Είναι αυτονόητο ότι τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο

Γράφει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος *

Πριν από 6 χρόνια σημείωνα: η συγκεκριμένη ελληνική κρίση εκφράζει κρίση βεβαιοτήτων, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται μέσω αυτών. Όχι μόνον κοινωνικών και οικονομικών (α)βεβαιοτήτων, αλλά και πολιτικών. Η κρίση ανέδειξε σε κυρίαρχο τον…
ψυχωτικό λόγο, στη θέση του αμιγώς πολιτικού λόγου, και αυτό αποτελεί την κορύφωση της κρίσης ερμηνείας του πολιτικού φαινομένου στον τόπο μας.

Τώρα, αναγνώστη μου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά με το μη αυτονόητο του αυτονόητου. Εκεί που νομίζαμε – έτσι δίδασκε η κυρίαρχη ελίτ και το ιδεολόγημα της – πως θα μπορούσαμε να αντικειμενοποιήσουμε την πραγματικότητα, να την κάνουμε ουδέτερο στοιχείο του στοχασμού μας, διαπιστώνουμε τρομαγμένοι πως η τάξη πραγμάτων που δομούμε για να κατανοήσουμε τον κόσμο μας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η σχέση μας με τις βασικές έννοιες της ζωής και τα βασικά πράγμα της ζωή μας σε κρίση. Οι ίδιες οι έννοιες με τις οποίες ορίζουμε το καλό και συμφέρον βρίσκονται σε κρίση!

Μάλιστα αναγνώστη μου, πρόκειται για δραματική κρίση ταυτότητας! Πολίτες, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, θεσπισμένοι φορείς του δημοσίου συμφέροντος και κόμματα, διέρχονται κρίση ταυτότητας, επίσης. Είναι σαν κάποια εξουσία του υποσυνειδήτου, της ψυχής αν προτιμάς, να αμύνεται απέναντι στην πολιτική εξουσία, η οποία ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες δεν έμοιαζε τόσο πολύ με άσκηση βίας που ξεπερνά την διάνοιά μας. Η βία της πολιτικής εξουσίας και κυρίως η βία μέσω της αναπαράστασης αυτής στα ΜΜΕ (με κυρίαρχη εδώ την τηλεόραση) αποκρυσταλλώνεται ως βία της ερμηνείας και διαταράσσει σοβαρά το αντιληπτικό μας σύστημα.

Άντε να αποφασίσεις μετά, άντε να δράσεις μαζικά!

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το Εγώ μας, στην προσπάθειά του να υπάρξει κοινωνικά, εκδηλώνεται ως ψύχωση. Παραληρούμε, αντιδρώντας στο γενικευμένο παραλήρημα των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων – και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης ασφαλώς! Δίνουμε μια ψυχωτική απάντηση στο πολιτικό παραλήρημα, που λες και αποσκοπεί στην σύγχυση, στην απόλυτη καταστροφή των βεβαιοτήτων που δομούσαν την καθημερινότητα πλουσίων ή φτωχών, κεφαλαιοκρατών ή ανέργων και εργαζομένων. Δεν υπάρχει πλέον ταλάντευση μεταξύ σωστού και λάθους, αλλά πολύ φοβάμαι ρήξη μεταξύ των ζωτικών εικονογραφικών αναπαραστάσεων που δομούν συνείδηση και υποσυνείδητο. Αυτή η ρήξη θα μπορούσε να καταλήξει στην κυριαρχία του εικονογράμματος της απόρριψης (όλων των Άλλων και επιπλέον του εαυτού μας).

Ξέρεις που εισήλθαμε; Στο φάσμα της επιθυμίας αυτο-εκμηδένισης! Εκμηδενίζοντας την ικανότητα της πολιτικής να παράγει βεβαιότητες, μέσω της δόμησης σχετικά σταθερών και συνεκτικών τάξεων πραγμάτων, καταλήγουμε να επιθυμούμαι την αυτο-εκμηδένιση για να υπάρξει συγκυριακή λύτρωση από την δραματική, αντικειμενική διάσταση του Εγώ από το Υπάρχω. Αυτό είναι μια μεγάλη εσωτερική διαταραχή, στην θέση μιας ανύπαρκτης εξωτερικής (κοινωνικής) εξέγερσης και στη θέση ενός κινήματος, ως μορφή παραγωγής ενός ασφαλούς κοινωνικού αυτοματισμού, πολιτικά νομιμοποιημένου. Ως του αυτοματισμού του αυτονοήτου.

Η κρίση του αυτονοήτου εκφράζει, λοιπόν, μια σοβαρή κρίση πολιτικής νομιμοποίησης, όχι απλώς εις βάρος των κυβερνώντων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), αλλά όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων. Κρίση ακόμη και στην ιδιαίτερη σχέση μας, αναγνώστη μου, καθώς ο λόγος μου εκλαμβάνεται ως βία στη βία και έτσι η βία που με ορίζει μοιάζει πλέον αβάσταχτη για τον αποδέκτη! Δεν με αντέχεις, όπως δεν αντέχεις κανέναν άλλον, καθώς έφτασες να μην αντέχεις πλέον τον ίδιο σου τον εαυτό. Η πολιτική θα ξεκινήσει ξανά στο τόπο μας, στο βαθμό που τα ξαναβρούμε με τον εαυτό μας. Και θα τα ξαναβρούμε με τον εαυτό μας, στο βαθμό που αποκατασταθούν οι στοιχειώδεις βεβαιότητες της καθημερινότητάς μας. Στο βαθμό που ισορροπήσουμε πολιτικώς. Και θα ισορροπήσουμε πολιτικώς, στο βαθμό που αποβάλουμε από το αντιληπτικό μας σύμπαν τους σαμποτέρ της πολιτικής αφήγησης, τους λαϊκιστές, τους κιτρινιστές, τους διαστρεβλωτές και κυρίως στο βαθμό που συνειδητοποιήσουμε την ψύχωσή (μας), για την οποία σου γράφω σήμερα.

Κοιτάξτε, η Ελλάδα βιώνει αυτό που μου αρέσει να αποκαλώ «ιδρυτικές οδύνες». Αυτό που είχε κάποτε εξαγγείλει παιδαριωδώς ο Κώστας Καραμανλής, τώρα γίνεται πραγματικότητα. Οδεύουμε για επανίδρυση του κράτος, κυριολεκτικώς. Όπως, και προς αυτό που έλεγε ο βερμπαλιστής Δημήτρης Αβραμόπουλος, στο τέλος του βιο-ιστορικού κύκλου του κομματικού φαινομένου του 1974. Μόλις ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία μετάβασης σε μια νέα πολιτικώς εποχή, θα επανέλθουν και τα αυτονόητα στην ρύθμιση της καθημερινότητάς μας. Μέχρι τότε ας είναι αυτονόητο ότι τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο!

Πώς θα μπορούσε να ζήσει κανείς σχετικά ομαλά, μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Αποκλειστικά, καταπολεμώντας καθημερινά την ψύχωση που αυτό προκαλεί. Πώς; Δεν ξέρω ακριβώς, δεν διαθέτω συνταγή! Ψάξε μόνος σου, κτίζοντας από την αρχή το «Εγώ» εντός ενός ρευστού υπάρχω, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεις ως καταστροφικό, ως το τέλος της ιστορίας σου (της ιστορίας της γνώσης σου, της εμπειρίας σου και της ιστορίας του σώματός σου). Το τέλος μιας εποχής, δεν είναι το δικό σου τέλος, αλλά δυνητικά η δική σου νέα αρχή. Το σημερινό περιβάλλον των αβεβαιοτήτων, είναι δομημένο από τα ίδια υλικά με εκείνο των χθεσινών βιαιοτήτων. Με μια κρίσιμη διαφορά: το πρώτο παραπέμπει στο δεύτερο μέσω μιας θυματοποιητικής, εκδικητικής, γενικευμένα απολιτικής, ισοπεδωτικής και μηδενιστικής αφήγησης. Θα ξανασυναντηθούμε, δήθεν, με τον κατακερματισμένο εαυτό μας, αν εξολοθρέψουμε τον Άλλον (τον όποιον Άλλον), που θωρούμε πως απειλεί την ύπαρξή μας ή απλώς δυστυχεί λιγότερο από εμάς. Τραγικό λάθος! Με τον χθεσινό εαυτό μας, δεν πρόκειται να ξανασυναντηθούμε ποτέ, ούτε ασφαλώς να αισθανθούμε κάποιο είδος ολοκλήρωσης, όσο ζούμε στην βαρβαρότητα της πατριαρχικής ηγεμονίας με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Αν αναζητήσεις την ολοκλήρωση μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται μάλιστα από κρίση, είναι βέβαιον πως είσαι έτοιμος να αποδεχτείς και να συμβάλεις σε κάποια μορφή πολιτικού ολοκληρωτισμού, όπου η σημασία θα ετεροκαθορίζεται από μια αρχή, την οποία θα δεχτείς ως υπέρτατη αναγκαιότητα, ως τον απόλυτο, αυθεντικό ρυθμιστή των αυτονόητων, τα οποία θα γίνουν με ένα ψυχωτικό τρόπο και δικά σου αυτονόητα για να υπάρξεις, προσαρμοζόμενος στην ηγεμονία της. Μόνον που αυτό θα ήταν η απόλυτη βαρβαρότητα!
Αναγνώστη μου, υπάρχει κάτι που πρέπει να μας κάνει ευτυχείς αυτή την περίοδο στην Ελλάδα. Η πραγματικότητα πως είναι αυτονόητο ότι τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο, εδώ, αποτελεί στην κυριολεξία μια συνθήκη που παραπέμπει σε κρίση της βαρβαρότητας, γινόμενοι ταυτόχρονα μάρτυρες εκδηλώσεων δραματικής βαρβαρότητας, εξαιτίας της σοβαρής κρίσης στο πολιτικό και κοινωνικό μοντέλο της χώρας. Αυτό το διαλεκτικό σχήμα θα μπορούσε να συμβάλει στην αναγέννηση της πολιτικής, όχι ως μορφή ρατσιστικού ή ιδεολογικού αποκλεισμού, αλλά ως μορφή ήπιων πολιτικών που δεν στηρίζονται στην απειλή της εξολόθρευσης.

Για να συμβεί αυτό θα πρέπει όσο γίνεται πλέον πιο ομαλά να πάμε αμέσως σε γενικές εκλογές, χωρίς ασφαλώς προβοκάτσιες, έτσι ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον λαό να μεταθέσει την δική του αβεβαιότητα στο πολιτικό σύστημα. Οι εθνικές εκλογές θα μπορούσαν έτσι να αποτελέσουν ένα πεδίο αντιμετάθεσης της βίας: από τον πολίτη στο πολιτικό σύστημα . Με την ευθύνη να περνά πλέον στον πρώτο, για την κατεύθυνση της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Συγκυριακά, αυτό θα αποφόρτιζε το κλίμα του μηδενισμού και της γενικευμένης επιθετικότητας και θα προσέφερε μια προσωρινή θεραπεία στον ψυχωτικό εαυτό του πολίτη, δια της πολιτικής συμμετοχής. Δεν θα προκαλούσε, ωστόσο, μεγαλύτερη ανασφάλεια στους, σχετικά έστω, βολεμένους; Θα προκαλούσε, αλλά αυτό θα ισορροπούσε τις σχέσεις στην κοινωνία. Είναι κακό άλλοι να ζουν υπό καθεστώς απόλυτης αβεβαιότητας και άλλοι την ρουτίνα του αυτονόητου, που δεν είναι πλέον αυτονόητο για τους περισσότερους. Η αβεβαιότητα των εκλογών, θα προσέφερε στην υπόθεση της κοινωνικής ισορροπίας, άρα και στην κοινωνική συνοχή με την έννοια πως όλοι πλέον θα συμφιλιώνονταν με την αρχή της δημιουργίας και της δημιουργικότητας, την αρχή της αναγέννησης της πολιτικής και της «επανίδρυσης» των κοινωνικών σχέσεων. Την αρχή: είναι αυτονόητο ότι τίποτα δεν είναι πλέον αυτονόητο…

* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *