Το ψυχολογικό προφίλ και η ερμηνεία της συπεριφοράς του ρατσιστή

Ο ρατσισμός είναι ένα φαινόμενο με κοινωνικές, ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες και αιτίες, αλλά βρίσκει εύφορο έδαφος μόνο σε άτομα που εμφανίζουν ιδιαίτερα…

ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Οι ρατσιστές είναι συνήθως άτομα που εκφράζουν με την “πανοπλία” της επιθετικής συμπεριφοράς συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας. Όπως κάθε οργανισμός, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βιώνει φόβο, επιτίθεται και προσπαθεί να επικρατήσει- ένας πρωτόγονος έμφυτος μηχανισμός αυτοπροστασίας και επιβίωσης.

Γράφει η εκπαιδευτική -συμβουλευτική ψυχολόγος, Δρ Καλλιόπη Εμμανουηλίδου.

Τα συνεπακόλουθα όμως μιας τέτοιας στάσεις μπορούν να γίνουν καταστροφικά. Στη σημερινή εποχή κατανοούμε τους κινδύνους και τις τραγικές επιπτώσεις της ρατσιστικής συμπεριφοράς: η συμπεριφορά που προέρχεται από ενστικτώδεις αντιδράσεις εύκολα γιγαντώνεται και μπορεί να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, δημιουργώντας από μοχλούς καταπίεσης μέχρι και μαζικά εγκλήματα. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να γίνεται ρατσιστής;

Τα ψυχολογικά αίτια του ρατσισμού είναι πολλά. Κάποια από αυτά είναι σύνθετα, κάποια πιο εύκολο να τα κατανοήσει κανείς. Κάθε άνθρωπος ενδέχεται να γίνεται ρατσιστής για διαφορετικούς λόγους από κάποιον άλλον. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει κατ’ αρχήν να αναγνωρίσουμε ότι η αιτιολόγηση του φαινομένου αυτού δε σημαίνει και τη δικαιολόγησή του. Η εξερεύνηση των αιτίων γίνεται γιατί η πιο ουσιαστική αντιμετώπιση επιτυγχάνεται μόνο αν εξετάσουμε τις βαθύτερες ρίζες ενός φαινομένου.

Ψυχολογικά φαίνεται ότι έχουμε ανάγκη από την ύπαρξη προγόνων και δομής του κόσμου, γιατί για πολλούς ανθρώπους είναι δυσβάσταχτη η μοναξιά της ύπαρξης χωρίς ένα πλαίσιο και ένα σημείο αναφοράς. Η απεραντοσύνη της ανθρωπότητας και γενικότερα της ύπαρξής μας σε ένα πελώριο σύμπαν είναι ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου, οπότε η έννοια της ένταξης σε μια σειρά, οικογένεια, τζάκι, γραμμή προγόνων νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Η ένταξη λοιπόν σε μια κατηγορία (εθνικότητα, φυλή, ομάδα, παράταξη κτλ.) δίνει μια αίσθηση βεβαιότητας, σταθερότητας και δομής στον άνθρωπο για τον οποίο η έννοια του κόσμου που μεταβάλλεται προκαλεί άγχος.

Παράδειγμα: γίνομαι εθνικιστής γιατί δυσκολεύομαι να αποδεκτώ ότι ο κόσμος έχει πολλές άλλες εθνικότητες, ότι και άλλοι λαοί μεγαλούργησαν, ότι ο κόσμος γίνεται πολυπολιτισμικός και η έννοια της κουλτούρας αλλάζει πολύ και γρήγορα.

Εκτός από αυτό, παρατηρούμε ότι στις ανθρώπινες σκέψεις και πράξεις, τα συναισθήματα μειονεξίας οδηγούν στην αναζήτηση στοιχείων ανωτερότητας στον εαυτό και στο μηχανισμό άμυνας τηςεξιδανίκευσης. Εντοπίζεται μια συγκρουσιακή σχέση με την “γονεϊκή” φιγούρα (δηλαδή με την έννοια της καταγωγής, των προγόνων, του παρελθόντος του έθνους και της φυλής μας): αρνούμαστε να απομυθοποιήσουμε στοιχεία του Υπερεγώ μας (δηλαδή των κανόνων, της αυθεντίας, των πρέπει) και φτάνουμε να τα εξιδανικεύσουμε, αναγνωρίζοντας όμως ότι δεν μπορούμε ποτέ να τα ξεπεράσουμε.

Παράδειγμα: πηγαίνω στο εξωτερικό και υποβιβάζω τον τρόπο ζωής των ξένων και αρχίζω να εξιδανικεύω τον ελληνικό τρόπο ζωής, ξεχνώντας επιλεκτικά τα μειονεκτήματά του.

Επινοούμε εχθρούς (π.χ. καπιταλισμός, αλλοδαποί κτλ.) ή ενισχύουμε εχθρικές σχέσεις, ακόμα και φανταστικές, για να δημιουργήσουμε μια κοινή εμπειρία και νοερή ή μη συστράτευση απέναντι στην απειλή. Αυτό θα ενισχύσει τις συντροφικές σχέσεις και θα μειώσει τα συναισθήματα μειονεξίας και μοναξιάς. Στο κάτω κάτω ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και η αίσθηση του ανήκειν είναι μια βασική του ανάγκη. Η διαφορετικότητα είναι μια υπενθύμιση και τον ελλείψεών μας. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός πλάθουν μια δική τους εκδοχή της διαφορετικότητας, σαφώς επιλεκτική, αναδεικνύοντας τα προτερήματα της ημέτερης ομάδας και τις ελλείψεις μόνο της αλλότριας.

Παράδειγμα: συμμετέχω σε ομάδες ομοϊδεατών μου, για να νιώσω ότι κάπου ανήκω και να νιώσω συντροφικότητα και συλλογική ανωτερότητα.

Μπορεί να κρύβονται από πίσω και φοβίες, δηλαδή παράλογοι φόβοι που δημιουργούν αίσθηση απειλής, άγχος και ανασφάλεια. Οι φοβίες αυτές μεταμφιέζονται σε μανία καταδίωξης, δηλαδή εμμονή ότι κάτι μας απειλεί και μας “έχει βάλει στο μάτι”. Η αντίληψη αυτή κολακεύει το άτομο (είμαι ανώτερος, γι’ αυτό μου επιτίθενται) αλλά και συχνά εκφράζεται μέσα από βίαιες πράξης ή έστω φραστικές επιθέσεις, άμεσα προς τον εχθρό ή έμμεσα μέσα από συζητήσεις (“πρόκειται για σχέδιο των τούρκων”). Η άμυνα στην έστω νοερή επίθεση δίνει μια πρόχειρη λύση στην αποδιοργάνωση και το χάος των φοβικών σκέψεων και συναισθημάτων και δίνει μια επιφανειακή αίσθηση ασφάλειας.

Παράδειγμα: μου έχει εμποτιστεί η πεποίθηση ότι οι ξένοι μας ζηλεύουν και θέλουν να μας εξαφανίσουν γιατί είμαστε ανώτεροι και αυτό μου δημιουργεί μια ανάγκη για διαρκή άμυνα.

Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός εμπεριέχουν έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία, καθώς βασίζονται στην ανωτερότητα της ημέτερης κατηγορίας. Ο ναρκισσισμός έχει βαθύτερες ρίζες στην χαμηλή αυτοεκτίμηση και επιστρατεύεται ως μηχανισμός άμυνας, για να αναπληρώσει τη χαμένη αυτοπεποίθηση και να περισώσει συναισθήματα αυτοαξίας. Η ταύτιση αυτή όμως με την ιδανική εικόνα του εαυτού και του άλλου είναι μια συγκρουσιακή σχέση αγάπης- μίσους, γιατί μέσα στην εξάρτηση αυτή το άτομο χάνει τον εαυτό του και άρα πασχίζει να ξεχωρίσει ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας νέους εχθρούς και ανυψώνοντας τον εαυτό ως συμμετέχοντα σε πιο ελίτ ομάδες.

Παράδειγμα: πιστεύω πραγματικά ότι είμαι ανώτερος από άλλους ανθρώπους, θαυμάζω έντονα τον εαυτό μου για διάφορα χαρακτηριστικά, δεν ασκώ αυτοκριτική.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ακραίες πεποιθήσεις όπως είναι οι ρατσιστικές έχουν κάποιες ρίζες και στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Οι πεποιθήσεις αυτές έχουν έντονο ηθικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα πειθήνιος απέναντι σε αυστηρούς ηθικούς κανόνες είναι ο άνθρωπος εκείνος που διέπεται από συγκρούσεις ηθικού ή και σεξουαλικού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, έντονες ομοφοβικές σκέψεις ή καταπιεσμένες ομοφυλοφιλικές τάσεις μπορεί να οδηγήσουν κάποιον στο να επιβεβαιώνει με ακραίο τρόπο (ταύτιση με ισχυρή ιδεολογία, υιοθέτηση επιθετικών πρακτικών, χρήση βίας) τη φυλετική του ταυτότητα, από φόβο μην την χάσει. Η ταύτιση σε μια ακραία ιδεολογία δίνει την ευκαιρία για τη χρήση βίαιων πρακτικών που εκτονώνουν σεξουαλικά απωθημένα. Ο ρατσιστής θυμώνει με ό,τι τον ερεθίζει ή με ό,τι του υπενθυμίζει ότι ερεθίζεται- δεν είναι τυχαίο ότι οι ακραίες ιδεολογίες συνοδεύονται και από ακραίες εκφράσεις ηθικής αλλά και σεξουαλικότητας (είτε προς το συντηρητικό είτε προς το προοδευτικό άκρο). Μορφές μαζικής προσήλωσης μάλιστα, όπως είναι οι θρησκείες, πραγματοποιούν την τιθάσευση και την υποταγή χρησιμοποιώντας την αμαύρωση των ενστίκτων και των ορμών.

Παράδειγμα: εκφράζω επιθετικότητα απέναντι σε άλλες ομάδες γιατί αυτό με βοηθάει να νιώθω ότι ασκώ έλεγχο σε βαθύτερα ένστικτά μου, καθώς φοβάμαι υπερβολικά μήπως χάσω την ηθική μου.

Στο προηγούμενο μέρος διαπιστώσαμε ότι ο ρατσισμός μπορεί να οφείλεται στην ανάγκη των ανθρώπων να δώσουν μια δομή στον απέραντο κόσμο στον οποίο ζούνε, στην ανάγκη για εξιδανίκευση προγόνων, παρελθόντος και φυλής, στην αντιμετώπιση της μοναξιάς μέσα από τη συμμετοχή σε μια ομαδική ιδεολογία, σε παράλογους φόβους (φοβίες) για δυνάμεις που απειλούν τους ανθρώπους, σε ναρκισσιστικές τάσεις της προσωπικότητας, ακόμα και σε καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Σε αυτό το δεύτερο μέρος θα εξετάσουμε μερικές ακόμα ψυχολογικές συνιστώσες που μπορεί να οδηγήσουν ένα άτομο σε ρατσιστικές αντιλήψεις αλλά και συμπεριφορές.

Ο ξένος, ο άλλος, χρησιμοποιείται συχνά από τον ρατσιστή μέσω του μηχανισμού άμυνας της προβολής και της μετάθεσης ως ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα προβλήματα που ταλανίζουν το άτομο. Ανήμποροι να αναλάβουμε την προσωπική ευθύνη (γιατί αυτή πλήττει την αυτοεκτίμησή μας), δημιουργούμε εχθρούς, για να μεταθέσουμε σε αυτούς την αιτιογένεση των προβλημάτων μας. Δημιουργείται μια ασφαλής εσωστρέφεια που περισώζει τις ομάδες στις οποίες εντασσόμαστε.

Παράδειγμα: υποστηρίζω ότι για την οικονομική κρίση ευθύνονται μόνο ξένες δυνάμεις, γιατί το να παραδεχτώ τη δική μου ευθύνη θα μου προκαλέσει δυσάρεστα συναισθήματα που δεν μπορώ να διαχειριστώ.

Μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον θα είχε μια έρευνα που θα μελετούσε τα άτομα που εκδηλώνουν έντονη πίστη απέναντι σε ηγετικές μορφές. Μια εύλογη εικασία είναι ότι μια τέτοια προσήλωση έρχεται να αναπληρώσει ή να δώσει συνέχεια στην αφοσίωση σε μια γονεϊκή φιγούρα. Ενώ κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της νεανικής ηλικίας η αποϊδανικοποίηση και απομυθοποίηση της ιδέας του ιδανικού, άτρωτου, αλάνθαστου γονέα, λυτρώνει, προσγειώνει και εξελίσσει το άτομο, η αποφυγή αυτής της επώδυνης πραγματικότητας μετουσιώνεται στην εξιδανίκευση ενός ηγέτη και μιας ιδεολογίας. Οπότε σε αυτήν την περίπτωση είτε αναπληρώνονται κενά (“επιτέλους βρέθηκε μια φιγούρα εξουσίας που μπορώ να εμπιστευτώ”) ή δίνεται συνέχεια σε σχέσεις που δεν είχαν φτάσει στην υγιή λύση (“όπως λάτρευα τον πατέρα μου, έτσι λατρεύω και τον ηγέτη”). Ο οπαδός, τυφλωμένος από την συναισθηματική του ανάγκη, άκριτα υποτάσσεται και ισοπεδώνει την προσωπική του άποψη μπροστά στην απειλή απόρριψης, την τιμωρία, την εξουσία του ηγέτη. Συμβαίνει μια παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία, θα λέγαμε, όπου γίνεται μια αναβίωση της γονεϊκής παντοδυναμίας.

Παράδειγμα: χρειάζομαι να εναποθέσω τις ελπίδες μου σε κάποιον ηγέτη και να τον αφήσω να με καθοδηγήσει, όπως έκαναν οι γονείς μου πάνω μου, γιατί δεν μπορώ να γίνω αυτοδύναμος.

Η συμμόρφωση με τη μάζα ψυχαναλυτικά μπορεί να θεωρηθεί ως μια συλλογική υπνωτική κατάσταση, κατόρθωμα επιτυχημένων δημαγωγών (πολιτικών προσώπων, συγγραφέων, ΜΜΕ κτλ.). Η χειραγώγηση απαλύνει την επίπονη προσωπική ευθύνη και εξομαλύνει τις ενοχές, νομιμοποιεί κατά κάποιον τρόπο την πραγματοποίηση βίαιων φαντασιωτικών πράξεων. Η χειραγώγηση αυτή συχνά επενδύεται με σκηνοθετικά τεχνάσματα που διευκολύνουν την προσήλωση (τελετές, ενδύσεις, σύμβολα, ύμνους, διαδηλώσεις).

Παράδειγμα: ντύνομαι με συγκεκριμένο τρόπο, ακούω συγκεκριμένο είδος μουσικής και αυτό με ταυτίζει ακόμα περισσότερο με την ομάδα στην οποία ανήκω με φανατισμό- αφού το κάνουν και οι άλλοι, άρα δε θα είναι κακό!

Ρίχνοντας ακόμα μια ματιά στην ανατροφή του ανθρώπου, φαίνεται ότι μια καταπιεστική ανατροφήμπορεί να γεννήσει τύπους προσωπικότητας φαινομενικά διαφορετικές έως αντίθετες, αλλά τελικά με πολλά κοινά: είτε αυταρχικούς τύπους με ζήλο προς την ηθική και τη δικαιοσύνη, είτε επαναστατικούς τύπους, άναρχους, με εμμονή στην αντιδραστικότητα. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρούμε εύκολη συμμόρφωση στη μάζα και ταύτιση με σωτήριους ηγέτες ή ιδεολογίες.

Παράδειγμα: φανατίζομαι ενάντια σε άλλες κατηγορίες ανθρώπων, για να ξεσπάσω συναισθηματικά από την καταπίεση που ένιωσα στην παιδική μου ηλικία από την οικογένειά μου.

Μια ενδιαφέρουσα ψυχαναλυτική άποψη είναι ότι ο ρατσιστής κινητοποιείται από ανταγωνισμό και αντιζηλία απέναντι στη διεκδίκηση της «μητέρας». Συμβολικά, η μητέρα μπορεί να ταυτιστεί με την εθνικότητα ή τη φυλή ή την πατρίδα . Ο ρατσιστής αναπτύσσει συναισθήματα κτητικότητας και προσκολλάται σε εθνικότητα-φυλή-πατρίδα και προσπαθεί να διώξει οτιδήποτε διαφορετικό θα νιώσει ότι παρεμποδίζει την προσκόλληση αυτή.

Παράδειγμα: αναπτύσσω προσκόλληση απέναντι στη μαμά πατρίδα γιατί δε νιώθω έτοιμος να κόψω τον «ομφάλιο λώρο» και εξακολουθώ να χρειάζομαι κάτι που να μου θυμίζει τη μητρική αποδοχή και αγκαλιά.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι υπάρχουν πολλές σκέψεις, συναισθήματα, αντιλήψεις, ανάγκες, στοιχεία προσωπικότητας, εξωγενή χαρακτηριστικά και εσωτερικά κίνητρα, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό μπορεί να ερμηνεύσουν την εκδήλωση ρατσιστικών νοοτροπιών και συμπεριφορών σε ένα άτομο. Είναι ενδιαφέρον αλλά και χρήσιμο να προσεγγίζουμε με αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο αυτό, γιατί έτσι το κατανοούμε με πιο λογικό και λιγότερο συναισθηματικό τρόπο, άρα πιο αποτελεσματικά και εποικοδομητικά.

boro.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *