Χαβάδια

Άλλα μου’ λεγες το γιόμα κι άλλα μου’ κανες στο στρώμα….,
όχι δεν πρόκειται για κανέναν σχολιασμό για την διγλωσσία των πολιτικάντιδων. Μέρα που’ ναι σήμερα σας φιλεύω κάμποσα χαβάδια της πατρίδας μου. Μιας πατρίδας που….
κανένας καραγκιοζάκος παλαμακιστής ή πολιτικάντης φερόμενος ως Έλληνας δεν μπορεί να την ξεριζώσει.
Τα χαβάδια πολλοί μουσικολόγοι προσπάθησαν να τα κατατάξουν και να τα ερμηνεύουν. Μην ακούτε τους άεργους που βγάζουν το παντεσπάνι τους στις πλάτες άλλων προσπαθώντας να βάλουν νότες στο τραγούδι των αηδονιών. Τα χαβάδια δεν είναι τίποτε άλλο από την συζήτηση μερακλήδων μέσω μουσικής. Θέλουν πολύ καρδιά, τσίπουρο να ρέει και αν δεν βρεις καλό πλάτανο να τα πεις στον ίσκιο του, κάτσε δίπλα στο τζάκι (fuck αιθαλομίχλη) και φτιάξε στίχους για μια ζωή που είχες την τύχη να ζήσεις. Αν έχεις την ευλογία τα όργανα να κελαηδάνε στις ψυχές των Γρηγόρη Καψάλη, Λευτεράκη Σαρέα, Γιάννη Μπάκα (Κούλης), Κίμωνα Βαϊκάμη, Πέτρο Λούκα-Χαλκιά, Νίκου Φιλιππίδη τότε το σύνορο που σε χωρίζει με το θεό σου έχει πέσει.
Όσο μπορείς να κρατήσεις τα χαβάδια, τόσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος που μπορείς να μπαινοβγαίνεις είτε στην Κόλαση είτε στον Παράδεισό σου.
Άντε στην υγειά σας…..

Αξίζει η μέρα σήμερα, φλουρί με το καντάρι
που αντάμωσα τους φίλους μου χωρίς να’ χω χαμπάρι.
Άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, το’ βαλες να με τρελάνεις.

Μωρή καρδιά του κιαρατά ό,τι κι αν δεις ζηλεύεις,
από σεβντά μαράζωσες, πάλι σεβντά γυρεύεις.
Ο σεβντάς έχει ένα χάλι, φέρνει ζούρλια στο κεφάλι.

Να σκάσω που σε σκάνιαζα, δε σ’ χάλαγα χατήρι
να το ‘ξερα πως θα μ’ αρνηθείς και θα με φάει το φίδι
Το δικό μου το κεφάλι τα ‘θελε και τα τραβάει

Τι να την κάνω μια καρδιά, ήθελα να΄χω κι άλλη
τη μια να έχω για σεβντά, την άλλη για το χάλι.
Ζάχαρη ψιλή τριμμένη στα βυζάκια σου απλωμένη.

Μια χήρα με μικρό παιδί θα πιάσω φιλενάδα,
για να χαϊδεύω το μικρό και να φιλώ τη μάνα.
Άλλα μου’ λεγες το γιόμα κι άλλα μου’ κανες στο στρώμα.

Τι τα φυλάς τα νιάτα σου, στο Χάρο θα τα δώσεις
έλα να τα γλεντήσουμε προτού το μετανιώσεις.
Μαύρη κι άλαλη να γένεις που περνάς και δε μάς κρένεις.

Τα καναρίνια την αυγή γλυκά-γλυκά λαλούνε
και δίνουνε παρηγοριά σε κείνους π’ αγαπούνε

Μάτια γλυκά, στόμα μικρό, πρόσωπο ζαχαρένιο
ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, κορμί ζωγραφισμένο.
Τα μαλλιά του κεφαλιού σου έφερα στους ορισμούς σου.

Σεβντάδες είναι δώδεκα που αγαπάς γυναίκα
εγώ τους τρεις επέρασα μου λείπουν κι άλλοι δέκα.
Τι να κάνω, τι να γένω που αγαπώ και δεν γερεύω.

Σαν Παναγιά μου φαίνεσαι, κούκλα ζωγραφισμένη,
που στέκονται και προσκυνούν πολλοί ερωτευμένοι.
Με τε σένα θέλω να’ μαι και στην ερημιά καλά είμαι.

Μαύρα μάτια και γλυκά, φονιάδες του κορμιού μου
στ’ ορκίζομαι στην Παναγιά δεν έχω άλλη στο νου μου.
Αναστέναξα και είπα, πού είσαι αγάπη να σε είχα!

Για μαύρα μάτια χάνομαι, για καστανά πεθαίνω
γι’ αυτά τα καταγάλανα σκίζω τη γη και μπαίνω.
Μαύρα μάτια στο ποτήρι, γαλανά στο παραθύρι.

Τριανταφυλλένια μάγουλα και μάτια μενεξέδες
για σένα γλυκοκελαηδούν τ’ αηδόνια στους μπαξέδες.
Τα ματάκια σου θυμάμαι και τα βράδια δεν κοιμάμαι.

Τα μαύρα μάτια το πρωί δεν πρέπει να κοιμούνται
μον΄ πρέπει ν’ αγκαλιάζονται και να γλυκοφιλιούνται.
Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια ζωντανό με τρων τα φίδια.

Στη γέμιση του φεγγαριού μου κάνανε τα μάγια
ούτε γιατροί με γιάτρεψαν, ούτε παπάς με τ’ άγια.
Ο σεβντάς έχει ένα χάλι, φέρνει αντράλα στο κεφάλι.

Της παντρεμένης το φιλί, του κοριτσιού το νάζι
της χήρας το περπάτημα μες στην καρδιά με σφάζει
Έλα φίλα με στα μάτια κι άσε τώρα τα γινάτια.

Μιας χήρας ζήτησα φιλί και μου’ πε έλα την Πέμπτη
κι εγώ πήγα Παρασκευή και μου’ πε φεύγα ψεύτη.
Αναστέναξα και είπα, πού είσαι αγάπη μου να σ’ είχα!

Η χήρα θέλει πάπλωμα κι η παντρεμένη στρώμα
κι η μικρή κατάχαμα γιατί δεν ξέρει ακόμα.
Τι να κάνω, τι να γένω, τι είναι τούτα που παθαίνω!

Τα τραγούδια του σεβντά τα λένε οι πικραμένοι
θέλουν να βγάλουν το πικρό και το πικρό, γιε μου, δεν βγαίνει.

Ασήμ’  τα παραθύρια μας κι ασήμ’ τα μπουχαριά μας
έλα να σμίξουμε τα δυο να σκάσει η γειτονιά μας.

Όποιος δεν ξέρει από σεβντά εμένα να ρωτήσει
να πάρει μαύρη κλειδαριά το σπίτι του να κλείσει.
Το κεφάλι δίχως μέτρα, θέλει τσιόλιασμα στην πέτρα.

Εγώ είμαι μαύρος κι άσχημος δεν αγαπώ κυράδες
μον΄ αγαπώ μελαχρινές πού χουν τις νοστιμάδες
θα πεθάνω στα σοκάκια, θα με κλαιν τα κοριτσάκια.

Τραγούδια έχω να σου πω ένα σακί γιομάτο
αν κάτσω όλα και τα πω με παίρν΄ τ’ άλλο Σαββάτο.
Πέρνα με με το μαχαίρι και με το δικό σου χέρι.

http://lazarouyiannis.blogspot.gr/

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *