Πού βρίσκονται σήμερα οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008;

Πριν από δέκα χρόνια ξέσπαγε η κρίση των ενυπόθηκων δανείων subprime, ένα γεγονός το οποίο απετέλεσε το προοίμιο για το γεγονός ότι δεκατρείς μήνες αργότερα, θα κορυφωνόταν στη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση που προκάλεσε απότομη ύφεση στο βιομηχανικό κόσμο.
Οι Αμερικανικές τράπεζες είχαν ξεκινήσει να κυκλοφορούν στην αγορά στεγαστικών δανείων πιστώσεις με επίπεδο κινδύνου υψηλότερο από το μέσο όρο των άλλων δανείων (subprime). Αυτά τα ‘τοξικά’ στεγαστικά δάνεια «συσκευάζονταν» σε χρεωστικούς τίτλους και πωλούνταν ως χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλής ποιότητας. Και η φούσκα διογκωνόταν συνέχεια και με αυξητικό ρυθμό στον τομέα των στεγαστικών στις ΗΠΑ, έως ότου έσπασε.
Ανάμεσα στον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2007, τα προβλήματα αρχίζουν για τα επενδυτικά κεφάλαια, τις τράπεζες και τους άλλους οργανισμούς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, στο βαθμό που τα subprime στεγαστικά δάνεια έμεναν ακάλυπτα. Στις 9 Αυγούστου η μετάδοση της κρίσης φτάνει και στην Ευρώπη: η τράπεζα BNP Paribas αναστέλλει τρία επενδυτικά κεφάλαια λόγω έλλειψης ρευστότητας. Υστερία ξεκινά να καταλαμβάνει τις αγορές και η ΕΚΤ, όπως και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αποδύονται σε εκτεταμένες ενέσεις μετρητών για να αμβλύνουν τις εντάσεις. Αλλά η αστάθεια θα συνεχιστεί μέχρι το τελικό χτύπημα, που σηματοδοτεί η κατάρρευση της τράπεζας Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου 2008.
Αναλυτές και ειδικοί επισημαίνουν ότι η οικονομική φούσκα κατέστη δυνατή σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της απορρύθμισης και της άρσης των ελέγχων που ακολούθησε μετά την ανάρρηση στην προεδρία του Ρόναλντ Ρίγκαν, που οι επόμενοι πρόεδροι δεν ήθελαν ή θα μπορούσαν να επιβραδύνουν, ή να ελέγξουν. Η χιονοστιβάδα μεγάλωσε μέχρι που παρέσυρε και το σύνολο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ας δούμε που βρίσκονται και τι κάνουν σήμερα οι πρωταγωνιστές αυτής της κρίσης, που όλος ο κόσμος εξακολουθεί να πληρώνει.

Άλαν Γκρίνσπαν
Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ μεταξύ των ετών 1987 και 2006, ήταν ο πατέρας του δόγματος της «παράλογης ευφορίας» και ηγήθηκε της οικονομικής πολιτικής κατά όποιας ρύθμισης που εφαρμόσθηκε εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ένας από τους πυλώνες της κρίσης των ενυπόθηκων δανείων. Ό διάσημος οικονομολόγος παραδέχτηκε τον Οκτώβριο του 2008 ότι η τυφλή πίστη του στην οικονομία της αγοράς τον ώθησε να διαπράξει ένα «λάθος», υποθέτοντας πως τα συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα είναι πάντα ευθυγραμμισμένα με εκείνα των μετόχων τους και ότι αυτά δεν θα αναλαμβάνουν μεγαλύτερο κίνδυνο από ό, τι θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά.

Ο Γκρίνσπαν έφυγε από το αξίωμά του στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ το 2006, αρκετούς μήνες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, αφήνοντας την να ξεσπάσει στα χέρια του υπ’ αριθμ. Δύο στην Fed Μπεν Μπερνάνκι. Λίγο μετά, ίδρυσε τη δική του οικονομική παροχή συμβουλών, την Greenspan Associates, η οποία συμβουλεύει τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια. Έχει επίσης υπηρετήσει ως σύμβουλος επενδύσεων της Deutsche Bank και του επενδυτικό fund υψηλού κινδύνου Paulson & Co.Ο Γκρίνσπαν προσελήφθη ως ως οικονομικός σύμβουλος στην Advisors Capital Management τον Σεπτέμβριο του 2016.
Bear Stearns και η Washington Mutual Inc.:
Η επενδυτική τράπεζα Bear Stearns και το Ταμιευτήριο Washington Mutual εκμεταλλεύτηκαν υπέρμετρα τα στεγαστικά δάνεια subprime, φθάνοντας να συσσωρεύσουν αντίστοιχα 87 δισεκ και 45.6 δισεκ. δολάρια σε subprimes κατά την έναρξη της κρίσης. Δικαστική έρευνες αργότερα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δύο τραπεζικές οντότητες κατέφυγαν σε δόλιες πρακτικές στη διαχείριση των ενυπόθηκων ομολόγων.
Η Bear Stearns παραπλάνησε τους επενδυτές της, λέγοντας ψέματα για την ποιότητα των τίτλων αυτών, που σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζονταν με πακέτα άνευ αξίας και πολύ υψηλού κινδύνου στεγαστικών δανείων. Από την πλευρά της, η Washington Mutual εξαπάτησε τους δανειολήπτες και τους επενδυτές, πείθοντας τους πρώτους να συνάψουν δάνεια που δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν και στη συνέχεια τα περνούσε στους δεύτερους σε μορφή άλλου πακέτου τραπεζικών προϊόντων, συγκαλύπτοντας καθ ‘όλη τη διαδικασία τους πραγματικούς κινδύνους της συναλλαγής, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα και άλλες παγίδες.
Η απληστία τους όμως θα τελειώσει με καταστροφικό τρόπο: η Bear Stearns θα καταρρεύσει τον Μάιο του 2008, ενώ η Washington Mutual θα αντέξει μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Η κατάρρευση της WaMu θεωρείται -για το μέγεθος της επιχείρησης, που ήταν μεγαλύτερη τράπεζα αποταμιεύσεων στη χώρα μέχρι τότε—ως η μεγαλύτερη τραπεζική καταστροφή στην ιστορία των ΗΠΑ. Και οι δύο οργανισμοί έχουν εξαγορασθεί από τον τραπεζικό κολοσσό JP Morgan Chase, ο οποίος είχε να αντιμετωπίσει τα βαριά πρόστιμα για τις εγκληματικές ενέργειες των δύο αυτών ιδρυμάτων.
Τα περισσότερα στελέχη της Bear Stearns συνέχισαν να εργάζονται στον κόσμο των χρηματοοικονομικών, σε παρόμοιες θέσεις σε άλλες τράπεζες διεθνούς βεληνεκούς, όπως Goldman Sachs, η Bank of America, η UBS και η Deutsche Bank. Με μόνη εξαίρεση τους Ράλφ Σιζόφι και Μάθιου Τάνιν, που διαχειρίζονταν κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου που έφθασαν σε πτώχευση το 2007 και στους οποίους επιβλήθηκαν κυρώσεις για το ρόλο τους στην κρίση.
Έπρεπε να πληρώσουν δύο εκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσουν τις κατηγορίες. Ο δε Διευθύνων Σύμβουλος της Bear Stearns στις παραμονές της κρίσης Τζίμι Κέιν έχει αφιερωθεί στο επαγγελματικό μπριτζ. Ο δε τοτινός Διευθύνων Σύμβουλος της Washington Mutual, Κέρι Κίλιντζερ είναι ιδρυτής και διευθυντής της επιχείρησης επενδύσεων Crescent Capital Associates.
Λιούις Ρανιέρι
Ο γνωστός κι ως ‘νονός των ενυπόθηκων ομολόγων, καθώς πιστώνεται με τη δημιουργία της διαδικασίας τιτλοποίησης, με την οποία τα μη ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία (όπως στεγαστικά δάνεια) ομαδοποιούνται μέσω χρηματοοικονομικών τεχνικών σε τίτλους για να μπορούν να γίνουν εύκολα εμπορεύσιμα. Ο Ρανιέρι, τότε αντιπρόεδρος της επενδυτικής τράπεζας Salomon Brothers, είναι ο ιδρυτής και σημερινός πρόεδρος του Ranieri Partners, μια συμβουλή επενδύσεις σε ακίνητα.

Οι οίκοι αξιολόγησης Moody’s, Standard & Poors και Fitch
Έχουν κατηγορηθεί για «φούσκωμα» των βαθμολογιών των πακέτων στεγαστικών δανείων «σκουπίδια», ενθαρρύνοντας τους επενδυτές να αναλάβουν χωρίς ν το γνωρίζουν υψηλούς κινδύνους. Οι Οίκοι λάμβαναν αμοιβές άμεσα από τους εκδότες των ομολόγων για να εκδίδουν αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, πρακτική που κάλλιστα θα μπορούσε να δημιουργήσει υπόνοιες για συγκρούσεις συμφερόντων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των Οίκων έχει εξάλλου θεωρηθεί ως πιθανότερη αιτία γι’ αυτήν την ύποπτη συμπεριφορά.
Η Moody’s και η Standard & Poors κλήθηκαν να πληρώσουν πρόστιμα 864 εκατ. και 1,375 δισεκατομμύρια δολαρίων , αντίστοιχα στις αρχές των ΗΠΑ για να διευθετήσουν τις κατηγορίες που αντιμετώπισαν για χειραγώγηση των των αξιολογήσεων καθώς και για μη εφαρμογή αυστηρών κανόνων δεοντολογίας. Αυτή το δεύτερο σκέλος των κατηγοριών φαίνεται να αποτελεί τη Λυδία Λίθο για τους Οίκους. Σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που επικαλείται η εφημερίδα New York Times στα τέλη του 2015 , εντοπίσθηκαν πολλές παρατυπίες στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων των Οίκων.
Η Κάθλιν Κόρμπετ, διευθύντρια του μεγαλύτερου οίκου αξιολόγησης Standard & Poor πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007, ίδρυσε το 2008 το Cross Ridge Capital LLC, που ειδικεύεται στα κεφάλαια υψηλού κινδύνου , το οποίο και διευθύνει. Ο Ρέιμοντ Μακντάνιελ, διευθυντής της Moody εκείνη την εποχή, συνεχίζει να διευθύνει τον ίδιο οίκο αξιολόγησης.

Goldman Sachs
Η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs βγήκε νικήτρια από την κρίση, κερδίζοντας περισσότερα από 4 δισεκατομμύρια, εξέλιξη που προκάλεσε ρίγος στις μεγάλες τράπεζες του κόσμου.
Μια έκθεση της Επιτροπής Λεβίν, που συγκροτείται από βουλευτές της Μόνιμης Υποεπιτροπής Ερευνών της Γερουσίας, αναφέρει από το 2011 ότι αυτή η πλεονεκτική θέση της τράπεζας θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι Goldman Sachs παραπλάνησε τους επενδυτές να τους πωλήσει περιουσιακά στοιχεία που συνδέονταν με στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου και στη συνέχεια να υποβαθμίσει αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, παράγοντας ένα διπλό όφελος για την τράπεζα. Ωστόσο, δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ότι στην έκθεση δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να καθιστούν αναγκαία τη διερεύνηση ποινικών διώξεων κατά της τράπεζας ή στελεχών της.
Προκειμένου να κατασιγάσει αυτές, όπως και άλλες κατηγορίες εναντίον της, η Goldman έχει καταβάλλει περισσότερα από 5 δισεκ. δολάρια σε πρόστιμα που της επεβλήθησαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εκείνη την εποχή Λόιντ Μπλάνκφιν εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση του.

Τζον Πόλσον
Ο δισεκατομμυριούχος Τζον Πόλσον ήταν ο μεγαλύτερος κερδισμένος από την κρίση των ενυπόθηκων δανείων. Ο ίδιος πόνταρε στο σκάσιμο της φούσκας των στεγαστικών δανείων και κέρδισε 3.7 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν η πρόβλεψή του αποδείχθηκε ακριβής, προκαλώντας σκληρές επικρίσεις για τον πλουτισμό του από τις γενικευμένες απώλειες των άλλων.
Από το 2011, το επενδυτικό κεφάλαιο που διευθύνει, το Paulson & Co., έχει απωλέσει τα δύο τρίτα της αξίας του, πέφτοντας από τα 36 δισεκ. δολάρια το 2011 στα 10 δισεκ. σήμερα. Ωστόσο, μια νέα επένδυσή του στην αγορά ακινήτων και στην πολιτική (στο πρόσωπο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ) είναι δυνατόν να αναστρέψει την τάση τούτη.
Ο Πόλσον είναι ένας από τους βασικούς μετόχους των Fannie Mae και Freddie Mac, τους δύο μεγάλους οργανισμούς ενυπόθηκων δανείων που πέρασαν το 2007 στα χέρια της κυβέρνησης των ΗΠΑ προκειμένου να διασωθούν και εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του δημοσίου. Κάτοχοι μετοχών με ελάχιστη αξία σήμερα, οι επενδυτές εξακολουθούν να ελπίζουν πως οι τίτλοι τους θα εκτοξευθούν στα ύψη όταν τελικά αυτές θα ιδιωτικοποιηθούν.
Φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή θα μπορούσε να έρθει στο άμεσο μέλλον. Ο νέος υπουργός Οικονομικών Στίβ Μνούτσιν είναι ένθερμος υποστηρικτής της άποψης πως η κυβέρνηση θα πρέπει να απεμπλακεί από αυτούς τους οργανισμούς. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο υποστήριξε ο Πόλσον από την αρχή της προεκλογικής εκστρατείας του, συμμετέχοντας επίσης ως οικονομικός σύμβουλος στην επιτροπή της εκστρατείας του και κάνοντας μία δωρεά στην επιτροπή για την ανάληψη της προεδρίας ύψους 250.000 δολαρίων.
AIG
Η ασφαλιστική εταιρεία American International Group εξέδιδε ασφάλιστρα έναντι μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών ομολόγων, υποθέτοντας πως αυτά, που περιγράφονταν ως πολύ ασφαλή περιουσιακά στοιχεία, σπάνια θα θεωρούνταν μη εξυπηρετούμενα προϊόντα.
Η AIG συνεχίζει τη λειτουργία της και σήμερα. Ο τοτινός Διευθύνων Σύμβουλος Μορίς Γκρίνμπεργκ διευθύνει το ασφαλιστικό Starr & Co. Inc. Ο Τζόζεφ Κασάνο, διευθυντής της ομάδας της AIG που πωλούνται ασφάλιστρα έναντι αθέτησης στο Λονδίνο, που θεωρήθηκε «η μεγάλη ασθενής μηδέν» της παγκόσμιας κατάρρευσης, έχει εξαφανιστεί τελείως από τη δημόσια σφαίρα.
Lehman Brothers
Ο οικονομικός κολοσσός Lehman Brothers, η τέταρτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ, επίσημα κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 15 Σεπτεμβρίου 2007. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αρνήθηκε να διασώσει την εταιρεία, επικαλούμενη τον «ηθικό κίνδυνο» που θα επέσυρε μία τέτοια κίνηση, καθότι να νομιμοποιούνταν όλες οι άλλες τράπεζες να απαιτήσουν την ίδια ευνοϊκή μεταχείριση σε περίπτωση αποτυχίας.
Μια δικαστική έκθεση κατά τη διαδικασία αξιολόγησης για τηνεκκαθάρισή της διαπίστωσαν ότι τα στελέχη της εταιρείας είχε εμπλακεί σε «υπερβολικούς κινδύνους», διαπράττοντας «σφάλματα κρίσης» επενδύοντας με τρόπο ανεξέλεγκτο στεγαστικά δάνεια «σκουπίδια» και άλλα τοξικά στοιχεία ενεργητικού, μη προβλέποντας το τελικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, σημείωνε ότι ανώτερα στελέχη της είχαν παραποιήσει τους λογαριασμούς του χρηματοοικονομικού ιδρύματος για να συγκαλύψουν την αφερεγγυότητα του, μέχρις ότου αυτό γίνει πασιφανές.
Μετά την κατάρρευση του ιδρύματος, ο διευθύνων σύμβουλός της Ντίκ Φάλντ, ξεκίνησε το 2009 τη Matrix Advisors, μια εταιρεία συμβούλων για μικρές επιχειρήσεις, προσφέροντας συμβουλές για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και την πρόσβαση σε κεφάλαια. Ο επενδυτικός διευθυντής της Lehman Brothers, Χιου Μακ Γκι ΙΙΙ, θήτευσε σε διάφορες επιτελικές θέσεις για τη χάραξη πολιτική της τράπεζας Barclays και από το 2008 έως σημερα διευθύνει την Intrepid Financial Partners, LLC, στην ίδρυση της οποίας είχε συμβάλλει κι ο ίδιος.
Merril Lynch
Η επενδυτική τράπεζα Merril Lynch έκανε μεγάλες δουλειές με τα στεγαστικά και τα παράγωγα. Η αξία της μετοχής της σημείωσε αύξηση κατά 40% το 2006 και αποφάσισε να εξαγοράσει την First Franklin, εταιρεία που ειδικευόταν σε δάνεια υψηλού κινδύνου, προκειμένου να ενισχύσει την ανάπτυξή της.
Το κύμα των αθετήσεων πληρωμής των ενυπόθηκων δανείων το 2007 έπληξε καίρια την τράπεζα. Στις 15 Σεπτεμβρίου εξαγοράστηκε από την Bank of America, με τη στήριξη του δημοσίου προκειμένου να επιβιώσει. Η Bank of America χρειάσθηκε να αναλάβει τα πρόστιμα για τις νομικές προσφυγές κατά της προηγούμενης από την κρίση δραστηριότητα της Merril Lynch, αλλά και για τις εμπιστευτικές πληροφορίες που της παρείχε το αμερικανικό κράτος σχετικά με την κατάσταση της τράπεζας κατά τη διάρκεια της εξαγοράς της.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Merril Lynch κατέληξε στο διοικητικό συμβούλιο της πολυεθνικής αλουμινίου Alcoa, λίγο μετά την κρίση. Τα κορυφαία στελέχη της, Οσμάν Σεμέρτσι και Αχμάς Λ Φακαχάνι συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους σε διάφορους τομείς. Ο πρώτος ίδρυσε την Groupuna Duet, που ειδικεύεται στη διαχείριση ιδίων κεφαλαίων με έδρα το Λονδίνο, στην οποία είναι πλέον διευθυντής, ενώ ο Φακαχάνι παραμένει στην Ουόλ Στριτ, όπου πλέον διευθύνει πολυτελή εστιατόρια.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *