Ανατριχιαστικά μεσαιωνικά παραμύθια για μεγάλους…

της Ηρώς Κουνάδη

«Οι μεγάλοι είναι αυτοί που φοβούνται τα τρομακτικά παραμύθια. Τα παιδιά τα λατρεύουν» μας έλεγε πριν από λίγο καιρό ο παιδοψυχολόγος Δημήτρης Κούκης, εξηγώντας γιατί τα περισσότερα παραμύθια…

είναι κατά κανόνα «σκοτεινά», με ανατριχιαστικά ενσταντανέ και χαρακτήρες μπροστά στους οποίους ο Φρέντι Κρούγκερ μοιάζει αγγελούδι, παρά το γεγονός ότι απευθύνονται σε παιδιά. «Τα κλασικά παραμύθια δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να απεικονίζουν την αιώνια πάλη του καλού με το κακό» συνέχιζε.

Αν συνυπολογίσετε το γεγονός ότι τα παραμύθια που ακολουθούν γράφτηκαν σε εξίσου «σκοτεινές» εποχές, όταν το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» δεν ήταν απαραίτητα ο κανόνας για το τέλος, ίσως οι ιστορίες να σας φανούν λιγότερο παράξενες –αλλά όχι λιγότερο ανατριχιαστικές.

Ο ήλιος, η σελήνη και η Ταλία

Το παραμύθι που θα μπορούσε να είναι η πρώτη γραπτή εκδοχή της Ωραίας Κοιμωμένης γράφτηκε το 1634, από τον Giambattista Basile.


Μια φορά κι έναν καιρό, οι μάγισσες προφήτεψαν ότι η όμορφη πρισκίπισσα Ταλία, που είχε μόλις γεννηθεί, θα κινδυνεύσει θανάσιμα από μια ρανίδα λιναριού. Ο πατέρας της, όπως είναι φυσικό, διατάζει να εξαφανίσουν όλο το λινάρι από το βασίλειό του. Παρ’ όλα αυτά, όταν η Ταλία ενηλικιώνεται καταφέρνει μυστηριωδώς να βρει το μοναδικό κομμάτι λιναριού που έχει απομείνει σε ολόκληρο το βασίλειο, να τραυματιστεί με μια ρανίδα που πάει και καρφώνεται κάτω από το νύχι της, και πέφτει σε κώμα. Περίλυπος ο πατέρας της διατάζει να εγκαταλείψουν το παλάτι και τα όμορφα λιβάδια γύρω του, ώστε να μπορέσει να ξεχάσει το τραγικό γεγονός.

Κάποια στιγμή, ένας άλλος βασιλιάς ανακαλύπτει τυχαία το εγκαταλελειμμένο βασίλειο, βρίσκει την Ταλία να κοιμάται μόνη της στο παλάτι και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, την βιάζει. Μετά επιστρέφει σπίτι στη γυναίκα του. Η Ταλία, όπως είναι φυσικό, μένει έγκυος, και όπως δεν είναι φυσικό, γεννά δίδυμα, χωρίς να ξυπνήσει από το κώμα. Καθώς τα μωρά προσπαθούν να βρουν το στήθος της για να θηλάσουν, ένα από τα δύο αρχίζει να πιπιλά το δάχτυλό της, η ρανίδα που είχε σφηνωθεί στο νύχι της μαλακώνει και πέφτει, και η Ταλία ξυπνά, χαρούμενη που έχει δύο μωρά στην αγκαλιά της. Αποφασίζει να τα ονομάσει Ήλιο και Σελήνη.

Ο βασιλιάς επιστρέφει μετά από λίγες μέρες, αλλά αντί για το κορίτσι-σε-κώμα βρίσκει την Ταλία ξύπνια και μητέρα των παιδιών του. Οι δυο τους ερωτεύονται, αλλά η γυναίκα του βασιλιά μαθαίνει για την σχέση τους και στέλνει τους υπηρέτες της να πάρουν τα παιδιά στο παλάτι, ότι δήθεν τα θέλει ο βασιλιάς. Τα δίνει στον μάγειρα του παλατιού, ζητώντας του να τα σφάξει, να τα ψήσει και να τα σερβίρει στον βασιλιά. Ο μάγειρας, μην μπορώντας να σκοτώσει τα παιδιά, τα κρύβει και σερβίρει δύο νεαρά αρνιά στη θέση τους. 

Η βασίλισσα παρακολουθεί περιχαρής καθώς ο άνδρας της καταβροχθίζει το κρέας. Στέλνει στη συνέχεια να φέρουν την Ταλία, την οποία απαιτεί να κάψουν ζωντανή. Ο βασιλιάς, όμως, ακούει τις κραυγές της, την σώζει την τελευταία στιγμή, και ρίχνει την απαίσια γυναίκα του στη φωτιά όπου ψήνεται μέχρι θανάτου. Στο τέλος, εμφανίζει και ο μάγειρας τα παιδιά και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Η Biancabella και το φίδι

Ένα ακόμα παραμύθι του Giambattista Basile, γραμμένο το 1634.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια κοπέλα που κοιμόταν σε έναν κήπο. Ένα φίδι σύρθηκε κάτω από το φόρεμά της, μπήκε «μέσα της» και κάθισε να ξεκουραστεί στη μήτρα της. Η κοπέλα έμεινε έγκυος, και όταν το μωρό γεννήθηκε, είχε ένα μικρό φίδι τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του. Το μωρό πήρε το όνομα Biancabella, και το φίδι εξαφανίστηκε στον κήπο. 

Όταν η Biancabella έφτασε 10 χρονών, το βρήκε στον κήπο, κι εκεί το φίδι της αποκάλυψε ότι είναι αδερφές. Οι μαγικές δυνάμεις του φιδιού έκαναν την Biancabella πολύ όμορφη, και σύντομα η νεαρή κατάφερε να παντρευτεί έναν βασιλιά.

Η κακιά μητριά του βασιλιά, όμως, θέλει να ξεφορτωθεί την Biancabella από το παλάτι, κι έτσι όταν εκείνος φεύγει για τον πόλεμο, πληρώνει κάποιους άνδρες να την πάνε στο δάσος και να τη σκοτώσουν. Εκείνοι όμως, μην μπορώντας να τη σκοτώσουν, της κόβουν τα χέρια και της βγάζουν τα μάτια, τα οποία πηγαίνουν για αποδεικτικό της δολοφονίας στη βασίλισσα, και την αφήνουν μόνη στο δάσος. Η μητριά τότε βάζει την δική της, απίστευτα άσχημη κόρη στο κρεβάτι της Biancabella, και όταν ο βασιλιάς επιστρέφει από τον πόλεμο του λέει ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος και απέβαλλε, και από την μεγάλη της θλίψη έγινε αποκρουστική.

Εν τω μεταξύ στο δάσος η Biancabella αποφασίζει να αυτοκτονήσει –αλλά πάνω στην ώρα εμφανίζεται η αδερφή της, η οποία θεραπεύει με μαγικό τρόπο τις φριχτές πληγές της. Επιστρέφουν μαζί στο βασίλειο, αποκαλύπτουν τη σατανική δολοπλοκία σε όλους, και η κακιά μητριά με τις δυο της κόρες πεθαίνουν στην πυρά.

Η Doralice

Ένα σκοτεινό παραμύθι γραμμένο στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Giovanni Francesco Straparola.

Ο κακός πρίγκιπας Tebaldo ορκίζεται να σκοτώσει την μοναχοκόρη του, Doralice, αν αρνηθεί να τον παντρευτεί. Εκείνη τρομοκρατημένη, έχοντας μάθει τις αιμομικτικές ορέξεις του πατέρα της, κρύβεται σε ένα σεντούκι, το οποίο ο Tebaldo πουλά σε έναν έμπορο. 

Η Doralice μένει εκεί μέσα κρυμμένη επί μήνες, καταφέρνοντας να επιβιώσει χάρη σε ένα μαγικό ελιξίριο που της έχει δώσει η παραμάνα της. Το σεντούκι καταλήγει τελικά στην ιδιοκτησία ενός βασιλιά, ο οποίος πιάνει την Doralice ένα βράδυ που προσπαθεί να το σκάσει από εκεί μέσα και, πανέμορφη καθώς είναι, την κάνει γυναίκα του χωρίς να το πολυσκεφτεί.

Δυστυχώς, ο πρίγκιπας Tebaldo καταφέρνει να βρει τα ίχνη της Doralice, μεταμφιέζεται και πηγαίνει επισκέπτης στο παλάτι της. Η μεταμφίεσή του είναι τόσο καλή, που η Doralice δεν τον αναγνωρίζει, και τον αφήνει να κοιμηθεί στο παιδικό δωμάτιο με τα δύο νεογέννητα μωρά της. 

Το βράδυ εκείνος σφάζει τα παιδιά, και κατηγορεί την Doralice ότι το έκανε. Έξαλλος ο βασιλιάς διατάζει να την θάψουν μέχρι το λαιμό στο χώμα, και να της δίνουν τροφή και νερό για να μην πεθάνει από πείνα ή δίψα, αλλά να την φάνε σταδιακά τα σκουλήκια. 
Μετά από καιρό, όταν το έγκλημα του Tebaldo αποκαλύπτεται, η Doralice ελευθερώνεται –περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή στην πραγματικότητα– και ο κακός πρίγκιπας βασανίζεται μέχρι θανάτου και το σώμα του το ταΐζουν στα σκυλιά. Θεωρητικά, οι υπόλοιποι ζουν καλά κι εμείς καλύτερα.
in2life.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *