Μιχάλης Μασουράκης: «Μια φορά κι έναν καιρό…»

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Μ​​ια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή χώρα με πλούσιους κατοίκους. Η χώρα, παρόλο που ήταν χώρα της Ευρωζώνης, δεν είχε καταφέρει να φτιάξει ισχυρούς θεσμούς. Για δεκαετίες, οι ομάδες πίεσης εστίαζαν στα δημοσιονομικά ελλείμματα, που χρηματοδοτούνταν από εξωτερικό δανεισμό, ως κύριο μοχλό άσκησης επιρροής στην κοινωνία (κρατικοδίαιτη οικονομία, πελατειακό κράτος κ.ο.κ.), οδηγώντας το δημόσιο χρέος της χώρας σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Ετσι, οι κάτοικοι της χώρας συμπλήρωναν με δανεικά από το εξωτερικό, καθώς τα εισοδήματά τους δεν τους έφθαναν για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους. Στην οικονομία διακρίνονταν, με λίγη φαντασία, δύο βασικοί κλάδοι: ο ένας κλάδος, που ήταν σχετικά μικρός, ήταν εξωστρεφής και, ως εκ τούτου, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δυναμικός, δραστηριοποιούμενος κυρίως στη μεταποίηση, που παρήγε διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα για εξαγωγές ή για υποκατάσταση εισαγωγών, κάτω από την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο άλλος κλάδος, που ήταν και ο μεγαλύτερος, ήταν εσωστρεφής, και, κατά κανόνα, χαμηλής παραγωγικότητας και τεχνολογικής έντασης, δραστηριοποιούμενος στις παραδοσιακές υπηρεσίες, χωρίς να δέχεται πιέσεις από τον διεθνή ανταγωνισμό για τον εκσυγχρονισμό του. Ηταν, επίσης, εν πολλοίς προστατευμένος και από τον εσωτερικό ανταγωνισμό, κάτω από την ομπρέλα της προστασίας των «παραγωγικών τάξεων» από τον «αθέμιτο» ανταγωνισμό και του περιορισμού της προσφοράς μέσω «κλειστών» επαγγελμάτων. Τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και ο δανεισμός από το εξωτερικό δημιουργούσαν τεχνητή ζήτηση στην οικονομία, η οποία αναπαρήγε τη διάρθρωση της οικονομίας στους δύο κλάδους ως ανωτέρω και, ειδικότερα, οδηγούσε σε σχετική υπερδιόγκωση του εσωστρεφούς κλάδου και αντίστοιχη συρρίκνωση του εξωστρεφούς κλάδου, με τη μεταποίηση και τις εξαγωγές αγαθών να εμφανίζουν συμπτώματα καχεξίας. Με απλά λόγια, τα μεγάλα ελλείμματα δημιουργούσαν εισοδήματα και τζίρο στον παραδοσιακό κλάδο (κατανάλωση και εισαγωγές), πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές και προσελκύοντας επενδύσεις και εργαζομένους στον κλάδο, μιας και εκεί βγαίναν τα λεφτά. Αντίθετα, η παραγωγή του εξωστρεφούς κλάδου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αυξημένη τεχνητή ζήτηση γιατί οι τιμές ήταν σταθερές, καθώς καθορίζονταν στις διεθνείς αγορές.

Πολλοί έλεγαν τότε ότι η χώρα «δεν παράγει» τίποτα. Και μια ωραία πρωία, οι αγορές συνειδητοποίησαν ότι μια χώρα που «δεν παράγει» τίποτα ήταν ζήτημα χρόνου από εκεί και πέρα να μην μπορεί να εξυπηρετήσει και τα χρέη που συσσώρευε. Και έτσι, αποφάσισαν να σταματήσουν να τη δανείζουν και να καλύπτουν τα δίδυμα ελλείμματά της. Και τότε, οι εταίροι της χώρας στην Ευρωζώνη απαίτησαν δημοσιονομική προσαρμογή και μεταρρυθμίσεις για να διορθωθεί η κατάσταση, αναλαμβάνοντας για ένα διάστημα να τη χρηματοδοτούν με προνομιακά χαμηλά επιτόκια, αλλά και με διαγραφή μέρους του χρέους και διευκολύνσεις στην εξυπηρέτησή του κ.ο.κ.

Και για να θυμούνται όλοι τι είχε συμφωνηθεί να γίνει, περιέλαβαν τότε όλες τις δεσμεύσεις της χώρας σε μνημόνια. Τα μνημόνια δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις για να αλλάξει η διάρθρωση της οικονομίας και, σε σχετικούς όρους, να μικρύνει ο εσωστρεφής –και αντιστοίχως να μεγαλώσει ο εξωστρεφής– κλάδος, για να αρχίσει η χώρα να «παράγει». Και για αυτό δόθηκε έμφαση στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, έτσι ώστε να μεταφερθούν πόροι (εργαζόμενοι, επενδύσεις κ.λπ.) από τον εσωστρεφή προς τον εξωστρεφή κλάδο (με τη βοήθεια και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων). Ετσι θα μειώνονταν και οι καθαρές εισαγωγές (εισαγωγές μείον εξαγωγές), μετατρέποντας το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο σε πλεόνασμα. Και η οικονομία θα επέστρεφε στην ισορροπία, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τους πόρους για να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος της χώρας προς το εξωτερικό.

Η προσαρμογή έπρεπε να γίνει με συρρίκνωση του εσωστρεφούς κλάδου που είχε υπερδιογκωθεί λόγω του μακροχρόνιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Δεν μπορούσε να γίνει με υποτίμηση του νομίσματος. Προκρίθηκε, δηλαδή, αναγκαστικά η λύση της εσωτερικής υποτίμησης, διότι η χώρα ήταν στην Ευρωζώνη και είχε ως εθνικό νόμισμα το ευρώ, όπως και πολλές χώρες με τις οποίες είχε εμπορικές σχέσεις.

Στην πορεία, η ύφεση που ακολούθησε τη δημοσιονομική προσαρμογή προκάλεσε τεράστια ανεργία, η οποία απορροφάται έκτοτε με αργούς ρυθμούς. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς η δημοσιονομική προσαρμογή βασίστηκε κυρίως στην υπερφορολόγηση της οικονομίας, που βόλευε μεν όσους ευαγγελίζονταν το μεγάλο κράτος, αλλά εμπόδιζε τις ιδιωτικές επενδύσεις και την αύξηση της παραγωγικότητας. Ετσι, το βάρος της προσαρμογής έπεσε δυσανάλογα στις πλάτες των επιχειρήσεων, που έκλεισαν ή είδαν τον τζίρο τους να συρρικνώνεται, αλλά και των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που βρέθηκαν άνεργοι στον δρόμο. Η αύξηση, λοιπόν, του βαθμού εξωστρέφειας ήταν βραδεία, όχι μόνο λόγω του μείγματος πολιτικής που επιλέχθηκε αλλά και λόγω των αγκυλώσεων της κοινωνίας στην εφαρμογή φιλικών προς την ανάπτυξη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η απαιτούμενη προσαρμογή, για να αρχίσει η χώρα να «παράγει», είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, καθώς χρειάζονται διαφορετικού είδους δεξιότητες, επενδύσεις, τεχνολογίες κ.λπ., που παίρνει χρόνο για να αλλάξουν. Και, βεβαίως, οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν βοηθούσαν. Κανείς στην αρχή δεν περίμενε ότι η προσαρμογή θα κρατούσε για χρόνια. Και κανείς τότε δεν φανταζόταν ότι θα χρειάζονταν, όπως αποδείχθηκε τελικά, 289 δισ. σε νέα χρηματοδότηση, ποσό τεράστιο εάν αναλογισθεί κανείς ότι το χρέος της χώρας ανερχόταν ήδη από το 2009 σε 301 δισ. Εγιναν, βεβαίως, και πολλά λάθη πολιτικής, καθώς, στη συναλλαγή «κουρέματος» τους χρέους το 2012, οι τράπεζες έχασαν όλα τα κεφάλαιά τους και ανακεφαλαιοποιήθηκαν με κρατικό δανεισμό. Αυτό έγινε μέσω ενός προσωρινού μηχανισμού, που θα επέτρεπε την επαναγορά των τραπεζικών μετοχών στα χέρια του κράτους από ιδιώτες σε μία τριετία, εφόσον θα υπήρχε ανάπτυξη και οι τραπεζικές μετοχές θα ανέκαμπταν. Το τελευταίο δεν συνέβη, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση του δημοσίου χρέους να καταστεί μόνιμη. Και η ανάκαμψη δεν ήρθε παρά μόνο πολύ αργότερα και αφού οι τράπεζες είχαν πλημμυρίσει από κόκκινα δάνεια, ενώ είχαν ανακεφαλαιοποιηθεί και άλλες δύο φορές εν τω μεταξύ. Και κάποια στιγμή, ύστερα από περίπου εννέα χρόνια προσαρμογής, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και τελείωσε η χρηματοδότηση των μνημονίων, με τη χώρα να έχει πλέον δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά χωρίς να έχει καταφέρει να φτιάξει ακόμη ένα εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο. Και τότε, δόθηκαν στη χώρα λίγα ακόμη χρήματα για να έχει να πορεύεται για κάποιο διάστημα. Και της είπαν ότι από εδώ και πέρα θα πρέπει να βγαίνει στις αγορές και να δανείζεται με επιτόκια αγοράς για να αποπληρώνει τα δάνεια με χαμηλά επιτόκια που λήγουν στα χέρια των επίσημων δανειστών (βασικά είχαν απομείνει ως δανειστές οι χώρες της Ευρωζώνης και θεσμοί όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), ώστε το χρέος τελικά να αλλάξει χέρια και να περάσει ξανά σε ιδιώτες επενδυτές. Συμφώνησαν, επίσης, στη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων σε υψηλά επίπεδα (3,5 π.μ. του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2 π.μ. κατά μέσον όρο από το 2023 έως το 2060), καθώς και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Ακόμη και έτσι, όμως, το 2060 το χρέος θα διαμορφωνόταν στο 127% του ΑΕΠ, όσο ήταν δηλαδή το 2009 όταν ξέσπασε η κρίση (!), και θα βρισκόταν σε ανοδική τάση. Ετσι, συμφώνησαν και σε μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους (μεταφορές υποχρεώσεων στο μέλλον) για να διευκολύνεται η χώρα στην εξυπηρέτησή του, και να καταστεί το χρέος βιώσιμο, τουλάχιστον για μια αρχική περίοδο.

Και έτσι, φτάσαμε στο σήμερα. Και η παρούσα κυβέρνηση πιστεύει, λανθασμένα, ότι στη μετα-μνημονιακή εποχή η ανάπτυξη έρχεται με την υπερφορολόγηση όσων πληρώνουν φόρους από την εργασία τους και τις επιχειρήσεις τους, για να χρηματοδοτείται ένας παράδεισος παροχών προς πολίτες που γίνονται όμηροι πελατειακών σχέσεων, ενώ το μόνο που ζητούν είναι μια δουλειά και έναν αξιοπρεπή μισθό. Κάτι που μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να προσφέρουν. Η υπερφορολόγηση το μόνο που προκαλεί είναι κίνητρα για μετανάστευση εργαζομένων και επιχειρήσεων, είτε στο εξωτερικό είτε στην παρανομία, όπως αποτυπώνεται στη φοροδιαφυγή, στο λαθρεμπόριο, στην αδήλωτη και τσάμπα εργασία κ.ο.κ. Και τα αποτελέσματα είναι γνωστά, με 430.000 νέους να έχουν φύγει στο εξωτερικό και πολλοί από αυτούς που έχουν μείνει πίσω να μην μπορούν να βρουν δουλειές με καλές προοπτικές και σταθερή εξέλιξη. Διότι δεν υπάρχουν τέτοιες δουλειές, που με τις παροχές και την τόνωση της καταναλωτικής ζήτησης μεταφέρονται στο εξωτερικό.

Και σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στη διακυβέρνηση θα βρεθεί ένα κόμμα που θέλει να τα φέρει όλα πάνω-κάτω. Και η χώρα να αποκτήσει, επιτέλους, ισχυρούς θεσμούς, που μπορούν να στηρίξουν την αναπτυξιακή διαδικασία μέσα από εξωστρεφείς ιδιωτικές επενδύσεις. Και έτσι, να αυξηθούν η παραγωγικότητα και η αποταμίευση, και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού. Και η χώρα να μην επιστρέψει στις κακές πρακτικές του παρελθόντος, που οδήγησαν στην κρίση.

Και κάπως έτσι, το «παραμύθι χωρίς όνομα», στη σύγχρονη εκδοχή του, φθάνει στο τέλος του. Και μακάρι να ζήσουν όλοι καλά και εμείς καλύτερα!

* Ο κ. Μιχάλης Μασουράκης είναι οικονομολόγος, υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.

ΈντυπηΠηγή άρθρου – kathimerini.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *