Γιατί αισθανόμαστε ενοχές όταν είμαστε μόνοι μας

Δεν είναι λίγες οι φορές όπου προβληματιζόμαστε έντονα λόγω του γεγονότος ότι, ενώ…
«δεν μας λείπει τίποτα», όπως λέμε, εξακολουθούμε να παραμένουμε μόνοι μας. Στην καρδιά και το μυαλό χιλιάδων ανθρώπων και κυρίως των γυναικών, το οξύμωρο αυτό διαψεύδεται. Εάν δεν πρόκειται για το πεπρωμένο, τότε μήπως να εξετάζαμε αν πρόκειται για κάποια υποσυνείδητη επιλογή μας;

Για ποιον λόγο ο εργένικος βίος να θεωρείται προβληματικός;

Ας σκεφτούμε τους προγόνους μας: οι παλαιότερες γενιές έπρεπε να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια πάση θυσία, ακόμη και χωρίς να υπάρχει έρωτας μεταξύ των ανθρώπων. Το αντίθετο, προκαλούσε την κοινωνική ταπείνωση και τη θεώρηση της ανύπανδρης γυναίκας, ως άνθρωπο μικρότερης αξίας.

Σήμερα, με την πνευματική πρόοδο και τις ουσιαστικές αλλαγές της νοοτροπίας, ο εργένικος βίος δε θα έπρεπε να θεωρείται προβληματικός. Διαπιστώνουμε, ωστόσο, ότι ακόμη και σήμερα, η ένωση και η συμβίωση του άνδρα με τη γυναίκα εκτιμάται μ’ έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Αντίθετα, σ’ έναν κόσμο όπου οι ανύπαντροι άνθρωποι είναι όσοι δεν έχουν καταφέρει να επιτύχουν την επιθυμητή αυτή συμβίωση, θεωρούνται ως άνθρωποι ανολοκλήρωτοι, ελλιπείς. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο στους ανθρώπους που ακόμη δεν βρήκαν τον κατάλληλο σύντροφο να γεννιούνται συναισθήματα ενοχής. Στο μυαλό τους κυριαρχεί το ερώτημα «τι δεν πάει καλά μ’ εμένα», ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που πρέπει να εξετάσουν είναι το μοτίβο και η ποιότητα της δέσμευσης ανάλογα με την προσωπικότητά τους.

Συχνότερα ίσως, η παραπάνω ερώτηση βασανίζει κυρίως τις γυναίκες, καθώς η κοινωνία τις θεωρεί φύσει προορισμένες να συμβιώνουν ως ζευγάρι. Όταν τελικά η ελεύθερη γυναίκα βρεθεί με έναν σύντροφο, τότε είναι που γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρο και θεωρείται άξια ν’ αγαπηθεί, ως άνθρωπος και ως γυναίκα. Επιπλέον, έχει εξασφαλίσει και το μέλλον της. Η εν λόγω νοοτροπία και συμπεριφορά καθίσταται ακόμη και αυτονόητη, από ένα σημείο και έπειτα, μαζί με όλη την ψυχολογική πίεση που συνεπάγεται. Χρειάζεται να διαθέτει κανείς τεράστια αποθέματα δύναμης προκειμένου ν’ αντέχει τα αποτελέσματα αυτού του κοινωνικού σχήματος.

Πώς καταπολεμώ αυτό το συναίσθημα;

Σταδιακά ενδέχεται να εγκλωβιστούμε σ’ ένα διπλό αδιέξοδο, το ένα εκ των οποίων το έχουμε μόνοι μας κατασκευάσει. Το έχουμε κατασκευάσει λέγοντας στον εαυτό μας ότι είμαστε μόνοι λόγω του κακού μας χαρακτήρα, λόγω των ανώριμων επιλογών μας, λόγω της αδυναμίας μας να διαχειριστούμε οτιδήποτε ή λόγω των ελλείψεών μας.

Ενδέχεται να το αποδίδουμε στο ότι δεν έχει βρεθεί ο σύντροφος που να έχει όσα επιθυμούμε, όπως να είναι ταιριαστός σε όλα μαζί μας, να φιλάει όμορφα ή οτιδήποτε άλλο. Το δεύτερο πλαστό αδιέξοδο είναι η αναγκαιότητα να γινόμαστε δέκτες ενός συνόλου «κανονισμών» του έγγαμου βίου: προκειμένου δηλαδή η αγάπη να παραμείνει αιώνια εμείς οφείλουμε υπακοή σε ένα σύνολο ορισμένων αφηρημένων, αναλλοίωτων και άκαμπτων κανόνων. Οι αρχαιότερες συμβουλές επιτάσσουν για παράδειγμα πως «ο έρωτας διαρκεί τρία χρόνια» ή «να μην κοιμάται το ζευγάρι την πρώτη νύχτα του γάμου». Όλα αυτά και παρόμοιά τους είναι ευπρόσδεκτα όταν τα ακούμε από απόσταση, χαζεύοντας το ωροσκόπιό του στο περιοδικό.

Ας συνειδητοποιήσουμε πως, οι νουθεσίες αυτές μάς απομακρύνουν από την ίδια την αγάπη, η οποία αγάπη παραμένει αδιάφορη σε κάθε εξυπνάδα, ή κάθε προσταγή. Αντίθετα, ο έρωτας και η αγάπη απευθύνονται στο συναίσθημα και το υποσυνείδητο. Η αγάπη, τέλος, δεν υπόκειται σε κάποιον παγκόσμιο νόμο, αντίθετα είναι μία προσωπική υπόθεση.

Συνεπώς όλοι οι παραπάνω αφηρημένοι νόμοι παραβλέπουν την κάθε προσωπική μας ιδιαιτερότητα και μάς εντάσσουν αυτόματα στο συλλογικό αίσθημα. Όταν υπακούμε σε γενικεύσεις, στερούμε από τον άλλον την ευκαιρία να μας ξαφνιάσει, αφού έχουμε βγάλει τα συμπεράσματά μας εκ των προτέρων. Άρα αυτόματα στερούμε από τον εαυτό μας τον έρωτα αφού ο έρωτας προϋποθέτει το στοιχείο της έκπληξης.

Γιατί οι Επιταγές για Συμβίωση είναι τόσο ισχυρές;

Για να το θέσουμε κυριολεκτικά, ο έρωτας προκαλεί αναστάτωση. Οι γενικεύσεις και οι νόρμες σε σχέση με τον έρωτα μοιάζουν ικανές να βάλουν τη ζωή μας σε μία πολυπόθητη ίσως, τάξη. Ως εκ τούτου, και θέλοντας να κρύψουμε τις ατέλειές μας, υποκύπτουμε στην υιοθέτηση των γενικεύσεων αυτών. Σχηματίζουμε λοιπόν την εξής λογική: «αφού εγώ υπακούω στους κανόνες, τότε μάλλον θα φταίει ο άλλος».

Δεν αναρωτιόμαστε καν σχετικά με τις δικές μας πραγματικές επιθυμίες. Μεθοδικά λοιπόν, αποφεύγουμε την καίρια ερώτηση: «τον/ την αγαπάω;». Αντί αυτών, οι προβληματισμοί που ανακυκλώνουμε είναι «έχω περάσει τα 30 ή τα 40. Πρέπει να κάνω οικογένεια».

Η διαδικασία που οφείλουμε ν’ ακολουθήσουμε είναι άβολη και προϋποθέτει ανατροπή. Πρέπει όμως ν’ αναθεωρήσουμε τις επιλογές μας, ν’ αμφισβητήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας θα είναι ο δραματικός περιορισμός των επιλογών μας, θα γνωρίζουμε όμως ότι αυτές είναι οι μόνες ιδανικές επιλογές για εμάς.

Πώς απαλλασσόμαστε από την Προκατάληψη;

Με τη δομική της αμφισβήτηση. Τη στιγμή δηλαδή που θα συλλάβουμε τον εαυτό μας να λέει «είμαι μόνη μου γιατί όλοι οι άνδρες είναι δειλοί», ή «γιατί όλες οι γυναίκες είναι καταπιεστικές», τότε αναρωτηθείτε πόσο αλήθεια είναι αυτό. Η ίδια η πραγματικότητα διαψεύδει κάτι τέτοιο, ειδάλλως δεν θα είχαμε τόσα αντιπαραδείγματα από ζευγάρια που παραμένουν ευτυχισμένα. Οφείλετε επίσης ν’ αναρωτηθείτε σχετικά με τον ορισμό της λέξης «δειλός».

Αν αμφισβητήσουμε ουσιαστικά τις προκαταλήψεις μας, τότε θα γκρεμίσουμε το τείχος των όσων θεωρούμε δεδομένα και τότε θ’ ανοίξουμε τον δρόμο για τον έρωτα και την αγάπη στην ζωή μας. Επιπλέον η πίστη σε αυτές τις προκαταλήψεις μάς εμποδίζει από την αυτοκριτική και την αποδόμηση – και άρα τη γνωριμία με τον εαυτό μας. Με την μεθοδική αμφισβήτηση, θα διαπιστώσουμε τη σαθρότητα αυτών των γενικεύσεων. Το μόνο που πετυχαίνουν είναι να μας κρύβουν τις αχτίδες του έρωτα και της αγάπης.

Είναι προτιμότερη η μοναξιά από τον κίνδυνο να πληγωθούμε;

«Τα συναισθηματικά φρένα», τα οποία αναπτύσσουμε, λειτουργούν ως μηχανισμός συναισθηματικής άμυνας. Απόρροια αυτού του μηχανισμού είναι και οι προδιαγεγραμμένοι κώδικες και οι προκαταλήψεις γύρω από τον έρωτα. Ο λόγος για αυτά βρίσκεται στην ανάγκη του ανθρώπου για προστασία από τον πόνο και ασφάλεια. Όμως, από την άλλη ποιος είναι αυτός που θέλει να ζει μόνος του και χωρίς αγάπη;

Σε πολλούς, πράγματι η μοναξιά είναι προτιμότερη από το ρίσκο του έρωτα. Φοβόμαστε και αποφεύγουμε το «πολύ»: την «πολλή αποτυχία», τον «πολύ» χωρισμό. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι στη ζωή το κάθε τι συνεπάγεται ένα ρίσκο. Άλλωστε το ρίσκο είναι εκείνο το στοιχείο που καθιστά τη ζωή μας πιο ενδιαφέρουσα.

Έπειτα, πάντα η ανάγκη μας ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε θα υπερνικά τον φόβο της αποτυχίας. Ο μοναδικός τρόπος ν’ αγαπήσουμε και να μας αγαπήσουν αληθινά προϋποθέτει ν’ αφήσουμε στην άκρη τις προκαταλήψεις και να βιώσουμε την επιθυμία μας με τον δικό μας, τον προσωπικό και μοναδικό τρόπο. Έτσι θα έχουμε πιθανότητες να αποδεχτούμε την αγάπη και να αφοσιωθούμε σε μία γνωριμία.

Προσδοκία ή ψυχανάλυση;

Η παθητική αναμονή για βελτίωση της ζωής μας ίσως μείνει άκαρπη. Ένα βήμα προς την αυτοβελτίωση είναι να επιδιώξουμε την ενδοσκόπηση προκειμένου να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και να λειτουργήσουμε σε μία νέα σχέση. Τις περισσότερες φορές, δε γίνεται να το καταφέρουμε μόνοι μας κάτι τόσο σημαντικό. Στην περίπτωση μάλιστα που η μοναξιά μας είναι ανυπόφορη, κρίνεται απαραίτητη η συμβολή του θεραπευτή στη ζωή μας. Βέβαια η ψυχανάλυση δε λειτουργεί ως δια μαγείας ούτε κρίνεται ικανή να μας απαλλάξει από τον κάθε μας φόβο και τις προκαταλήψεις μας. Εκείνο που θα επιχειρηθεί είναι να μας συμφιλιώσει με όλα αυτά.

Μέσω της αναλυτικής προσέγγισης ο θεραπευόμενος έχει στόχο την άγνοια και όχι την επίγνωση: αυτό καθώς, προκειμένου ν’ απαλλαγούμε από τις κοινωνικές προκαταλήψεις είναι πρώτα απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε την πλήρη μας άγνοια πάνω σε κάθε ζήτημα. Ο έρωτας είναι έννοια περίπλοκη, πολύπλευρη και συχνά απροσδιόριστη. Το συμπέρασμα της προσέγγισής σας θα είναι να κατανοήσετε ότι δεν είστε μόνοι εσείς που έχετε άγνοια σχετικά με τις περιπλοκότητες της αγάπης. Όμως, αξίζει και μόνη η διαπίστωση ότι η αγάπη εξακολουθεί και υπάρχει. Όταν το διαπιστώσουμε αυτό θα καταλάβουμε πως τελικά αξίζει τον κόπο να ανοιχτούμε στο συναίσθημα με τον αθώο και τον απόλυτο τρόπο που ανοίγονται τα μικρά παιδιά.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *