Πλούταρχος Περί Σαρκοφαγίας

Ο λόγος μάς αναγκάζει με φρέσκο μυαλό και καινούργιο ζήλο να ασχοληθούμε με το μπαγιατεμένο θέμα της σαρκοφαγίας. Είναι δύσκολο βέβαια, όπως είπε ο Κάτων, να μιλάει κάποιος σε κοιλιές που δεν διαθέτουν αυτιά” Με
αυτόν τον τρόπο ξεκινάει ο Πλούταρχος το δεύτερο από τα δύο έργα του με τον κοινό τίτλο Περί Σαρκοφαγίας, δύο λόγους πάνω στο ίδιο θέμα που απευθύνονται στον ακροατή με δύο μέρες διαφορά.
Ήδη από την αρχαιότητα, διαπιστώνουμε ένα φιλοσοφικό προβληματισμό και αρκετές επιστημονικές μελέτες για το ποια είναι η φύση των ζώων και ποια είναι η σχέση τους με τους ανθρώπους  με αποκορύφωμα τις αναφορές φανερές ή συγκεκαλυμμένες σχετικά με την αποχή από την κρεοφαγία είτε σε σχέση με την υγιεινή διατροφή είτε στα πλαίσια ενός απλού και απέριττου βίου.
Στον αντίποδα αυτής της άποψης υπήρχαν και φωνές, όπως αυτές των Στωικών φιλοσόφων που θεωρούσαν ότι τα ζώα είναι κατώτερα από τη φύση τους χωρίς νου και αισθήματα, δεν αισθάνονται πόνο και έτσι οι άνθρωποι έχουν κάθε δικαίωμα να τα εκμεταλλεύονται και να τα δολοφονούν.
Έχουν χυθεί τόνοι μελανιού από τότε μέχρι ακόμα και σήμερα σχετικά με θέματα που αφορούν ζητήματα όπως κατά πόσο τα ζώα έχουν λογική, για το αν οι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν μια ισότιμη σχέση μεταξύ τους, για το αν είναι ικανά να νιώσουν την ευχαρίστηση ή τον πόνο και κατά πόσο οι πράξεις των ανθρώπων απέναντί τους έχουν μια ηθική διάσταση.
Με λίγα λόγια δικαιολογείται ο άνθρωπος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να καταναλώνει κρέας ή μήπως η κρεοφαγία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος ζωής που κάποιοι τον υιοθετούν και άλλοι όχι; Έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν σε άλλα άρθρα μας τι είναι ο “άνθρωπος” που καταναλώνει τροφές αίματος και αν θυμάστε οι αρχαίες πηγές που αναφέρονται σε Πνευματικούς Ανθρώπους δίνουν πάρα πολύ εύστοχα επιχειρήματα για το θέμα.
Με εξαίρεση ίσως το έργο του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου, Περί αποχής εμψύχων, και το Περί Ευσεβείας του Θεόφραστου κανείς άλλος συγγραφέας της αρχαιότητας εκτός από τον Πλούταρχο δεν έχει γράψει τόσο περιεκτικά και τόσο ένθερμα για την ανάγκη αποχής από την κατανάλωση κρέατος βασιζόμενος σε αισθητικούς, πνευματικούς, ηθικούς λόγους, αλλά και λόγους υγιεινής.
Στη συλλογή του «Ηθικά» ο Πλούταρχος αναζητά την εφαρμογή της αρετής στην πρακτική πλευρά της ζωής. Στους «Περί σαρκοφαγίας» λόγους του μάλιστα προβληματίζεται έντονα.
Προφανώς απαυδημένος από τα ελληνορωμαϊκά συμπόσια αναρωτιέται πώς γίνεται – έχοντας στη διάθεσή μας τέτοια νόστιμη ποικιλία από φρούτα, λαχανικά και καρπούς – να θέλουμε με το ζόρι να νοστιμίσουμε τη ματωμένη σάρκα ενός ζώου «σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος» για να μπορέσουμε να τη φάμε.
Οι απόψεις του για την κρεατοφαγία είναι ωμές και σοκαριστικές!
Τι ονομάζουμε λιχουδιά; «εγώ απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχούνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων».
Πού είναι τα κοφτερά δόντια σου; «Το ότι δεν είναι στη φύση του ανθρώπου να τρώει κρέας φαίνεται κατ’ αρχάς από την κατασκευή του σώματος. Πράγματι το ανθρώπινο σώμα δε μοιάζει με κανενός ζώου από όσα έχουν φτιαχτεί για να τρώνε κρέας: Δεν υπάρχουν προτεταμένα χείλη, μυτερά νύχια, κοφτερά δόντια, γερό στομάχι και θερμή πνοή ικανή να μετατρέψει και να επεξεργαστεί τα βαριά συστατικά του κρέατος. Έτσι η φύση με τα λεία δόντια, το μικρό στόμα, τη μαλακή γλώσσα και την αδυναμία της πνοής για πέψη αποκλείει τη σαρκοφαγία».
Σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας: «Αν υποστηρίζεις ότι είσαι φτιαγμένος για τέτοιου είδους τροφή, πρώτα σκότωσε ο ίδιος αυτό που θέλεις να φας, από μόνος σου, χωρίς να χρησιμοποιήσεις κοπίδι, ρόπαλο ή πελέκι. Αντίθετα, όπως οι λύκοι, οι αρκούδες και τα λιοντάρια σκοτώνουν μόνα τους τα ζώα που τρώνε, σκότωσε με δάγκωμα βόδι ή με το στόμα γουρούνι, ξέσκισε αρνί ή λαγό και πέσε πάνω του να το φας όσο είναι ακόμα ζωντανό, όπως κάνουν εκείνα».
Εξαπατημένη γεύση: «Αν περιμένεις να βρεθεί νεκρό αυτό που τρως (και η παρουσία ψυχής σε κάνει να ντρέπεσαι στο να φας τη σάρκα), τότε γιατί τρως το άψυχο πηγαίνοντας ενάντια στη φύση; Ωστόσο ούτε άψυχο και νεκρό το τρώνε όπως είναι, αλλά το βράζουν, το ψήνουν, το μεταβάλλουν με φωτιά και χημικές ουσίες αλλοιώνοντας, μετατρέποντας και σβήνοντας με μύρια καρυκεύματα τη γεύση του αίματος, ώστε το γευστικό όργανο (η γλώσσα, ο ουρανίσκος) να εξαπατηθεί και να δεχτεί ό,τι του είναι ξένο».
Με μέλι και μυρωδικά: «Εμείς όμως είμαστε τόσο λεπτεπίλεπτοι (μολονότι μολύνουμε τα χέρια μας με αίμα), ώστε αποκαλούμε το κρέας προσφάγι κι έπειτα χρειαζόμαστε άλλα συμπληρώματα για το ίδιο το κρέας, ανακατεύοντας λάδι, κρασί, μέλι, ψαρόζουμο, ξίδι μαζί με μυρωδικά από τη Συρία και την Αραβία, σαν να ενταφιάζουμε πράγματι νεκρό».
Αργότερα, αυτού του είδους η διατροφή ξεχάστηκε μέχρι που την επανέφερε ο Πυθαγόρας. (946Ε). Επιπλέον, ήδη από την πρώτη παράγραφο του έργου φαίνεται να μην ενδιαφέρει και τόσο τον Πλούταρχο ποιος ήταν ο λόγος που ο Πυθαγόρας δεν έτρωγε κρέας, όσο ότι είναι πιο σημαντικό να αναρωτηθεί κάποιος τι ήταν αυτό που παρακίνησε τον πρώτο άνθρωπο να το εντάξει στη διατροφή του.
“Εσύ ρωτάς για ποιο λόγο ο Πυθαγόρας απέφευγε να τρώει κρέας, εγώ, αντίθετα, απορώ τι έπαθε και τι ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος και ακούμπησε το στόμα του σε αίμα σκοτωμένου πλάσματος, πλησίασε τα χείλη του σε σάρκα πεθαμένου ζώου και, παραθέτοντας σε τραπέζι μπαγιατεμένα πτώματα, ονόμασε λιχουδιές και νοστιμιές τα μέρη που λίγο πριν βρυχόνταν, μιλούσαν, κινούνταν και έβλεπαν. Πώς τα μάτια του άντεξαν να δουν αίμα πλασμάτων που σφάζονταν, γδέρνονταν, διαμελίζονταν, πώς η όσφρησή του άντεξε την αποφορά, πώς η σκέψη του μιάσματος δεν απέτρεψε τη γλώσσα να αγγίζει ξένα έλκη και να απολαμβάνει τους χυμούς και τα υγρά θανάσιμων τραυμάτων.
Τα δέρματα ανατρίχιασαν και τα κρέατα γύρω στις σούβλες μούγκρισαν ψημένα και ωμά, όταν ακούστηκε η φωνή των βοδιών (απόσπασμα από μία ωδή του Πινδάρου).
Τούτο βέβαια είναι πλάσμα της φαντασίας και μύθος, το δείπνο όμως είναι στ’ αλήθεια τερατώδες, να πεινάει κάποιος για ζώα που μουγκρίζουν ακόμα, να υποδεικνύει με ποια ζώα πρέπει να τρεφόμαστε, και να επινοεί μεθόδους για την άρτυση, το ψήσιμο και το σερβίρισμα των φαγητών. Την περίπτωση εκείνου που εγκαινίασε την τακτική τούτη πρέπει να εξετάσει κάποιος και όχι αυτού που τη σταμάτησε έστω και αργά.” [Περί κρεοφαγίας, 933 B-C].
Ο Πλούταρχος λοιπόν θεωρούσε ότι στα πρώτα στάδια της ζωής του ο άνθρωπος ήταν αποκλειστικά χορτοφάγος και αυτό που τον απασχολεί ιδιαίτερα, αλλά και ουσιαστικά είναι ότι από τη στιγμή που έβαλε το κρέας στη διατροφή του διαπράχθηκε παραβίαση μεταξύ της ισότιμης και δίκαιης σχέση που πίστευε ότι υπήρχε μεταξύ ανθρώπων και ζώων.
Ο Πλούταρχος έζησε περίπου από το 45 ως το 120 μ.κ.ε. και υπήρξε βιογράφος και δοκιμιογράφος με τεράστιο συγγραφικό έργο.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *