Ο Έλληνας που πολέμησε για την ειρήνη!!!

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΠ. ΔΕΡΜΑΤΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ & ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ Η εξωτερική πολιτική και στρατιωτική κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Ο πό­λεμος μαίνεται. Οι Γερμανοί αφού κατέλαβαν την Πολωνία, στράφηκαν και πο­λεμούσαν στο δυτικό μέτωπο προελαύνοντας, καταλαμβάνοντας όλα τα κράτη, Ολλανδία, Βέλγιο, Δανία και προχωρούσαν γιά την Γαλλία, παρακάμπτοντας την γραμμή Μαζινό.

Ο Μουσολίνι αφού βομβάρδισε το καλοκαίρι το πλοίο μας Έλλη στην Τήνο, φαινόταν φανερά ότι θέλοντας και αυτός να δείξει τις πολεμικές του αρετές στο συνεταίρο του Χίτλερ, είχε τις βλέψεις να καταλάβει την Ελλάδα την οποία θεω­ρούσε εύκολο στόχο.

Οι δικοί μας προβλέποντας αυτά και θέλοντας να προβάλλουν κάποια αντί­σταση, κάνανε τον Αύγουστο μιά μυστική επιστράτευση. Τα απολυτήρια μας…
του στρατού, ήταν με διάφορα στοιχεία, ψηφία. Δεν καλούσαν λοιπόν ηλικίες ολό­κληρες, αλλά ζήταγαν να παρουσισθούν στα κέντρα επιστρατεύσεως, όσοι είχαν τα ανάλογα ψηφία. Το δικό μου απολυτήριο είχε το 12Π, το οποίο κλήθηκε στις 29 Αυγούστου. Έπεσα από τα σύννεφα. Ήταν η δεύτερη φορά που χάλαγε η ζωή μου. Η απόφαση μου ήταν να κλείσω το μαγαζί μιά και ήταν δουλειά ειδικότητας, αλλά ο ξάδερφος μου και συνεταίρος Γιώργος ήθελε να το κρατήσει ανοικτό. Αφου δεν ήξερε τίποτα από τη δουλειά ο άνθρωπος τάκανε θάλασσα. Ζητούσαν οι γυναίκες μπλέ, έδινε μαύρο. Αλλά δεν άργησε και αυτός να επιστρατευτεί και έτσι έκλεισε και το μαγαζί.

Στις 29 Αυγούστου παρουσιάσθηκα στο κέντρο Λαμίας στο 42 Σύνταγμα Ευ­ζώνων. Πήραμε τον ιματισμό, ντυθήκαμε τσολιάδες. Με το χαρακτηριστικό Ντουλαμά γιά χιτώνιο. Αλλά από τη μέση και κάτω τη στολή του φαντάρου, δηλα­δή κυλότα, γκέτες, άρβυλα. Μείναμε μιά βραδιά στο στρατώνα της Λαμίας και την άλλη μέρα πρωί -πρωί μας φόρτωσαν με πλήρη εξάρτηση: όπλα μάλινχερ, μπαλάσκες, γυλιό, κουβέρτες, κράνος, αντίσκηνο. Η κατάληξη μας ήταν η Τσαμουριά Ηπείρου, στο χωριό Μενίνα. Στα χωριά αυτά τότε μαζί με τους Έλληνες, κατοικούσαν και πολλοί Αλβανοί οι λεγόμενοι Τσιάμηδες, οι οποίοι δεν μας έβλεπαν με καλό μάτι. Μας φέρονταν κάπως εχθρικά. Το χωριό που στρατονι-σθήκαμε ήταν ένα ξεροχώρι βρώμικο. Είχε μία μοναδική βρύση στην άκρη της οποίας ήταν δεμένο ένα κομμάτι από άσπρη βαμβακέλα, σαν σακούλα. Η σα­κούλα αυτή κάθε λίγο και λιγάκι, γέμιζε από κάτι άσπρα σκουλίκια, τα οποία έπρεπε να πεταχθουν, να ξαναμπεί η σακούλα γιά να πιεί ή να πάρει κανείς νερό. Το μέρος που στρατονισθήκαμε, το Ιο τάγμα μας, ήταν ένας χέρσος ξερότοπος γεμάτος φίδια. Δεν έχω δει περισσότερα φίδια στη ζωή μου. Παρ’ όλο ότι είμα-σταν έφεδροι, μας τρέλλαναν στα γυμνάσια και το καψόνι, στις μακρινές πορείες και στις ασκήσεις μάχης. Μείναμε όλο το Σεπτέμβριο εκεί και στις αρχές του Οκτώβρη το τάγμα μας μεταφέρθηκε στο μοναστήρι Παλιουρή, το οποίο είχε κά­ποια πρασινάδα και πανύψηλα δένδρα. Στρατοπεδεύσαμε σε κάτι λιβάδια, όπου και εκεί είχε και πολλά δένδρα και ήταν ασυγκρίτως καλύτερα από τη Μενίνα. Τα γυμνάσια δεν σταμάτησαν αλλά ήταν πολύ λιγότερα εδώ. Το Μοναστήρι είχε μιά εκκλησιά και ένα κτίσμα άν θυμάμαι καλά. Έρχονταν και προσκύναγαν πολλοί πιστοί. Μου έκανε εντύπωση μιά πανέμοφη κοπελιά, ντυμένη με τη τοπική στολή Σεγκούνη. Κεντητή φούστα με ποδιά και τσαρούχια τηλατίνια στα ποδάρια.

Ίσως να μ’ επηρρέασε και το πολύ διάστημα που δεν βλέπαμε γυναίκα. Η στρατιωτική μας σύνθεση ήταν ως εξής: Ιον η ομάδα που αποτελείται από ένα λοχία, από το στοιχείο των οπλοβολητών, σ’ αυτό με κατατάξανε κι εμένα ως δε­κανέα. Ήτανε λοιπόν από το δεκανέα, τον σκοπευτή, τον γεμιστή, τον Ιο προ-μηθευτεή και το 2ο προμηθευτή.

Η ομάδα είχε και άλλον δεκανέα με άλλους 5 στρατιώτες, ακροβολιστές. Οι τρείς ομάδες αποτελούσαν τη διμοιρία. Διμοιρίτης μας εδώ ήτανε ο ανθυπολο­χαγός Κούκιος. Οι τέσσερις διμοιρίες κάνανε το λόχο και οι τρείς λόχοι και ένας λόχος πυλοβόλων το τάγμα. Λοχαγός μας ήτανε ο Γκούμας Αθανάσιος και ταγ­ματάρχης ο Καραμέρης. Τον διοικητή του συντάγματος αν θυμάμαι καλά τον λέ­γανε Βασιλόπουλο ή Βασιλειάδη. Μέραρχος στην 8η Μεραρχία ήτανε ο στρατη­γός Κατσιμήτρος.

Η κήρυξη του πολέμου μας βρήκε στο Μοναστήρι Παλιουρή. Αμέσως δόθη­κε διαταγή και φύγαμε από εκεί και περνώντας μία γέφυρα πήγαμε απένταντι σ’ένα χωριουδάκι. Εκεί γνωρίσαμε τα πρώτα πυρά των Ιταλών. Ήρθανε αεροπλά­να να χαλάσουνε τη γέφυρα. Από τις πολλές βόμβες που ρίξανε καμιά δεν χτύ­πησε τη γέφυρα. Αλλά μερικές από αυτές ήρθανε κοντά σε μας χωρίς να χτυπη­θεί κανένας. Στάθηκαν, όμως ικανές να δημιουργήσουν κάποιον πανικό αφοΰ ήταν η πρώτη φορά που παίρναμε το βάπτισμα του πυρός. Η διμοιρία η δική μας ήτανε καλυμμένη στο προαύλιο μιάς εκκλησίας, όπου ήτανε δεμένα και μερικά άλογα από τα μεταγωγικά τα οποία από τον εκκωφαντικό θόρυβο που έκαναν οι βόμβες και τ’ αεροπλάνα ξαφνιάστηκαν και κλώτσαγαν και όπως είμασταν εκεί κοντά διατρέχαμε κίνδυνο να χτυπηθούμε από τ’ άλογα παρά από τις βόμβες, που ρίχθηκαν στο γάμο του καραγκιόζη αφού δε βρήκε καμμιά το στόχο που ήταν η γέφυρα.Μετά από αυτό και αφού τροφοδοτηθήκαμε ξεκινήσαμε για να πλησιάσουμε το μέτωπο στο οποίο και στα σύνορα ήτανε τοποθετημένο το δεύτερο τάγμα του συντάγματος μας. Προχωρώντας την πορεία μας βρήκαμε ένα άνυδρο χωριό, Καρίτσα, κάπως έτσι νομίζω λεγότανε. Μόλις βγήκαμε από αυτό μας επιτέθηκαν πάλι τα αροπλάνα. Σκορπίσαμε στα χωράφια και στα χαντάκια του δρόμου. Δεν ακούστηκε να έπαθε κανένας τίποτα. Ξανασυνταχθήκαμε και προχωρούσαμε, όπου το απόγευμα βλέπουμε να έρχονται πανικόβλητοι, από το αντίθετοι μέρος του δρόμου στρατιώτες, τσολιάδες του 2ου τάγματος, που ήταν στα σύνορα. Ανα­κατεύθηκαν μ’ εμάς και στις ερωτήσεις μας τί συμβαίνει και έρχονται έτσι ασύ­νταχτοι και φοβισμένοι, μας είπαν, ότι τους επιτέθηκαν οι Ιταλοί και Αλβανοί και ότι αυτοί έρχονται κατά τετράδες με βαρύ οπλισμό και τους υποστηρίζουν κανό­νια, όλμοι κ.λ.π. και γι αυτό υποχώρησαν. Φυσικό ήταν ο πανικός τους να επηρ-ρεάσει και εμάς. Και αναρωτιώμασταν που πάμε;

Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα τζιπ και βγήκαν από αυτό τρεις αξιωματικοί. Ένας από αυτούς, υπολοχαγός, αφού σταμάτησε όλο το τάγμα και συγκεντρωθήκαμε σε ένα χωράφι, άρχισε να μας μιλάει και το πρώτο που είπε ήταν, ότι στο δεξιό μέτωπο από εμάς ο στρατός μας υπό τη διοίκηση του Δαβάκη, όχι μόνο απέ­κρουσε την επίθεση των Ιταλών, αλλά τους πήρε και στο κυνήγι και πολεμάει τώ­ρα μέσα στην Αλβανία. Αφού είπε πολλά παινεύοντας το ηρωικό 42ο των τσο­λιάδων και άλλα γιά την πολεμική αρετή των Ελλήνων, μας προέτρεπε να φα­νούμε αντάξιοι όλων αυτών.Εκείνο που αναπτέρωσε κάπως το πεσμένο ηθικό μας δεν ήταν τόσο οι πα­ραινέσεις και οι πατριωτικές αναφορές, όσο αυτά που είπε γιά το Δαβάκη και την επιτυχία του και μας έπεισε, ότι οι Ιταλοί δεν ήταν αήττητοι σαν τους Γερμανούς. Σουρουπόνοντας, φτάσαμε στο χωριό Ζίτσα και το δεύτερο τάγμα μισοδιαλύθηκε. Εδώ είμασταν στη πρώτη γραμμή. Αφού βγήκαν οι ανάλογες φρουρές, πέ­σαμε γιά ύπνο, σ’ ένα πλαγιερό μέρος, κατάσπαρτο από κουμαριές, ρικές και πουρνάρια, χαμηλά ρογκατσίδια. Σ’ ένα τουφοτό από αυτά τα ρογκατσίδια έριξα το αντίσκηνο μου. Έπεσα επάνω όπως ήμουν ντυμένος και με την εξάρτηση, γιατί μας είπαν ότι θα φύγουμε νύχτα από εκεί. Έλυσα και έριξα μιά κουβέρτα επάνω μου με σκοπό να κοιμηθώ, αλλά που να με πάρει ο ύπνος. Η φαντασία μου δούλευε, γι’ όλα όσα μας είπαν και μάλλον πίστευα ότι αυτή είναι η τελευταία μου νύχτα, ότι την άλλη μέρα δεν θα υπάρχω. Κοίταζα τ’ αστέρια στην ήσυχη νύ­χτα και ήταν σαν να τα έβλεπα γιά πρώτη φορά. Μου φαινόταν ωραία η ζωή. Να ζεις, να αναπνέεις, να βλέπεις τις ομορφιές της φύσης και την αγάπη των αν­θρώπων. Γιατί να γίνονται πόλεμοι; Να σφάζονται οι νέοι άνθρωποι, ενώ πλά­στηκαν να χαίρονται όλα αυτά;

Αυτά και άλλα σκεπτόμουν χωρίς να με κολλάει ύπνος όταν ακούστηκε το σάλπισμα του συναγερμού και σε λίγο το προσκκλητήριο. Μόλις πρόφθασα να διπλώσω κουβέρτα και αντίσκηνο και αφού τα φορτώθηκα όλα, πήγα στη σύ­νταξη του λόχου.

Είπαμε ότι το το 2ο τάγμα μισοδιαλύθηκε και από αυτούς που υποχώρησαν και έφθασαν και μέχρι τα Γιάννενα, πολλοί πιάσθηκαν. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι πολλούς από αυτούς τους εκτέλεσαν ως δειλούς. Αλλά αυτό δεν επιβεβαιώ­θηκε. Οι περισσότεροι όμως στρατιώτες αν και υποχώρησαν, ανασυντάχθηκαν πάλι, καλύπτοντας και προστατεύοντας τη διοίκηση του Συντάγματος, που δεν απείχε πολύ από τα σημεία που κατέλαβαν οι Ιταλοί, που αφού σπάσαν τα σύνο­ρα στην Κακαβιά, κατέλαβαν την κοιλάδα του Καλπακίου και τα χωριά που ήταν γύρω σ’ αυτή, στους πρόποδες των λοφοσειρών.

Ξεκινήσαμε λοιπόν από τη Ζίτσα στις 3 μετά τα μεσάνυχτα. Το σκοτάδι ήταν πίσσα. Πήραμε ένα μονοπάτι. Βαδίζοντας μιά πλαγιά, διαπιστώναμε ότι τα πόδια μας όταν ξέφευγαν λίγο από το μονοπάτι, πατούσαν στο κενό και παραπαίαμε.Για να μη γίνεται αυτό και να μη χαθούμε, βαδίζαμε κονιά ο ένας από τον άλλον πιασμένοι από τη χλαίνη του μπροστινού, χωρίς να μιλάμε.

Αφού βαδίσαμε έτσι δυό ώρες περίπου, ήρθαμε σε επαφή με τα εχθρικά πυ­ρά. Τα βλήματα του εχθρικού πυροβολικού, δε σκάγανε στο μυστικό μονοπάτι που βαδίζαμε εμείς. Αλλά δεν ήταν και μακριά από αυτό. Έσκαγαν στο δημόσιο δρόμο και κοντά σ’ αυτόν.

Άρχισε να αστροφέγγει τώρα. Βλέπαμε κάπως πού πατάμε και τι είναι γύρω μας. Εκεί ήταν ένας λόφος που ήταν προστατευμένος από τα βλήματα του ιταλι­κού πυροβολικού, που έβαζε ασταμάτητα.

Στο σημείο αυτό συναντήσαμε το λόχο διοικήσεως του Συντάγματος. Εκεί συνάντησα και τους χωριανούς μου συναδέλφους και φίλους, δεκανείς Μάνθο Κομπορόζο και Τέλη Θάνο, που υπηρετούσαν εκεί. Μείναμε γιά λίγο σ’αυτό το μέρος. Έπιασα και κουβέντα με τα πατριωτάκια. Τα βλήματα περνούσαν ψηλά, σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας, χωρίς να διατρέχουμε κανένα κίνδυνο.

Σε μιά στιγμή μου λέει ο Μάνθος:

– Μ’ αρέσει, μ’ αρέσει αυτό.

Και η απάνησή μου:

-Εσένα σ’ αρέσει που κάθεσαι εδώ στο απυρόβλητο, προφυλαγμένος. Αλλά εγώ πού πάω σήμερα και ίσως να μη με ξαναδείς;

Αφήσαμε το λόχο διοικήσεως και προχωρόντας στην πεδιάδα πλέον, ο δικός μας λόχος σταμάτησε πίσω από ένα λοφίσκο, που δεν μας κάλυπτε απόλυτα από το πυροβολικό και τους όλμους του εχθρού, που γινόταν πυκνότερο τώρα που άρχιζε να φωτίζει η μέρα. Έσκαγαν πολλοί από αυτούς γύρω μας, χωρίς να προ­καλούν και μεγάλες ζημιές. Τουλάχιστον από τη διμοιρία μας δεν είχαμε καμιά απώλεια, κανένα τραυματισμό ή θάνατο. Μπροστά μας και σε απόσταση 200 -300 μέτρα ορθωνόταν ένας λόφος ψηλός, τον οποίο κατείχαν οι Ιταλοί προστα­τεύοντας τη πεδιάδα του Καλπακίου.

Εκεί λοιπόν έγινε η επίθεση από τους άλλους λόχους του τάγματος μας. Ο δι­κός μας ήταν εφεδρεία. Οι Ιταλοί αμύνονταν σθεναρά. Πέρασε περίπου μιά ώρα. Είχε χαράξει η μέρα για καλά. Γινόταν πανζουρλισμός από τον κρότο από πυροβόλα, πολυβόλα, όλμους κ.λ.π. Σε μιά στιγμή ακούστηκαν οι ιαχές: “Αέρααα!” και το “φούσκωστον”. Οι δικοί μας είχαν επιβληθεί και κατέλαβαν το ύψωμα που δέσποζε όλης της γύρω περιοχής. Παρ’ όλη την υπεροπλία που είχαν Ιτα­λοί και Αλβανοί και την αμυντική θέση τους, πιάσθηκαν όσοι δεν σκοτώθηκαν αιχμάλωτοι. Ήταν η πρώτη νίκη στο κεντρικό τομέα. Στο Σύνταγμα μας, ο εν­θουσιασμός, οι φωνές και τα πανηγύρια, ήταν αφάνταστα.Ίσως εκεί πρωτοακούστηκε το’Άέρααα” και το “φούσκωστον” το οποίο σύνθημα μεταφέρθηκε από τη Λαμία και να πώς: Στη Λαμία ήταν ένας τρελός, Δέντρος ονομαζόμενος, ο οποίος όταν κυκλοφορούσε στους δρόμους, τον χτύ­παγαν στο σβέρκο και φώναζαν από τα γύρω μαγαζιά το “φούσκωστον”. Αυτό δεν ήταν βέβαια και τόσο ηθικό και επιτρεπτό γιά το ταλαίπωρο αυτόν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν λεγόταν τόσο γιά να θίξει τους δυστυχισμένους οπλί­τες Ιταλούς και Αλβανούς, όσο γιά το Μουσολίνι που τους έστειλε να πολεμή­σουν.

Αυτή η πρώτη επιτυχία μας στους Κοχλιούς όπως ονομαζόταν το χωριό που έγινε αυτή η μάχη, αναπτέρωσε αφάνταστα το ηθικό μας. Πειστήκαμε, ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο τρομακτικά, όπως μας τα παράστησαν οι φαντάροι του 2ου και όπως στη συνέχεια δημιουργήθηκε ο φόβος στη φαντασία μας, ότι τα βλήματα που ρίχνονταν δεν σκότωναν, δεν τραυμάτιζαν, όσα πολλά και να ρί­χνονταν, παρά ελάχιστους. Πήραμε λοιπόν το βάπτισμα του πυρός και από εδώ και πέρα σε όσο και δύσκολες καταστάσεις και αν βρεθήκαμε, είχαμε άλλη συ­μπεριφορά.

Καταλήφθηκε λοιπόν το οχυρωμένο ύψωμα στους Κοχλιούς. Οι Ιταλοί υπο­χώρησαν στα υψώματα των άλλων χωριών που ήταν όπως προχωράμε γιά τα σύ­νορα, στους πρόποδες της αριστερής πλευράς της κοιλάδας του Καλπακίου. Προχώρησαν τα τμήματα μας, άρχισαν οι αψιμαχίες τόσο σ’ αυτά τα σημεία, όσο και στις κορυφές αυτής της οροσειράς. Ο λόχος ο δικός μας ανέβηκε στη κορυ­φογραμμή επάνω από τους Κοχλιούς, όπου υπήρχαν στο ύψωμα πολλά ισιώμα­τα, λάκες, λειβάδια. Εν τω μεταξύ, ο Λοχαγός μας έδειξε σημεία δειλίας. Άκου­γε το πυροβολικό και τρύπωνε και ως εκ τούτου ήταν ανίκανος να διοικήσει το λόχο. Δεν τον αντικατέστησαν, αλλά διέλυσαν το λόχο, αποσπώντας τις διμοιρίες του σε άλλα τμήματα. Τη δική μας διμοιρία τη ρίξανε σε ένα λόχο του 36ου Συ­ντάγματος που δρούσε και αυτό σε σημείο κοντά στη θέση μας. Προχωρούσαμε λοιπόν μαχόμενοι σ’ αυτούς τους λόφους της οροσειράς που ήταν περίπου σε μάκρος 15 – 20 χιλιόμετρα. Οι Ιταλοί παρ’ όλη τη πίεση και τον ενθουσιασμό μας, μάχονταν γερά και υποχωρούσαν όταν και τα υπόλοιπα τμήματα τους, που ήταν στους πρόποδες νικοΰνταν. Οι μάχες μας ήταν καθημερινές. Υπήρχαν απώλειες, σε νεκρούς και τραυματίες. Στη διμοιρία μας παρ’ όλη τη δράση μας δεν χτυπή-θηκε κανένας. Προχωρούσαμε με όλο το φορτίο που σέρναμε μαζί μας. Από το μπροΰμιτα που σερνόμασταν, όταν ερχόμασταν σ’ επαφή με τους Ιταλούς και κά­ναμε μάχη -μέσα στη βροχή και τη λάσπη- είχα μία χειροβομβίδα στη ζώνη (ήταν αμυντική Μιλς) όπως όλοι οι στρατιώτες, η περόνη της χειροβομβίδας σκούρια­σε από την υγρασία, που έπαιρνε όταν πέφταμε μπροΰμιτα και προχωρούσαμε σέρνοντας και κόπηκε το σύρμα. Τη συγκρατούσε η σκουριά και δεν απελευθε­ρώθηκε να εκραγεί και να με διαλύσει. Ευτυχώς που την είδα και την εγκατέλει­ψα.Οι μέρες περνούσαν σ’ αυτό το ρυθμό με τις καθημερινές μάχες και το κυνη­γητό που κάναμε στους υποχωρούντες Ιταλούς. Όταν σκοτώνεται κάποιος από αυτούς, μαζεύονται όλοι γύρω του και μας έδειναν συγκεντρωμένο στόχο. Όταν καταλαμβάναμε τα χαρακώματα τους που ήταν βαθειά και άνετα γιά άμυνα, βρί­σκαμε μέσα και του πουλιού το γάλα. Κονσέρβες, όχι μόνο με κρέας και ψάρι, αλλά και με γλυκά και φρούτα. Ωραίες, τετράγωνες γαλέτες και αφράτες άσπρες κουραμάνες. Ακόμα και κολώνιες και σαπούνια γιά την καθαριότητα. Εμείς οι φουκαράδες την περνάγαμε με καμιά ρέγγα, λίγη σταφίδα και κατάμαυρη κου­ραμάνα Και αυτά υπήρχαν περιπτώσεις όταν προχωρούσαμε να μην προλαβαί­νουν τα μεταγωγικά.

Έτσι και τώρα στις 18 Νοέμβρη και ύστερα από όλες αυτές τις μάχες που δώ­σαμε σε όλη αυτή την οροσειρά, στα υψώματα στους Κοχλιούς, φθάσαμε στο τε­λευταίο ύψωμα που ήταν επάνω από το χωριό Κρυονέρι, αν θυμάμαι καλά.

Η δική μας διμοιρία έμεινε λίγο πίσω, σε απυρόβλητο σημείο από το πυρο­βολικό, γιά εφεδρεία του λόχου. Αυτή η μέρα η 18 Νοέμβρη ήταν η μοιραία μέ­ρα γιά τη διμοιρία μας. Είπαμε ότι είμασταν εφεδρεία του 3ου λόχου, του 36ου που είμασταν αποσπασμένοι σ’ αυτόν το λόχο. Προελάσαμε μαζί του πολεμόντας και λάβαμε μέρος σε πέντε μάχες, ερχόμενοι σε επαφή με τους Ιταλούς σ’ αυτή την οροσειρά. Εδώ ο λόχος είχε απώλειες και ειδικά σε μάχη στο ύψωμα της Σιταριάς, που η άμυνα των Ιταλών ήταν πολύ μεγάλη.Κατορθώσαμε ύστερα από μεγάλη προσπάθεια έχοντας και θύματα, νεκρούς και τραυματίες, να καταλάβουμε τα κυριότερα σημεία από τον αντικειμενικό μας σκοπό. Ένα πολυβόλο όμως επέμενε να βάζει εναντίον μας και μας καθήλωσε και δεν μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε την κατάληψη του υψώματος. Με μεγάλη προσπάθεια και υστέρα από κυκλωτικη κίνηση, καταλήφθηκε το πολυβο­λείο και ο πολυβολητής, ένας Ιταλός λοχίας, πιάσθηκε αιχμάλωτος. Δεν έχω ξα­ναδεί, ούτε φανταζόμουν να υπάρχει άνθρωπος να τρέμει έτσι. Έτρεμε σαν φύλ­λο που το δέρνει ο αέρας, βλέποντας ότι έπεσε σε τμήμα τσολιάδων. Γιατί ποιος ξέρει τί τους έλεγε η προπαγάνδα τους γιά μας και πως μεταχειριζόμαστε τους αιχμαλώτους. Ο λοχαγός μας βλέποντας τον σ’ αυτή τη κατάσταση φόβου που εκδήλωνε, τουδωσε το χέρι, το ενθάρρυνε με λόγια που ασφαλώς δεν καταλά­βαινε ο Ιταλός. Αλλά από το φιλικό ΰφος του λοχαγού, πήρε θάρρος και η τρέ­μουλα του μετριάσθηκε. Γυρίζοντας σε μας ο λοχαγός μας είπε: «Αυτός είναι ήρωας γιά τη πατρίδα του. Μας κράτησε μόνος του τόσες ώρες. Σας διατάσω να μην τον πειράξει κανένας και να του φερθείτε καλά».

Εμείς δεν περιμέναμε να μας πει ο λοχαγός να μην τον πειράξουμε. Και άλ­λους αιχμαλώτους πιάσαμε αυτό το δεκαπενθήμερο. Όχι μόνο δεν τους ενοχλή­σαμε με βρισιές, ξυλοδαρμούς και πλιατσικολογήματα, αλλά τους προσφέραμε τσιγάρο, τους ενθαρρύναμε. Αυτά γινόταν στη πρώτη γραμμή. Δεν ξέρω τι γινό­ταν στα μετόπισθεν, από τους φαντάρους που τους συνόδευαν. Καθώς μαθαίνα­με, υπήρχαν πολλοί από αυτούς που τους ξάφριζαν χρήματα, δαχτυλίδια, ρολό­για κ.τ.λ.

Εμείς στη πρώτη γραμμή το είχαμε σε γρουσουζιά να πάρουμε κάτι από αιχ­μαλώτους ακόμα και να μας το’ διναν.

Ας έρθουμε τώρα στις 18 Νοέμβρη, που φθάσαμε στο προτελευταίο ύψωμα της οροσειράς που πολεμούσαμε. Αυτές τις μέρες, αφού καταλήφθηκε και αυτό, εγκαταστάθηκε εκεί ο λόχος και έπιασε θέσεις. Μπροστά από το ύψωμα και στους πρόποδες του, πέρναγε ένας δρόμος που οδηγούσε από το Καλπάκι στα σύνορα μας , στην Κακαβιά.

Απέναντι από το δικό μας ύψωμα ήταν ένα άλλο που κατείχαν οι Ιταλοί και όταν θα έπεφτε αυτό, θα έπεφτε και το Δερβενάκι και θα καταλαμβάνονταν όλη η κοιλάδα του Καλπακίου. Στην κοιλάδα υπήρχαν πολλές δυνάμεις των Ιταλών και σαν συνέπεια που θα έχει αυτή η κατάληψη, θα ήταν η αιχμαλωσία των Ιτα­λών και το άνοιγμα του δρόμου γιά τα σύνορα σ’ εμάς. Γι’ αυτό λοιπόν οι Ιταλοί σ’ αυτό το σημείο βάλανε όλες τις δυνάμεις τους να κρατήσουν το ύψωμα.Οι Ιταλοί ήταν σε πλεονεκτική θέση όντας σε ύψωμα ψηλότερο από το δικό μας και ως εκ τούτου, είχαν ευχέρεια βολής με όλα τα μέσα, από τουφέκια, ολ-μάκια, οπλοπολυβόλα, πολυβόλα, όλμους και ορειβατικό και βαρύ πυροβολικό. Αυτά όλα χρησιμοποιούσαν αμυνόμενοι και καθήλωσαν τις δυνάμεις του λόχου και των άλλων δυνάμεων που ήταν αριστερά μας.

Η διμοιρία η δική μας ήταν αρκετά πίσω, σε μέρος που δεν την βρίσκαν οι βο­λές από τα πυροβόλα και τα βλήματα πέρναγαν από πάνω μας. Είμασταν λοιπόν μαζεμένοι και περιμέναμε να μας καλέσουν γιά το μέτωπο, όπου έξαφνα βλέ­πουμε ένα λοχία και ένα στρατιώτη να σπαράσουν χτυπημένοι μπροστά στα μά­τια μας. Μας έπιασε πανικός, μεγάλη σύγχιση, δεν ξέραμε από που μας βάζουν αφού είμασταν καλυμμένοι από το μέτωπο.

Αλλά δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και είδαμε στο χωριό που ήταν στους πρό­ποδες του Λόφου, το χωριό Κρυονέρι αν θυμάμαι καλά. Μέσα σ’ αυτό να γίνο­νται τρεις απανωτές εκρήξεις, η μία κοντά στην άλλη και στρατιώτες να φεύγουν τροχάδην από ένα μονοπάτι. Αμέσως ο διμοιρίτης μας Κοίκιος, πήρε το πολυ­βόλο, σημάδεψε το μονοπάτι και άρχισε να ρίχνει συνέχεια, με αποτέλεσμα να χτυπήσει πολλούς Ιταλούς που φεύγανε πανικόβλητοι. Τι είχε συμβεί; Ιταλικές δυνάμεις ήταν ακόμα στο χωριό. Εμάς μας είδαν από ένα πολυβολείο τους και μας έριξαν και σκότωσαν το λοχία και τραυμάτισαν το στρατιώτη.

Αλλά επενέβη ο καλός μας άγγελος που άκουγε στο όνομα Κωστάκης και εί­χε γίνει θρύλος αυτές τις μέρες με τις εύστοχες βολές του που έκανε με τα πυρο­βόλα του. Φαίνεται ότι είδε τους Ιταλούς που έπαιρναν συσσίτιο στο χωριό και έχοντας τα πυροβόλα του πίσω από τα πεζά τμήματα που ήταν αριστερά μας, αλ­λά ήταν σε απόσταση βολής. Έβαλε λοιπόν και δεν ήθελε πολύ να σημαδέψει μετρώντας με τα δάχτυλα του, χωρίς να χάνει ούτε μέτρο. Τους πέτυχε την ώρα που έπαιρναν συσσίτιο και τους μακελόκοψε καθώς φαίνεται, υποχρεώνοντας τους να φεύγουν πανικοβλημένοι.

Μπροστά στις θέσεις που είχε πιάσει ο λόχος γινόταν χαμός. Είπαμε ότι ήταν η τελευταία θέση των Ιταλών γιά να πέσει το Δερβενάκι και τη κρατούσαν με τα δόντια. Βάζανε στο σημείο που ήταν ο Λόχος με όλα τους τα μέσα. Έβραζε ο τό­πος από τα βλήματα. Τα θύματα μας ήταν πολλά. Σκοτώθηκε ακόμα και ο λοχα­γός μας, ο ήρωας αυτός που μάχονταν πάντοτε μπροστά. Παρ’ όλα αυτά δεν πα­ραμέρισε κανένας από τη θέση του. Μόνο υστέρα από τις πολλές απώλειες συμπτήχθηκε ο λόχος και μας κάλεσαν και μας μπροστά. Περάσαμε μέσα από τα βλήματα που έσκαγαν γύρω μας. Πήγαμε στη θέση που μας όρισαν οι διοικού­ντες. Μας βάλανε στο πιό επικίνδυνο σημείο. Δεν καλυπτόμασταν από τίποτα, παρά από λίγες πέτρες που είχαν βάλει αυτοί που ήταν πρώτα εκεί. Με το στοιχείο μου πιάσαμε μιά θέση. Όλες οι κινήσεις μας γίνονταν μπρούμυτα και σβαρνιστά. Ταχθήκαμε λοιπόν με τη σειρά, εγώ, ο σκοπευτής, ο γεμιστής, ο πρώτος προμηθευτής και ο δεύτερος.Βάλαμε απέναντι με το οπλοπολυβόλο όταν βλέπαμε καμμιά κίνηση και όταν σηκώναμε κεφάλι. Γιατί οι σφαίρες, τα ολμάκια και οι οβίδες έσκαγαν γύρω μας, ανασκάπτοντας τον τόπο και και σηκώνοντας στα μεσουράνια, πέτρες και χώμα­τα. Από τότε που ήρθαμε αυτού θα πέρασαν δυό ώρες και ήταν αργά το απόγευ­μα. Από εμάς, το στοιχείο μας και την υπόλοιπη ομάδα των ακροβολιστών δεν χτυπήθηκε κανένας ως αυτή τη στιγμή. Εγώ ήθελα να κατουρήσω και τραβήχτη­κα σβαρνόντας, λίγο πίσω από τους υπόλοιπους. Ακριβώς αυτή τη στιγμή ένοιω­σα σαν κάτι να με σπρώχνει. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα μπροστά μου το προμηθευτή, να σηκώνεται σύσσωμος και πλαγιαστά, αφού τον χτύπησε ένα βλήμα στο σβέρκο και να κυλάει το βλήμα στη πλάτη. Τα αντανακλαστικά μου λειτούργησαν αστραπιαία. Έσκυψα αμέσως το κεφάλι και το πράγμα αυτό κυ­λώντας ήρθε και χτύπησε στο κράνος, στο κεφάλι μου.

Δεν είναι δυνατόν να φαντασθεί κανείς πόσο γρήγορα λειτουργεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, αυτές τις στιγμές του μεγάλου κινδύνου. Σηκώθηκα όρθιος και προσπάθησα να φύγω, να τρέξω προς τα κάτω, υπολογίζοντας ότι το βλήμα που μας χτύπησε, θα σκάσει από στιγμή σε στιγμή. Δεν πρόλαβα να κάνω ένα βή­μα και πιάσθηκε το πόδι μου σ’ ένα κλαδί, από ένα θάμνο σκίνου και σωριάσθη­κα μπρούμυτα με το κεφάλι προς τα κάτω. Την ίδια στιγμή έσκασε δίπλα και σε απόσταση όχι περισσότερο από 1 -1,5 μέτρο άλλη οβίδα και όπως ήταν το ποδά­ρι μου ψηλότερα επάνω στα κλαδιά χτυπήθηκα από ένα κομμάτι από το βλήμα. Δοκίμασα να σηκωθώ και φώναξα ότι χτυπήθηκα. Στις φωνές μου έτρεξαν και ήρθαν κοντά μου ο διμοιρίτης μας Κούκιος και ο φίλος και πατριώτης μου Ρά­πτης Γιάννης από το χωριό Μούζιλου και αφοΰ μου σχίσανε τη κυλότα, έδεσαν το τραύμα προσωρινά και μου είπε ο Κούκιος, αν μπορώ με κάθε τρόπο να πάω προς τα πίσω και να περιμένω το βράδυ τα μεταγωγικά, να με πάνε στο ιατρείο του τάγματος μας, όχι στο 36ο, αλλά στο δικό μας 42ο. Ο δε Ράπτης που φάγα­με μαζί την κονσέρβα πριν 2 ώρες και ήμασταν αχώριστοι από τότε που κατατα-γήκαμε τη Λαμία, αφού είδε τα τραύματα μου μου είπε: «Εσύ Μήτσο μπορεί να γλυτώσεις, εμείς τί θα γίνουμε σήμερα σ’ αυτή την κόλαση».Ξεκίνησα λοιπόν ακουμπώντας στο όπλο μου και φορτωμένος όλα τα εξαρ­τήματα μου, ανάμεσα στις εκρήξεις που γίνονταν γύρω μου κατέφθασα ύστερα από ώρα σε αρκετή απόσταση, από την πρώτη γραμμή. Όσο το πόδι μου ήτανε ζεστό δεν καταλάβαινα και πολύ πόνο. Αλλά όταν κάθισα και άρχισε να κρυώνει με πόναγε τρομερά και με δυσκολία το πάταγα. Στο μέρος αυτό ήταν και πολλοί άλλοι στρατιώτες, χτυπημένοι με πρόχειρους επιδέσμους και με βαρύτερα πολ­λοί από αυτούς τραύματα από το δικό μου, που βόγγαγαν και δυσανασχετούσαν με τους τραυματιοφορείς. Και ποιόν να πρωτοκουβαλήσουν και αυτοί. Μείναμε λοιπόν ώσπου νύχτωσε, εκεί. Αφού προχώρησε κάμποσο η νύχτα και ακούγονταν μόνο σποραδικά πυρά από το μέτωπο, σε μία στιγμή έγινε χαλασμός από απανωτές εκρήξεις, από φωνές και ουρλιαχτά. Κάποιος από τους τραυματίες πέ­ταξε την κουβέντα ότι γίνεται επίθεση των Ιταλών και θα μας πιάσουν όλους αιχ­μαλώτους. Τρομάξαμε και θέλαμε να φύγουμε. Αλλά πώς; Αφού ήμασταν όλοι σακατεμένοι. Τα μεταγωγικά δεν θα πλησιάζανε ύστερα από αυτό που έγινε και συνεχίζεται να γίνεται. Γιατί τώρα δεν ήταν μόνο οι εκρήξεις, αλλά και τα δικά μας οπλοπολυβόλα και πολυβόλα που βάζανε συνεχώς. Αφού πέρασε αρκετή ώρα καταλάγιασαν οι κρότοι και ήρθαν κοντά μας και άλλοι τραυματίες. Μεταξύ αυτών ήταν και ελάχιστοι τραυματιοφορείς και τον δέσανε πρόχειρα και αυτόν και άρχισε να μας λέει. Τον κατείχε και αυτόν σύγχιση και δεν ήξερε και αυτός τί ακριβώς συνέβη. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι όταν σταματούσαν τα πυρά και ηρέμησαν κάπως και τους έπαιρνε ο ύπνος ξαφνιαστήκανε βλέποντας γύρω τους να σκάνε οι χειροβομβίδες μία πίσω απί την άλλη. Την ίδια στιγμή τους επιτέθη­καν Ιταλοί με τις ξιφολόγχες και χτυπήθηκαν και άλλοι εκτός από αυτόν. Αυτός χτυπημένος έφυγε και ήρθε κοντά μας.

Ύστερα από μία ώρα μάθαμε, αφού ήρθαν και άλλοι τραυματίες και ο διμοι­ρίτης μας Κούκιος να διαπιστώσει πόσοι λογαριάζανε από τη διμοιρία του. Αφού αυτή δέχθηκε τον αιφνιδιασμό και τα πυρά. Νά λοιπόν τί έγινε: Εμείς είχαμε ει­σχωρήσει σφήνα στα ιταλικά τμήματα με το ύψωμα που είχαμε καταλάβει. Πίσω από μας και δεξιά και αριστερά υπήρχαν δυνάμεις ιταλικές που δεν πρόλαβαν να υποχωρήσουν. Ένα τμήμα από αυτά κινήθηκε τη νύχτα ν’ ανταμωθούνε με τους δικούς τους και πέσανε απάνω στην ενέδρα της διμοιρίας μας που είχαν στήσει σ’ ένα μονοπάτι οι δικοί μας στρατιώτες. Αφού αντιληφθήκανε τον εχθρό έπρε­πε να τουφεκίσουν να δώσουν σύνθημα να πάρουν θέση τα τμήματα μας ν’ αντι­μετωπίσουν τον αιφνιδιασμό. Αυτοί δεν έκαναν αυτό αλλά ξεκινήσανε να ειδο­ποιήσουν και τους πήραν και οι Ιταλοί από κοντά και πέσαν απάνω στη διμοιρία μας την οποία θέρισαν με τις κόκκινες επιθετικές χειροβομβίδες, που αν και η ζημιά που κάνανε ήταν σχετικά μικρή σε σχέση με τις αμυντικές που γίνονταν πολλά κομμάτια από σίδερα. Οι επιθετικές όμως κάνανε μεγάλο κρότο, σαν πυ­ροβολικό σκορπώντας τον πανικό, αλλά και δημιουργώντας σοβαρά και θανά­σιμα τραύματα αν πέφτανε απάνω σε άνθρωπο. Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών πέ­τυχε απόλυτα. Η αντίδραση της διμοιρίας που σάστισε δεν ήταν ικανή να τους αντικρούσουν. Οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν και τις ξιφολόγχες και πολλούς σκό­τωσαν και τραυμάτισαν μ’ αυτές.

Εκείνος που αντέδρασε όπως μάθαμε μετά ήταν ο Δημήτριος Κούκιος που πήρε το πολυβόλο και με τη βοήθεια του λόχου έδιωξαν τους Ιταλούς. Πέρασε σχεδόν ώρα από την επίθεση τους, η οποία έκανε μεγάλη ζημιά στη διμοιρία μας, οι μισοί σχεδόν σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Μεταξύ των σκοτωμένων και ο φίλος και πατριώτης Ράπτης, του οποίου καθώς έμαθα μετά του κόπηκε όλο το ψαχνό μέρος από το μπράτσο του και έπαθε ακατάσχετη αιμορραγία. Δηλαδή αν του δένανετο τραύμα έγκαιρα ο άνθρωπος θα γλύτωνε. Όταν τόμαθα σκέφτηκα τα τελευταία του λόγια μαζί μου: «Εσύ Μήτσο μπορεί να γλυτώσεις, αλλά εμείς τί θ’ απογίνουμε;».

Αυτά έπαθε η διμοιρία που σ’ όλες τις προηγούμενες μάχες δεν μάτωσε μύτη και τα πλήρωσε όλα την αποφράδα αυτή μέρα στις 15 Νοέμβρη. Αυτό ήταν το τέ­λος της θητείας μας στο 36ο Σύνταγμα. Μετά απ’ αυτό όσοι έμειναν επέστρεψαν στο λόχο, αφού ξαναδημιουργήθηκε πάλι ο δεύτερος του 1ου τάγματος του 42ου Συντάγματος υπό την διοίκηση του μόνιμου ανθυπολοχαγού, πλέον, Σπυρόπουλου Δημήτριου.Αλλά ας επανέλθουμε σε μένα και μετά τον τραυματισμό μου. Όπως είπαμε και παραπάνω περιμέναμε τα μεταγωγικά να μας πάνε. Αλλά πού να ρθούν τα μεταγωγικά. Ποιόν να πάρουν και ποιόν ν’ αφήσουν αν έρχονταν; Αποφασίσαμε λοιπόν, εγώ και ο άλλος φαντάρος, να ξεκινήσουμε με τα πόδια για τα μετόπι­σθεν, για το ιατρείο του τάγματος. Είναι απίθανο και απίστευτο να καταλάβει κα­νείς πώς διανύσαμε αυτή την απόσταση, που δεν ήταν απάνω από 1 ώρα και κά­ναμε 7 ώρες όλη νύχτα, Πέφτοντας, σβαρνώντας, σ’ ένα δύσβατο μονοπάτι. Ευ­τυχώς ήταν ξαστεριά και με φεγγάρι και δεν κυλήσαμε σε καμμιά σάρα. Ο άλλος στρατιώτης βογγομάναγε από τον πόνο που είχε στο πλευρό σε όλο αυτό το διά­στημα.

Εγώ στηριζόμουν στο όπλο. Φρόντιζα να μην πατάω πολύ το πονεμένο πόδι, αλλά όταν το πάταγα καλά βέλαζα από τον πόνο. Κάποια ώρα και ύστερα από τα πολλά και ρωτώντας τους φαντάρους, όσους βρήσκαμε στο δρόμο μας, φθάσα­με στο ιατρείο του τάγματος, στο οποίο υπηρετούσε γιατρός λοχαγός στο βαθμό. Αυτός ήταν ο γνωστός μου από τη Ααμία, που συναντούσα πολλές φορές στο σπί­τι του Παπαγιάννη Άλκη και μου τον είχε συστήσει ο Αλκής. Ο γιατρός λοιπόν αυτός λεγότανε Πολίτης. Φυσικό ήταν αφού με γνώριζε να ενδιαφερθεί και για την κατάσταση μου. Αφού εξέτασε το τραύμα στο πόδι μου το οποίο είχε γίνει νταούλι από το πρήξιμο, αποφάνθηκε ότι ναι μεν είναι σοβαρό το τραύμα γιατί εί­ναι βαθύ, αλλά το ευτύχημα είναι ότι δεν έσπασε κόκκαλο ή σημαντικά νεύρα να αφήσει αναπηρία. Μου είπε ακόμα: «Καθώς βλέπεις κ. Δέρματα, δείχνοντας μου τους πολλούς τραυματίες που ήταν άλλοι σε φορεία και άλλοι ξαπλωμένοι σε κουβέρτες κατάχαμα (μεταξύ αυτών και δύο Ιταλοί) ναι έχεις το δικαίωμα να πας στο νοσοκομείο και εγώ την υποχρέωση να σε στείλω για το τραύμα σου το δικαι­ολογεί αυτό. Σου υπόσχομαι όμως ότι μπορώ και να σε κάνω καλά κρατώντας σε εδώ κοντά στα μεταγωγικά και νάρχεσαι να σου αλλάζω την πληγή. Σ’ αφήνω στη διάθεση σου ν’ αποφασίσεις μόνος σου». Αν δεν γνωριζόμασταν η απόφαση μου θα ήταν ασφαλώς να πάω στο νοσοκομείο, αλλά αυτός με χτύπησε εκεί που έπρεπε, στο φιλότιμο. Δεν θέλησα να υποτιμήσω και την υπόσχεση του ότι θα με κάνει καλά και αφού έβλεπα και τους άλλους τραυματίες, ότι πολλοί ήταν σε χειρότερα χάλια από έμενα, πήρα την απόφαση και του είπα ότι μένω. Και έμεινα.Πήγα Λοιπόν στα μεταγωγικά που ήταν και αυτά στο ύπαιθρο, εκείνη τη μέρα κοντά στο χωριό Σιτάρια. Καλύπτονταν από ένα δασάκι που είχε και μεγάλα δέ­ντρα, αλλά και Ντουσκα Χαμοκλείδα. Σε μία ρογκατσίδα πέταξα το αντίσκηνο και ξάπλωσα. Το τραύμα μετά την περιποίηση του γιατρού, το καθάρισμα, την αντισηψία που του έκανε και το δέσιμο, μετριάσθηκε ο πόνος.

Μιά και η μέρα ήταν φθινοπωρινή μεν, αλλά ήταν ηλιόλουστη με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα όλη τη μέρα αφού ήπια το πρωινό τσάι με λίγο κονιάκ. Ξύ­πνησα για το βραδυνό συσσίτιο και αφού έφυγε ο ήλιος. Την περιποίηση μου ανέλαβε ένας πατριώτης από το Καρπενήσι, Κεχριμπάρης Γεώργιος. Αυτός μού-φερνε το συσσίτιο και ότι άλλο είχα ανάγκη. Ήταν σα νοσοκόμος μου, γίναμε καλοί φίλοι. Ήταν μοιραίο να ξανασυναντηθούμε αργότερα όπως θα δούμε πα­ρακάτω στο αντάρτικο.

Πέρασαν 15 μέρες περίπου από τον τραυματισμό μου. Αυτές τις μέρες τα τμή­ματα μας μάχονταν καθημερινά. Από την πίεση που έκαναν οι δικοί μας και άλ­λα τμήματα δεξιά και αριστερά από το επίμαχο ύψωμα που μας καθήλωσε και έκανε τόση ζημιά στη διμοιρία μας, αυτό καταλείφθηκε. Οι Ιταλοί υποχώρησαν από την κοιλάδα του Καλπακίου και οι μάχες συνεχίζονταν στα υψώματα μεταξύ Δερβενακίου και Κακαβιάς.

Τα μεταγωγικά μπορούσαν να κοιμούνται και στα εγκαταλελειμμένα σπίτια στα γύρω χωριά. Εγώ αυτό το διάστημα όντας ελεύθερος ιατρού, αλλά πατώντας κάπως το πόδι μου, αν και πολύ πρησμένο ακόμα και με πόναγε η πληγή, περ­πάταγα στηριζόμενος σε μπαστούνι. Είχα αφήσει το γυλιό μου στα μεταγωγικά εκτός από το όπλο και το κράνος και τις κουβέρτες. Περπατούσα όσο μπορούσα και όπου ήθελα με το μπαστούνι, μιά και δεν είχα προσκλητήρια κ.λ.π. και το συσσίτιο μου το έπαιρνε ο Κεχριμπάρης, όπου ήθελα και όπου με βόλευε κοιμό­μουνα. Αξέχαστο μου μένει ένα βράδυ που βρήκα μία αχυρώνα γεμάτη άχυρο και τον ύπνο που έκανα μέσα σ’ αυτό. Την αίγλη και τη ζεστασιά που αισθάνθη­κα τρυπώνοντας ανάμεσα του και συγκρίνοντας τα με την καθημερινή δοκιμασία του ύπνου, που είμασταν αναγκασμένοι να πέφτουμε όπου λάχει τυλιγμένοι στα αντίσκηνα, κατάχαμα στη λάσπη και στα ρογκατσίδια. Σκεπτόμουν καμμιά φορά την τύχη μου και πόσες φορές γλύτωσα την ημέρα του τραυματισμού μου. Δεν χτυπήθηκα όταν η διμοιρία μας έκανε λούφα και έγινε στόχος και σκοτώθηκε ο λοχίας και ο στρατιώτης. Επίσης όταν το βλήμα χτύπησε και σκότωσε τον προμη­θευτή, που αν έσκαγε αυτό θα σκοτωνόμασταν και οι πέντε όλοι του στοιχείου μου δεν θάμενε κανείς. Αν δεν έπεφτα όταν σηκώθηκα όρθιος για να ξεφύγω αυτό το Βλήμα που χτύπησε στο κεφάλι χωρίς να σκάσει, θα μ’ εύρισκε η άλλη βόμβα που έσκασε δίπλα μου και με τραυμάτισε. Αν ήμουν όρθιος εκείνη τη στιγ­μή θα μ’ έκοβε στη μέση. Και αν ακόμα δεν τραυματιζόμουν όπως τραυματίσθη­κα και έφυγα από την πρώτη γραμμή και έμεινα εκείτο βράδυ ο αιφνιδιασμός των Ιταλών που διέλυσε την ομάδα μου θα είχα και εγώ την τύχη τους.Η μοίρα με προφύλαξε απ’ όλους τους κινδύνους. Προορίζοντας με φαίνε­ται να υποστώ όλα αυτά τα βάσανα της υπόλοιπης ζωής μου.

Το λόχο μας τον ανέλαβε μετά την ανασυκρότησή του ο νέος διοικητής ο μό­νιμος ανθυπολοχαγός Σπυρόπουλος Δημήτριος. Ένα μάλαμα παιδί. Είπαμε ως τραυματίας είχα το ελεύθερο να κυκλοφορώ όπου θέλω. Ο Σπυρόπουλος είχε πάρει ορντινάτσα του τον χωριανό μου Πάνο Γιουρνά, για τον οποίο παρέλειψα να πω ότι είμασταν στον ίδιο λόχο και ότι μέναμε μαζί όταν στήναμε σκηνή και όντας και φίλος μου από τα μικράτα μας, που αναφέρθηκα και στην αρχή της διήγησης μου όταν παίζαμε στο χωριό και στήναμε το μανάβικο με τα ξένα στα­φύλια στις λογγόβες. Συναναστρεφόμενος τον Πάνο κατά το διάστημα του τραυ­ματισμού μου έβλεπα και τον λοχαγό. Γνωριστήκαμε καλά. Στον πόλεμο δεν υπάρχει πολλές φορές η διάκριση του βαθμού. Στη γνωριμία μου λοιπόν με το Σπυρόπουλο υπήρχε κάποια οικιότητα και κουβεντιάζαμε για πολλά θέματα. Ήταν πολύ προοδευτικός άνθρωπος, αλλά και γενναίος στις μάχες που λάμβα­νε μέρος, στα υψώματα μεταξύ Δερβενακίου και Κακαβιάς. Καθώς μάθαινα από στρατιώτες ακόμα και από μεταγωγικούς, πήγαινε μπροστά προτρέποντας και εμψυχώνοντας τους οπλίτες του. Στις σπάνιες ώρες της ανάπαυσης του και στις συναντήσεις μας μου εκμυστηρεύθηκε ακόμα και την οικογενειακή του κατά­σταση. Ήταν από φτωχή οικογένεια, οι γονείς του με χίλια βάσανα και στερήσεις τον σπούδασαν. Είχαν πεθάνει πρόωρα και είχε μόνο μία αδελφή, στην οποία ήταν και προστάτης ώσπου ν’ αποκατασταθεί. Προχωρώντας και αλλάζοντας θέ­σεις αλλάζαμε και μεις ακολουθώντας τους. Υπήρχαν και άλλοι ασθενείς. Πολ­λοί με πληγές και μερικοί για διάφορες άλλες αιτίες ασθενείας.Το τραύμα μου αν και κόντευε 20ήμερο, εξακολουθούσε να είναι πρησμένο. Έθρεψε η πληγή και δεν πήγαινα πλέον στο γιατρό για αλλαγή. Μου είχε δώσει όμως άλλο ένα 10ήμερο ελεύθερος υπηρεσίας για την πλήρη ανάρρωση μου. Συστεγαζόμασταν οι ασθενείς, αλλά και πολλοί κοπανατζήδες που το σκάγανε από το μέτωπο. Εν μέρει δικαιολογημένοι από την πολύ ταλαιπωρία. Με τις συ­νεχείς μάχες που δίνανε μες τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, τη λάσπη, την κούραση, έμειναν πάρα πολλοί πίσω. Στο σπιτάκι λοιπόν αυτό βρήκαμε μαζί με τους ασθενείς, ήταν και από αυτούς μερικοί από διάφορους λόχους. Ψάχνανε παντού για πλιάτσικα. Εκτός από αυτά που παρατούσαν οι Ιταλοί στο φευγιό τους βρίσκαν και καταφύγια που είχαν οι χωριάτες, που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους για να γλυτώσουν τον πόλεμο.

Σ’ ένα από αυτά τα καταφύγια μία παρέα από αυτούς εκτός από τ’ άλλα που βρήκαν, βρήκαν και έναν γαζοτενεκέ γεμάτο με γίδηνο λιωμένο βούτυρο. Είμασταν στο δωμάτιο περί τα 10 άτομα. Ανάψαμε μιά φωτιά στο τζάκι με πουρναρίσια ξύλα. Είχαν βρεί πριν μία αποθήκη ιταλική γεμάτη τρόφιμα, κονσέρβες, μα­καρόνια, ρύζι και πολλά άλλα. Αλλά ποιος τα κοίταζε αυτά; Πυρώναμε τις ωραί­ες τετράγωνες γαλέτες, τις βουτυρώναμε βουτώντας μέσα στον τενεκέ με το βού­τυρο, γινόταν παπάρα που μοσχοβόλαγε. Και με την ζεστασιά που έγινε στο δω­μάτιο από την πολύ φωτιά, τρώγοντας και πίνοντας, γιατί κοντά στ’ άλλα είχαν οικονομίσει και μία δαμιτζάνα με ρακί και φυσική συνέπεια να το βάλουμε και στο τραγούδι, ξεχνώντας τον πόλεμο, τις μάχες, τα αίματα, τα πτώματα και τον χαμό αγαπημένων συναδέλφων και φίλων.

Την απανθρωπιά τους τη δείχνανε ορισμένοι φαντάροι στους εχθρούς στρα­τιώτες. Ξέχναγαν ότι ήταν και αυτοί σαν και μας λαός που τον υποχρέωσαν να σκοτώνει και να σκοτωθεί.

Ένα τέτοιο αποτρόπαιο πτώμα Ιταλού ήταν ποιό κάτω από το σπίτι που ευοχούμασταν, κοντά στο δημόσιο δρόμο. Ο στρατιώτης χτυπήθηκε στο πρόσωπο. Τον είχε βρει ότι τον χτύπησε ανάμεσα στο στόμα και τα μάτια. Του έφυγε όλη η μύτη και ότι υπήρχε κάτω από αυτήν στο πρόσωπο. Του έμειναν μόνο ορθάνοι­χτα μάτια χωρίς κατοβλέφαρα. Ακόμα λίγο από το επάνω χείλος, τραβηγμένο προς τα επάνω σχηματίζοντας ένα μακάβριο χαμόγελο.

Τον τοποθέτησαν φαίνεται όταν ήταν ζεστός. Αφού τον στέργιωσαν καλά με πέτρες, τον βάλανε λοιπόν να κάθεται με το ένα πόδι απάνω στο άλλο. Ένα πα­κέτο τσιγάρα στο χέρι και ένα τσιγάρο στο στόμα. Αυτό ήταν θέαμα για όλο το στρατό που περνούσε από εκεί. Και κανένας δεν είχε την ανθρωπιά να παραμε­ρίσει τον πρώην αυτόν άνθρωπο από εκεί.Δεν ξέρει κανείς τί ήταν αυτός. Πλούσιος, οικογενειάρχης, εργένης, τις ιδέες του, τα όνειρα του, που καταλήξανε στη μακάβρια αυτή χλευαστική στάση του.

Όπως είπαμε και παραπάνω τα τμήματα μας από τη γρήγορη αυτή προέλαση είχαν κουρασθεί. Πολλοί στρατιώτες απηύδησαν, παραμέριζαν, κάνανε λούφα. Τρύπωναν όπου βρίσκαν καμμιά σπηλιά, κανένα δέντρο να προφυλαχθούν από τη βροχή και το κρύο που άρχιζε να γίνεται τσουχτερό.

Εξέδωσε λοιπόν διαταγή ο λοχαγός μας Σπυρόπουλος, όλοι να μαζευτούμε και να προχωρήσουμε μπροστά, ακόμη και οι ασθενείς. Εμένα ίσως δεν με αφο­ρούσε αυτό, αλλά αποφάσισα παρ’ όλο ότι ήμουν κουτσός και ελεύθερος ιατρού να προχωρήσω. Ξεκίνησα καμιά ώρα πριν φέξει, φορτωμένος με τα υπάρχοντα μου. Περπάτησα κάμποσο στο δημόσιο δρόμο, όταν άρχιζε να χαράζει λίγο, μό­λις έφεγγε λίγο.

Από το αντίθετο μέρος του δρόμου έρχεται μιά τρίκυκλη μοτοσυκλέτα. Μόλις με πλησίασε, ήρθαν κοντά μου, με σταμάτησαν, βλέποντας με να περπατώ μόνος και κουτσαίνοντας, με ρώτησε ένας, ο γεροντότερος από αυτούς, ποιος είμαι και γιατί περπατούσα μόνος και που πάω έτσι μπροστά και κουτσαίνοντας. Του είπα ότι είμαι τραυματίας και κατόπιν διαταγής του λοχαγού μας πάω προς το μέτωπο. Ο γηραλαίος γύρισε προς τους άλλους δυό και τους είπε: «Βλέπετε, πως να μη νι­κάμε ύστερα;» Και αποτεινόμενος σε μένα μου είπε: «Με ξέρεις εμένα ποιος εί­μαι;» Του είπα: «Δεν σας γνωρίζω». Μου είπε ότι «εγώ είμαι ο Κωστάκης».

Μόλις είπε Κωστάκης η συγκίνηση μου ήταν αφάνταστη. Έκλαιγα που βρι­σκόμουν μπροστά σ’ αυτό το μυθικό ήρωα, που γλύτωσε κΓ εμάς και άλλους με την ευστοχία του. Που ήταν ο θρύλος της 8ης Μεραρχίας. Αφού μου είπε «Μπρά­βο παιδί μου» και μου ευχήθηκε καλή τύχη, φύγανε. Συνέχισα το δρόμο μου κι’ εγώ ικανοποιημένος από αυτό το συναπάντημα. Έφθασα στο ύψωμα της Κακα­βιάς, εκεί που ήταν το φυλάκιο. Αφού ανέβηκα λίγο, βρήκα ένα τόπο που ήταν σαν σπηλιά και μιά και ήταν ακόμα πολύ πρωί και ήμουν κατακουρασμένος και αισθανόμουν το τραύμα μου να καλοπρίζεται από τη τόση πορεία, ξάπλωσα λίγο στο στεγνό μέρος να ξεκουραστώ. Από τον πολύ κόπο και την ενόχληση που εί­χα στο τραύμα άρχισαν να μισοκλείνουν τα μάτια μου, όταν ακούω μιά αγριο-φωνάρα και ξαφνιασμένος νόμισα πως από κάπου παρουσιάσθηκε ο Σερεμέτης, ο λοχαγός του ουλαμού. Αλλά αυτός δεν ήταν ο Σερεμέτης, αλλά ο ταγμα-τάρχης μας Καραμέρης με την ακολουθία του, που αφού βρήκαν και άλλους στρατιώτες να κάνουνε λούφα, είδαν και μένα , που σηκώθηκα όρθιος να δω τι γίνεται.Η απόσταση που με χώριζε από αυτούς δεν ήταν παραπάνω από 50 μέτρα. Αγρίεψε και ήταν έτοιμος να ορμίσει κατ’ απάνω μου, ουρλιάζοντας και λέγο­ντας μου: «Τσακίσου,γρήγορα, γρήγορα, να ‘ρθεις εδώ». Εγώ πήρα τα τα πράγ­ματα μου και τους πλησίασα κουτσαίνοντας. Όταν έφθασα σε απόσταση βολής, με το μαστίγιο που κρατούσε στο χέρι του, άρχισε να βρίζει και να λέει ότι ήμουν δειλός και εγκατέλειψα το μέτωπο.

Του απάντησα ότι είμαι τραυματίας και ότι είμαι ελεύθερος ιατρού και διέτα­ξε ο λοχαγός μου συγκέντρωση του λόχου εδώ, γι’ αυτό ήρθα. Και γιά να με πι­στέψει, κατέβασα το παντελόνι και τους έδειξα το τραύμα μου στο πόδι μου που είχε ξαναγίνει νταούλι από το πρήξιμο. Σάστισε και αυτός και οι άλλοι και χωρίς να μου πουν τίποτα, συνέχισαν το δρόμο τους. Μετά από αυτό προχώρησα και εγώ προς το φυλάκιο. Αλλά τι μαύρο προχώρημα. Τα βλήματα γύρω έσκαγαν συ­νέχεια. Μπορεί αυτά του πυροβολικού να σκάγανε απέναντι από το λόφο, γιατί στο σημείο αυτό που περπάταγα ήταν απυρόβλητο για το πυροβολικό. Αλλά οι μεγάλοι όλμοι το πιάνανε και αυτό το σημείο και τα πυρά τους ήταν συνεχόμενα. Τέλος έφθασα στο φυλάκιο χωρίς απρόοπτο.

Μόλις μπήκα μέσα και με είδε ο Σπυρόπουλος η πρώτη του κουβέντα ήταν: «Τί θέλεις εδώ εσύ;» Παρέλειψα να πω ότι μέσα στο φυλάκιο ήταν και ο κ. ταγ­ματάρχης με την παρέα του. Απάντησα λοιπόν στο ερώτημα του λοχαγού, ότι ήρ­θα αφού έδωσε διαταγή ναρθούν και όλοι οι ασθενείς. Μου απάντησε ότι «η δια­ταγή δεν ήταν για σένα που είσαι τραυματίας, αλλά γι’ αυτούς που κάνουν τον άρ­ρωστο και κάνουν κοπάνα».

Γύρω από το φυλάκιο που ήταν για στόχος έβραζε ο τόπος από τα βλήματα και τις εκρήξεις. Μέσα στο φυλάκιο ήταν δύο στρατιώτες σκοτωμένοι. Τους είχαν φέρει φαίνεται τραυματισμένους να τους παράσχουν κάποια βοήθεια και πέθαναν. Όταν τους καλοκοίταξα είδα ότι ο ένας ήταν από το υπόλοιπο της ομάδας μου, ο γεμιστής του πολυβόλου Ματραλής. Με κυρίεψε λύπη και στενοχώρια γι’ αυτόν και για όλα τα παιδιά που χάθηκαν, αλλά στον πόλεμο οι καρδιές γίνονται πέτρα. Σ’ αυτό συντείνει και η σκέψη ότι η ίδια η τύχη περιμένει και τον εαυτό σου. Ο ταγματάρχης άρχισε να τα βάζει με το Σπυρόπουλο που άφησε το μέτω­πο ακάλυπτο και ότι το τμήμα πρέπει να προχωρήσει και ότι αυτή την κίνηση πε­ριμένουν και τ’ άλλα τμήματα δεξιά μας και αριστερά να συντονιστούμε και πρέ­πει όλοι μαζί να κάνουμε την έφοδο, άσχετα από απώλειες. Βγήκανε όλοι από το φυλάκιο μαζί μ’ αυτούς και εγώ με μόνο το όπλο μου αφού άφησα στο φυλάκιο το γυλιό μου. Πήγαινα κοντά στο Σπυρόπουλο. Ο σαλπιστής χτύπαγε το «προχω­ρείτε». Ο ταγματάρχης και παρέα του καλυφθήκανε, πίσω από ένα βράχο και από εκεί έδινε διαταγές. Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή που φώναζε σκάει ένα βλήμα πυροβολικού στο βράχο που ήταν ο κ. ταγματάρχης σκορπώντας χίλια κομμάτια βλήματα και χαλίκια, ακόμα όμως και τον πανικό στον κ. ταγματάρχη και την παρέα του. Και τους είδαμε ν’ αποχωρούν τρέχοντας τον κατήφορο. Εμείς πιάσαμε θέσεις στο ύψωμα. Δεν κάναμε βέβαια επίθεση γιατί οι δυνάμεις μας ήταν λίγες. Αλλά παρ’όλα τα πολλά πυρά του εχθρού κρατήσαμε. Υποχώρη­σαν οι Ιταλοί αφού πιέστηκαν από μας και από δεξιά και αριστερά αργότερα όταν συντονιστήκαμε και προχωρήσαμε και εμείς.Οι Ιταλοί σ’ αυτό το διάστημα δεν χτυπούσαν με το πυροβολικό τους μόνο τις θέσεις μας, αλλά και τα γύρω χωριά. Δεν ξεχνώ μία σκηνή και το μοιρολόι που ακούγονταν από ένα χωριουδάκι που ήταν πλησίον στο φυλάκιο. Κτίσματα νομί­ζω το λέγανε. Είχε σκάσει μέσα στο χωριό οβίδα και σκότωσε πολλούς φαίνεται, σκορπώντας το θρήνο και τον οδυρμό στους συγγενείς και χωριανούς.

Μετά απ’ αυτό το σημείο φύγαμε από τα σύνορα μας και πέσαμε στο αλβανι­κό έδαφος. Στην πεδιάδα του Αργυρόκαστρου αφήνοντας πίσω μας όλο το έδα­φος από το Δερβενάκι μέχρι την Κακαβιά, που έγιναν σημαντικές μάχες. Κατά­σπαρτο, όχι μόνο από νεκρούς Ιταλούς αλλά και πλήθος εφόδια, πυρομαχικά βουνά ολόκληρα από κάσες, πυροβόλα, αυτοκίνητα, τάνκς, χωριά τρόφιμα με κονσέρβες, κάσες ολόκληρες με γαλέτες και πολλά άλλα που χρησιμοποιούσαν οι ραφινάτοι Ιταλοί.

Αυτά όλα μαρτύραγαν την άτακτη φυγή τους. Και πραγματικά η υποχώρησή τους ήταν γρήγορη και άτακτη. Το κύριο σώμα του στρατού τους κρατήθηκε στο φονικό οχυρό Τεπελένι, ενώ έμειναν πίσω μικρά τμήματα οπισθοφυλακή με τα οποία ερχόμασταν σ’ επαφή και σε αψιμαχίες. Αλλά και μ’ αυτούς οι μάχες ήταν σκληρές και θανατηφόρες όπως θα δούμε παρακάτω. Το τάγμα μας στρατονίσθηκε σ’ ένα χωράφι με ελιές. Η ομάδα μου ξανασυγκροτήθηκε. Εκεί σ’ αυτό το χωράφι με τις ελιές κοντά στο Αργυρόκαστρο στήσαμε τις σκηνές στο λασπωμέ­νο έδαφος. Η ανασυγκρότηση έγινε από άντρες έφεδρους παλαιοτέρων κλάσε­ων, δεδομένου ότι από τους παλιούς της ομάδας μου έμεινε μόνο ένας σκοπευ­τής του οπλοπολυβόλου. Οι νέοι ήταν μισαρβανίτες από την περιοχή Αταλάτης. Δεν είχαν δοκιμαστεί μαζί μου σε μάχες, αφού ήμουν τραυματίας. Αλλά από πλιάτσικο καθώς διαπίστωσα το λίγο διάστημα που ήμασταν μαζί, είχανε μεγάλη επίδοση. Προμηθεύονταν τα πάντα. Εγώ είχα και το φίλο και χωριανό μου Γι-ουρνά που ήταν κοντά στο λοχαγό και όλο και κάπως προνομιακή ήταν η θέση μου για τις προμήθειες.Ο καιρός αγρίεψε, βροχές ασταμάτητες, κρύο. Κοιμόμασταν μεσ’ τη λάσπη. Η ψείρα από την απλησιά που τα ρούχα μας κόλλησαν απάνω μας δύο μήνες τώ­ρα πλήθηνε, κυρίεψε όλο το σώμα μας. Εμένα ευτυχώς η μητριά μου μου έστει­λε δύο ολόμαλες φανέλες χωριάτικες, χοντρές. Όταν άλλαζα τις έβαζα πότε από τη μιά μεριά πότε από την άλλη. Αυτό το έκανα όλο αυτό το διάστημα των 6 μη­νών του πολέμου.

Μετά από μάχη που δώσαμε κοντά στο Αργυρόκαστρο με ιταλικά τμήματα οπισθοφυλακής, προχωρήσαμε σε χωριό κοντά και μετά από αυτό στρατοπε­δεύσαμε άλλοι στα σπίτια, άλλοι στο σχολείο, πολλοί στην εκκλησιά. Δυστυχώς ο στρατός είναι στρατός. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Υπήρχαν φαντάροι που κάνανε τίμιες συναλλαγές με τους χωριάτες χριστιανούς οι οποίοι μας βλέπανε σα λυ­τρωτές. Αλλά υπήρχαν και άλλοι πλιατσικολόγοι που δεν είχαν καμμιά πειθαρχία και αφού διακινδύνευαν κάθε μέρα τη ζωή τους, δε λογάριαζαν τίποτα και ειδι­κά οι νεοφερμένοι έφεδροι παλαιοτέρων κλάσεων. Συγκεκριμένα θυμάμαι τη βεβύλωση που έγινε μέσα στην ίδια την εκκλησιά, που έσπασαν στασίδια, ανά­ψανε με αυτά φωτιές μέσα στην εκκλησιά απάνω στις πλάκες. Κάπου προμηθεύ­τηκαν φασόλια και τα έβαλαν να βράσουν. Βρήκανε το λάδι που είχαν για τα κον­δύλια και το βάλανε μισό μισό με νερό να βράσουν τα φασόλια. Κάπου βρήκανε μελίσσια, τα χάλασαν, φέρανε και σε μας κερήθρες. Ήταν νΰχτα, τα Λίγα κεριά που βρήκαμε και ανάψαμε κάηκαν και αυτά σιγά σιγά. Ο φωτισμός ήταν ελάχι­στος και δεν βλέπαμε τί τρώγαμε. Μασουλάγαμε λοιπόν τις κερήθρες, αλλά αυ­τές ήταν οι περισσότερες με μέλισσες μέσα. Αυτό είχε σαν συνέπεια να μας πιάσει πολλούς κοιλόπονος και ευκοίλια, ακόμα και πυρετός. Ένας από αυτούς ήμουνα και γώ.Είπαμε ότι οι Ιταλοί είχανε ισχυρή οπισθοφυλακή. Υπήρχαν πολλά τμήματα τους τα οποία κρατούσαν στρατηγικές θέσεις. Και τούτο να κρατάνε επαφή με δι­κά μας τμήματα, να κόβουν τις επιθέσεις μας, να οχυρωθεί το κύριο σώμα που υποχώρησε στα στενά του Τεπελενίου.

Ένα τέτοιο τμήμα ήταν μπροσά μας στα υψώματα που δέσποζαν στο χωριό. Είχαν επαφή με δικά μας τμήματα αλλά δεν εκδηλώθηκε επίθεση. Αυτή τη μοι­ραία επίθεση, αυτόν τον αιφνιδιασμό θέλησε να κάνει ο λοχαγός μας Σπυρό-πουλος. Αφού πήρε καμμιά εικοσαριά τσιολιάδες, αυτούς που ήθελε αυτός, προ­χώρησε και αιφνιδίασε τους Ιταλούς πιάνοντας τους σκοπούς και μπουκάροντας στις σκηνές.

Παρέλειψα να πω ότι οι Ιταλοί όπου διανυκτέρευαν δεν βαριόνταν να στή­νουν σκηνές. Εν αντιθέσει με μας που όπου βρισκόμασταν πέφταμε. Μπήκανε λοιπόν οι δικοί μας στο στρατόπεδο και άρχισαν να μαζεύουν άρβυλα. Καθώς μας έλεγε μετά ένας στρατιώτης μας, αυτός τράβαγε τα άρβυλα του Ιταλού από έξω και ο Ιταλός από μέσα.

Πέρασε ο πρώτος αιφνιδιασμός των Ιταλών και μερικοί από αυτούς πήραν τα όπλα τους. Οι δικοί μας ήταν λίγοι. Πιάσθηκε μάχη. Άρχισαν να υποχωρούν οι δικοί μας, αλλά το τίμημα ήταν πολύ βαρύ. Ο λοχαγός μας, το παλληκάρι ο Σπυρόπουλος άφησε την τελευταία του πνοή εκεί χτυπημένος κατάστηθα, όπως μας είπανε όσοι επέστρεψαν και έμεινε το κουφάρι του εκεί μαζί μ’ έναν άλλον στρα­τιώτη.

Αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για μας για τον λόχο μας. ‘Οταν χάνονταν τέτοιος άνθρωπος η ζημιά είναι για όλους. Για τον ίδιο που σβύνουν τα όνειρα του και οι ελπίδες του, για μας, για τον λόχο του που τον γνωρίσαμε και εκτιμήσαμε την παλλικαριά, το θάρρος και την διοίκηση του και για την δόλια την αδελφή του που όντας μικρότερη του ανήλικη έμεινε πεντάρφανη και απροστάτευτη.Αλλά ο πόλεμος συνεχίζονταν. Το λόχο ανέλαβε ο διμοιρίτης μας Κούκιος, ανθυπολοχαγός και αυτός έφεδρος και ισάξιος του Σπυρόπουλου. Δοκιμασμέ­νος σε πολλές μάχες. Την παλλικαριά του, την ετοιμότητα του και το θάρρος του, τ’ αναφέραμε και προηγούμενα.

Οι οπισθοφυλακές των Ιταλών εξουδετερώθηκαν υστέρα από μάχες που δώ­σαμε όλα τα τμήματα. Όλες τους οι δυνάμεις οχυρώθηκαν στο απρόσητο Τεπε­λένι.

Εγώ δεν κατέχω και πολλές στρατιωτικές γνώσεις, αλλά όπως έλεγαν οι ειδι­κοί μετά, αν δεν χαλάρωνε η προέλαση μας με τις επιτυχίες μας ως τα σύνορα με το φόβο που είχαν πάθει και το πεσμένο ηθικό τους δεν τους κράταγε οΰτε το Τε­πελένι. Και ίσως έληγε ο πόλεμος με τους Ιταλούς γιατί μετά το Τεπελένι ήταν πο­λύ δύσκολο να προβάλλουν αντίσταση. Στο σημείο αυτό που βρισκόμασταν έγι­νε ο διαχωρισμός του συντάγματος. Το Ιο τάγμα το δικό μας βάδισε προς τ’ αρι­στερά στο Δέλβινο, το 2ο και 3ο πήγαν στο Τεπελένι.

Μπήκαμε στο Δεκέμβριο ο καιρός αγρίεψε περισσότερο. Εμένα με ταλαιπω­ρούσε ακόμα το τραύμα μου. Φαίνεται ότι η διάγνωση του γιατρού δεν ήταν και τόσο απόλυτα σωστή, γιατί αν και κόντευε μήνας από τον τραυματισμό μου οι ενοχλήσεις ήταν αισθητές και κατά τα φαινόμενα κάποιο νεύρο θα είχε πειρα-χθεί. Αλλά συνέτινε και το ότι βρισκόμασταν πάντα σε πορεία. Ακόμα είχα αρπά­ξει και ένα κρύωμα και φτάνοντας στο Δέλβινο ήμουν άρρωστος με πυρετό. Ευ­τυχώς οι νεοφερμένοι άντρες του στοιχείου μου ήταν πολύ επιτείδιοι. Στήσανε σκηνή, βρήκανε ξερά χόρτα και τα βάλανε για στρώμα και αφού έστρωσα την κουβέρτα ξάπλωσα και κοιμήθηκα παίρνοντας ασπιρίνη και κινίνο. ‘Οταν ξύ­πνησα ήμουν πολύ καλύτερα. Κοιτάζοντας γύρω μου ήμουν περιστοιχισμένος από πολλά και διάφορα κοτόπουλα, αβγά, πορτοκάλια, λεμόνια, μήλα έως και καραμπολάχανα. Απορημένος πού τα βρήκανε και τί θα τα κάνουν όλα αυτά. Αυ­τά όλα λοιπόν τα φέρανε οι άντρες της ομάδας μου και νά τί έγινε. ‘Οταν φθά­σαμε στο Δέλβινο δόθηκε η διαταγή να στρατοπεδεύσουμε στήνοντας σκηνές μέσα σ’ ένα κτήμα ενός τσιφλικά Τουρκαλβανού, ο οποίος ήταν και αξιωματικός του ιταλικού στρατού. Αλλά και καταδεινάστευε όλους που δούλευαν στο κτήμα τους χριστιανούς και μουσουλμάνους. Αυτοί λοιπόν μόλις καταλείφθηκε το Δέλ­βινο από εμάς, βρήκαν την ευκαιρία και όρμησαν στα σπίτια και κτήματα του Αλβανού λεηλατώντας τα πάντα. Και κοντά σ’ αυτούς και οι δικοί μας στρατιώτες. Μείναμε δύο μέρες στο Δέλβινο το οποίο είναι μία πεδινή κωμόπολη, εύφορη, όπως είδαμε από τ’ αγαθά της που αρπάχθηκαν άγρια τώρα. Πώς ξεμπέρδεψαν και πώς τα βρήκαν με τον τσιφλικά και τί απόγιναν αυτοί οι χωριάτες όταν φύγαμε εμείς δεν ξέρει κανείς. Τις δύο αυτές μέρες ξαποστάσαμε λίγο, συνήλθαμε, ανάψαμε φωτιές αφού το επέτρεπε και ο καιρός, είχαμε πλήρη τροφοδοσία κά­τι όχι και πολύ συνηθισμένο.Είχαμε και συμπλήρωμα από τα λεηλατημένα στην τροφή μας. Για πλύσιμο ρούχων δεν γίνονταν κουβέντα. Δεν το αποφάσιζε κανείς μέσα στο καταχείμω­νο. Ήταν πρόβλημα αν θα μπορούσαν να στεγνώσουν στη φωτιά, γιατί δεν ξέ­ραμε τί ώρα θα φεύγαμε και πού να πας με τα ρούχα μούσκεμα. Περιοριζόμα­σταν λοιπόν βγάζοντας τις φανέλες μας τις κρατάγαμε απάνω από τη φωτιά για να πέφτουν οι ψείρες και αυτές όντας πλήθος πέφτοντας στη φωτιά και σκάζο­ντας κάνανε σαν πολυβόλο.

Ξεκίνησε το τάγμα μας, βαδίζαμε στην κορυφή ενός ορεινού συγκροτήμα­τος. Ο καιρός επειδεινώθηκε. Στο υψόμετρο που ήμασταν το χιόνι έπεφτε πυκνό και ολόστεγνο. Η οροσειρά ήταν ατέλειωτη. Τώρα δεν ήταν μόνο η πορεία που μας κούραζε, αλλά το χιόνι που έπεφτε και έπρεπε οι πρώτοι να το κόβουν ν’ ανοίξουν δρόμο και αυτό επιβράδυνε την πορεία. Αλλά και το ακόμα περισσότε­ρο ήταν ο αέρας που φύσαγε. Μας στράβωνε και μας πούμωνε. Πιάνονταν, κό­βονταν η ανπνοή μας. Κάτι τέτοιο έπαθα και γω. Αφού πουμώθηκα άρχισα να χά­νω τις αισθήσεις μου. Μία γλυκιά νάρκη με κυρίεψε, μία νύστα, άρχισα να μην αισθάνομαι ακόμα και το κρύο. Έπεσα χάμω και σχεδόν αποκοιμήθηκα. Τότε αισθάνθηκα κάποιο χέρι να με ανασηκώνει από τη θέση μου και να μου λέει: «Ξύπνα ρε θα πεθάνεις…» Αυτός ήταν ένας από τα παιδιά της ομάδας μου. Με πήρε σβαρνώντας σχεδόν όλο το διάστημα της κορυφογραμμής, βαδίζοντας μέ­σα στον ανεμοστρόβιλο της χιονοθύελλας και γλύτωσα από βέβαιο θάνατο. Αν έμενα εκεί θα ξεπάγιαζα. Κάποια ώρα φθάσαμε στην άκρη αυτού του εφιαλτικού βουνού και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε ανάμεσα στη δασωμένη πλαγιά του. Το χιόνι εδώ έπεφτε μαλακότερο. Ο αέρας κόβονταν από τα πυκνά δέντρα. Αρχί­σαμε να αναπνέουμε καλύτερα. Έφυγα και γω από την προστασία του συναδέλφου και Βάδιζα μόνος αφού σκεπτόμουν τί θα πάθαινα αν δεν είχα τη βοήθεια του συντρόφου.

Το έδαφος που βρισκόμασταν είχε μεγάλη κλήση. Ήταν όμως πολύ δασω­μένο. Έπρεπε να σταθούμε εκεί. Η αποστολή μας ήταν να κυκλώσουμε μεγάλα ιταλικά τμήματα και να τα αιχμαλωτίσουμε, αλλά πού να σταθείς σ’ αυτόν τον κα­τηφορικό τόπο; Που έπρεπε να κρατιέσαι από τα δέντρα να μένεις όρθιος. Εδώ δρολάπιζε, έπεφτε χιονόνερο και το κρύο ήταν αφόρητο. Αν και είχαμε κουκου­λωμένα τ’ αντίσκηνα, η βροχή το χιονόνερο μας είχε μουσκέψει και προπαντός από τα γόνατα και κάτω. Τα πόδια μας πλέανε μέσα στο νερό.

Παρ’ όλ’ αυτά και κόντρα σε κάθε λογική, όταν νύχτωσε καλά οι άντρες του στοιχείου μου κατόρθωσαν ν’ ανάψουν φωτιά και αφού κουκουλωθήκαμε όλοι στ’ αντίσκηνα μας, ας ήταν και σάρα το έδαφος, κατορθώσαμε να μένουμε κο­ντά της. Εκείνη τη στιγμή αφού είδε τη φωτιά ήρθε κοντά μας ο κ. ταγματάρχης για να ζεσταθεί. Φαίνονταν τέλεια απογοητευμένος όταν μας είπε: «Τί είναι τού­το δω παιδιά μου απόψε. Θα πεθάνουμε… ». Όλη τη νύχτα τη βγάλαμε έτσι μες το δρολάπι το χιόνι, τη βροχή. Αραιά ακούγονταν πυροβολισμοί από τα τμήματα μας που ήταν προωθημένα μπροστά.

Το πρωί ο αντικειμενικός σκοπός επετεύχθη. Η κυκλωτική κίνηση επέτυχε. Η ταλαιπωρία μας δεν πήγε στο βρόντο. Οι Ιταλοί κυκλώθηκαν από τα δικά μας και άλλα τμήματα του 15ου συντάγματος αν θυμάμαι καλά, και αφού οι Ιταλοί αντέ-ταξαν ασθενή αντίσταση, προτιμώντας φαίνεται την αιχμαλωσία, παρά το ξεπά-γιασμα μέσα στα βουνά. Ύστερα απ’ αυτό εμείς πέσαμε στην πεδιάδα. Αυτό το μερόνυχτο της πορείας μας στο βουνό δεν είχαμε καμμιά τροφοδοσία. Είναι ζή­τημα αν είχε κανείς κανά πορτοκάλι στο σακίδιο του.Όταν κατέβηκε το τάγμα στην πεδιάδα βρήκαμε κάτι τσιοπάνους με καμμιά διακοσαριά πρόβατα. Απο­φάσισε το τάγμα να τα κατασχέσει. Δίνοντας στους βοσκούς αποδείξεις να πλη­ρωθούν από το σύνταγμα και μας μας είπαν όπως μπορούμε να κάνουμε παρέ­ες και να τροφοδοτηθούμε από αυτά.

Εγώ δεν είχα ιδέα ούτε από σφάξιμο, ούτε από ψήσιμο. Αλλά το στοιχείο μου ήταν ένας και ένας γι’ αυτές τις δουλειές πολύ ειδήμονες. Πήραν μία προβατίνα για πέντε και διεκδικούσαν και άλλες. Ψήσαμε αυτή τη μία, τη μοιράσαμε από 2 – 3 οκάδες ο καθένας και καθώς ήταν ανάλατη και με τη λαιμαργία που φάγαμε το κρέας αρρωστήσαμε σχεδόν όλοι. Προχωρήσαμε και φθάσαμε στο χωριό Κούτσι. Εκεί ήταν και Ιταλοί αιχμάλωτοι. Περί τους 700 υπολογίζονταν. Ανακα­τευθήκαμε μαζί τους. Όλοι μιξοκλαίγανε και καταργιόνταν το«Μουσολίνι και το φασισμό που τους πήραν στο λαιμό τους.Εδώ πολλοί από μας κατακλείσαμε σε σπίτια άδεια από κόσμο. Μεταξύ αυ­τών των σπιτιών ήταν και κάποια σαν αναρρωτήρια και δεδομένου ότι εξουδετε­ρώθηκε η δύναμη που μας κράταγε σε αυστηρή επιφυλακή, μπαίνοντας στα σπί­τια αισθανόμασαν πιό άνετα. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι αναρρωτήριο πήγα και γω. Ήταν πατωμένο με σανίδια, μεγάλη πολυτέλεια για μας. Ρίξαμε τις κουβέρτες και με προσκέφαλο το γυλιό προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε. Όπου ακούμε φασαρία από έξω και ώσπου και καταλάβουμε τί γίνεται, έμπασαν μέσα στο δωμάτιο τέσ­σερις Ιταλούς με κρυοπαγήματα, άλλος στα ποδάρια και άλλος τα χέρια που ρέ-καζαν από τους πόνους και έλεγαν τις συνηθισμένες κατάρες που χωρίς να τις καταλαβαίνουμε ξέραμε ότι αφορούσαν το Μουσολίνι και το φασισμό του. Δεν υπήρχε πρόβλημα, γιατί υπήρχε χώρος και γι’ αυτούς να ξαπλώσουν, όπως και ξάπλωσαν δίπλα μας. Αλλά αφού πέρασαν κάνα δυό ώρες η κατάσταση έγινε αφόρητη. Οι ψείρες κυκλοφορούσανε και ανακατώθηκαν οι δικές τους με τις δι­κές μας. Φαίνεται δεν πολεμάγαμε μόνο εμείς αλλά και αυτές. Είχανε διαφορές και αυτές τις εκδήλωναν όχι μόνο με περπάτημα πάνω στα κορμιά μας αλλά και με άγρια τσιμπήματα. Τα σόγια τους ήτανε οι δικές μας άσπρες, οι ιταλικές κόκ­κινες με ανασηκωμένες ουρές. Τρομάξαμε να ξημερωθούμε από τη φαγούρα και σκεπτόμασταν τί βελτιωμένο σόι ψειρών θα βγει από αυτή τη διασταύρωση.

Κοντά μας ήταν και ένα τμήμα Κρητών. Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσοι ήταν. Θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε με αυτούς. Είπαμε ότι όλοι μαζί με τα τμήμα­τα μας, με την έφοδο και την κυκλωτική κίνηση που κάναμε αιχμαλωτίσαμε πολ­λούς Ιταλούς. Αυτοί δεν μπορούσαν να μείνουν μαζί μας, έπρεπε να πάνε πίσω και έπρεπε να τους συνοδέψει σύμφωνα με τον κανονισμό σημαντική δύναμη. Γιατί παρ’ όλο ότι παραδοθήκανε είναι άγνωστο τί μπορούν να κάνουν. Κάποιος λοιπόν έξυπνος Κρητικός είχε την έμπνευση να κάνει το εξής κόλπο: Μάζεψε, αφού τους αφόπλισαν όλους, τις ζώνες και έκοψαν από τα παντελόνια τα κου­μπιά. Έτσι δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά, ούτε να τρέξουν, γιατί θα τους πέφτανε τα παντελόνια. Ο τρόπος αυτός ήταν λιγάκι προσβλητικός γιά τους αιχμαλώτους αλλά πολύ αποτελεσματικός, γιατί χρειάστηκε μόνο μιά διμοιρία να συ­νοδέψει τόσο κόσμο.Σ’ αυτό το μέρος που καταλάβαμε δεν Βρήκαμε πολλά εφόδια όπως στο Δερ-βενάκι και Κακαβιά, γιατί οι Ιταλοί πρόλαβαν και τα μετέφεραν στη καινούργια γραμμή που θα αμύνονταν, ευθυγραμμιζόμενοι με το Τεπελένι. Ο λόχος μας έπρεπε να προχωρήσει από ένα στενό μονοπάτι που σχηματίζεται σε μιά λαγκα­διά, ανάμεσα από πυκνούς θάμνους, ρικές και κουμαριές, που δεν πέρναγε τί­ποτα ανάμεσα τους. Με δυσκολία βαδίζαμε εις φάλαγγα κατ’ άντρα, ενώ τα πό­δια μας βούλιαζαν μέσα στη παχειά λάσπη που είχε σχηματιστεί. Με μεγάλο κό­πο Και αφού βαδίσαμε δυό ώρες περίπου σ’ αυτό το βάλτο φθάσαμε στο προο­ρισμό μας, που ήταν το χωριό Καλαράτη.

Εμείς δυσκολευτήκαμε πεζοί να περάσουμε. Φαντάζεται κανείς τι τραβήξανε οι του ορεινού πυροβολικού, που έπρεπε να περάσουν ένα κανόνι, φορτωμένο στα μουλάρια, κομμάτια. Αυτά μόλις βάδιζαν μερικά μέτρα κυλούσαν στη λάσπη. Οι στρατιώτες ξεφόρτωσαν τα μουλάρια και τα κουβάλησαν ανά δύο και κομμάτι με στροπίνες με ξύλα στον ώμο και το συνδέσανε στο χωριό. Με τον ίδιο τρόπο μεταφέρανε και τα βλήματα και τα πολυβόλα.

Μετά από αυτή την κυκλοφορία η λάσπη έγινε απύθμενος βούρκος. Χώρια που μερικά ζώα κολώντας σ’ αυτήν ψόφισαν και αφου δεν μπόρεσαν να τα απα­γκιστρώσουν ζωντανά δεν θα τα μετακινούσαν βέβαια ψόφια. Έμειναν και αυτά εκεί και το μονοπάτι έκλεισε.· Αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για μας που το περάσα­με και ζιοναγκισθήκαμε (κλεισθήκαμε) στο χωριό., Απομονωθήκαμε από όλους και από το τάγμα και ερχόμασταν σ’ επαφή μόνο με τον ασύρματο. Το χωριό δεν συγκοινωνούσε βέβαια με αυτό το μονοπάτι μόνο. Είχε και άλλη διέξοδο και άλ­λο δρόμο. Αλλά αυτός ο δρόμος ελέγχονταν από τους Ιταλούς. Η θέση η δική μας ήταν προχωρημένη, ήταν σφήνα ανάμεσα στα τμήματα τους. Γι’αυτό η θέση μας ήταν δεινή. Όχι μόνο γιατί μας σφυροκοπούσε όλη μέρα το πυροβολικό τους αλ­λά το περισσότερο γιατί αποκοπήκαμε από τη βάση μας, χωρίς εφοδιασμό. Άρχισε η πείνα να μας θερίζει. Στο χωριό δεν ήταν κανένας άνθρωπος. Το εγκαταλείψανε αφού αδειάσανε τα σπίτια από τρόφιμα. Αν υπήρχε κάτι το είχαν κα­λά κρυμμένο σε καταφύγια και δεν τα βρίσκαμε.

Υποφέραμε μέχρι τώρα τη βροχή το δρολάπι. Κοιμηθήκαμε μουσκεμένοι μέσα στη Λάσπη. Ανθέξαμε στη χιονοθύελλα, στην ξεθεωτική πορεία. Μας ταλαι­πωρούσε η απληστία, η ψείρα. Αλλά το μαρτύριο της απόλυτης νηστείας της πεί­νας είναι αβάσταχτο. Υποφέρεται μία δυο μέρες. Αλλά εμείς μείναμε αποκλει­σμένοι τρεις βδομάδες και πλέον (εικοσιτρείς μέρες). Είχαμε αποσκελετωθεί όλοι. Πέσαμε σε πλήρη αδράνεια. Αν κάνανε επίθεση οι Ιταλοί δεν είχαμε ανά-καρα ν’ αντιδράσουμε καθόλου. Παρ’ όλο ότι καμμιά φορά για να δείξουμε ότι κατέχουμε τη θέση βάζαμε με το πυροβόλο και το πολυβόλο στις θέσεις που εί­χαν επισημανθεί και βρίσκονταν ο εχθρός.Σ’ αυτό το διάστημα της μεγάλης μας νηστείας ήταν οι γιορτές των Χριστου­γέννων. Θυμάμαι ότι κάποια από αυτές τις μέρες της πρωτοχρονιάς, ο Πάνος ο Γιουρνάς που όταν ζούσε ο λοχαγός που υπηρετούσε ο Σπυρόπουλος και κονόμαγε τίποτα, προμήθευε και μένα. Έτσι και τώρα δεν με ξέχασε και ψάχνοντας στα εγκαταλελειμμένα σπίτια βρήκε ένα ξεπαγιασμένο και μισοσάπιο κολοκύθι. Αυτό ήταν θείο δώρο να βάλουμε κάτι στο στόμα μας. Μου έδωσε και μένα το μι­σό. Το έβρασα λοιπόν στην καραβάνα. Αφού έφαγα κάμποσο από το ανάλατο και ανούσιο αυτό πράγμα. Σκέφτηκα και τον πατριώτη μου ανθυπολοχαγό Γιάν­νη Καρακωστή που ήταν διμοιρίτης σε άλλες διμοιρίες και πήγα στη σκηνή του με το υπόλοιπο. Αφού του έδωσα το κολοκύθι και το γεύτηκε άρχισα να του λέω για τους συφλημάδες του χοιρινού που ψήνουμε σαν σήμερα στο χωριό. Για τις γαλατόπιτες. Τις κοτόσουπες, τα λουκάνικα και όλα τα καλά και ωραία που τρώ­με αυτές τις μέρες.

Με όλες αυτές τις διηγήσεις τί κατάφερα; Κατάφερα να κάνω το Γιάννη να μπαϊλίσει, να μισολιποθυμίσει από τη λιγούρα που του έφερναν αυτές οι ανα­μνήσεις. Κόπηκε η φωνή του και το μόνο που ψέλισε ήταν να μου πεί: «Φύγε γρήγορα και μη μου λες αλλά δεν μπορώ να σε ακούω».

Στις 23 μέρες λοιπόν τελείωσε αυτό το μαρτύριο της πείνας που μας έρεψε όλους, που γίναμε όλοι σαν φαντάσματα. Γιατί δεν ήταν μόνο η πείνα αλλά και η ψείρα που θέριεψε αφού δεν μπορούσαμε να αμυνθούμε να γδυνόμαστε να τι­νάζουμε τις φανέλες στη φωτιά. Ακόμα και να ξυστούμε καλά καλά δεν μπορού­σαμε. Έφτιαξαν το μηχανικό, άλλο δρόμο ξεχέρσωσαν αυτό το δάσος ψηλότε­ρα και στις 23 μέρες συνδέθηκε το τάγμα μαζί μας. Ήρθε η αντικατάσταση μας και έπρεπε να πάμε στα μετόπισθεν. Αλλά πώς περπατάν με την ανάκαρα. Το δρόμο που ήταν 1 1/2 ώρα τον κάναμε επτά και κοιμηθήκαμε το βράδυ στο Κουτοί, στριμωγμένοι στα λιγοστά σπίτια που δεν ήταν καταλειμμένα. Τροφοδοτηθήκαμε καλά, αλλά με προσοχή να μην φάμε πολΰ και απότομα και αρρωστήσουμε.Την άλλη μέρα μετά το ρόφημα και το κονιάκ που ήπιαμε, ξεκινήσαμε για το μέρος που θα μέναμε ν’ αναπαυθούμε και να συνέλθουμε από την ταλαιπωρεία της πείνας. Βαδίσαμε 3-4 χιλιόμετρα από το χωριό και σταθήκαμε σ’ έναν όχι και πολΰ πλαγερό λόφο. Δασωμένο με ψηλά πουρνάρια και φιλικές. Κάτω από αυτά τα δέντρα λοιπόν και με πολύ κόπο στήσαμε τις σκηνές όπου βρίσκαμε κα­τάλληλο έδαφος.

Αυτού ήμασταν σχεδόν σαν να ήμασταν διακοπές. Με όποιον ήθελε ο καθέ­νας έστηνε τη σκηνή του. Εγώ την έφτιαξα με το χωριανό μου Πάνο Γιουρνά και πλησίον μας ήταν οι άντρες της ομάδας μου. Έπρεπε να έχουμε επαφή γιατί και εδώ βγάζαμε σκοπιές όταν έρχονταν η σειρά μας. Κοντά σε μας ακριβώς απένα­ντι από τη δική μας, έγινε η σκηνή του Κώστα του τσιολιά που με βοήθησε στο βουνό και δεν έμεινα εκεί να ξεπαγιάσω. Αυτός και ο σύντροφος του και ο Πά­νος, φροντίσανε και βρήκανε ξύλα δύο μεγάλα κούτσουρα από πουρνάρι και άλ­λα ξύλα. Τα βάλανε ανάμεσα στις δύο σκηνές που οι είσοδοι τους ήταν αντικρυ-στά. Ανάψανε φωτιά, βρήκανε αρκετές ξερές φτέρες και τις στρώσανε μέσα στις σκηνές και έγινε ένα πολύ παχύ στρώμα. Η φωτιά πύρωνε και δημιουργούσε μία ευχάριστη ζέστη στις σκηνές. Τότε βγάζαμε τα ρούχα μας και κάναμε αποψείρωση τινάζοντας τα απάνω από τη φωτιά. Νιώθαμε μεγάλη ευχαρίστηση ακούγο­ντας τις ψείρες να καίγονται και να σκάνε. Παίρναμε εκδίκηση για την ταλαιπω­ρία που μας κάνανε αυτές.

Αρχίσαμε να τρώμε όπως είπαμε στην αρχή με προσοχή να μην αρρωστή­σουμε. Για μας η κατάθεση ήταν διπλή. Δηλαδή τα τρόφιμα που μας φέρνανε ήταν διπλά. Απ’ ότι δικαιούμασταν για το συσσίτιο μας παίρναμε συγκεκριμένα μία κουραμάνα την ημέρα αντί για μία στις δύο μέρες. Η κουραμάνα ήταν μία οκά και 100 δράμια, δηλαδή 2 κιλά περίπου. Δύο καραβάνες τσάι το πρωί αντί για μία. Δύο καραβάνες φαγητό το μεσημέρι. Πότε κρέας, όσπρια, μακαρόνια, βακαλάο κ.λ.π.

Τόση ήταν η λίμα μας παρ’ όλο ότι είναι απίστευτο. Όλα αυτά τα τρώγαμε, τα καταναλώναμε. Την κουραμάνα την τρώγαμε σχεδόν με το τσάι. Ως το μεσημέρι ελάχιστη περίσσευε. Τρώγαμε όλα τ’ άλλα το βράδυ, το φαγητό δυό καραβάνες, σκέτο, χωρίς ψωμί. Και το πρωί κοιτάζαμε πότε θα ρθουνε τα μεταγωγικά με τα τρόφιμα. Η μοναδική έγνοια μας ήταν αυτή, το φαΐ.Φόβο από τον εχθρό δεν είχαμε αυτοΰ. Ήμασταν μακριά από το μέτωπο και οι Ιταλοί δεν ήταν διατεθειμένοι ν’ αποφασίσουν επίθεση. Μέσα στις βροχές και τα χιόνια του βαρύ χειμώνα που περνάγαμε. Ήρθαν τα αεροπλάνα τους 2-3 φο­ρές και βομβαρδίσανε το χωριό. Αλλά οι επιτυχίες τους ήταν ελάχιστες.

Εμείς συνεχίζαμε τη δίαιτα μας, που άρχισε να δείχνει τα πρώτα της σημάδια. Αρχίσαμε να παίρνουμε βάρος, να ροδίζει το μάγουλο μας, να ξαναζούμε να έχουμε διάθεση για κουβέντα για τραγούδι για ζωή.

Τότε μάθαμε και το θάνατο του Μεταξά, ο οποίος στους πολλούς δεν έκανε ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Προσωπικά αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση για τον παλιάνθρωπο αυτόν και την κλίκα του που έφερε το φασισμό στην πατρίδα μας και για μένα έγινε αιτία να χάσω τη δουλειά μου.

Πέρασε σχεδόν ένας μήνας από την ξέγνοιαστη και καλοτροφοδοτούμενη διαμονή μας σε αυτή τη θέση. Είχαμε συνέλθει απόλυτα δυναμώσαμε όσο ποτέ παχύναμε από το πολύ φαγητό που μας τάιζαν

Εγώ νομίζω ότι δεν ήμουν ποτέ βαρύτερος. Ο βαρύς χειμώνας επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο. Ο μήνας ήταν Φεβρουάριος.

Τότε διατάχθηκε και η διακοπή της διακοπής μας και της καλοπέρασης. Μα­ζέψαμε τα πράγματα μας, ανταμώσαμε με το τάγμα στο Κούτσι. Και αφού αντι­κατασταθήκαμε από άλλα τμήματα, διατάχθηκε να βαδίσουμε προς το Τεπελένι και ν’ ανταμώσουμε με τ’ άλλα δύο τάγματα που υπηρετούσαν εκεί.

Ξεκινήσαμε απόγευμα όλη η φάλαγγα και τούτο να μας πάρει το νύχτωμα. Μιά και ο καιρός ήταν σχεδόν καλός, να μην μας χτυπήσουν τα αεροπλάνα τα οποία μας επισκέπτονταν όταν καταλάβαιναν κινήσεις μας. Βαδίσαμε πολλές ώρες από μέρη δύσβατα. Εκείνο που βλέπαμε στο φως του φεγγαριού και των άστρων όταν βγαίνανε από τα σύννεφα, ήταν ότι γύρω μας, υπήρχε γυμνός τόπος όλο πέτρα, βελαώρα κάτασπρη. Εγώ έμεινα λίγο πίσω από το λόχο μου βραδιοπορών. Γιατί από το πολύ βάδισμα που κάναμε άρχισε να μ’ ενοχλεί το τραύμα μου. Όταν σφυρίχθηκε η δεκάλεπτη στάση που γίνονταν κάθε ώρα πορείας, προχώρησα, πλησίασα τους προπορευόμενους και ξάπλωσα στο πάνω μέρος του μονοπατιού ακουμπώντας την πλάτη στο γυλιό και έριξα τα χέρια μου στα πλάγια. Τότε στο αριστερό μου χέρι ένιωσα κάτι μαλακό που δεν δικαιολογού­νταν μέσα στον πετριά που βαδίζαμε. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα με φρίκη και αηδία ότι το χέρι μου ακούμπησε σ’ ένα ολόγυμνο σώμα πεθαμένου που είχε του-μπάνιασε και ήταν εγκαταλειμένο εκεί. Τώρα τί ήταν αυτός δικός μας ή Ιταλός; Άγνωστο. Εκείνο που είναι πιθανόν είναι ότι τον γδύσανε να μην δίνει στόχο και να φαίνεται σαν πέτρα άσπρο όπως το περιβάλλον που ήταν όλο άσπρη πέτρα, που δεν υπήρχε χωματάκι πουθενά για να τον θάψουνε. Να φαίνεται λοιπόν σαν πέτρα άσπρο να μην επισημαίνεται το μονοπάτι από τα εχθρικά πυρά.Φθάσαμε στον προορισμό μας στο Τεπελένι, στην περιοχή Προγονάτ αν θυ­μάμαι καλά το χωριό. Εκεί μας δώσανε ορισμένες περιοχές να καλύψουμε κατά μήκος αυτής της χαράδρας, του φυσικού αυτού οχυρού που χωρίζει αυτή την πε­ριοχή στα δύο και λέγεται Τεπελένι.

Στο Βάθος της χαράδρας υπήρχε ρέμα, το χειμώνα γίνονταν ποτάμι. Από τη μιά μεριά ήταν οι Ιταλοί και από την άλλη τα δικά μας τμήματα. Σ’ ένα σημείο αυ­τής της περιοχής τοποθετήθηκε η ομάδα μου. Δεν ξέρω πώς και με τί μάχες φθά-σανε τα τμήματα μας εκεί, ούτε τα δικά μας. Το 2ο και 3ο τάγμα όπως και οι άλ­λες δυνάμεις που ήταν εκεί. Εκείνο που ξέρω ότι η βάση του λόχου μας έδρευε στο χωριό που νομίζω ότι λέγονταν Προγονάτ, ότι εκείνη τη μέρα που ήταν πυ­κνή ομίχλη και καλύπτονταν η κίνηση μας. Την ομάδα μας την τοποθέτησαν σ’ ένα λόφο από πέτρα και το λέγανε αυτό σημείο 1200. Η υπηρεσία που θα προ­σφέραμε εκεί ήταν να επιτηρούμε ένα μονοπάτι, που κατέβαινε στη χαράδρα και περνώντας το ρέμα σκαρφάλωνε στο απέναντι χωριό που ήταν Ιταλοί.

Πώς εγκατασταθήκαμε και τί ζωή κάναμε εκεί; Μού φαίνεται παράξενο πώς βγήκαμε από κει ζωντανοί. Και νά γιατί. Το χωριό που ήταν οι Ιταλοί και το βου­νό που ήταν απάνω από αυτό ήταν ψηλότερα από τον δικό μας το λόφο, που ήταν ένας λόφος κάτασπρος από πέτρες και τίποτα άλλο. Ούτε μία χούφτα χώμα που­θενά. Αυτού λοιπόν μας είπανε ότι θα μείνουμε. Αλλά και χωρίς να στήσουμε τ’ αντίσκηνα μας έστω και στις πέτρες. Και τούτο γιατί τα στημένα αντίσκηνα φαί­νονταν από τις ιταλικές θέσεις.

Έπρεπε λοιπόν να παραμερίσουμε τις πέτρες να φτιάξουμε χαρακώματα και στον πυθμένα των χαρακωμάτων αυτού και απάνω στις κρύες πέτρες να παρα­μένουμε όλη τη μέρα ασάλευτοι, σκεπασμένοι μόνο με τ’ αντίσκηνα και εκτεθει­μένοι στη βροχή, στο χιόνι, στον πάγο. Πουθενά δεν υπήρχε ούτε ένα κλωνί χορ­ταράκι να βάλουμε για στρώμα. Θα ξετρυπώναμε μόνο από τους λάκους μας το βράδυ που έρχονταν τα μεταγωγικά και μας έφερναν νερό και τρόφημα.Ο σκοπός που επέβλεπε το μονοπάτι αναλάμβανε υπηρεσία το πρωί προτού φέξει. Ντυμένος με μία ολόασπρη κάπα, να φαίνεται σαν πέτρα και έτσι όπως ήταν και αυτός πετρωμένος και το κατουρά του ακόμα, είχε ένα κουτί από κον­σέρβα και το έκανε εκεί μέσα. Για χονδρό δεν γίνεται κουβέντα, έπρεπε να κρα­τηθεί ως το βράδυ που θάφευγε από κει όταν τελείωνε η υπηρεσία του και έρχο­νταν η βραδυνή βάρδια.

Εγώ είχα φτιάξει ένα ατομικό όριγμα. Τάφο να τον πούμε καλύτερα, στενό να μην δίνω και μεγάλο στόχο. Σε ανίθεση με μένα οι υπόλοιποι του στοιχείου μου φτιάξανε και οι τέσσερις μαζί κάτω από μένα ομαδικό ας πούμε τάφο.

Το πυροβολικό στο σημείο αυτό που ήμασταν δεν μας χτύπαγε. Σκάζανε τα βλήματα απέναντι. Αλλά οι μεγάλοι όλμοι δεν μας άφηναν σε ησυχία. Σκάζανε δίπλα μας, από πάνω, από κάτω. Αν είχε κανείς την τύχη να χτυπηθεί ήταν κατα­δικασμένος. Είπαμε ότι οι άντρες του στοιχείου μου ήταν όλοι έφεδροι παλαιών κλάσεων, οι πιό πολλοί παντρεμένοι με οικογένειες και όσο νάναι τη ζωή τους την υπολογίζανε περισσότερο. Αυτόν τον φόβο τους ήθελα πολλές φορές να πει­ράξω, κάνοντας μαύρο χιούμορ. Εκφωνόντας όπως έκαναν τα βλήματα από τους όλμους που πέφτανε κοντά – φσουούω – και τότε οι φουκαράδες χτύπαγαν τα κεφάλια τους στις πέτρες προσπαθώντας να μπουν ακόμα πιό βαθιά μέσα στη γη.

Τα βράδια βγαίναμε από τις τρύπες μας. Περπατάγαμε να ξεμουδιάσουμε μι­λώντας χαμηλόφωνα. Ανεβαίναμε στην κορυφή του υψώματος και συνδιασκε-δάζαμε με τους κανταδόρους Ιταλούς που ήταν εγκατεστημένοι στα φωτισμένα σπίτια του χωριού και το ρίχνανε στην καντάδα και προ παντός όταν ο καιρός ήτανε καλός δεν σταματούσαν ούτε τα μεσάνυκτα.

Χώρια που μας προέτρεπαν κάθε βράδυ με τον τηλεβόα υποψιασμένοι ότι τους ακούμε να παραδοθούμε και ότι η Ιταλία είναι ευρωπαϊκό κράτος πολιτι­σμένο και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Αν καμιά φορά έβαζε το πυροβολικό το δικό μας, η δική χους απάντηση ήταν κατεγισμός πυρός εναντίον μας και τούτο γιατί φοβόταν μην προετοιμάζουμε επίθεση. Αυτή ήταν η ζωή μας ως το Μάρτη που κάνανε τη μεγάλη επίθεση οι Ιταλοί, την οποία νομίζω ότι διήθυνε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Σε μας το μονοπάτι που φυλάγαμε δεν εκδηλώθηκε καμιά ιταλική ενεργεία. Δεν πάτησε κανείς το μονοπάτι αλλά τα πυρά τους. Το πυροβο­λικό και οι όλμοι ήταν σε συνεχή δράση και είναι θαύμα το ότι δεν χτυπήθηκε κα­νείς από εμάς. Στ’ άλλα σημεία και στο χωριό οι Ιταλοί κάνανε σφοδρές επιθέ­σεις. Οι δικοί μας αμυνόμενοι τις αποκρουανε όλες και αποθώντας τους πέρα­σαν στην αντεπίθεση, εκδιώκοντας τους πάλι στις αρχικές τους θέσεις.Τα ίδια έγιναν καθώς μας έλεγαν οι μεταγωγικοί που έρχονταν το βράδυ σε όλο το μέτωπο του Τεπελενίου, πάντως αποκρούσθηκαν. Τούτο δεν έγινε όμως χωρίς νάχουμε και τα θύματα μας νεκρούς και τραυματίες. Μεταξύ των τραυμα­τιών ήταν και ο πρώην διμοιρίτης μας και νυν λοχαγός Κούκιος και ως εκ τούτο επανήλθε στο λόχο ο δειλός και ανίκανος μόνιμος λοχαγός Γκούμας Αθανάσιος και διμοιρίτης μας ανθυπολοχαγός του οποίου δεν θυμάμαι το όνομα. Έτσι εί­χαν τα πράγματα μετά την αποτυχημένη ιταλική επίθεση ώσπου κήρυξαν τον πό­λεμο και οι Γερμανοί εναντίον μας.

Αφού έσπασε το μέτωπο και οι Γερμανοί μπήκαν στη χώρα μας. Δεν μπο­ρούσε βέβαια ο στρατός να μείνει στην Αλβανία αφού κυκλώθηκε. Αρχισε λοι­πόν η υποχώρηση ασφαλώς βέβαια κατόπιν κάποιας διαταγής. Αλλά τους Ιτα­λούς έπρεπε να τους κρατάμε αμυνόμενοι. Συγκεκριμένα η δική μας περίπτωση της ομάδας μου.

Ο λόχος έφυγε από το χωριό. Ο προκομένος λοχαγός Γκούμας πανικοβλη­μένος φαίνεται πήρε όσους ήταν γύρω του και το σκάσανε αφήνοντας εμάς στη θέση μας χωρίς να ξέρουμε τί γίνεται. Ευτυχώς υποχωρούντα τμήματα από το 15ο πέρασαν από τη θέση μας και το ευτύχημα είναι ακόμα που εκείνη τη μέρα ήταν πυκνή ομίχλη. Είχα βγεί από την τρύπα μου και βρήκα έναν από τους διερ­χόμενους και μου είπε τα καθέκαστα. Πήρα την πρωτοβουλία μιά και ήμουν ο μόνος από τους παλιούς. Όπως είπαμε όλοι οι άλλοι ήταν έφεδροι νεοφερμένοι παλαιοτέρων κλάσεων, ακόμα και λοχίας μας. Από τους 200 που ξεκινήσαμε από τη Ααμία είναι ζήτημα αν είμασταν τώρα 20 – 30 άντρες. Αλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίσθηκαν. Ακόμα πολλοί πάθανε κρυοπαγήματα.Είπα λοιπόν στα παιδιά ότι πρέπει να φύγουμε. Ο Λοχίας φοβόταν να φύγου­με χωρίς διαταγή. Στο τέλος πείστηκε γιατί μέσα στο χωριό ακούγονταν πυρά. Σημάδι ότι μπήκαν μέσα οι Ιταλοί και αν δεν φεύγαμε γρήγορα από κει θα μας πιάνανε γιατί είμασταν κυκλωμένοι.

Φύγαμε λοιπόν και μόλις προλάβαμε και περάσαμε και ανταμωθήκαμε με δι­κά μας τμήματα. Εγώ είχα και άλλο πρόβλημα με τ’ άρβηλά μου που τρυπήσανε και μπάζανε νερό. Αυτό βέβαια ήταν το λιγότερο. Εκείνο που μ’ έκανε να υπο­φέρω ήταν το φουσκάλιασμα και οι πληγές στα πόδια μου, που δεν με άφηναν να πατάω καλά.

Υπσχωρήσαμε λοιπόν. Ανακατώθηκε ο στρατός, με δυσκολία ξεχώριζαν οι λόχοι, γιατί άλλοι βαδίζανε περισσότερο, άλλοι λιγότερο, άλλοι το σκάγανε με τον οπλισμό τους.

Φθάσαμε καμιά φορά στο Αργυρόκαστρο. Εκεί μας σταμάτησαν διάφοροι αξιωματικοί. Συγκεντρωθήκαμε με αρκετή δύναμη πεζικαρέων. Μας έταξαν σε μία κορυφογραμμή ενός χαμηλού λόφου. Μας μιλήσανε ότι πρέπει να κρατή­σουμε τους Ιταλούς να μην περάσουν τα σΰνορά μας, για να μην κάνουν κατοχή στην Ελλάδα. Και αν γίνει αυτό θα ‘ρθουν μόνο Γερμανοί και ότι πρέπει να φύ­γουμε για τα σπίτια μας μόνο όταν θα ‘ρθουν εδώ στα σύνορα οι Γερμανοί.

Ευτυχώς το πυροβολικό μας, οι όλμοι, οι πυροβολαρχίες δεν είχαν διαρροή, δεν το σκάγανε και κατέλαβαν τις ανάλογες θέσεις και είχαμε πλήρη υποστήριξη που είχαμε ταχθεί στην κορυφογραμμή περιμένοντας τους Ιταλούς, οι οποίοι δεν άργησαν να ρθούνε. Αλλά κάνοντας την επίθεση τους σπάσανε τα μούτρα τους, τους αποκρούσαμε εύκολα και υποχώρησαν. Μας δόθηκε η ευκαιρία να υποχω­ρήσουμε και εμείς από αυτή τη θέση για την άλλη γραμμή αμύνης μας. Τα σύνο­ρα μας, την Κακαβιά. Αφού αφήσαμε πίσω μας στο Αργυρόκαστρο οπισθοφυ­λακή να καθυστερεί τους Ιταλούς, ξεκινήσαμε από το Αργυρόκαστρο νύχτα. Πο­λύς στρατός πέρασε και κατέλαβε τα υψώματα της Κακαβιάς. Εγώ ήμουν βραδυ-πόρος. Τα ποδάρια μου όντας πληγιασμένα, τ’ άρβυλα μου τρύπια, καθυστερού­σα. Ήμουν ακόμα στην πεδιάδα στο αλβανικό έδαφος. Η μέρα ήταν απριλιάτι-κη ηλιόλουστη. Έφθασα στην άκρη μιάς κατεστραμένης γέφυρας, η οποία επι­σκευάσθηκε πρόχειρα με ξυλεία για τις ανάγκες του στρατού.

Δίπλα στη γέφυρα υπήρχε αποθηκευμένη αρκετή ξυλεία και μία ακόμα πέρναγε στρατός. Είχα το χρόνο να ξαπλώσω σ’ αυτά τα σανίδια να ξεκουρασθώ. Αυτό και έκανα, αφού διαπίστωσα προς τα που πήγαν όσοι μείναν από τον λόχο μου για να πάω να τους ανταμώσω. Πρέπει να πω ότι η μέρα αυτή ήταν η Μεγά­λη Παρασκευή. Όπως ήμουν κουρασμένος, ταλαιπωρημένος ναρκώθηκα από τον απριλιάτικο ήλιο και με πήρε ο ύπνος.Όταν τινάχθηκα όρθιος από τον μεγαλύτερο θόρυβο που άκουσα στη ζωή μου και απάνω από τα κεφάλια μας ίσκιωσε ο ουρανός από τα επιθετικά γερμα­νικά αεροπλάνα τα οποία κατέβαιναν λίγα μέτρα απάνω από τα κεφάλια μας και μας πυροβολούσαν με τα μιδραλιά τους. Ο τρομακτικός θόρυβος, οι σφαίρες που σκάγανε δίπλα μας μας πανικόβαλαν. Πετάχθηκα απο τα σανίδια και μπήκα σ’ έναν βαθΰ ΰπνο από βλήμα πυροβολικού. Εκεί είχα μία στοιχιώδη προστασία, αλλά με τις συνεχείς επιθέσεις που κάνανε αυτά τα αεροπλάνα που θα ήταν καμ-μιά δεκαπενταριά, αλλά όπως αλλάζανε θέση και επιτίθενταν απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα, φαίνονταν εκατοντάδες. Πουθενά δεν αισθανόμασταν ασφάλεια.

Εγώ από την σύγχιση και τον πανικό έφυγα από την σχετικά ασφαλή αυτή θέ­ση του λάκου που βρισκόμουν και ξάπλωσα κατάλακα. Κάποια στιγμή φύγανε αυτοί οι διάβολοι από πάνω μας. Σίμασα τα πράγματα μου που ήταν αλλού ο γυ-λιός, αλλού τ’ όπλο, αλλού καραβάνες, σακίδιο κ.λ.π. τα φορτώθηκα, πέρασα τη γέφυρα και κατευθύνθηκα προς τα εκεί που πήγε το υπόλοιπο του λόχου μου, γιατί τώρα δεν ήταν περισσότερο από διμοιρία. Οι περισσότεροι το σκάσανε. Αυ­τό το υπόλοιπο το διοικούσε κάποιος άγνωστος αξιωματικός. Για το φίλο μας το λοχαγό Γκούμα, δεν γίνεται λόγος ποιος ξέρει πού έκανε λούφα. Πιάσαμε θέ­σεις λοιπόν καμμιά πενηνταριά που είμασταν. Πυρομαχικά μας προμήθευαν αβέρτα όσα θέλαμε. Το ύψωμα που πιάσαμε ήταν απέναντι από το φυλάκιο της Κακαβιάς που δώσαμε τη μάχη τότε με το μακαρίτη Σπυρόπουλο από το φυλάκιο το οποίο υποστήριζαν τώρα άλλες δυνάμεις.

Μεσολαβούσε μία μικρή πεδιάδα από εμάς και το φυλάκιο, δασωμένη εκεί ήταν μία ύλη ιππικού που ήταν ταγμένη εναντίον των τανκς υποτίθεται. Η διατα­γή και η προσπάθεια ήταν καθώς μας μιλήσανε οι αξιωματικοί να κρατήσουμε τους Ιταλούς στα σύνορα να μην μπουν στη χώρα μας και να περιμένουμε να ρθούνε οι Γερμανοί να παραδοθούμε σ’ αυτούς. Όπως και έγινε. Οι Ιταλοί κά­νανε επιθέσεις και τους αποκρούαμε.Αυτά γίνονταν το Μεγάλο Σάββατο, την Κυριακή του Πάσχα και τη Δευτέρα του Πάσχα. Ξημερώνοντας η Τρίτη βλέπουμε στην πεδιάδα να κινείται πολύς στρατός με ρούχα που δεν τα είχαμε ξαναδεί. Αλλά δεν δώσαμε σημασία, γιατί οι Ιταλοί είχαν συνηθίσει με πολλές στολές που φορούσαν. Αυτοί στην πεδιάδα βαδίζανε προς το μέρος μας και προς το ιππικό, το οποίο επιτέθηκε εναντίον τους, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν αλλά όρθιοι άρχισαν να βάλουν με τ’ αυ­τόματα τους στους ιππείς προχωρώντας και μη δίνοντας σημασία στους συντρό­φους τους που χτυπιόνταν με τις σπάθες των ιππέων.

Τότε ήρθε η πληροφορία ότι αυτοί ήταν Γερμανοί και να σταματήσει κάθε άμυνα. Και αυτό ήταν το τέλος του πολέμου με τους Ιταλούς.

Τί είμασταν λοιπόν εμείς νικητές ή νικημένοι; Αισθανόμαστασν νικητές γιατί νικήσαμε την Ιταλία και μέχρι αυτή τη στιγμή είχαμε το επάνω χέρι σε όλες τις με­ταξύ μας μάχες. Αλλά και νικημένοι από την άλλη αυτή αυτοκρατορία. Την τρο­μακτική αυτή πολεμική μηχανή που καθυπόταξε όλη την Ευρώπη σε λίγο χρονι­κό διάστημα, επιτέθηκε και σε μας βοηθώντας τον φαμφαρόνο Μουσολίνι. Σε μας που είμασταν μία χούφτα, που παρ’ όλα αυτά που ήταν ο στρατός μας όλος σχεδόν απασχολημένος στο αλβανικό μέτωπο. Εκείνοι οι λίγοι που ήταν στα υπόλοιπα σΰνορά μας αμΰνθηκαν ηρωικά. Πράγμα το οποίο αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί.

Ο μέραρχος που είχα όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στη Θεσσαλονίκη ήταν ο άνθρωπος που έβαλε την υπογραφή του για την παράδση του στρατού μας στους Γερμανούς. Τώρα αν έκανε καλά ή άσχημα εγώ είμαι πολύ λίγος για να τον κρίνω. Θα κριθεί από την ιστορία, από ειδικούς. Βέβαια το ιδανικό θα ήταν όπως είμασταν τουλάχιστον με τον ελαφρύ οπλισμό από πολυβόλα και κάτω, να πά­ρουμε τα βουνά και να συνεχίσουμε τον αγώνα. Ίσως γλυτώναμε πολλά πράγ­ματα, την πείνα, τη λεϊλασία και πολλές από τις καταστροφές που έκαναν τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Ιταλοί που ήρθαν στη χώρα μας.

Παρ’ όλες τις υποσχέσεις και τις ελπίδες που είχαμε, όταν αμυνόμενοι δεν αφήσαμε κανέναν Ιταλό να περάσει τα σύνορα μας, υπόγραψε λοιπόν την υπο­ταγή μας ο Τσολάκογλου με τους Γερμανούς και έπρεπε να παραδώσουμε τα όπλα σ’ αυτούς.

Φύγαμε από το μέτωπο και φεύγοντας περνούσαμε από τα μέρη εκείνα που πριν από έξι μήνες δίναμε νικηφόρες μάχες κυνηγώνιας τους Ιταλούς. Τώρα βα­δίζαμε νικημένοι, νικητές προς το Μαντείο της Δωδώνης που είχε ορισθεί ως τό­πος παραδόσεως του οπλισμού μας. Φθάνοντας εκεί βρήκαμε μία αποθήκη εφοδιασμού και-η τύχη μου ήταν βουνό, αφού βρήκα καινούργια άρβηλα και αντικατέστησα τα τρύπια δικά μου. Ακόμα βρήκα και κάλτσες και έτσι αισθάνθη­κα κάποια ανακούφιση στα πόδια μου.Πριν φθάσουμε στη Δωδώνη και στη διάρκεια της πορείας μας και πριν ακό­μα γίνει η συμφωνία και μπούνε οι υπογραφές τα γερμανικά αεροπλάνα συνέχι­ζαν τις επιθέσεις τους και την πίεση εναντίον μας. Παρ’ όλο που υποχωρούσαμε όλος ο στρατός της 8ης Μεραρχίας σχεδόν συντεταγμένοι, όσοι μείνανε και δεν το σκάσανε όπως κάνανε πολλοί με τον οπλισμό τους.

Στο δρόμο της υποχώρησης συναντιόμασταν τα διάφορα τμήματα. Συνάντη­σα το λόχο των όλμων στον οποίο υπηρετούσε ο χωριανός και φίλος Γιάννης Πολύζος. Εκείνη την ώρα έγινε μία επίθεση από τα αεροπλάνα των Γερμανών. Ρώ­τησα για το Γιάννη έναν στρατιώτη του λόχου και μου είπε: «Εδώ ήμασταν μαζί πριν από λίγη ώρα, αλλά μετά μας χτυπήσανε τ’ αεροπλάνα και σκορπίσαμε και δεν ξέρω τί έγινε». Το τμήμα το δικό μας έφευγε από κει και δεν ρώτησα περισ­σότερα. Ο Γιάννης δεν ξανακούσθηκε και δεν ξαναφάνηκε πουθενά από τότε. Φαίνεται εκείνη τη μέρα την τελευταία του πολέμου ήταν η τύχη του να σκοτωθεί.

Αφού προχωρήσαμε ακόμα περισσότερο προς την Δωδώνη και ως φαίνεται τελείωσε και η διαδικασία της υπογραφής συναντήσαμε και τους Γερμανούς. Ένα τμήμα του στρατού τους θα ήταν περίπου λόχος βαδίζανε συντεταγμένοι κα­τά τριάδες, σάμπως να κάνανε παρέλαση. Άψογα ντυμένοι με τη στολή τους, μη δίνοντας καμμιά σημασία σε μας που βαδίζαμε δίπλα τους στο υπόλοιπο του δρόμου, που πηγαίναμε μπολούκι ασκέρ.

Τέλος κάποια ώρα φθάσαμε στο περιβόητο Μαντείο. Σ’ ένα χώρο ενός αρ­χαίου θεάτρου, εκεί στο ύπαιθρο συνταχθήκαμε. Είχε σχηματισθεί μία επιτροπή από αξιωματικούς, πιθανόν να ήταν μεταξύ τους και Γερμανοί. Περνάγαμε ένας – ένας, αφήναμε το όπλο, μπαλάσκες κ.λ.π. Αφού καταγράφονταν τα στοιχεία μας, ήμασταν πλέον ελεύθεροι να φύγουμε για τα χωριά μας για τα σπίτια μας. Αυτό ήταν το τέλος.

Εκεί συνάντησα χωριανούς και φίλους. Ο Πάνος ο Γιουρνάς, το είχε σκάσει.Ανταμώθηκα όμως με τον Φαλή το Μιχάλη έναν Κλαψιώτη Ξάνθη Φραγκάκη. Ακόμα και με τον Τέλη Θάνο από το χωριό μας, ο οποίος ήταν ταμίας του συ­ντάγματος. Αποφασίσαμε λοιπόν όπως είμασταν παρέα και με κανά δυό ακόμα παιδιά να ξεκινήσουμε για τα μέρη μας. Αλλά ο Θάνος αρνήθηκε να μας ακολουθήσει γιατί ήθελε να πληρώσει τους αξιωματικούς. Ξεκινήσαμε οι υπόλοιποι παίρνοντας το δρόμο της Ηπείρου, περνώντας από χωριά και βουνά για να πέ­σουμε στα Τζουμέρκα και από κει στην Ευρυτανία.

Είμασταν όμως οι τελευταίοι που κάναμε αυτή τη διαδρομή. Από αυτές τα μέ­ρη πέρασε χιλιάδες στρατός και ότι είχανε διαθέσιμο οι χωριάτες τα φάγανε όλα και μεις δεν βρήσκαμε τίποτα. Ακόμα και όσα χρήματα να τους δίναμε. Θυμάμαι ότι σε όλο αυτό το διάστημα από τη Δωδώνη ως τα Τζουμέρκα βρήκαμε και φά­γαμε μόνο ένα πιάτο ξυνόγαλο με ελάχιστο ψωμί. Σε μία στάνη βρήκαμε κάμπο­σα κεφάλια τυρί και επειδή δεν μας δίνανε με χρήματα, μπουκάραμε μαζί με άλ­λα τμήματα και τα πήραμε. Σε μας στην παρέα μας που είμασταν 4 αναλογούσε το 1/4 του κεφαλιού, λιγότερο από κιλό, που δεν χόρταινε την πείνα μας.

Φθάσαμε κακήν κακώς στα Τζουμέρκα.

Σ’ ένα αγρόκτημα βρήκαμε έναν που είχε ένα χωράφι. Όργωνε με την γυ­ναίκα του και τα παιδιά του το γιούρτι τους. Παντού όπου περνάγαμε και βρί­σκαμε ανθρώπους, τους παρακαλάγαμε αν έχουν να μας δώσουν λίγο ψωμί. Αφού τον καλοκοίταξα όμως, αν και πέρασαν12 χρόνια από τότε, αναγνώρισα στο πρόσωπο του τον πρωτομάστορα που μας έφτιαξε το σπίτι. Ο άνθρωπος μό­λις με γνώρισε προθυμοποιήθηκε. Σταμάτησε την δουλειά του, έδωσε εντολή στη γυναίκα του να πάει στο σπίτι που ήταν δίπλα, να ετοιμάσει τραπέζι, να φάμε. Η καλή εκείνη νοικοκυρά τηγάνισε μπόλικα αυγά. Έβγαλε τυρί από το τουλούμι και με ζεστό ψωμί, την μπομπότα και τα άλλα, κάναμε ένα τσιμπούσι πρώτης τά­ξεως. Μας ήρθε μάνα εξ’ ουρανού. Μας έδωσε ακόμα ο μάστρο Γιώργης και το υπόλοιπο ψωμί και τυρί για το δρόμο. Αφου ντερλικώσαμε καλά και ξεκινήσαμε, μας είπαν και το δρομολόγιο που θα ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στην Ευ­ρυτανία, το οποίο και θυμάμαι ακόμα και ας περάσανε από τότε 55 χρόνια.

Ήταν λοιπόν αυτά τα χωριά τα Τσαπίσματα, Τοπόλιανα, Αυλάκι και από εκεί Τραγκίστα, Μαραθιά, Παπαρουσι.

Για να περιγράψει κανείς την πορεία μας αυτή χρειάζονται σελίδες πολλές, αλλά όπως όλα τα γεγονότα που εκτίθενται στο παρόν, είναι σχεδόν περιλήψεις. Έτσι και δω, τα λόγια μας είναι λίγα, για να ιστορήσω τον κόπο, την πείνα, την ταλαιπωρία αυτής της πορείας. Αφού λοιπόν περάσαμε όλα αυτά τα χωριά που γράφω παραπάνω, μη βρίσκοντας πουθενά αλλού τροφή, είπαμε οι χωριάτες αφού πέρασε τόσος στρατός όχι μόνο δεν είχανε άλλα τρόφιμα αλλά αγανακτήσανε και κοίταζαν όταν ακόμα τους ρωτάγαμε για το δρομολόγιο πώς να μας ξε­φορτωθούν. Αυτό έγινε και στα Τοπόλιανα όταν τους ρωτήσαμε πόσο απέχει το επόμενο χωριό που είχε το δρομολόγιο μας. Αφού μας κοίταξαν καλά μας είπαν: «Για σας δεν είναι τίποτα μία τσιγάρα δρόμος». Και ξεκινώντας βαδίζαμε ώρες και δεν φτάναμε. Οι Τοπολιανίσιοι φημίζονται για τα καλαμπούρια τους και τις φάρσες που στήνουν σε όλους. Αφού έκαναν και το δεσπότη να μπει καβάλα στο βόδι, όταν τον έκαναν να πιστέψει πως αυτό ήταν άλογο.Εκεί που ξαναφάγαμε καλά και συναθροιστήκαμε λίγο κουρευτήκαμε, πλυ-θήκαμε, ήταν το χωριό Μαραθιάς. Και πάλι όλα αυτά από τη γνωριμία τη δική μου που βρήκα εκεί τον έμπορα το γέρο Αέκα, ο οποίος έρχονταν στη Θεσσαλο­νίκη στο πρατήριο της ΧΡΩΠΕΙ που δούλευα και ψώνιζε χρώματα. Φάγαμε λοι­πόν καλά όλη η παρέα και στο σπίτι αυτουνού. Αλλά εκτός από το φαγητό, βράσανε νερό και λουστήκαμε, κουρευτήκαμε, ξυρισθήκαμε.

Ευχαριστήσαμε όλο το Λεκέικο, οι οποίοι ήθελαν ακόμα να μας κρατήσουν να μας βάλουν σε δωμάτιο να κοιμηθούμε, αλλά εμείς είχαμε το στοιχειώδες φι­λότιμο ν’ αρνηθούμε αυτή την φιλοξενία ξέροντας ότι είμασταν φορτωμένοι ψεί­ρα και δεν θέλαμε να γεμίσουμε τα στρώματα αυτών των καλών ανθρώπων.

Βρήκαμε έξω από το χωριό ένα καλύβι, την αράξαμε εκεί, όπως κάναμε άλ­λωστε και όλες τις άλλες νύχτες όπου βρίσκαμε τρυπώναμε. Την άλλη μέρα που αν θυμάμαι ήταν Κυριακή του Θωμά, ξεκινήσαμε νύχτα για το χωριό Παπαρού-σι και από εκεί ανεβήκαμε στο βουνό. Φθάσαμε στην τοποθεσία Κρανιά που εί­ναι ένα διάσελο μεταξύ των χωριών Γόλιανης, Νοστίμου και Βουτύρου. Εκεί χω­ρίσαμε με τον Ξάνθη που ήταν από την Κλαψί. Ο άλλος συνοδοιπόρος έφυγε νω­ρίτερα. Και γω με τον Φαλή ήρθαμε στο χωριό και τελειώνει η οδύσσεια.
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΕΑΝΔΡΟΥ ΤΟ 324 π.Χ.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι και πάλι στο προσκήνιο. Αυτή τη φορά σαν ήρωας Χολιγουντια­νής ταινίας. Πολύς θόρυβος, πολύ συζήτηση, πολλά ειπώθηκαν για τον μεγάλο Έλληνα ηγέτη. Γι’ αυτό αξίζει να θυμηθούμε τον όρκο που εκφώνησε σε συμπόσιο ενώπιον 9.000 αξιωματούχων και προυχόντων κάθε φυλής. Ελλήνων. ΠερσοΊν, Μήδων (όπως αναφέρει ο Αλεξανδρινός Φιλόσοφος Ερατοσθένης, που ήταν τρίτος διευθυντής της Βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας το 257-194 π.Χ.):

«Σας εύχομαι τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι να ευτυχήσετε με την Ειρήνη. Όλοι οι θνητοί απ’ εδώ και πέρα, να ζήσουν σαν ένας λαός, μονοιασμένοι, για την κοινή προκοπή. Να θεωρείτε την Οικουμένη Πατρίδα σας, με κοινούς νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής. Δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους όπως κάνουν οι στενόμυαλοι, σε Έλληνες και Βαρβάρους. Δενμ’ ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών, ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. Τους καταμερίζω με ένα μόνο κριτήριο, την Αρετή. Για μένα κάθε καλός Ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από Βάρβαρο. Αν ποτέ σας παρουσιασθούν διαφορές, δεν θα καταφύγετε στα όπλα, παρά θα τις λύσετε ειρηνικά. Στην ανάγκη θα σταθώ εγώ διαιτητής σας. Τον Θεό, δεν πρέπει να τον νομίζετε ως αυταρχικό κυβερνήτη, αλλ’ ως κοινό πατέρα όλων. Από μέρους μου, θεωρώ όλους ίσους, λευκούς και μελαμψούς. Και θα ήθελα να μην είσθε μόνο υπήκοοι της Κοινοπολιτείας μου, αλλά μέτοχοι, όλοι συνεταίροι. Όσο περνάει από το χέρι μου θα προσπαθήσω να συντελεσθούν αυτά που υπόσχομαι. Τον Όρκο τούτο που δώσαμε με την σπονδή απόψε, κρατήστε τον σαν Σύμβολο Αγάπης».

Ένα κήρυγμα Οικουμενικής Αγάπης και Ειρήνης. Τόσο σοφό, όσο και διαχρονικό. Επανα­στατικό, θα λέγαμε στην εποχή του. Κανένας πολιτικός ή στρατιωτικός ως τότε, δεν είχε σκεφθεί να πει αυτά που πρώτος ο Μ. Αλέξανδρος ορκίσθηκε. Δίκαια θεωρήθηκε από πολλούς ως εμπνευ­στής του οικουμενισμού, που σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αποκτά ιδιαίτερο ενδια­φέρον.

Οι Έλληνες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μια Μικροχωρίτισα, που ζει στην Αμερική, η κ. Ελένη Ααϊνη, εγγονή των αείμνηστων Κώστα και Ουρανίας Μπακογιάννη, μας έστειλε ένα πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα. Πρόκεπαι για απόσπασμα αμερικάνικης ιστοσελίδας, που έχει τίτλο: Οι Έλληνες στον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διαβάζοντας το νιώσαμε συγκίνηση, τόσο ως Έλληνες, όσο, κυρίως, γιατί ελληνόπουλα, που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και ζουν μακριά από τα σύνορα της Ελλάδας, ενδιαφέρονται, μαθαίνουν και δίκαια νιώθουν περή­φανα για την ελληνική καταγωγή και τους προγόνους τους. Με χαρά παραθέτουμε σε μετάφραση το σχετικό κείμενο. Διαβάζοντας την εμείς οι νεώτεροι, αλλά και όσοι έζησαν την εποχή εκείνη (1940-1945) δεν μπορεί παρά να νιώσουμε τρανή περηφάνια:

Είπαν για τους Έλληνες:
«Για χάρη της ιστορικής αλήθειας θα πρέπει να πω ότι μόνο οι Έλληνες, απ’ όλους τους αντιπάλους που μάς αντιστάθηκαν, πολέμησαν με τόλμη και ανδρεία και αψηφώντας εντελώς τον θάνατο».

Αδόλφος Χίτλερ (σε ομιλία του στο Reichstag στις 4/5/ 1941)

«Φοβάμαι πως ο παγκόσμιος ηρωισμός δεν πλησίασε ούτε στο ελάχιστο τις πράξεις αυτοθυσίας των Ελλήνων, οι οποίοι έπαιξαν προσδιοριστικό ρόλο στη νικηφόρα έκβαση των κοινών αγώνων των εθνών του β’ Π.Π. για ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια».

Γουϊνστον Τσώρτσιλ (σε ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, 24/4/1941)

«Μέχρι τώρα συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες μάχονται σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες μάχονται σαν Έλληνες».

Γουϊνστον Τσώρτσιλ (στο BBC κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο)

«Λυπάμαι που γερνάω και δεν θα ζήσω αρκετά για να ευχαριστήσω τον ελληνικό λαό, του οποίου η αντίσταση έκρινε αποφασιστικά την έκβαση του β’ Π. Πολέμου».

Ιωσήφ Στάλιν (στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας στις 31/1/ 1943)

«Το ότι οι Ρώσοι κατάφεραν να αντισταθούν στην πόρτα της Μόσχας, να σταματήσουν και να αναχαιτίσουν τον γερμανικό χείμαρρο, το οφείλουν στους Έλληνες που καθυστέρησαν τα γερμανικά τμήματα εκείνο τον καιρό, άλλως θα μπορούσαν να μας γονατίσουν».

(Από τα απομνημονεύματα του Κωνσταντίνοβιτς Ζουκωφ, στρατηγού του Σοβιετικού Στρατού)

«Ανεξάρτητα από το τι θα πουν οι ιστορικοί του μέλλοντος, αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα είναι ότι η Ελλάδα έδωσε ένα αξέχαστο μάθημα στον Μουσολίνι, ήταν το κίνητρο της εξέγερσης στη Γιουγκοσλαβία, κράτησε τους Γερμανούς στην κυρίως χώρα και στην Κρήτη για έξη εβδομάδες, ενώ αντέστρεψε τη χρονολογική σειρά σε όλα τα στρατηγικά σχέδια του γερμανικού επιτελείου, γεγονός που προκάλεσε ανατροπή της εξέλιξης του πολέμου και έτσι νικήσαμε».

Άντονυ Ήντεν, Υπουργός Εξωτερικών 1940-45 και αργότερα, 1955-57, πρωθυπουργός της Αγγλίας (σε ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, 24/9/1942).

«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελλάδα ανέτρεψε τα σχέδια της Γερμανίας στο σύνολο τους, αναγκάζοντας την να αναβάλει την επίθεση στη Ρωσία για έξη εβδομάδες. Διερωτόμαστε ποια θα ήταν η θέση της Ρωσίας χωρίς την Ελλάδα».

Γ. Αλεξάντερ, Βρετανός Διοικητής (σε ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, 28/10/ 1941).

«•Δεν είμαι σε θέση ακόμη να προσδιορίσω το μέγεθος της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για την ηρωική αντίσταση του λαού και των ηγετών της Ελλάδας».

Σ. Ντε Γκώλ (σε ομιλία του στο Γαλλικό Κοινοβούλιο στο τέλος του Β’ Π. Πολέμου)«Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της βασανισμένης, αιματοβαμμένης αλλά ζωντανής Ευρώπης. Ποτέ μια ήττα δεν αποτελούσε τόσο μεγάλη τιμή για τους ηττημένους».

Μ. Σουμάν, Υπουργός Εξωτερικών και Ακαδημαϊκός της Γαλλίας

(σε μήνυμα του στο BBC, 28/4/1941)

«Πολεμήσατε χωρίς όπλα και νικήσατε, μικροί εσείς εναντίον των μεγάλων. Σας οφείλουμε ευγνω­μοσύνη γιατί μας δώσατε το χρόνο να αμυνθούμε. Ως Ρώσοι και ως λαός, σάς ευχαριστούμε!»

Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας (λίγο πριν από την επίθεση του Χίτλερ)

« Ο πόλεμος με την Ελλάδα απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο στον πόλεμο και ότι πάντα μας

περιμένουν εκπλήξεις».

Μπενίτο Μουσολίνι (σε ομιλία του στις 10/5/1941).

«Στις 28 Οκτωβρίου 1940 δόθηκε στην Ελλάδα τελεσίγραφο τριών ωρών για να αποφασίσει αν θέλει πόλεμο ή ειρήνη. Όμως ακόμα και αν της δινόταν προθεσμία τριών ημερών ή τριών εβδομάδων ή τριών ετών, η απάντηση θα ήταν η ίδια. Δια μέσου των αιώνων οι Έλληνες δίδασκαν αξιοπρέπεια. Τη στιγμή που ολόκληρος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα, ο ελληνικός λαός τόλμησε να αμφισβητήσει το αήττητο γερμανικό αγρίμι προτάσσοντας εναντίον του το περήφανο πνεύμα της ελευθερίας».

«Ο ηρωική αντίσταση του ελληνικού λαού, που μόλις είχε κατατροπώσει τους Ιταλούς, ενάντια στην επίθεση των Γερμανών, που θέλησαν να καταλάβουν τη χώρα τους, συγκίνησε βαθύτατα τον αμερικανι­κό λαό και γέμισε την καρδιά του με ενθουσιασμό και υπερηφάνεια».

Φραγκλίνος Ρούσβελτ, Πρόεδρος Η.Π.Α. 1933 – 1945

Γερμανός αξιωματικός της Αεροπορίας αποκάλυψε στον υποστράτηγο Δέδε της Ανατολικής Μακεδονίας, ότι ο ελληνικός στρατός ήταν ο μόνος στρατός, στον οποίο δεν προκαλούσαν πανικό τα γερμανικά Στούκας.

«Ο στρατός σας», είπε «αντί να το βάζει στα πόδια, όπως έγινε στη Γαλλία και την Πολωνία, παρέμεινε στις θέσεις του και συνέχισε να μας χτυπά».

κ… Γιατί μόνο εμείς, αντίθετα με τους βαρβάρους, ποτέ δεν λογαριάζουμε τον

εχθρό στη μάχη». Αισχύλος

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *