Οι ευρωπαϊκές τράπεζες – ζόμπι

Τι συμβαίνει με τις ευρωπαϊκές τράπεζες; Η σύντομη απάντηση είναι ότι ο τραπεζικός τομές είναι τόσο μεγάλος, έχει τόσο λίγο κεφάλαιο και περιλαμβάνει υπερβολικά πολλούς παίκτες που δεν διαθέτουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Ο συνδυασμός των δύο τελευταίων παραγόντων – υπερπληθώρα τραπεζών χωρίς βιώσιμο τρόπο κερδοφορίας- συνιστά το….
πιο σοβαρό και δυσεπίλυτο πρόβλημα.

Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα αποτελεί αιτία ανησυχίας επειδή, με συνολικές πιθανές ζημιές ύψους μεγαλύτερου του 250% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, οποιοδήποτε μεγάλο πρόβλημα θα μπορούσε να βαρύνει υπέρ του δέοντος τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Εν συντομία, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομές ίσως είναι πολύ μεγάλος για να σωθεί.
Η υποκεφαλαιοδότηση μπορεί να θεραπευτεί με την εισαγωγή ενός νέου επενδυτικού κεφαλαίου. Όμως όσο μεγαλύτερος είναι ο τραπεζικός τομέας, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνει αυτό. Επιπλέον, δεν έχει κανένα νόημα να τοποθετηθεί νέο κεφάλαιο σε τράπεζες που δεν μπορούν να επιστρέψουν κέρδη στο προβλέψιμο μέλλον.

Οι δυσκολίες στη Νότια Ευρώπη είναι πολύ γνωστές, όμως διαφέρουν θεμελιωδώς από χώρα σε χώρα. Η τρέχουσα ύφεση στην Ευρώπη έχει καταστήσει ορατή αυτή την χαμηλή παραγωγικότητα, με την αποτυχία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων να οδηγεί σε μεγάλες απώλειες για τις τράπεζες, τα χρηματοδοτικά κόστη των οποίων στο μεταξύ αυξήθηκαν. Συνεπώς είναι δύσκολο να πει κανείς πώς θα επιστρέψουν για παράδειγμα οι ιταλικές τράπεζες στην παραγωγικότητα αν αλλάξει δραστικά η κατανομή του κεφαλαίου.

Προβλήματα όμως υπάρχουν και βόρεια των Άλπεων. Στην Γερμανία, οι τράπεζες δεν κερδίζουν σχεδόν τίποτα από τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ επιπλέον ρευστότητας που έχουν καταθέσει στην ΕΚΤ. Όμως τα κόστη χρηματοδότησής τους δεν είναι μηδενικά. Οι γερμανικές τράπεζες μπορεί να είναι ικανές να εκδίδουν ομόλογα σε πολύ χαμηλά επιτόκια, όμως αυτά τα επιτόκια παραμένουν υψηλότερα από ό,τι κερδίζουν από τις καταθέσεις τους στην ΕΚΤ. Επιπλέον, πρέπει να συντηρήσουν ένα εκτεταμένο και συνεπώς ακριβό δίκτυο τραπεζών για να συλλέγουν καταθέσεις ιδιωτών από τις οποίες δεν έχουν κέρδος.

Φυσικά, ορισμένοι τραπεζίτες πάντα θα τα πηγαίνουν καλύτερα από άλλους, όπως και κάποιοι θα υποφέρουν περισσότερο από κάποιους άλλους από τις αρνητικές τάσεις. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό να αναλύεται η κατάσταση κάθε τράπεζας ξεχωριστά. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι σε ένα περιβάλλον αργής ανάπτυξης, χαμηλών επιτοκίων και ασφάλιστρων υψηλού κινδύνου, πολλές τράπεζες θα πρέπει να δώσουν μάχη για την επιβίωσή τους.
Από την επόμενη χρονιά, όταν η ΕΚΤ αναλάβει την τραπεζική επιθεώρηση, θα επιθεωρήσει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Δεν θα είναι όμως σε θέση να επιθεωρήσει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών. Οι νυν ιδιοκτήτες θα αντισταθούν μέχρι τέλους σε οποιαδήποτε διάλυση του ελέγχου τους και καμία εθνική αρχή δεν είναι πολύ πιαθνό να παραδεχτεί ότι οι εθνικοί της «πρωταθλητές» στερούνται μιας αξιόπιστης πορείας προς την χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα.

Διατηρώντας ζωντανό ένα αδύναμο τραπεζικό σύστημα έχει υψηλά οικονομικά κόστη. Οι τράπεζες με πολύ μικρό κεφάλαιο χωρίς βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο τείνουν να συνεχίζουν να δανείζουν στους υπάρχοντες πελάτες τους. Ακόμη κι αν αυτά τα δάνεια είναι αμφίβολα και να περιορίζουν τον δανεισμό σε νέες εταιρίες. Αυτή η κακή κατανομή κεφαλαίου αποτελεί τροχοπέδη σε οποιαδήποτε ανάκαμψη και μειώνει τις δυνατότητες για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

Είναι ξεκάθαρο τι πρέπει να γίνει: ανακεφαλαιοποίηση μεγάλου μέρους του τραπεζικού τομέα και αναδιάρθρωση εκείνων των τμημάτων που δεν διαθέτουν βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα. Όμως αυτό δεν είναι πολύ πιθανό να συμβεί σύντομα. Δυστυχώς μέχρι να συμβεί. Η Ευρώπη είναι μάλλον απίθανο να ανακάμψει πλήρως από την τωρινή της ύφεση.

* Ο Ντάνιελ Γκρος είναι διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών (CEPS), δεξαμενής σκέψης με έδρα τις Βρυξέλλες

RAMNOUSIA

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *