Ο ΚΑΝΙΒΑΛΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ (ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΤΙΚΟ) ΤΟΥ ΧΕΡΙ…

ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ «ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ» ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ 

Ο πραγματικός εχθρός είναι η ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης *

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Το άρθρο αυτό έχει, πρώτα, ως στόχο να γίνει σαφής η διάκριση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού), ως δομικής ή συστημικής αλλαγής, και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.

Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη σήμερα, καθώς πολλοί στην παγκοσμιοποιητική Αριστερά (δηλαδή την «Αριστερά που δεν αμφισβητεί την παγκοσμιοποίηση, η οποία μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς) συγχέουν τα δυο ή θεωρούν τον νεοφιλελευθερισμό ως απλά μια ιδεολογία, η οποία μπορεί εύκολα να εγκαταλειφθεί.

Στη συνέχεια, δείχνεται ότι, σε αντίθεση με ό,τι ισχυρίζονται ο Πολ Κρούγκμαν και πολλοί στην παγκοσμιοποιητική “Αριστερά”, η αιτία της σημερινής κρίσης δεν είναι οι πολιτικές λιτότητας που υιοθέτησαν ορισμένοι «κακοί» πολιτικοί και οικονομολόγοι, αλλά η ίδια η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι μόνο η ρήξη με τη Νέα Διεθνή Τάξη (ΝΔΤ) της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μπορεί να αποκαταστήσει την οικονομική και εθνική κυριαρχία, η οποία είναι η αναγκαία συνθήκη (όχι όμως και η επαρκής) για μια πολιτική Αυτοδυναμίας που είναι η μόνη διέξοδος από τη σημερινή καταστροφή σε χώρες όπως η Ελλάδα.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία

Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία οδήγησε στη σημερινή παγκοσμιοποίηση, ενθαρρυνόταν ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενόψει ιδίως της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Ωστόσο, όπως έδειξα αλλού, [1] η διεθνοποίηση της αγοράς ήταν βασικά το αποτέλεσμα «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφέρονται στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ειδικότερα, στην εξάπλωση των πολυεθνικών και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς Ευρω-δολαρίου. [2] Η αγορά ευρω-δολαρίου παρείχε ένα περιβάλλον, «ελεύθερο ρυθμίσεων», όπου μπορούσε κάποιος να δανειστεί και να δανείσει αμερικάνικα δολάρια (και αργότερα και άλλα ισχυρά νομίσματα, όπως το γεν, το μάρκο κ.λπ.) χωρίς οποιεσδήποτε αμερικανικές ρυθμιστικές και φορολογικές απαιτήσεις. Η ανάπτυξη της νέας αυτής αγοράς, η οποία απλώς αντανακλούσε τις αυξανόμενες ανάγκες των πολυεθνικών, ήταν καθοριστική για τη μετέπειτα άρση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συναλλαγματικοί έλεγχοι των εθνών-κρατών, ιδιαίτερα εκείνων στη Βρετανία, όπου δημιουργήθηκε η αγορά Ευρώ-δολαρίου, τέθηκαν υπό σοβαρή πίεση, καθ ‘όλη τη δεκαετία του 1970. Αυτό το άτυπο, στην αρχή, άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών για την κάλυψη των αναγκών των πολυεθνικών, στη συνέχεια θεσμοθετήθηκε, αρχικά από συντηρητικούς πολιτικούς (Θάτσερ και Ρέηγκαν) και στη συνέχεια από κυβερνήσεις κάθε ιδεολογίας: από Χριστιανοδημοκράτες και Συντηρητικούς μέχρι σοσιαλδημοκράτες, φιλελεύθερους και οποιοδήποτε μίγμα από αυτούς.

Στην πραγματικότητα, η τεράστια επέκταση των Υπερεθνικών Επιχειρήσεων, ένα νέο φαινόμενο στην ιστορία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς ––που χαρακτηρίζει (μαζί με την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ), τη Νέα Διεθνή Τάξη–– θα ήταν αδύνατη χωρίς ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας συνωμοσίας από «κακούς» οικονομολόγους και πολιτικούς που εκμεταλλεύτηκαν κάποιο είδος κρίσης, όπως ισχυρίζονται κάποιοι «best-seller» συνωμοσιολόγοι θεωρητικοί της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς»,[3] που στην Ελλάδα περιλαμβάνει ακόμη και «αντι-εξουσιαστές» αναλυτές! Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν απλώς η αναπόφευκτη συνέπεια της κατάρρευσης του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, το οποίο θεμελιωνόταν στις εθνικές αγορές και, ως εκ τούτου, δεν ήταν πλέον συμβατό με την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις, στο νέο πλαίσιο, δεν είχαν επιλογή παρά να ακολουθήσουν νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να κάνουν τις οικονομίες τους ανταγωνιστικές και ικανές να συνεχίσουν την ανάπτυξη που περιλαμβάνει την περαιτέρω επέκταση της καταναλωτικής κοινωνίας.

Την ίδια στιγμή, φιλελεύθεροι οικονομολόγοι (σε ​​αντίθεση με τους «κρατικιστές» Κεϋνσιανούς, οι οποίοι ήταν κυρίαρχοι την περίοδο αμέσως μετά τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης που ανέφερα παραπάνω) αναβίωσαν ένα μείγμα των νεοκλασικών οικονομικών με τον μονεταρισμό και τα «οικονομικά της προσφοράς» σε αυτό που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερα οικονομικά». Αυτό ήταν ένα σύνολο οικονομικών πολιτικών που στόχευαν στην κατάργηση κάθε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου της οικονομίας: από τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα (μέσω των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και της ουσιαστικής διάλυσης του κράτους πρόνοιας, καθώς και της δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών) μέχρι την απορρύθμιση των αγορών για τα εμπορεύματα, την εργασία και τα κεφάλαια, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος του ιδιωτικού τομέα (δηλαδή των πολυεθνικών εταιριών που τον ελέγχουν). Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε φυσικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από τις πολυεθνικές και άλλους μεγιστάνες του Τύπου, οι οποίοι την προωθούσαν ως το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα της νέας εποχής ––δηλαδή ως το σύστημα των πεποιθήσεων, ιδεών και των αντίστοιχων αξιών που κυριαρχούν σε μια δεδομένη κοινωνία και σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας της. [4]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *