Ο Σαρκαστής και ο Φευγάτος 4

Η καινούργια ημέρα άρχισε να σκάει πάνω από την ιστορική πρωτεύουσα. Μέσα στο παγωμένο λυκαυγές άρχισαν να διακρίνονται οι χαρτόκουτες, οι κουβέρτες, τα πλαστικά σκεπάσματα…Ολόκληρο δάσος σχηματιζόταν, λες και φύτρωναν μέσα από την Αττική γη.

Ο Σαρκαστής πετάχτηκε μέσα από την χαρτόκουτα και κοίταξε προς τη μεριά του Φευγάτου. Έβαλε τα χέρια στο στόμα και σαν………
σάλπισμα τραγούδησε:

– Σήκω λεβέντη μου τσολιά κι αρχίζουν οι μάχες στα βουνά.

Ο Φευγάτος άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε στο πρόχειρο στρώμα του.

– Κεφάκια; Είπε.

– Σιγά μη πάθω κατάθλιψη, απάντησε ο Σαρκαστής, σιγά μη τους κάνω το χατίρι να με λυπούνται, σιγά μη καθίσω δίπλα στον Παπαδήμο το Πάσχα στο ελεήμων τραπέζι του Καμίνη. Σιγά μην αγοράσω την αληθινή εφημερίδα και ψάχνω με κομμένη ανάσα να βρω τα πέντε χιλιάρικα του δολώματος. Μέχρι και αναπηδήσεις θα κάνω και ανατάσεις, μόνο και μόνο για να με κυκλώσουν τα ματ. Μόνο και μόνο για να τους πω πως δεν τους φοβάμαι όλους αυτούς που μας καταδυναστεύουν.

– Εγώ μπορώ να φύγω μέσα στα όνειρά μου;

– Ασφαλώς, αλλά πριν θα μου πεις αν ο Σόϊμπλε είναι Άρειος, εκ της ανωτέρας φυλής δηλαδή.

Ο Φευγάτος με ελαφρύ τρεμούλιασμα του κορμιού του, τον κοίταξε και χασμουρήθηκε.

– Όχου δύσκολα που μου βάζεις πρωί – πρωί και κρυώνω. Ο Σόϊμπλε, ποιος είναι ο Σόϊμπλε… α, ναι ο Σόϊμπλε… δεν μπορώ να τον κατατάξω, γιατί είναι Γότθος από πατέρα, Βησιγότθος από μητέρα, και Οστρογότθος από γιαγιά… όχι, όχι είναι και Ούννος από παππού, αυτό ναι. Και πού είσαι, άκουσε, ο εν λόγω κύριος, ουδεμία σχέση έχει με εμάς που είμαστε ινδοευρωπαίοι και ίσως ελληνικό φύλο, ως λέγει και ο Μπαμπινιώτης κι ότι η γλώσσα μας είναι μια από την ομάδα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ως λέγει και πάλι ο Μπαμπινιώτης. Ενώ η Γερμανική με τα απαρέμφατα είναι η γλώσσα που εφεύραν οι Νεάντερταλ. Τόσο παλιά. Ενώ εμείς οι έλληνες δεν είχαμε απαρέμφατα και γι αυτό βγάζαμε αντάρτικες ιαχές τύπου «αέρα» και τρόμαζαν οι Γερμανοί και γι αυτό μας κάνουν ότι μας κάνουν τώρα, αντίθετα με τους ιταλούς που γνώριζαν την ιαχή κι έτρεχαν προς τα πίσω σαν τον άνεμο στα βουνά της Αλβανίας, και δεν μας κάνουν τίποτα τώρα. Ενώ αν φωνάζαμε «αερίζειν» οι Γερμανοί θα καταλάβαιναν αμέσως πως πρόκειται για αθώα πορδή και θα ήταν φίλοι μας. Αυτά.

– Ρε συ, έκανε ο Σαρκαστής, μια απλή ερώτηση σου έκανα, κι εσύ αποκαλύφθηκες προχωρημένος γλωσσολογικός ανθρωπολόγος. Σου βγάζω το καπέλο… αν φορούσα – και σου κάνω και μια υπόκλιση.

Ο Φευγάτος χαμογέλασε.

– Για τον Βενιζέλο όμως γνωρίζω κι από πού κατάγεται και ποιο είναι το γενεαλογικό του δέντρο και γιατί έχει κοινό λογαριασμό με την γυναίκα του. Και για τον Παπαδήμο ξέρω, και για τον Νικητιάδη επίσης. Εκεί που δυσκολεύομαι είναι με τη Διαμαντοπούλου, γιατί βρίσκεται πιο πίσω από τους Κρομανιόν και λίγο πριν από το Homo erectus, όρθια δηλαδή, αλλά καθόλου sapiens, της λείπουν πολλά γονίδια, παρ’ όλο που έχει ένα δυο plus. Eνώ με την Τσάγκρη είναι «πανιεύκολο», όπως θα πρόφερε και η ίδια. Όσο για τον Λομβέρδο να σου το πω και τώρα αν θέλεις κι αν σου είναι αναγκαίο βέβαια πρωί πρωί…Και για τον Παναγόπουλο να δεις πόσα ξέρω…

– Ρε συ με τάπωσες… Πού τα έμαθες όλα αυτά; Α, ναι, ήσουνα άνεργος διπλωματούχος, που εστάλη εδώ από την τρόικα για επαγγελματικό προσανατολισμό.

– Ακριβώς.

– Για τον Αντωνάκη δεν είπες τίποτα, είπε με υποψία χαμόγελου και μισόκλειστά μάτια ο Σαρκαστής, ινδοευρωπαίος είναι, τουμπαίος είναι – εκ της τούμπας – ή ψευτοθωδορίδης είναι, τι είναι;

Ο Φευγάτος έξυσε το κεφάλι του, κοίταξε πέρα μακριά τον ορίζοντα που τον έκρυβαν τα καμένα νεοκλασικά της πρόσφατης εξέγερσης του λαού ως έλεγαν οι μεν ή της κρατικής προβοκάτσιας ως έλεγαν οι δε, και με μια λάμψη στα μάτια είπε:

– «Εγκώ πιστεύει Αντώνης», όπως θα έλεγε και η Μαργαρίτα αν ήταν μαμά του, όπως λεει για τον άλλο της γιο, «εγκώ πιστεύει Γκιόργκος». Είπε και σηκώθηκε πετώντας την κουβέρτα από πάνω του. Πάω στο καφενείο προς νερού μου, θα δω με την ευκαιρία και τις ειδήσεις, με αφήνουνε, έχω και μερικά φευγάτα φιλαράκια εκεί, θα κονομήσω και ένα δυο τσιγαράκια.

Και έφυγε τρέχοντας γιατί οι φυσικές ανάγκες δεν μπορούν να περιμένουν. Ενώ ο Σαρκαστής μπροστά στην χαρτόκουτα, άρχισε τις αναπηδήσεις και τις ανατάσεις, δίνοντας τον ρυθμό με τα λόγια… «Δεν τους κάνω το χατίρι – Δεν τους κάνω το χατίρι…Θα τους πάρω στο κυνήγι…». Και αργά – αργά οι υπόλοιποι άστεγοι, άνεργοι και πεινασμένοι, το αποτέλεσμα του μίσους των Ευρωπαίων εταίρων και των ντόπιων ξενόδουλων σφογγοκωλάριων – χτύπησαν τα χέρια τους στο ρυθμό των αναπηδήσεων του Σαρκαστή, μάλλον να τα ζεστάνουν ήθελαν, δεν επρόκειτο για εξέγερση. Άλλωστε δεν φάνηκαν τα ματ με τις φυσούνες. Κι ούτε οι εκλογές έγιναν στις 19 τρέχοντος μηνός διότι ήταν η γιορτή της Αγίας Φιλοθέης – σατανική σύμπτωση – κατά κόσμον Παρασκευή «Μπενιζέλου», πιο κομψά, «Βενιζέλου» και ίσως να ήταν συγγένισσα του μεγάλου οικονομολόγου Μπένυ και ο Αντωνάκης δεν επέμεινε για τις εκλογές, όχι για τίποτα άλλο, αλλά έτσι για να μην χαλάσει τη γιορτή, το λικεράκι, το φοντανάκι, τα χρόνια πολλά μας…Πού ξέρεις μπορεί να κεράστηκε κι αυτός…Και γελάσαμε…πολύ γελάσαμε, γιατί με την κατάθλιψη πέφτουμε από τα μπαλκόνια και τίποτα δεν βγαίνει, και μένει η πατρίδα χωρίς φρουρούς, ενώ με τα κακαριστά γέλια μας, τους δείχνουμε τα τέτοια μας κάτω από την φουστανέλα του τσολιά, όπως έκανε άπειρες φορές ο στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης. Τουλάχιστον σ’ αυτό μπορούμε να του μοιάσουμε, θα είναι μια πολύ καλή αρχή.

Νίκος Καραγιάννης

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *