Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου, στην ανοικτή συζήτηση μεταξύ του ΔΝΤ και της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητα

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών, κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, στην ανοικτή συζήτηση μεταξύ του ΔΝΤ και της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητα, με τίτλο “Η Ελλάδα στο δρόμο της ανασυγκρότησης;” Economist Conferences

Ευχαριστώ πάρα πολύ τον κ. Palmer για την πάρα πολύ καλά εστιασμένη εισαγωγή του, για το γεγονός ότι έθεσε τον δάκτυλό του εις τον τύπον των ήλων και τα βασικά ερωτήματα. Ευχαριστώ επίσης τα συνέδρια του Economist για την πρόσκληση για πολλοστή φορά. Σας ευχαριστώ όλους για την παρουσία σας, πρωί Δευτέρας, εδώ.

Πράγματι αυτή η εβδομάδα, όπως είπε ο κ. Palmer, είναι μια πολύ δύσκολη εβδομάδα για…
τη χώρα, για την Ευρωζώνη, για όλους μας και για μένα προσωπικά. Το πρόβλημα της Ευρώπης, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, είναι βαθύτατα πολιτικό και θεσμικό. Το οικονομικό πρόβλημα, το δημοσιονομικό πρόβλημα, η κρίση του δημοσίου χρέους, είναι φυσικά οξύτατα προβλήματα τα οποία όμως έπονται του πολιτικού και θεσμικού προβλήματος της ευρωζώνης.

Είναι επίσης προφανές ότι υπάρχουν πολύ σοβαρά εσωτερικά προβλήματα σε όλα τα κράτη-μέλη, σε όλες τις χώρες του κόσμου, αλλά μια που εμείς είμαστε στενά δεμένοι με τους δεσμούς του κοινού νομίσματος, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ τι γίνεται στο εσωτερικό κάθε χώρας. Για λόγους αλληλεγγύης, για λόγους κοινού συμφέροντος και για λόγους συλλογικής προστασίας του ευρώ, της ευρωζώνης και συνακόλουθα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν καλούνται να λάβουν αποφάσεις για θέματα νομισματικής πολιτικής, δηλαδή για θέματα που απαιτούν ταχύτητα και σαφήνεια 17 διαφορετικές κυβερνήσεις που έχουν ποικίλη φυσιογνωμία -άλλες μπορεί να είναι με νωπή εντολή, άλλες να βαδίζουν προς εκλογές, άλλες να είναι ισχυρές μονοκομματικές, άλλες κυβερνήσεις συνασπισμού, άλλες κυβερνήσεις υπηρεσιακές, άλλες κυβερνήσεις μειοψηφίας- αντιλαμβάνεστε ότι πρέπει να παρακολουθούμε 17 διαφορετικούς πολιτικούς και κοινωνικούς κύκλους και αυτό καθιστά το όλο οικοδόμημα εξαιρετικά λεπτό, όχι όμως εύθραυστο.

Γιατί έχει και την εμπειρία και τη βούληση και την ικανότητα η Ευρωζώνη να καταλήγει σε κάποιες αποφάσεις οι οποίες όμως, όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων ετών, πάρα πολύ γρήγορα αμφισβητούνται και πολύ συχνά μπαίνουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο πρέπει με αποφασιστικότητα, με καθαρότητα, με συνέπεια, να δρούμε το ταχύτερο δυνατό.

Αυτό ήταν το βασικό νόημα των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου. Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης στις 21 Ιουλίου που διαμορφώθηκαν -θέλω να το θυμίσω αυτό- την παραμονή της 21ης Ιουλίου στο Βερολίνο κατά τη συνάντηση που είχε η καγκελάριος Merkel με τον Πρόεδρο Sarkozy, παρουσία σ’ ένα τμήμα της συζήτησής τους και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του κ. Jean-Claude Trichet, στόχευαν και στοχεύουν να δώσουν αυτή την καθαρή, αποφασιστική, οριστική απάντηση στο κερδοσκοπικό τμήμα των αγορών που δημιουργεί τις συνθήκες ενός ασύμμετρου οικονομικού και χρηματοοικονομικού πολέμου.

Αυτό πρέπει να το έχουμε όλοι κατά νου γιατί οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου δεν αφορούν μόνο ή κυρίως την Ελλάδα, αφορούν την Ευρωζώνη ως τέτοια, το νέο ρόλο του EFSF, την ικανότητά του να παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά, να στηρίζει χώρες -χώρες μεγάλες, χώρες που βρίσκονται στην καρδιά του ευρώ, χώρες που μπορούν πραγματικά να λειτουργήσουν καταλυτικά για τις εξελίξεις όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά στη διεθνή οικονομία, γιατί το μέγεθός τους τις κατατάσσει στις μεγάλες χώρες του κόσμου, στις 7 μεγαλύτερες οικονομίες ή στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που ανήκει βεβαίως και αυτή στις 30 πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, παρά την κρίση και παρά τη συνεχόμενη ύφεση, αλλά, όπως και να το κάνουμε, τα μεγέθη της είναι μεσαία, είναι μικρά για τα διεθνή δεδομένα.

Δεν είναι η Ελλάδα το καταλυτικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Ή, για να το πω διαφορετικά, αν η Ευρωζώνη δε μπορεί ν’ αντιμετωπίσει οριστικά και πλήρως το πρόβλημα της Ελλάδας, τότε είναι προφανές ότι πρέπει να ξανασκεφτεί με ποιους θεσμούς, με ποιες πολιτικές θα μπορεί να λάβει τις αποφάσεις εκείνες που της επιτρέπουν ν’ αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα.

Και αυτό ήταν κατά βάθος το αντικείμενο της συζήτησης που είχε και το Eurogroup και το Ecofin τις προηγούμενες μέρες στην Πολωνία με τον Υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, τον κ. Gheithner και όλους τους σημαντικούς διεθνείς οικονομικούς θεσμούς, ευρωπαϊκούς κατά βάση που ήσαν παρόντες, αλλά βεβαίως και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο τώρα πια, αφ’ ης στιγμής έχουν διαμορφωθεί τα προγράμματα στήριξης της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, είναι πάντα παρόν μέσα στις διαβουλεύσεις και της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το σχήμα του Ecofin.

Εμείς πιστεύουμε στις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου και στο θεσμικό τους σκέλος που αφορά το EFSF. Αναμένουμε την ολοκλήρωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών κύρωσης απ’ όλες τις χώρες των αποφάσεων αυτών. Πιστεύουμε στο σχήμα της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, στο περιβόητο PSI, σ’ ένα σχήμα που διαμορφώθηκε ως αποτέλεσμα πολλών ζυμώσεων, συζητήσεων, διαπραγματεύσεων, ανάμεσα στον επίσημο και τον ιδιωτικό τομέα, με την πρωτοβουλία του IIF, του κ. Άκερμαν, του Προέδρου της Deutsche Bank και Προέδρου του IIF, του κ. Dallara, του Εκτελεστικού Διευθυντή του IIF.

Πιστεύουμε σ’ ένα σχήμα, το οποίο διαμορφώθηκε ως προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στα κράτη-μέλη και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία ποτέ δεν είχε κρύψει στην αρχή των συζητήσεων αυτών τις επιφυλάξεις της. Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι το οποίο είναι σημαντικό, είναι μεγάλο, είναι αποφασιστικό, μπορεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, εφ’ όσον φυσικά φύγουμε από την ύφεση, πάμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πετυχαίνουμε για πολλά χρόνια επαρκή πρωτογενή πλεονάσματα κι έχουμε ένα ελεγχόμενο κόστος εξυπηρέτησης, ένα μέσο ετήσιο επιτόκιο το οποίο δε μπορεί να υπερβεί τα όρια που έχουν συμφωνηθεί στην απόφαση της 21ης Ιουλίου.

Αλλά, βλέπετε, συνεχώς έχουμε νέες προκλήσεις, νέα προβλήματα. Υπάρχουν χώρες της Ευρωζώνης που έχουν ετήσιες δανειακές ανάγκες, ίσες με το σύνολο του διογκωμένου ελληνικού χρέους. Υπάρχουν χώρες που έχουν τραπεζικά συστήματα τα οποία αναμφίβολα έχουν πολύ μεγάλη έκθεση σε δάνεια ή σε δραστηριότητες στο εξωτερικό οι οποίες δημιουργούν ένα πρόβλημα, το οποίο αναμφίβολα πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί.

Ξέρουμε όλοι ότι υφίσταται αυτή η πίεση στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Γι’ αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός ότι και οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου διαμορφώνουν ένα σχήμα ισορροπημένης, όχι φθηνής από πλευράς κόστους, αλλά ισορροπημένης συνεργασίας ανάμεσα στον επίσημο και τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή κυρίως τον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα. Από την άλλη μεριά για μας, για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, για τα ελληνικά Ασφαλιστικά Ταμεία, διαμορφώνεται ένας θώρακας γιατί είναι διασφαλισμένη η ρευστότητα μέσα από το Ευρωσύστημα, γιατί είναι διασφαλισμένοι οι μηχανισμοί κεφαλαιακής ενίσχυσης ώστε να υπάρχουν στέρεα κεφάλαια στο βαθμό που απαιτεί το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει διεθνώς το τραπεζικό σύστημα, η Βασιλεία ΙΙ και ΙΙΙ και βεβαίως είναι πάρα πολύ σημαντικό ο Έλληνας πολίτης, ο καταθέτης, ο επιχειρηματίας να νιώσει ότι αυτή η ευστάθεια υπάρχει.

Είναι άλλο αυτό και άλλο τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η ελληνική πραγματική οικονομία. Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα. Είναι η καρδιά του προβλήματος, γιατί είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή το πρόβλημα αυτό έχει αποκτήσει οξύτατες διαστάσεις και για μας αποτελεί πρώτη προτεραιότητα η αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού. Το ζήτημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο όταν εφαρμοστεί πλήρως, ολοκληρωμένο, το πακέτο των αποφάσεων του Ιουλίου.

Βεβαίως κάθε φορά που έχουμε μία αναθεώρηση του ισχύοντος προγράμματος, κάθε φορά που πρέπει να επιβεβαιωθεί η εκταμίευση της επόμενης δόσης, τώρα της έκτης, που κανονικά θα έπρεπε να είναι η πρώτη του νέου προγράμματος -της πέμπτης πριν από δύο μήνες- έχουμε μία συζήτηση για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε μία συζήτηση για το αν η ελληνική οικονομία μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εταίρων της και στις απαιτήσεις, αν θέλετε, που απορρέουν από τη θέση της μέσα στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή οικονομία.

Ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος. Διεθνώς, δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια, πρέπει να την πούμε με απόλυτη ειλικρίνεια, έχουν επικρατήσει αρνητικά στερεότυπα για τη χώρα, αρνητικά στερεότυπα που θέτουν σε αμφιβολία όχι την ικανότητα της κυβέρνησης ή την ικανότητα του κράτους να εφαρμόσει ένα φιλόδοξο και απαιτητικό πρόγραμμα, αλλά την ικανότητα του έθνους, την ικανότητα της κοινωνίας, την ικανότητα όλων μας.

Πρέπει να πεισθούμε και εμείς και να πείσουμε και τους άλλους ότι ως κοινωνία, ως λαός, όχι μόνο ως πολιτικό σύστημα, έχουμε και τη βούληση και τη σταθερή απόφαση, τη δέσμευση, να προχωρήσουμε και να εφαρμόσουμε όλα όσα πρέπει να εφαρμόσουμε προκειμένου να είμαστε συνεπείς, όχι στις υποχρεώσεις μας έναντι των εταίρων μας που είναι και δανειστές μας, της Ευρωζώνης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά έναντι του εαυτού μας και του μέλλοντος των παιδιών μας.

Πρέπει, συνεπώς, να κάνουμε όλα όσα έχουμε υποχρέωση να κάνουμε για να ανακτήσουμε τη θέση μας στην Ευρώπη και διεθνώς, για να αποκτήσουμε τους βαθμούς εθνικής ανταγωνιστικότητας που απαιτούνται. Ζούμε μια ύφεση η οποία είναι πρωτοφανής για τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, μια ύφεση που παρά τις προβλέψεις για το -3,8% του περασμένου Μαΐου από τους εταίρους μας και από την Τράπεζα της Ελλάδος, θα φτάσει το -5,5%. Μία ύφεση που είναι συνεχόμενη για τρίτη χρονιά. Μία ύφεση που θα συνεχιστεί, μειωμένη βεβαίως αισθητά, και το 2012 και πρέπει υπό συνθήκες ύφεσης να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής πάρα πολύ πυκνό.

Ξέρετε ότι το πρωτογενές μας έλλειμμα –αφαιρώ την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους– το 2009 ήταν € 24 δισ., το 2010 € 11 δισ. Το 2011 θέλουμε να φτάσει τα € 1,8 δισ. για να φτάσουμε επιτέλους το 2012 σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως των € 3 δισ. εάν τα εφαρμόσουμε όλα, εάν τα εφαρμόσουμε όλα καλά, εάν συμφωνήσουμε ως κοινωνία, εάν κινητοποιηθούν όλες οι εθνικές δυνάμεις. Εάν αποκτήσουμε συναίνεση, εάν αποκτήσουμε αυτοπεποίθηση, εάν αποβάλλουμε ορισμένες αυτοκαταστροφικές τάσεις, που δυστυχώς εξακολουθούν να υπάρχουν.

Είναι εύκολο να γίνει αυτό υπό συνθήκες ύφεσης; Είναι εύκολο να πετύχουμε το στόχο μας υπό τέτοιες συνθήκες; Όχι, είναι πάρα πολύ δύσκολο, και η εφαρμογή του προγράμματος, ιδίως όταν έχει να κάνει με την επιβολή νέων φόρων και νέων τελών, προφανώς επιτείνει κι αυτή την ύφεση και μπαίνουμε σε ένα φαύλο κύκλο τον οποίο πρέπει να σπάσουμε.

Γι’ αυτό, ο στόχος μας είναι ανυπερθέτως να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας, να πετύχουμε το δημοσιονομικό αποτέλεσμα που πρέπει να πετύχουμε για φέτος. Να πετύχουμε το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2012. Είναι ζωτικό για τη χώρα προκειμένου να αποφεύγει εκβιασμούς και ταπεινώσεις, να φτάσει το ταχύτερο σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Δεν είναι πραγματικά λογικό, δεν είναι υπεύθυνο, ενώ οι εταίροι μας επωμίζονται την αντιμετώπιση του δημοσίου χρέους του διογκωμένου της Ελλάδος, εμείς μέσα από την ετήσια δημοσιονομική διαχείριση των τελευταίων ετών που είναι τα έτη του προγράμματος, να εξακολουθούμε να αυξάνουμε το χρέος γιατί έχουμε πρωτογενές έλλειμμα. Αυτό πρέπει να σταματήσει το ταχύτερο δυνατό.

Θα μου πείτε: μπορεί αυτό να γίνεται με τη συνεχή επιβολή φόρων, τελών, με την αφαίρεση πόρων από την πραγματική οικονομία; Προφανώς όχι. Γι’ αυτό διατηρούμε πάντα την ίδια οροφή σε σχέση με το στόχο μας ως προς τα έσοδα. Αναγκαζόμαστε, όμως, να υποκαταστήσουμε ορισμένα μέτρα εσόδων λόγω μειωμένης απόδοσης κάποιων άλλων μέτρων, τα οποία κυρίως λόγω της ανεπάρκειας του διοικητικού μηχανισμού της χώρας δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Δεν αυξάνεται η συνολική επιβάρυνση της πραγματικής οικονομίας.

Και, όπως ξέρετε, με βάση τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, το επίπεδο των εμμέσων φόρων στην Ελλάδα κινείται στο ίδιο επίπεδο, περίπου στο 13,5%, αλλά το επίπεδο των αμέσων φόρων υπολείπεται σαφώς, χωρίς να λαμβάνουμε φυσικά υπόψη το μέγεθος της παραοικονομίας, το μέγεθος της άτυπης οικονομίας και χωρίς να έχουμε μπορέσει δυστυχώς μέχρι σήμερα να πετύχουμε όλα όσα πρέπει να πετύχουμε το συντομότερο στην προσπάθειά μας να περιορίσουμε τη φοροδιαφυγή και να εντάξουμε παραοικονομικές δραστηριότητες στην επίσημη οικονομία.

Τώρα, όμως, για το 2012, ενόψει και του νέου προϋπολογισμού, είναι προφανής η προτεραιότητά μας στο σκέλος των δαπανών. Η επέμβασή μας έτσι ώστε να φτάσουμε σε ένα κράτος το οποίο είναι μικρότερο, εξυπνότερο, φιλικότερο, αποτελεσματικότερο, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι ένας εθνικός στόχος, και οι προτεραιότητές μας λοιπόν για τον προϋπολογισμό του 2012 και για το νόμο που θα εκτελεί τον προϋπολογισμό αυτό, είναι σαφώς προσανατολισμένες προς την κατεύθυνση των δαπανών.

Όλα αυτά είναι πάρα πολύ δύσκολα. Όλα αυτά απαιτούν μία εθνική συστράτευση, μία συναίνεση. Απαιτούν να προσέχουμε επίσης πάρα πολύ το δημόσιο λόγο μας, γιατί αν εκπέμπουμε προς τα έξω, διεθνώς, το μήνυμα ότι δεν πιστεύουμε σε αυτή την υπόθεση, ότι δεν πιστεύουμε στην ικανότητά μας να προσεγγίσουμε, να πετύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους, τότε αυτό λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, λειτουργεί ως επιχείρημα προκειμένου να αμφισβητηθούν οι προθέσεις και οι ικανότητες της χώρας.

Ο επιχειρηματικός κόσμος, τα μέσα ενημέρωσης, η ακαδημαϊκή κοινότητα, ο κάθε πολίτης έχει μια υποχρέωση να συμβάλει στην προσπάθεια αυτή. Πρέπει να προσφέρουμε στον εαυτό μας και κυρίως στα παιδιά μας ξανά το δικαίωμα η Ελλάδα να αποκτήσει μία ισότιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη, στη διεθνή αγορά.

Ο τουρισμός, οι εξαγωγές, οι καινοτόμες επιχειρήσεις, τα προσόντα που έχουν οι Έλληνες στον ακαδημαϊκό στίβο, το διανοητικό κεφάλαιο, τα προσόντα που έχει η χώρα αυτή ως τόπος μέσα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη ΝΑ Ευρώπη, είναι ενδογενείς πόροι ανάπτυξης πολύτιμοι, σε πολλές περιπτώσεις μοναδικοί.

Χρειάζεται, βεβαίως, πολιτική σταθερότητα, θεσμικό πλαίσιο διαφανές. Χρειάζεται να πιστέψουμε στις ικανότητές μας, να λύσουμε προβλήματα που υπάρχουν όχι 30 ή 60 χρόνια, αλλά δυστυχώς υπάρχουν σχεδόν 200 χρόνια από τότε που ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.

Είναι τώρα η στιγμή να πάρουμε ιστορικού χαρακτήρα αποφάσεις. Είναι τώρα η στιγμή να κάνουμε πράγματα που αν δεν τα κάνουμε οικεία βουλήσει, οργανωμένα και συντεταγμένα, θα αναγκαστούμε να τα κάνουμε με πολύ χειρότερο τρόπο, όχι πολύ αργά, σε ορατό χρονικό διάστημα, υπό συνθήκες οι οποίες όμως θα είναι ανεξέλεγκτες και επώδυνες.

Όλοι το ξέρουν αυτό. Έχω ενημερώσει τον αρχηγό της αντιπολίτευσης στο ίδιο επίπεδο που έχω ενημερώσει τον Πρωθυπουργό και τους αρχηγούς όλων των πολιτικών κομμάτων και τους εκπροσώπους των κοινωνικών και παραγωγικών φορέων στις συναντήσεις που είχαμε και μόνοι μας και με τον Πρωθυπουργό.

Όλοι οι Έλληνες πολίτες ξέρουν σε γενικές γραμμές, κι αν χρειαστεί και με λεπτομέρειες θα πρέπει να ξέρουν, ποια είναι ακριβώς η κατάσταση, ποιοι είναι οι κίνδυνοι, τι πρέπει να γίνει, και αυτό πρέπει να γίνει τώρα, πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί και πρέπει να το κάνουμε με επιτυχία.

Μπορούμε! Πρέπει να πιστέψουμε ότι μπορούμε και εφόσον πιστεύουμε ότι μπορούμε, είμαι βέβαιος ότι θα πετύχουμε.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *