχει «ιδεολογική συνοχή», αλλά ότι είναι «σπρωγμένο από την πολιτική ανάγκη

(ανάγκα και θεοί πείθονται)», έχει δίκαιο.

Αλλά αυτά που λέει κατακτώνται μέσα από την πάλη στην πολιτική αρένα και

όχι στα σπουδαστήρια και τα σεμινάρια, που είναι απαραίτητα σαφώς, αλλά

δεν επαρκούν για να αλλάξουν την πραγματικότητα και ούτε η πραγματικότητα

περιμένει τους «σοφούς, τους ειδήμονες και τους καθοδηγητές (ινστρούχτορες)

πότε θα αποφασίσουν εκείνοι ή πότε θα ωριμάσει ο λαός για να ξεκινήσει την

κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων. Εδώ είναι η βασική μας διαφορά στην

εκτίμηση της μορφής πάλης που πρέπει να γίνει: Μπαίνεις στον αγώνα και

μέσα στον αγώνα διαμορφώνεις και την θεωρία και μέσα από την θεωρητική

επεξεργασία την πάλη. Τα σχέδια επί χάρτου είναι καλά, αλλά σε αφήνουν στο

περιθώριο των εξελίξεων. Η ιστορία σε ξεπερνά. Είτε «πιάνεις» την ευκαιρία, όπως

λένε οι αγγλοσάξονες το κατάλληλο «τάιμινγκ», είτε μένεις πίσω όχι δρώντας, αλλά

μόνο αντιδρώντας και καμιά φορά μάλιστα επιθυμώντας η πραγματικότητα να σε

επιβεβαιώσει για να δικαιωθείς και ας καταστραφεί ο τόπος.

Το ερώτημα λοιπόν είναι αν και κατά πόσον θα υπάρξει καιρός ώστε να ωριμάσουν

και ιδεολογικά ώστε να αποκτήσουν την απαραίτητη συνοχή αυτές οι δυνάμεις ή

αν κινδυνεύουμε στην περίπτωση μιας αρνητικής εξέλιξης να οδηγηθούμε σε μία

σαρωτική επανεμφάνιση ακροδεξιών συντηρητικών και εθελόδουλων πολιτικών

σχηματισμών, που θα επιβεβαιώσουν την λογική της παρένθεσης στην οποία

ποντάρει τόσο η κα Μέρκελ όσο και ο κος Σαμαράς. Είμαστε υποχρεωμένοι

δηλαδή, να ποντάρουμε στην ενίσχυση του εθνοαπελευθερωτικού χαρακτήρα του

κυβερνητικού σχήματος, και στην επιβίωση του με αυτήν την μορφή απέναντι στη

γερμανική επιβουλή.

Διότι, βέβαια, όπως συνέβαινε ακόμα και με τις μνημονιακές κυβερνήσεις, εμείς

στηρίζαμε πάντοτε τις ελληνικές κυβερνήσεις όπου και όταν αντιστέκονταν, σε

αντίθεση π.χ. με την τακτική του Σύριζα. Προφανώς λοιπόν, το ίδιο και σε πολύ

μεγαλύτερη κλίμακα θα κάνουμε και τώρα.

Προφανώς, θα εκτιμήσουμε θετικά το γεγονός ότι η πρώτη επίσκεψη του Έλληνα

πρωθυπουργού θα γίνει στην Κύπρο την δεύτερη πολιτειακή έκφραση του

ελληνισμού, όπως και την παρουσία του Πάνου Καμμένου στην περιοχή των Ιμίων

για να τιμήσει αυτούς που έχασαν την ζωή τους. Θα δούμε θετικά οποιαδήποτε

κίνηση που θα ενισχύσει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, και την

ενεργειακή της αυτονομία. Θα στηρίξουμε οποιαδήποτε κίνηση στον χώρο του

πολιτισμού που θα αναδεικνύει την «ελληνική ιδιοπροσωπία μέσα στον κόσμο» και

όχι τον κόσμο ενάντια στην ελληνική ιδιοπροσωπία. Θα στηρίξουμε όλα τα μέτρα

αποκατάστασης της αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, των

θυμάτων της κρίσης κ.λπ., κ.λπ.

….και τα όριά της

Πολλοί φίλοι μας, με δεδομένα όσα προαναφέραμε, αναρωτιούνται γιατί δεν

συμμετείχαμε και εμείς με κάποιον τρόπο –με εκλογική σύμπραξη με τους ΑΝ.ΕΛ.

όπως μας είχε προταθεί–, σε αυτή τη νέα πολιτική διαμόρφωση, ώστε να είμαστε

όπως λένε «περισσότερο αποτελεσματικοί». Είναι πολύ απλό. Η μελέτη της

ιστορίας γενικά και προπαντός του τόπου μας, ιδιαίτερα των εμπειριών των μεγάλων

επαναστάσεων και των κοινωνικών κινημάτων (και του 1821 και της αντίστασης

ενάντια στους Γερμανούς) μας έχει πείσει πως δεν αρκεί η συνάθροιση και η

συσπείρωση πολλών δυνάμεων κάτω από την ανάγκη της συγκυρίας, αλλά χρειάζεται

και μια ξεκάθαρη αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδεολογική συγκρότηση και το πολιτικό

κίνημα. Αντιστοιχία που επιτρέπει την οργανική ενοποίηση των διαφορετικών

συνιστωσών αυτών των κινημάτων, και επομένως, την δυνατότητα μιας οριστικής

νίκης. Το γεγονός, επί παραδείγματι, ότι στην αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς,

έλειπε αυτή η σύνθεση και αυτή η αντιστοιχία έκανε τον Άρη Βελουχιώτη που

ήταν εκφραστής της εθνικοαπελευθερωτικής αντίληψης να μείνει περιθωριακός

στο ίδιο του το κόμμα, και οδήγησε τελικά στην ήττα των δυνάμεων της εθνικής

αντίστασης, που πιάστηκαν στην μυλόπετρα των αντιθέσεων των μεγάλων δυνάμεων

και οδηγήθηκαν στον εμφύλιο.

Έτσι και σήμερα: το γεγονός ότι μια κυβέρνηση επιφορτισμένη με πατριωτικά

καθήκοντα έχει ως κύριο φορέα ένα κόμμα που στο DNA του έχει μια ισχυρή

εθνομηδενιστική πλευρά – γι’ αυτό και το βράδυ των εκλογών ενώ ο Τσίπρας

απευθυνόταν σε «όλους τους Έλληνες» τον αντιχαιρετούσαν περισσότερες….

ισπανικές παρά ελληνικές σημαίες– αποτελεί μια τεράστια τρύπα και αρνητική

υποθήκη για το μέλλον. Εμείς θα θέλαμε μια μεγαλύτερη και ισχυρότερη αντιστοιχία

ανάμεσα στην πολιτική πράξη και την ιστορικοϊδεολογική θεμελίωσή της: Δηλαδή

μια πατριωτική κυβέρνηση να μη χαρίζει την ελληνική σημαία στη Ν.Δ., ούτε την

Ορθοδοξία στους Χρυσαυγίτες, γιατί αυτά θα πληρωθούν ακριβά, εκεί και όταν η

συγκυρία θα θέσει άλλα προβλήματα στο προσκήνιο. Δυστυχώς η πανουργία της

ιστορίας και η ετερογονία των σκοπών δεν αρκούν για να θεμελιώσουν σε σταθερή

βάση μια απελευθερωτική προοπτική για το αύριο. Για να γίνει αυτό χρειάζεται και ο

μετασχηματισμός της βαθύτερης αντίληψης, της ιδεολογίας.

Έτσι λοιπόν, στο βαθμό που πιστεύαμε πως αυτή η επιτάχυνση μέσω των προεδρικών

εκλογών δεν ήταν ώριμη και εκφράσαμε την αντίθεσή μας, θα αποτελούσε μεγάλη

ασυνέπεια εκ μέρους μας η συμπαράταξη για να κερδίσουμε κάποιο βουλευτικό

θώκο, και «μετά βλέπουμε». Πιστεύουμε αντίθετα, πως πρέπει να υπάρχει πάντα

αντιστοιχία, τουλάχιστον από κάποιους, ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις. Πιο

θετικό ρόλο λοιπόν μπορούμε να παίξουμε στην νέα συγκυρία, χωρίς να

συμμετέχουμε στο κυβερνητικό σχήμα, αλλά παλεύοντας για να περάσουμε από τις

απλές πολιτικές συμπράξεις εξαιτίας της συγκυρίας σε μια νέα και στέρεη

ιδεολογικοπολιτική διαμόρφωση.

Το γεγονός εξάλλου ότι χρησιμοποιήθηκαν ακραία πολιτικάντικα μέσα για να

επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα (υπόθεση Χαϊκάλη, εξαπάτηση Κουβέλη, κ.λπ.)

κατά την γνώμη μας επιβεβαιώνει τη διαπίστωσή μας για το ανώριμο το

εγχειρήματος. Διότι όταν το 65% των Ελλήνων τουλάχιστον, σε όλες τις

δημοσκοπήσεις, έλεγε όχι στην επίσπευση των εκλογών, για να την επιτύχεις, θα

έπρεπε να καταφύγεις σε πολιτικάντικα μέσα. Αυτό όμως σημαίνει ότι στις

συγκρούσεις που έρχονται, δεν θα διαθέτεις μια ισχυρή και ξεκάθαρη λαϊκή

συναίνεση.

Γι’ αυτό λοιπόν, επιλέξαμε να συνεχίσουμε στο δρόμο του μετασχηματισμού

ενός ιδεολογικού προτάγματος σε πολιτικό πόλο, πράγμα που στην καλύτερη

εκδοχή θα μπορέσει να συμβεί μέσα από τον μετασχηματισμό των ήδη υπαρκτών

αντιμνημονιακών δυνάμεων, και στη χειρότερη συγκεντρώνοντας τα διάσπαρτα μέλη,

που θα προκύψουν από πιθανές αρνητικές εξελίξεις. Με τον έναν ή άλλο τρόπο, θα

συνεχίσουμε, πάντα διατηρώντας την ιδεολογική μας αυτονομία, να συμμετέχουμε σε

όλους τους αγώνες και τις αντιπαραθέσεις, σε όποιο πεδίο και αν δίνονται αυτές.

Οι καλοί λογαριασμοί λοιπόν κάνουν τους καλούς φίλους. Δεν συμφωνούσαμε και

δεν συμφωνούμε με την επιτάχυνση που πραγματοποιήθηκε εν τέλει, τόσο γιατί τη

θεωρούμε υψηλού ρίσκου, όσο και διότι έγινε με μέσα που δεν μας αρέσουν. Από

την άλλη πλευρά όμως επειδή «ό γέγονε, γέγονε», είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε

μαζί με τον ελληνικό λαό σε όλες τις μάχες που θα δώσει – και μαζί με την σημερινή

κυβέρνηση αν χρειαστεί.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ: Το τελικό μου σχόλιο είναι, σύμφωνα με αυτά που παρέθεσα

ανωτέρω και για να διατηρήσουμε το χιούμορ μας και να μην το εγκαταλείπουμε

ποτέ: Καλά κρασιά, Γιώργο!

Θα τελειώσω όμως την επιχειρηματολογία μου με τον αγαπητό μου ποιητή

Κωνσταντίνο Καβάφη. Στο ποίημα του CHE FECE…IL GRAN RIFIUTO με

προτρέπει:

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησή του.

Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι- το σωστό – εις όλην του την ζωή του.

Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα

Περιοδικό Άρδην – Εφημερίδα Ρήξη

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *