William Shakespeare: Ο αληθινός άντρας πρέπει να τολμά ό,τι αρμόζει σ’ έναν άντρα

Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
9 εκπληκτικά σονέτα του εθνικού ποιητή της Αγγλίας, ο οποίος στις 26 Δεκεμβρίου του 1606 κάνει πρεμιέρα το `Βασιλιά Ληρ`…

Συχνά αποκαλείται εθνικός ποιητής της Αγγλίας και “Βάρδος του Έιβον”. Μια ιδιοφυΐα με σπουδαίο έργο που όσα χρόνια και να περάσουν θα θαυμάζεται και θα λατρεύεται… Τα σωζόμενα έργα του -συμπεριλαμβανομένων και κάποιων συνεργασιών- , αποτελούνται από περίπου 38 θεατρικά έργα, 154 σονέτα, δύο μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα και πολλά άλλα ποιήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και ερμηνεύονται περισσότερο συχνά από τα έργα οποιουδήποτε άλλου θεατρικού συγγραφέα.

Ο William Shakespeare. Μπορεί να μην έχουν σωθεί πολλές καταγραφές για την προσωπική του ζωή και να έχουν γίνει άπειρες εικασίες για θέματα που αφορούν την εξωτερική του εμφάνιση, τη σεξουαλικότητά του, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις…Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για έναν χαρισματικό άνθρωπο που κατάφερε να χειριστεί με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τόσο την κωμωδία όσο και το δράμα με την τραγωδία.

Ο Βασιλιάς Ληρ, είναι ένα από τα αριστουργήματά του… Ας θυμηθούμε την πλοκή του έργου…

Ο βασιλιάς Λήρ αποφασίζει να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του: τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και την Κορδέλια. Εκείνη που θα τον έπειθε για το μέγεθος της αγάπης της, θα κέρδισε το βασίλειο.

Παρά τις συμβουλές του δούκα του Κεντ, αποκληρώνει την Κορδέλια κι εξορίζει τον δούκα. Η αποκληρωμένη κόρη παντρεύεται με το βασιλιάς της Γαλλίας.

Ο βασιλιάς Ληρ φιλοξενείται με τη σειρά κάθε μήνα από τις δυο μεγαλύτερες κόρες. Αν και έχει παραδώσει τη βασιλεία του, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται αυταρχικά. Ο δούκας του Κεντ, μεταμφιεσμένος, μπαίνει στην υπηρεσία του και του συμπαραστέκεται στους εξευτελισμούς που υφίσταται. Οι δυο κόρες διώχνουν τον πατέρα τους Ληρ, ενώ ο μεταμφιεσμένος πιστός δούκας τον ακολουθεί, το ίδιο και ο γελωτοποιό του. Μέσα σε μια άγρια νύχτα με καταιγίδα, καταφεύγει σ` ένα καλύβι ξεστομίζοντας βαριές κατάρες. Από εκεί οι πιστοί του τον φυγαδεύουν στο Ντόβερ.

Ο δούκας της Κορνουάλης, σύζυγος της Ρεγάνης, χάνει τη ζωή του σε μια συμπλοκή, ενώ ο βασιλιάς της Γαλλίας αποβιβάζεται με στρατό στο Ντόβερ. Η Κορδέλια πηγαίνει να συναντήσει τον πατέρα της που βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλας. Η συνάντηση γίνεται στο φράγκικο στρατόπεδο κι ακολουθεί σύγκρουση των φράγκικων και αγγλικών στρατευμάτων. Τελικά νικούν οι Άγγλοι. Ο Ληρ και η Κορδέλια συλλαμβάνονται και φρουρούνται. Ανάμεσα στις δυο βασίλισσες αδελφές, τη Γονερίλη και τη Ρεγάνη, ξεσπάει διχόνοια. Η Γονερίλη δηλητηριάζει τη Ρεγάνη ενώ η ίδια δίνει τέλος στη ζωή της.

Η Κορδέλια δολοφονείται και ο Ληρ ξεψυχάει κρατώντας στην αγκαλιά του το σώμα της.

Ανάμεσα στα έργα του στα οποία υποκλινόμαστε, είναι τα “Σονέτα”…

Δημοσιεύτηκαν το 1609 και ήταν τα τελευταία μη δραματικά έργα του Shakespeare που εκδόθηκαν. Οι μελετητές, ωστόσο, δεν είναι βέβαιοι για το πότε γράφτηκε το καθένα από τα 154 σονέτα, τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι ο Σαίξπηρ έγραφε σονέτα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του για ένα ιδιωτικό αναγνωστικό κοινό. Οι αναλυτές του υποστηρίζουν ότι ο Σαίξπηρ σχεδίαζε να εκδώσει δύο αντίθετες σειρές: μία για την ανεξέλεγκτη επιθυμία για μία παντρεμένη γυναίκα και μία για την πολύπλοκη αγάπη για ένα νεαρό άντρα. Έως σήμερα είναι ασαφές αν τα στοιχεία αυτά αντιπροσωπεύουν πραγματικά άτομα ή αν το συγγραφικό “εγώ” με το οποίο απευθύνεται σ` αυτούς αντιπροσωπεύει τον ίδιο το συγγραφέα τους. Η έκδοση του 1609 αφιερώθηκε σε κάποιον κύριο “W. H.”, ο οποίος πιστώνεται ως “ο μόνος γεννήτορας” των ποιημάτων.

Δεν είναι γνωστό αν αυτό γράφτηκε από τον ίδιο το Shakespeare ή από τον εκδότη, του οποίου τα αρχικά εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας όπου γράφτηκε η αφιέρωση, όπως δεν είναι γνωστό ούτε ποιος ήτανε ο κύριος W. H.. Αυτό που είναι σίγουρο είναι πως τα “Σονέτα” είναι αριστουργηματικά… Μια βαθιά περισυλλογή σχετικά με τη φύση του έρωτα, το ερωτικό πάθος, το θάνατο και το χρόνο.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 1

Μακάρι οι νιοι κι ωραίοι πιότεροι να ʼναι,
της ομορφιάς ο ανθός μη μαραθεί –
σαν φύγουνε μια μέρα οι που γερνάνε
στο ταίρι η θύμηση να μη χαθεί.

Μα μες στη φωτεινή σου τη ματιά,
τρώγεσʼ εσύ απʼ τη φλόγα του φωτός σου
κι όπου ήταν πλούτη, η φτώχεια μένει πια –
κακός σου οχτρός, ο ολόγλυκος εαυτός σου.

Εσύ, με την πιο ολόδροσην ειδή
του κόσμου, που άγγελος του θέρους είσαι,
θάβεσʼ εντός σου, αθώο μικρό παιδί
κι όσα κρατείς για σε, τόσα στερείσαι.

Δείξʼ οίχτο ή φάτον πια τον κόσμο αυτόνε:
ο τάφος να τον φάει κι εσύ, γραφτό ʼναι.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 2

Χειμώνες σαν περάσουνε σαράντα
κι οργώσουν το κορμί το ποθεινό,
της νιότης σου η ντυσιά, η πουʼ χες πάντα
θε να ʼναι πια σκουπίδι ελεεινό.

Κι αν σε ρωτήσουν η ομορφιά σου που ʼναι,
κι ο θησαυρός σου, εκείνο σου το πάθος,
θα ʼνʼ άδεια ξιπασιά, πως κατοικούνε
μες στων ματιών σου – αν πεις – τʼ άμετρο βάθος.

Πόσην τιμή η δικιά σου θα ʼχε ειδή
αν έλεγες: “Την πρότερή μου χάρη
θα φτάσει αυτό μου τʼ όμορφο παιδί`,
που από την ομορφιά σου θα ʼχει πάρει.

Γέρος σαν θα ʼσαι, αυτός θα καίει εντός του
το αίμα σου το κρύο, το σαν τʼ αρρώστου.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 3

Πες στη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη,
είνʼ ώρα διάδοχο να κάνει – διότι
αν δε βιαστείς θα πουν για σε, τον κλέφτη,
πως μιας γυναίκας κόβεις τη μητρότη.

Ποια κόρη αγνή στον άθιχτό της τράφο,
σαν το γεωργό να σπείρεις, δε θʼ αφήσει;
Και ποιος ανόητος νάρκισσος σε τάφο
ως θες εσύ – το μέλλον θε να κλείσει;

Καθρέφτισμα της μάνας σου, διακρίνει
την ομορφιά της, μέσα σου, την πρώτη.
Γέρος κι εσύ θα βλέπεις – σαν κι εκείνη –
μες στο παιδί σου τη χρυσή σου νιότη.

Μα αν θες ζωή στη λήθη να θαφτεί,
εργένης πας κι η ειδή σου πάει κι αυτή.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ.18

 

Να πω πως μοιάζεις με καλοκαιριά;
Μα ʼσύ ʼσαι πιο γλυκιά και μετρημένη.
Τʼ άνθια του Μάη οι ανέμοι σα θεριά
δέρνουν. Το θέρος γρήγορα πεθαίνει.

Βάνει φωτιές ο ήλιος το πρωινό
και άλλοτε η χρυσή του ειδή χλωμιάζει
-κάποτʼ η τύχη αστόλιστο, φτηνό
κάνει να δείχνει αυτό που όμορφο μοιάζει.

Μα εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει
κι ούτʼ ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει,
κι ο θάνατος δε θα ʼχει να το λέει
στα σκότη του πως ζεις και πως σʼ ορίζει.

Όσον ο κόσμος βλέπει κι ανασαίνει
θα ζει το ποίημα αυτό, να σʼ ανασταίνει.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 23

Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
πʼ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,

έτσι κι εγώ, που νʼ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τʼ άγια•
λειωμένος απʼ το εντός μου πάθος, να με,
και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια.

Άσʼ, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ʼναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απʼ όσα η γλώσσα να πει θέλει.

Μάθʼ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει•
τα μάτια σου θʼ ακούνε στη σιωπή.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 42

Κι αν τη λατρεύω, αυτή δεν είνʼ η μόνη
πίκρα μου ότι τη χαίρετʼ ένας άλλος –
μα τʼ ότι σʼ έχει αυτή ʼναι που με λειώνει
κι ο πόνος πως τη χάνω ο πιο μεγάλος.

Αγάπες μου άσπονδες, έτσι εξηγείται:
την αγαπώ, γιʼ αυτό τη νοιάζεσαι
κι αλίμονό μου, αυτή ταλαιπωρείται
για χάρη μου, σα βρίσκεται μʼ εσέ.

Αν σʼ αρνηθώ, η καλή μου σε κερδίζει
κι αν χάσω τη, στο πλάι σου θα τη βρω.
Ταιριάχτε ʼσεις κι η μοίρα ας μας χωρίζει,
κι ας φορτωθώ μονάχος το σταυρό.

Μα πως! Ο φίλος μου κι εγώ είμαστʼ ένα,
κι άλλον δε θέλει η αγάπη μου από μένα.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 44

Η σάρκα μου η νωθρή, σκέψη αν γινόταν,
η απόσταση για ʼμε δε θα μετρούσε,
αφού, παρά τʼ όποιο κενό θα ʼρχόταν,
όσο μακριά κι αν ήταν, εκεί που ʼσαι.

Τι κι αν πατούσα τότʼ εγώ στα ξένα,
μακριά ʼπό σένα, αφού πετάει η σκέψη
από στεριές και πέλαγʼ αφρισμένα,
κι όπου θελήσει, εκεί θα ταξιδέψει;

Στη σκέψη, αχ, πως δεν είμαι σκέψη σβήνω,
που φεύγεις και να τρέξω δε μπορώ,
και καρτερώ, όπως είμαι, μες στο θρήνο,
μια μάζα σκέτο χώμα και νερό.

Άλλο από δάκρυα, ετούτα τα στοιχεία
δε δίνουν, μάρτυρες στη δυστυχία.

ΣΟΝΝΕΤΟ αρ. 138

Ορκίζετʼ η καλή μου ότι είνʼ αλήθεια
όλα όσα λέει και την πιστεύω – διότι
μʼ αρέσει που της νιότης την ευήθεια
μέσα μου βλέπει, κι όλη την αγνότη.

Ματαιόδοξα, θαρρώ πως με περνάει
για νιο κι ας ξέρει ότι έχω πια γεράσει,
μα λέω ʼτι η γλώσσα της δε με γελάει –
για μας τους δυο η αλήθεια ʼχει σωπάσει.

Πρέπει να λέει αλήθεια τι να το ʼχει,
κι εγώ να πω είμαι γέρος τι με βιάζει:
Πίστη στα λόγια ο έρως θέλει κι όχι
τα χρόνια μου η καλή μου να φωνάζει.

Ψέματα εγώ, λοιπόν, κι αυτή ίσα κι όμοια,
κι ο ένας τʼ άλλου πλέκουμε τα εγκώμια.

Σονέτο 147

Η αγάπη μου σαν πυρετός είναι που όλο ποθεί
Αυτό που την αρρώστια της θάλπει και παρατείνει,
Τροφοδοτώντας το κακό μ’ ό,τι το διατηρεί,
Και την στρεβλή μου όρεξη που μια ζητά μια φθίνει.
Κι ο νους μου, του έρωτα γιατρός, φρικτά εξοργισμένος
Που δεν τηρώ τις συνταγές, μακριά μου έχει τρέξει.
Κι εγώ το παραδέχομαι πλέον απελπισμένος:
Χάρος ο πόθος· κι η ιατρική τον έχει απαγορεύσει.
Ετσι αφού ο Νους αδιαφορεί, ανίατος έχω γίνει,
Και σαν παράφρων μαίνομαι· ποτέ δεν ησυχάζω.
Σαν του τρελού είν’ τα λόγια μου, η σκέψη μου μ’ αφήνει·
Μακριά από την αλήθεια πλανιέται ό,τι εκφράζω.
Γιατί σ’ ορκίστηκα όμορφη, σε σκέφτηκα λαμπρή,
Και μαύρη είσαι σα κόλαση· σαν νύχτα σκοτεινή.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *