Η Χαραμάδα

Περπατώ με το βλέμμα χαμηλωμένο. Αναγκαστικά. Δεν μου αρέσει, δεν το επιλέγω, δεν το θέλω…

Αναγκάζομαι όμως. Με αναγκάζουν οι ακαθαρσίες και τα περιττώματα των αδέσποτων. Ο ουρανός μάταια περιμένει τη ματιά μου. Τη μονοπωλεί το πεζοδρόμιο, πότε πότε την κλέβει για λίγο και κάποιο περαστικό διερχόμενο αμάξι. Η ματιά μου, άγρυπνος φρουρός μου, περιπολεί αδιάκοπα τριγύρω. Για ακαθαρσίες, για φονικά αυτοκίνητα, για ύποπτους ανθρώπους που μπορεί να θέλουν το κακό μου. Η ματιά μου καχύποπτη, έχει απωλέσει την αθωότητά της, την ικανότητά της να βλέπει και να έλκεται από τα ωραία πράγματα. Μύγα η ματιά μου, κολλάει στα άσχημα, δύσοσμα και βρωμερά, ψάχνει να τα βρει ακόμα κι εκεί που δεν έχουν θέση: στο πρόσωπο του άντρα που ενώ βαδίζει πίσω μου, επιταχύνει ξαφνικά το βήμα του μέσα στο στενό σοκάκι γιατί κρυώνει και βιάζεται να πάει στο σπίτι του. Στο αμάξι που ελαττώνει απότομα ταχύτητα για να αφήσει ένας ερωτευμένος νεαρός την κοπέλα του μπροστά στην είσοδο του σπιτιού της. Βία, βία παντού και τρόμος. Φόβος. Πού τα μάθαμε αυτά; Πώς εκπαιδεύσαμε έτσι τις καρδιές μας; Χρόνια μπροστά στην τηλεόρασή μας προετοίμασαν καλά. Πώς όλα αυτά τα σενάρια που παρακολουθούσαμε αρχικά με κομμένη την ανάσα, με έκπληξη αργότερα, μετά μουδιασμένοι, τελικά βαριεστημένοι από την κοινοτυπία τους, έγιναν η καθημερινότητά μας, η πραγματικότητά μας, πώς από έργα και σήριαλ μεταπήδησαν στα δελτία ειδήσεων; Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς το επιτρέψαμε να συμβεί; Φοβισμένη η καρδιά, το ίδιο κι η φτωχή ματιά μας. Πώς να ξεφύγει; Μύγα λοιπόν, δολοφόνησε τη μέλισσα που φιλοξενούσε κάποτε, μύγα παρασιτική.

Ο ουρανός είναι όμως εκεί. Σκοτεινός, τα αστέρια του μας κρύβονται, δεν τους αρέσει που τα ανταλλάξαμε με τις λάμπες και το ψεύτικό τους φως. Μακρινός, τα σπίτια ψήλωσαν, έγιναν πολυκατοικίες και τον έστειλαν πιο μακριά. Γελάω. Το ξέρω καλά πως όλα είναι οφθαλμαπάτη. Εκεί είναι τα αστέρια. Πολλά, φωτεινά, υπέροχα όπως πάντα. Εμείς δεν μπορούμε πια να τα διακρίνουμε! Κι ο ουρανός δεν ξεμάκρυνε από εμάς. Εμείς ξεμακρύναμε από αυτόν. Εμείς δεν προσπαθούμε να τον φτάσουμε, να τον αγγίξουμε. Εμείς χαμηλώσαμε το βλέμμα μας. Εμείς πάθαμε υψοφοβία και θελήσαμε να πατήσουμε γερά στη γη, να καρφωθούμε σε αυτήν. Αρκεί ένα ένωμα των χεριών, ένα άπλωμα προς τον ουρανό, σαν τους αγίους που τους ξεχάσαμε στις εικόνες τους σε στάση δέησης.

Ο ουρανός. Λίγος στην πόλη είναι αλήθεια. Λιγοστός, κρυμμένος πίσω από πολυκατοικίες και τσιμέντο. Από χαραμάδες τον προσεγγίζουμε, από τα παράθυρά μας, μικρά πολύτιμα κομμάτια ενός απέραντου, ατέλειωτου παζλ που μας αποφεύγει. Ή το αποφεύγουμε εμείς; Πάλι το γνωστό δίλημμα.

Κι όμως και ως μικρός εισβολέας της χαραμάδας μας φτάνει. Αστράφτει και μας φωτίζει ο ουρανός, έστω κι από μία τόση δα χαραμάδα, έστω κι αν δεν του άφησαμε τίποτα άλλο πέρα από αυτή τη χαραμάδα∙ στην πόλη μας, στη ζωή μας, στην ψυχή μας. Εκείνος πάντα βρίσκει τον τρόπο. Του αρκεί καμιά φορά και μια μόνο χαραμάδα.

Χρυσή Μαρούση

koinonikianatoli.wordpress.com

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *