Στον Παρισινό κώδικα Suppl. Grec 467 Φ.191β-193β, ο θρύλος διηγείται τον περίλυπο βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο να περπατά μαζί με άρχοντες πάνω στα τείχη της Βασιλίδος των Πόλεων και να κοιτάζει την Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Έξω από τον «Ναό της Υπεραγίας (σ.σ. Παναγία των Βλαχερνών), θεωρεί ο βασιλεύς μια βασίλισσαν όπου ερχόταν από έξω με πολλούς και εμπήκεν μέσα εις τον Ναόν».
Απορημένος ο τραγικός Αυτοκράτορας μπαίνει κι εκείνος για να δει ποια ήταν η βασίλισσα.«Η δε βασίλισσα άνοιξε την ωραίαν πύλην και εμπήκε μέσα και εκάθισεν εις το ιερόν σύνθρονον και έδειξε σχήμα λυπητικόν. Και είπε προς τον βασιλέα:
«Αφόντας μου επαράδωσαν ταύτην την ταλαίπωρον Πόλιν, πολλές φορές την εγλύτωσα από εργές θεϊκές. Αλλά και τώρα επαρακάλεσα τον υιόν μου και Θεόν, και όμως έγινε απόφασις ότι θα παραδοθείτε εις τας χείρας των αλλοτρίων, διότι αι αμαρτίαι του λαού άναψαν τον θυμόν του Θεού.
Και, λοιπόν, άφες το στέμμα της βασιλείας εδώ να το φυλάξω, έως να ευδοκήση ο Θεός να έλθη άλλος να το παραλάβη και συ ύπαγε να αποθάνης ότι έτζι ώρισε ο Θεός».
Και η απάντηση του ηρωικού βασιλέως: «Ω Δέσποινά μου, ιδού παραδίδωμι και την ψυχήν μου εις χείρας Σου, καθώς σε επαράδωκα και το στέφος της βασιλείας».
«Κύριος ο Θεός να αναπαύση την ψυχήν σου μετά των Αγίων αυτού», απεκρίθη η κυρία των Αγγέλων.
«Αλλά ουδέ το στέμμα, ουδέ το σκήπτρον ευρέθησαν εκεί όπου το άφησεν, διότι το επήρεν η Κυρία Θεοτόκος να το φυλάγη έως ου να γένη έλεος εις το ταλαίπωρον γένος των χριστιανών».
Use Facebook to Comment on this Post