Η λεβεντιά της Ελληνίδας

4Η μάννα
Όταν η Ελληνίδα μάνα έσκυβε να νανουρίσει το μωρό της με το τραγούδι της, το μπόλιαζε με τα οράματα της φυλής και το προετοίμαζε να διαφεντέψει τη λευτεριά.
Χρέος δικό της ήταν να κρατήσει την ιστορική μνήμη και τα σύμβολα της φυλής απ’ το νανούρισμα ακόμα. Γι’ αυτό και η αναφορά της στην Κωνσταντινούπολη, τη βασιλεύουσα, καθώς και το μεγάλο σύμβολό της, την Αγιά Σοφιά είναι συχνή:
«Κοιμήσου κι η μανούλα σου την κούνια σου κουνάει. Στο πάπλωμά σου κέντησα αϊτούς να σε στολίζουν, σου κέντησα μια Παναγιά στ’ αχνό προσκέφαλό σου κι ακόμα την Αγιά Σοφιά να’χεις στο μάγουλό σου»

Θαυμάζει η μάνα την ομορφιά του παιδιού της και το παρομοιάζει,
«Τς’ Αγιά Σοφιάς το θυμιατό και του Χριστού καντήλι»
Καημούς και λαχτάρες έφερε στην καρδιά της και μόνο η θύμηση της Αγιά Σοφιάς, γι’ αυτό κι ένα νανούρισμα απ’ την Κρήτη, τελειώνει με το ξέσπασμα της μεγάλης λαχτάρας:
«Στην εκκλησιά τς’ Αγιά Σοφιάς, στην ξακουσμένη Πόλη παιδάκι μου, να λάχομε στη λειτουργιά τζης όλοι»
Απ’ την ίδια περιοχή ξαστερόγλωσσο το όνειρο για τη λευτεριά, σε ένα άλλο νανούρισμα:
«Να μεγαλώσεις να γενείς μεγάλο παλληκάρι…να πάεις και στον πόλεμο να λιοντοπολεμήσεις,να πάρεις χάρες και χαρές, χώρες, χωριά και κάστρα και σε όποιο πόλεμο βρεθείς να έβγεις κερδισμένος»
Κι η αντρειοσύνη κι η λεβεντιά του θα αποδειχθεί αν καταφέρει όχι μόνο να νικήσει αλλά να διαφεντέψει τη λευτεριά και για τους άλλους:
«Κοιμήσου που ν’ ανατραφείς και που να μεγαλώσεις και με τα χέρια σου τα δυό σκλάβους να λευτερώσεις»
Κι όταν τα παιδιά μεγαλώσουν οι μανάδες καμαρώνουν που είναι κλέφτες κι αγωνίζονται για τη λευτεριά:
«Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει πούχουν παιδιά στην κλεφτουριά, γιούς καπεταναραίους»
Τα δεινά της σκλαβιάς

Στα δημοτικά τραγούδια έχουν καταγραφεί πολλά από τα δεινά των γυναικών στην μακραίωνη σκλαβιά.
Πρώτη και μεγάλη το παιδομάζωμα, όπου τις γυναίκες οδηγούν στα σκλαβοπάζαρα ή στα χαρέμια. (Το 1646 ο Χουσεΐν πασάς κατέλαβε το Ρέθυμνο):
«Μια Κυριακή ξημέρωμα μην είχε ξημερώσει…παίρνουν μανάδες και παιδιά, αδέλφια και ξαδέλφια, παίρνουν και του παπά-Βαρδή την μιά του θυγατέρα. Που πας, ασήμι να χαθής, που πας σταυρέ να λιώσεις, που πας αγιοκωνστάντινο, ν’ αλλάξεις τ’ όνομά σου; Στη Σμύρνη πάω να χαθώ, στου Γαλατά ναλιώσω κι εις την Κωνσταντινούπολη ν’ αλλάξω τ’ όνομά μου»
Κι όταν ο Βελή-πασάς της Θεσσαλίας (1812) συνέλαβε τις γυναίκες των Λαζαίων, την συμφορά αποτυπώνει το τραγούδι:
«Τ’ είν’ το κακό που πάθαμε τούτο το καλοκαίρι!…Τις φαμελιές τις σήκωσαν, στον Τύρναβο τις πάνε. Μπροστά πηγαίνει η Δήμαινα, οπίσω οι συννυφάδες, κι οπίσ’ οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι… Πάρτε τις τρείς και βάλτε τες στο σπίτι κι ας καθήσουν, την Κώσταινα την όμορφη στείλτε την στο χαρέμι»
Κάποτε η αιχμαλωσία γίνεται απερίγραπτα οδυνηρή όταν η γυναίκα είναι μικρομάνα:
«Πατήσανε τ’ Αντελικό, πήραν το Μεσολόγγι, πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με νύφες, πήραν μια αρχοντοπεθερά με δώδεκα νυφάδες, πήραν την Κωνσταντίναινα τριών μερών λεχώνα! Δεν ηύρε πέτρα να σταθεί, λιθάρι ν’ ακουμπήσει, ν’ αλυσοδέσει το παιδί, να το χορτάσει γάλα…»
Κι η προσευχή της μάνας στον ίδιο σκοπό είναι αφιερωμένη:
«Κάνε Χριστέ και Παναγιά να μεγαλώσει ο γιός μου να πάρει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια. Να μάσει τα κλεφτόπουλα σ’ Ανατολή και Δύση κι από τη φάρα των Τουρκών, Τούρκο να μην αφήσει»

Η αντίσταση στις προκλήσεις – Ο πόλεμος

Στα δημοτικά τραγούδια συναντά ο μελετητής παράξενα περιστατικά για τη δράση των γυναικών.
Μια πολύ παράξενη ιστορία είναι αποτυπωμένη στο τραγούδι της κοπελιάς από την Αρκαδία (Κυπαρρισσία) της Τριφυλίας:
«Ποιός είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη, ποιός είδε την Αρκαδιανή στα κλέφτικα ντυμένη. Δώδεκα χρόνους έκανε στους κλέφτες καπετάνιος κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν κορασίδα…»
Δεν είναι λίγες οι πολεμικές συγκρούσεις που οι γυναίκες πολεμούν μαζί με τους άντρες. Στα 1792 οι Σουλιώτες αντιμετωπίζουν μεγάλη επιδρομή του Αλή Πασά. Κάποιοι στίχοι απ’ το δημοτικό τραγούδι που περιγράφει το γεγονός, αναφέρονται και στη συμμετοχή των γυναικών:
«Ας έρθουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν. Ας έρθουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι, τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης  Χάιδως…εδώ είν’ Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι, που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες, που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι»
Κι όταν οι άντρες λείπουν, οι γυναίκες θα αντιμετωπίσουν την επιδρομή των Τούρκων με τα δρεπάνια που θέριζαν και θα τους νικήσουν, όπως οι Μανιάτισσες στη μάχη του Δηρού το 1826:
«Στο ρημοκκλήσι του Δηρού λειτούργα ο πρωτοσύγκελλος…Εκεί άξαφνα κι απάντεχα Τούρκοι τον εκυκλώσανε…Οι άντρες όλοι ελείπασι…Μόνο τα γυναικόπαιδα και γέροντες ανήμποροι, (γιατ’ ήταν θέρος) βρέθηκαν με τα δρεπάνια στα λουριά. Καθόλου δε δειλιάσασι, καθόλου δεν τρομάξασι…Γυναίκες βλέπει να ορμούν με τα δρεπάνια που κρατούν τους Αραπάδες να χτυπούν. Εύγε σας, ματαεύγε σας, γυναίκες, άντρες, γίνατε, σαν αντρειωμένες κρούετε»

Ατρόμητες γυναίκες της Ελλάδας, οι Μεσολογγίτισσες περιγελάνε ακόμα και το θάνατο. Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου οι γυναίκες δείξανε μια απίστευτη αδιαφορία στις εχθρικές μπάλες και τα βόλια που κάθε τόσο πέφτανε μέσα στην πόλη. Κάποια είχε βγει στο παράθυρο και τίναζε το σεντόνι της. Άξαφνα βόλι εχθρικό χτυπάει το σεντόνι και το τρυπάει. Ατάραχη η Μεσολογγίτισσα ξεφωνίζει:
«Να κακό χρόνο νάχεις και μαύρο Αγαρηνέ, μου τρύπησες καινούργιο σεντόνι!»
Άλλη πάλι, η Ελένη Στάθη, γύριζε στο σπίτι της, κουβαλώντας στο κεφάλι της πάνω τη βαρέλα τη γεμάτη νερό. Μπάλα εχθρική βρίσκει τη βαρέλα, την κομματιάζει χωρίς να βλάψει την Ελένη. Μόνο που έγινε μούλια απ’ το νερό που ξεχύθηκε πάνω της απ’ τη βαρέλα. Κι η Μεσολογγίτισσα αδιαφορώντας για τον κίνδυνο που έτρεξε, κοιτάζει τη σπασμένη κάτω βαρέλα της και λέει:
«Μπα κακό καιρό νάχεις για μπάλα κι εκείνος που σ’ έριχνε. Και δεν έχω κι άλλη βαρέλα και τι θα γενώ»

(Συνεχίζεται)

ΖΩΗ ΓΚΕΝΑΚΟΥ
Βιβλιογραφία
•Αναγνωστόπουλος Β., Λαϊκά τραγούδια και παιχνίδια για παιδιά, Αθήνα 1991, εκδ. Ψυχογιός
•Γκενάκου Ζ., Η ποίηση του λαού και ο παιδικός λόγος, Αθήνα 2004, εκδ. Πατάκη
•Δημητρακόπουλος Σ., Ιστορία και δημοτικό τραγούδι, Αθήνα 1989.
•Λάππας Τ., Ελληνικά ιστορικά ανέκδοτα, Αθήνα, εκδ. Πεχλιβανίδη
•Ρωμαίος Κ., Η ποίηση ενός λαού, Αθήνα 1968

ΠΗΓΗ

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *