Τα νησιά της εξορίας!

Ο Χρόνης Μίσσιος, που η ζωή του ακολούθησε την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα, στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”, απευθύνεται σε ένα νεκρό
σύντροφο και καταγράφει τα βιώματά του από την εξορία, τη φυλακή, τα βασανιστήρια στην Ασφάλεια. Σε ένα απόσπασμα διαπιστώνει: “Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε,
και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ ‘αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων σε ένα μονάχα 24ωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία … Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο – Στέφανο … τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Μερικές από τις εμπειρίες αυτών των ανθρώπων δημοσιεύονται στον τύπο σήμερα, 35 χρόνια από τότε που ο τελευταίος εξόριστος έφυγε από το Θανατονήσι, τη Γυάρο.

 Γ. ΛΥΔΙΑΣ, Εφημερίς «Ελευθέρα Γνώμη» (Βραχύβια εφημερίδα με αριστερή κατεύθυνση. Εκλεισε λίγο μετά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936. Εξέδιδε συγχρόνως και το εγκυκλοπαιδικό-λαϊκό περιοδικό Α.Ο.Δ.Ο. (Από Ολα Δι ‘Ολους) με διευθυντή τον ποιητή Νίκο Χάγερ-Μπουφίδη), 10 Ιουνίου 1936 / / επιλογή-αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης, εφημερίδα Ελευθεροτυπία

“Τα νησιά των εξορίστων – Οι σιωπηλοί και άγνωστοι μάρτυρες”

“Η «κολλεχτίβα» της Ιου αποτελούσε άλλοτε την πλουσιωτέρα και πιο ενδιαφέρουσα ομάδα συμβιώσεως των εξορίστων. Είχε πολλούς να διαθρέψη. Το Κράτος έστελνε βαποριές ολόκληρες θυμάτων του Ιδιωνύμου, και η Νιό, με τις ακρογιαλιές της και τα γλέντια των ναυτικών, που δεν απέλιπαν, μπορούσε να θεωρηθή ο ιδεώδης τόπος … εξορίας!

Στο μισογυρμένο κι ‘έτοιμο να καταρρεύση σπίτι της παραλίας, όπου μ’ ωδήγησαν να βρω τα θύματα ενός Κράτους αναλγήτου και εγκληματικού, δεν βρήκα μόνον εξορίστους, πεινασμένους και υποφέροντας. Βρήκα όλη την ιστορία του πολιτισμού κουρελιασμένη, την έννοια κάθε ανθρωπισμού τσαλακωμένη κατά τρόπον οικτρόν και αξιοθρήνητον. Είδα στους εξορίστους κι ‘ανάμεσα στην απερίγραπτη τραγωδία της ζωής των, όλους αυτούς τους συμφεροντολόγους υμνωδούς, που τραγουδούν τα αγαθά των τωρινών συστημάτων και εκδηλώσεων του Κράτους ως ζωής ωργανωμένης, υποκείμενα γελοία όσον και κακοποιά … Το Κράτος σκέφθηκε να τους απομονώση, αδιάφορο για τη ζωή των. Τους έστειλε εκεί και τους εγκατέλειψε. Πεινούν, διψούν και κάθε μέρα που περνά, σβύνει και ένα χρόνο της ζωής των.

Τέσσαρα πτώματα αντίκρυσα μπαίνοντας. Ξαπλωμένα σε πρόχειρα κρεββάτια, σήκωσαν λίγο τα χλωμά και αναμαλλιασμένα κεφάλια των και κύτταξαν:
– Ποιον ζητάτε? … ρώτησε μια φωνή σαν ψίθυρος.
– Ολους σας … Είμαι …
Αλλά τι ήμουνα την κείνη ώρα? Ποιος άνθρωπος στη θέσι μου δεν θάνοιωθε ντροπή, ακριβώς διότι ήταν άνθρωπος, θεατής μιας τέτοιας καταισχύνης, τέτοιου εξευτελισμού κάθε εννοίας πολιτισμού και ανθρωπίνων αισθημάτων?
Οι τέσσαρες ζωντανοί νεκροί σηκώθηκαν. Μάλλον επίστευαν ότι σε ύπνο έβλεπαν την άφιξι δημοσιογράφου.
– Δεν μας έχουν συνηθίσει … Προ μηνός πέρασε κάποιος ηλικιωμένος με μαλλιά σαν χαίτη αλόγου. Τράβηξε στο χωριό, έφυγε έκαμε μια βόλτα κι ». Εγραψε ύστερα στην εφημερίδα του πως πήγε στον … Παράδεισο. Οι καχεκτικές γυναίκες τού φάνηκαν άγγελοι. Και το μόνο που βρήκε να γράψη, ήταν ότι η Νιό έχει τις ωραιότερες γυναίκες! …

 Οι ετοιμοθάνατοι για την ζωήν των άλλων
Εμπρός μου είχα τον εξόριστο καπνεργάτη Ιωάν. Μανιτσάρα, τον επίσης καπνεργάτη Στ. Βουδούρογλου, τον εργάτη της γης Ιωάν. Στάθη και τον φοιτητή από τον Πύργο Ν. Μπελογιάννη. Ελειπαν δύο. Ο Ηλίας Βέργος, ιατρός από τον Βόλο και σπουδασμένος στην Γερμανία και ο Θεόδ. Χαρμπαντίδης, σωφέρ. Ο τελευταίος αυτός δεν άργησε να έλθη. Μισόγυμνος, είχε χωθή στη θάλασσα ζητώντας τροφή … Επί ώρες αγωνιζότανε να ξεκολλά από τα βράχια μικροσκοπικά όστρακα, να βρίσκη σαλιγκάρια και καβούρια, που εκρύβοντο μέσα στις τρύπες και του αιμάτωναν τα χέρια.
– Δεν χωρταίνει εύκολα κανείς, είπε, με πεταλίδες … Τρως μία και μέχρις ότου βρης την δεύτερη, έχεις χωνέψει την πρώτη! …

Ενώ μιλούσαμε για τη ζωή της εξορίας, έφθασε ο γιατρός Βέργος. Ανθρωπος νέος, μορφωμένος και ενθουσιώδης για το μέλλον της ζωής.
– Δεν μπορούμε να πεθάνωμε … έλεγε εις απάντησιν της διατυπωθείσης ιδικής μου απαισιοδοξίας. Θα ζήσωμε, ακριβώς διότι αυτοί μάς έστειλαν για να πεθάνωμε εδώ. Υποφέρομε, βέβαια, η πείνα μάς εξαντλεί και μας θερίζουν οι στερήσεις, αλλά δεν χάνομε το θάρρος μας. Και όχι μόνο δεν λιποψυχούμε, αλλά φροντίζομε και για τους ντόπιους. Γιατρός και φάρμακα δεν υπάρχουν στο νησί. Οι κάτοικοι πεθαίνουν με ένα τσίμπημα καρφίτσας, με λίγο περισσότερο βήχα, χωρίς να βρίσκεται λίγη κινίνη, μια ασπιρίνη, μια σταγόνα ιωδίου. Η «κολλεχτίβα» μας δεν έχει τρόφιμα, ούτε ψωμί, έχει, όμως, τα απαραίτητα και στοιχειώδη φάρμακα. Εγώ προσωπικώς φροντίζω για τους αρρώστους χωρικούς. Δεν μπορούμε να τους αφήνωμε να πεθαίνουν. Τώρα νηστικός και εξηντλημένος γυρίζω από κάποιον άρρωστον. Θα ξεκουραστώ λίγο, θα φάω λίγο ξερό ψωμί και θα τραβήξω τον ανήφορο προς το χωριό, για άλλους αρρώστους …

Αργά το βράδυ, γυρίζοντας πίσω στο λιμάνι, μιλήσαμε για τις αφορμές της εξορίας των. Ο γιατρός είχε θεωρηθή … επικίνδυνος από την χωροφυλακή Βόλου και γι ‘αυτό κατεδικάσθη 3 χρόνια φυλακή και 1 χρόνο εξορία. Οι καπνεργάτες Μανιτσάρας και Βουδούρογλου εφυλακίσθησαν και στάλησαν εξορία, ο πρώτος γιατί έλαβε μέρος σε «νόμιμη» συνέλευσι των καπνεργατών και ο δεύτερος γιατί εθεωρήθη επικίνδυνος! Ο αγρότης Στάθης κατεδικάσθη ένα χρόνο εξορία από την Επιτροπή Ασφαλείας Κοζάνης γιατί συμμετέσχε και αυτός εις μίαν κάθοδον των εργατών γης των Σκοπίων.
Ο σωφέρ Χαρμπαντίδης κατεδικάσθη 1 χρόνο φυλακή και εξορία, γιατί ευρέθη εις το αυτοκίνητό του ένα φύλλο … «Ριζοσπάστου»! Τέλος, ο φοιτητής Μπελογιάννης κατεδικάσθη εις τον Πύργον σε φυλάκισι 2 ετών, σε πρόστιμο 5 χιλ. δραχμών και 2 ετών εξορία, γιατί εζητωκραύγασε σε μια συγκέντρωσι υπέρ του … «Εθνικού λαού»!

 Σίκινος, άλλο νησί μαρτυρίου
Η Σίκινος δεν απέχει πολύ από την Νιό. Ούτε και διαφέρει των άλλων νησιών του μαρτυρίου και του θανάτου. Ξερότοπος, πιο πολύ από την Νιό και την Φολέγανδρο, θαρρεί κανείς ότι έχει μαζέψει επάνω της όλες τις πέτρες του κόσμου. Για πείνα και για δυστυχία ας μη γίνεται πια λόγος … Η φυματίωσις και οι άλλες αρρώστειες έχουν ρημάξει τους εξορίστους.
Εκεί συνήντησα τους εξορίστους Δημ. Παπανικολάου, καταδικασθέντα διότι ήτο υποψήφιος βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου, Δημ. Παγώνην, Ν. Παπαβασίλην, Ν. Μαντηλάν, Ι. Χατζηφόρον, Γουβέκαν, τον αγράμματον Καπνάν, ο οποίος κατεδικάσθη ως επικίνδυνος … δημοσιογράφος και τυπογράφος (!), Λάππαν, Ακίνδυνον, Σ. Χατζησταύρου, Καζαντζήν, Αυξεντίου, Θεοδωρίδην, Μελίδην, Μπαρμπαλέξην, Μπαξιβάνην, Κομνηνόν και Κωστάραν. Επίσης, παράλληλα στις άλλες γελοίες αποφάσεις, συνεπεία των οποίων εξωρίστηκαν τόσοι άνθρωποι, βρήκα και δύο, που πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως: Στη Σίκινο ευρίσκεται εξόριστος ο Ιωάν. Ζαχαρόπουλος, διότι, λέγει η απόφασις, «είναι ευγενής, και διά της ευφραδείας του κατορθώνει να δημιουργή οπαδούς!». Η άλλη είναι τραγικωτέρα. Ο εξόριστος Χαρ. Θεοδοσίου κατηγορήθη ότι έκαμε Σοβιέτ εις την … Μυτιλήνην. Πώς? Ο Νομάρχης τούς είχε δώσει μοναστηριακά κτήματα να τα μοιράσουν. Ο Θεοδοσίου, μαζή με άλλους, ανέλαβε την εντολήν από τον Νομάρχην. Τα μοίρασαν, αλλά μόλις τελείωσαν την εργασίαν των, συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν! “

ΑΛΕΞΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΗ, περιοδικό Ταχυδρόμος, εφημερίδα Τα Νέα

“Μια νύχτα στη Γυάρο”

“Σαι κάποιος Θέλεις να ‘? Τόλμα τότε κάτι άξιο να σε στείλει στη Γυάρο και τη φυλακή ». Αυτά τα λόγια έρχονται ξανά και ξανά στο μυαλό. Τόπος ξερός, άνυδρος. Δέντρα ελάχιστα. Ζέστη αφόρητη. Ο ήλιος πυρώνει, αν και είναι ήδη αργά το απόγευμα. Αποβιβάζομαι στο νησί, κοιτάζω το φουσκωτό που χάνεται στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι «τι γυρεύω εγώ εδώ?». Γυάρος. Μόλις 13 μίλια μακριά από τη Σύρο. 15 από την Άνδρο και άλλα τόσα από την Τήνο. Την αποκάλεσαν Θανατονήσι. Νησί του Διαβόλου. Νταχάου της Μεσογείου. Βαστίλη. Νεκροταφείο. Όλα αυτά μαζί και ξεχωριστά. Και πολύ περισσότερα. Σίγουρα πολύ περισσότερα.

Κοιτάζω ολόγυρα. Ερημιά. Μπροστά μου υψώνεται το επιβλητικό κτίριο της φυλακής. Με δυσκολία ανοίγω τη σκουριασμένη πια από το χρόνο και την αλμύρα καγκελόπορτα και μπαίνω στο εσωτερικό. Το σκοτάδι πηχτό. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτε άλλο παρά μόνο τα τεράστια σκαλοπάτια που οδηγούν σ ‘ένα στενό, μακρύ διάδρομο. Η μούχλα και η υγρασία σε συνδυασμό με τη δυσωδία από τα περιττώματα και τα κουφάρια των αρουραίων και των αγριοκάτσικων, που υπάρχουν στο εσωτερικό, κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Νομίζω ότι βρίσκομαι εγκλωβισμένη σε πηγάδι. Τάφος υγρός. Θέλω να φύγω. Το σκοτάδι, ωστόσο, με ρουφάει ολοένα και πιο βαθιά.

 Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗΣ!
Προχωρώ. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν θάλαμοι. Άλλοι μικροί, άλλοι μεγαλύτεροι. Τα παράθυρα, αν και αρκετά μικρά και σε μεγάλο ύψος, επιτρέπουν να περάσουν κάποιες αχτίδες φωτός, κάνοντας έτσι την κατάσταση υποφερτή. Κάποιοι θάλαμοι οδηγούν σε υπαίθριους χώρους, οι οποίοι όμως περιστοιχίζονται από πανύψηλους τοίχους, μισογκρεμισμένους πια. Στο εσωτερικό υπάρχουν σκαλοπάτια που οδηγούν σε άλλες αίθουσες.
φορές αναγκάζομαι να γυρίσω προς τα πίσω για να βρω τον προσανατολισμό μου. Σωστός λαβύρινθος. Που και πού σκοντάφτω σε αγκαθωτά συρματοπλέγματα, τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούνταν για τη σίγουρη αποτροπή οποιασδήποτε προσπάθειας απόδρασης. Απόδραση για πού, αλήθεια? Σε πολλά δωμάτια δεν υπάρχει πρόσβαση πια, καθώς μεγάλα κομμάτια τσιμέντου έχουν αποκολληθεί φράζοντας την είσοδο. Έχω την εντύπωση ότι με την παραμικρή κίνηση το έδαφος θα υποχωρήσει και θα βρεθώ στο κενό. Το κτίριο, τόσο επιβλητικό εξωτερικά, εσωτερικά μοιάζει να καταρρέει. Παντού γύρω μου εικόνες εγκατάλειψης, ερήμωσης, καταστροφής.

Ανεβαίνω στο δεύτερο πάτωμα, το οποίο είναι πανομοιότυπο με τα υπόλοιπα. Ο όροφος αυτός, ωστόσο, έχει ξεχωριστή σημασία. Εδώ κλειδώθηκαν 340 γυναίκες για να αναγκαστούν να υπογράψουν δήλωση. «Ήμασταν διπλά φυλακισμένες. Φυλακισμένες μέσα στη φυλακή, καταλαβαίνεις? »Μου λέει η Μαρία Πίνιου-Καλλή, η οποία συνελήφθη στις 21 Μαΐου 1967, λίγο πριν προλάβει να φύγει για τη Γένοβα, όπου την περίμενε η αδερφή της. Ήταν μόλις 23 χρόνων. «Θυμάμαι, Μας πήγαν πρώτα στη Σύρο για να μας μεταφέρουν αργότερα με ένα σαπιοκάραβο στη Γυάρο. Εκεί ήταν συγκεντρωμένο πλήθος κόσμου, ανάμεσα τους και ο πατέρας μου, κρατώντας στα χέρια του ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Όλοι φώναζαν “πού τους πάτε, αφήστε τους ανθρώπους”. Εγώ εκείνη τη στιγμή και για πρώτη φορά συνειδητοποίησα ότι με πάνε στη φυλακή. Πρόσεξε! Όχι εξορία. Φυλακή! Έχει διαφορά. Η φυλακή είναι πολύ χειρότερη. Στη σκέψη αυτή, πέφτω κάτω. Ουρλιάζω. Κλαίω. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον πατέρα μου πιασμένο από μια κολόνα να καταρρέει. Ξάφνου, αλλάζω ρότα, σηκώνομαι όρθια κι αρχίζω να τραγουδάω σε τζαζ, εύθυμο ρυθμό και χτυπώντας παλαμάκια “ένας τη λύκος καπετάνιος απ ‘Σύρα, τη Σύρα ένας λύκος καπετάνιος απ'”. Τότε, ο πατέρας μου ορθώνει το ανάστημα του και φωνάζει “κοιτάξτε, όλοι! Αυτή είναι η κόρη μου, η λεβέντισσα” ».

Σύμφωνα με τον Πλίνιο, σε αυτόν το φρικαλέο βράχο υπήρχε άλλοτε μια πολιτεία, οι κάτοικοι της οποίας εκδιώχθηκαν από τους πελώριους ποντικούς, που έχουν μείνει ως σήμερα οι κυρίαρχοι του νησιού. Μέσα στους αιώνες, τρεις φορές χρησιμοποιήθηκε το νησάκι αυτό. Ο εξόριστος στη Γυάρο, εκτός από την απομόνωση, τη βία των δεσμωτών του, τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια, είχε να αντιμετωπίσει και τον εφιάλτη των γιγαντιαίων τρωκτικών.

ΦΥΛΑΚΗ ΑΠΟ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΑΛΑΤΙ
Λένε ότι η φυλακή είναι χτισμένη με αίμα και αλάτι. Κι όχι άδικα. Από τα μέσα του 1947, όταν ο εμφύλιος στην Ελλάδα μεσουρανεί, μεταφέρονται στο νησί οι πιο «επικίνδυνοι» κι από τότε αυτός εδώ ο βράχος μετατρέπεται σε εργαστήρι θανάτου. Χιλιάδες κρατούμενοι σκάβουν το βουνό και κουβαλούν στους ώμους τους πέτρες για να χτιστούν τα κτίρια των φυλακών. Μένουν σε σκηνές, εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης, χωρίς τρόφιμα, χωρίς πόσιμο νερό. Στη Γυάρο δεν υπήρχε δουλειά. Υπήρχε μόνο δουλεία, βασανιστήρια, εκδίκηση, θάνατος.

 Ανάμεσα στους φυλακισμένους αυτής της περιόδου και ο πατέρας τής Μαρίας Πίνιου-Καλλή. Τι τραγική ειρωνεία! Έχτισε το κτίριο που θα φυλάκιζε χρόνια αργότερα την ίδια του την κόρη. Η ίδια μου λέει ότι η ζωή της αποτελείται από αλλεπάλληλους κύκλους. «Στη Γυάρο φοβήθηκα, ερωτεύτηκα, πόνεσα, σκέφτηκα, αποφάσισα. Τώρα πια ξέρω και ανατρέπω. Σε άλλους μπορεί να λειτούργησε αρνητικά. Σε μένα όχι. Την προσωπική μου τραγωδία τη μετέτρεψα σε τύχη και κάθε κακή εμπειρία σε ερωτική. Στη φυλακή συνάντησα τον Λάμπρο Βαζαίο, πρώην συμφοιτητή μου στην Ιατρική, στρατιωτικό γιατρό και επικεφαλής του νοσοκομείου. Εκείνος με έκανε γιατρό της φυλακής και μαζί συμμαχήσαμε για να διώχνουμε από τη Γυάρο τους αρρώστους και τους ηλικιωμένους. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας μου εκεί, δεν υπήρξαν σωματικά βασανιστήρια. Μόνο ψυχολογικά. Η στέρηση της ελευθερίας, των βασικών κανόνων υγιεινής, πόσιμου νερού και φαρμάκων αρκούσε για να μετατρέψει απλά περιστατικά σε χρόνιες ψυχικές παθήσεις ».

Έχει ήδη αρχίσει να ξημερώνει κι εγώ αποφασίζω, πριν φύγω, να κάνω μια στερνή βόλτα σε αυτό το ερημονήσι. Περνώ για τελευταία φορά την τεράστια πύλη της φυλακής. Βλέπω τους όρμους, τον πρώτο, το δεύτερο, τον τρίτο. Λίγο παραπέρα το διοικητήριο, τα παρατηρητήρια, το νοσοκομείο, το νεκροταφείο. Τα περισσότερα κτίρια-μισογκρεμισμένα πια-συνεχίζουν σθεναρά να αντιστέκονται στα στοιχεία της φύσης. Στέκουν εδώ αδιαφορώντας για τις αλλεπάλληλες ψεύτικες υποσχέσεις για διαφύλαξη του τόπου, για ανακήρυξη του σε τόπο μνήμης. Έτσι, σε πείσμα των καιρών. Όλα αυτά Και παρ ‘… “

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *