Η χούντα δεν τελείωσε το ’73

Στα χρόνια πριν την επέμβαση του ΝΑΤΟ στην τότε Γιουγκοσλαυία, δηλαδή την τότε ένωση Σερβίας-Μαυροβουνίου, είχα τη χαρά της φιλίας του ΑΖ. Ο Α ήταν ένα παιδί χαρισματικό, γεννημένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αμερικανική υπηκοότητα και διαβατήριο, που είχε έρθει για …
τα δύο τελευταία χρόνια της σχολικής του εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ώστε να φοιτήσει στις τάξεις του Διεθνούς Απολυτηρίου (IB) ιδιωτικού σχολείου. Μπήκε στο YALE, ξαναέφυγε για τις ΗΠΑ, επέστρεφε σε κάθε ευκαιρία και την χρονιά πριν την πτώση του Μιλόσεβιτς και την απόσχιση του Κοσυφοπεδίου υπό Δυτικούς βομβαρδισμούς, πήρε ένα «έτος-κενό» παρακολουθώντας μαθήματα στην Φιλοσοφική της Αθήνας και έβαλε μπρος το εγχείρημα ενός ντοκυμανταίρ για τη Σερβία. Ταξίδεψε στο Βελιγράδι πολλάκις, ερωτεύτηκε την Σέρβα Χ, που τώρα είναι μητέρα του παιδιού του, συνδέθηκε με την οργάνωση νέων ΟΤΠΟΡ, που στα σερβικά σημαίνει «αντίσταση», κινηματογράφησε τη δράση της. Η ΟΤΠΟΡ πρωτοστάτησε στην διοργάνωση της «εξέγερσης» εναντίον του καθεστώτος, στις πορείες, τα αντικυβερνητικά συλλαλητήρια, τα εκτεταμένα επεισόδια. Κυνηγήθηκε, μέλη της κακοποιήθηκαν άγρια. Τελικά, το 2000 πέτυχε τον στόχο της.

Μέσα από την προσωπική σχέση με τον ΑΖ έμαθα από πρώτο χέρι για την ανάμειξη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στην αλλαγή καθεστώτος, για τη χρηματοδότηση της ΟΤΠΟΡ από την CIA, για την καθοδήγηση της εξέγερσης και τη «στρατολόγηση» (συχνά με το αζημίωτο) των ηγετικών της στελεχών.

Χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής μου θητείας στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, στο Λονδίνο, αναμείχθηκα, με την ιδιότητα του συμβούλου επικοινωνίας, στη προώθηση επενδυτικών εγχειρημάτων στην Σερβία. Η χώρα, σε αντίθεση με τις σοσιαλιστικές χώρες που ξεκίνησαν την «μετάβαση» με την πτώση του τείχους, βρισκόταν ακόμα, στα μέσα της δεκαετίας του 2000, σε πρωτογενές στάδιο ανάπτυξης της ελεύθερης αγοράς. Με τη σύμπραξη της EBRD, Ιταλικές, Γαλλικές και Γερμανικές εταιρίες εξαγόρασαν μονάδες παραγωγής, μεταποίησης και βαριάς βιομηχανίας, Αυστριακοί και Έλληνες μπήκαν στον τραπεζικό τομέα, υποδομές, όπως αεροδρόμιο του Νις, ιδιωτικοποιήθηκαν. Ο ίδιος επενδυτής που έστησε διάσημο θέρετρο στην Αλβανία, κινήθηκε προς το Μαυροβούνιο. Θα μπορούσα να μεταφέρω πλήθος συζητήσεων με αναλυτές και τραπεζίτες, συναδέλφους υψηλόβαθμους και ψημένους στην «πιάτσα», για το πώς η αγορά για χρόνια περίμενε να ανοίξει προς επενδύσεις και εκμετάλλευση το κομμάτι αυτό των Δυτικών Βαλκανίων. Σημαντικότερη, όμως, ίσως είναι η μαρτυρία του Josh. Συνομήλικος σχεδόν, αποσπασμένος στην EBRD από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, μου διηγείτο, ανάμεσα σε γενναία ποτήρια μπύρας στη Brick Lane, περιστατικά από την εκπαίδευσή του στον κόσμο των εκλεκτών της αμερικανικής δημόσιας διοίκησης. Η «δουλειά» στη Γιουγκοσλαυία, έλεγε, ήταν από καιρό σχεδιασμένη. Η ύπαρξη ενός θύλακα Ρωσικής επιρροής στην καρδιά της ΝΑ Ευρώπης ήταν ανεπιθύμητη για πολλούς λόγους, οικονομικούς και γεωπολιτικούς.

Αναφέρω τα παραπάνω, χρονιάρα μέρα, για να τονίσω το εξής: Με τον ίδιο τρόπο που η συνωμοσιολογία δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές ερμηνευτικό κριτήριο της ιστορίας, η απόρριψη της πραγματικότητας, δηλαδή του διαχρονικού τρόπου επιβολής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της γης επί των μικρών, είναι για τους αφελείς, τους φανατικούς, ή τους βαλτούς. Ισχύει σήμερα ό,τι ίσχυε πριν δέκα χρόνια, ό,τι ίσχυε το 1967 και το 1973.

Στις 16.11.2013 παρακολούθησα δύο αφιερώματα στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου σε κεντρικά δελτία, το ένα στην ΔΤ και το άλλο σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι. Και τα δύο μοιράζονταν τα χαρακτηριστικά της επιφανειακότητας, του ενοχικού συνδρόμου οποιασδήποτε εξουσίας στην μεταπολιτευτική Ελλάδα έναντι της Αριστεράς, αλλά και του συναισθηματισμού, της ωραιοποίησης, του γλυκανάλατου, του μπανάλ και της γενικότητας. Είμαι βέβαιος ότι όλα τα κανάλια ακολούθησαν την ίδια αισθητική. Η απλούστευση του σχήματος «κακός δικτάτωρ-αντιστεκόμενος λαός» επιμένει, σοβούσης της αναλέητης κρίσης, απόδειξη πως επί της ουσίας δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από τα βαθύτερα αίτια του στραπάτσου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τα ΜΜΕ. Στα σχολεία και στο δρόμο, στις πολιτικές δηλώσεις κι εκδηλώσεις, η «γιορτή» του Πολυτεχνείου περισσότερο επινοεί, παρά αναμιμνήσκεται ή υπενθυμίζει. Ο ηρωισμός των νιάτων και των αγνών ιδεολόγων που ενεπλάκησαν στα γεγονότα γίνεται μοναδική παντιέρα. Πανταχόθεν, σχεδόν, απουσιάζει η σύνδεση με την αλλαγή καθεστώτος από τον Παπαδόπουλο στον Ιωαννίδη και των μετέπειτα εγκληματικών ενεργειών στην Κύπρο, ο ρόλος του ξένου παράγοντα, του παρακράτους και των μυστικών υπηρεσιών. Καθώς η γεωπολιτική σημασία της μεγαλονήσου αναδεικνύεται εσχάτως ξανά σαφής υπό το φως των εξελίξεων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, κάτι τέτοιο καθίσταται σήμερα διπλά απαράδεκτο.

Τα μυθεύματα της Αριστεράς και της Δεξιάς αντιμάχονται το ένα το άλλο σε μια χώρα που μετρά μετά από χρόνια νεκρούς πολιτικής βίας εκατέρωθεν. Αν θέλουμε να αντιστρέψουμε τις εξελίξεις στην πράξη, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τις διατυπώσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ειρωνικά, η ίδια η γλώσσα της διήγησης χωρίζει τους Έλληνες πολίτες, σε αυτούς για τους οποίους η σημερινή μέρα καλείται «δεκαεπτά Νοέμβρη» και σε εκείνους για τους οποίους είναι «δεκαεπτά Νοεμβρίου». Ο λογικός θετικιστής φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσσελ, ένας από τους σημαντικότερους ειρηνιστές του περασμένου αιώνα, πιθανόν να αντιμετώπιζε το δίλημμα επιλέγοντας αριθμούς, όχι λέξεις, ήτοι «17/11» και συστήνοντας κρύο κεφάλι. Κι απαιτείται όντως ψυχρή αναλυτική προσέγγιση, έρευνα και προβολή γεγονότων, καταγραφή των δεδομένων σε ιστορικό επίπεδο, ώστε να μεταβληθεί κάποτε η τρίτη ημέρα μνήμης του εθνικού ημερολογίου σε περίσταση ομοψυχίας και έμπνευσης – όπως η 25η Μαρτίου και η επέτειος του ΌΧΙ. Οι κορώνες περί «κορύφωσης του αντιδικτατορικού φρονήματος του ελληνικού λαού» ηχούν πλέον κούφιες όσο κι εκείνες των αρνητών των νεκρών αγωνιστών και των υπερασπιστών της εθνοπροδοτικής χούντας. Αν είναι να βγούμε από την υποτέλεια, πρέπει να δούμε ορισμένα πράγματα από την αρχή. Να βάλουμε το Πολυτεχνείο στο πραγματικό του πλαίσιο. Και να διδάξουμε τη νέα γενιά πικρές αλήθειες, όχι φανφάρες – εκ του ιταλικού fanfara: σάλπισμα.

Διότι, όντως, η χούντα δεν τελειώσε το ’73. Η πτώση της ξεκίνησε από το Πολυτεχνείο, όμως τελείωσε σχεδόν το ’75. Στο μεσοδιάστημα ο ελληνισμός είχε συρρικνωθεί εδαφικά με την απώλεια της βορείου Κύπρου. Και είχε ηττηθεί σε επίπεδο εθνικής ενσωμάτωσης, με την οριστική(;) ματαίωση της ένωσης του κυπριακού πληθυσμού με το νεοελλαδικό κράτος. Που παρέμεινε κολοβός κι ελληνοπαρμένος επικηδεμονευόμενος διάδοχος της πάλαι ποτέ Ρωμιοσύνης, σε τροχιά παρακμής, που βαθαίνει ολοένα.

Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος είναι δημοσιογράφος

protagon.gr

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *