Αφιερωμένο στους νεκρούς της 5 Μαϊου


Από τη ‘’Ρωμιωσυνη’’ του Ριτσου.

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και…..
.

θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ’ τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ’ άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ’ τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ’ το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.

Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ’ τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί – περμένουνε την ώρα, δεν
κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.

By Chris S.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *