Ένα παραμύθι: Η κατάπτωση ενός μεγάλου της. άλλης πλευράς ή όχι;

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ


Σήμερα θα σας πω ένα παραμύθι για την κατάντια στελεχών media…
Ήταν εκείνοι οι καιροί που ο καθένας μας θυμάται τον μεγάλο από τα κρατικά τηλεπαράθυρα να τα χώνει στους κυβερνώντες και να υπερασπίζεται απεργούς και τους φτωχούς αυτής της χώρας που τον έριξε η τύχη να εργάζεται στα κυβερνητικά της μίντια. Αγέρωχος, με τον αέρα του αριστερού υπερασπιστή των αδυνάτων και των κατατρεγμένων, μας κοίταζε καθημερινά μέσα απ’ τα κρατικά τηλεπαράθυρα και νόμιζες ότι σου απλώνει το χέρι. 

Χέρι βοήθειας, χέρι καλό, χέρι λατρείας σε σένα το ζητιάνο, τον άτυχο, τον αποδιωγμένο αυτής της άδικης και τυφλής κοινωνίας που στήσανε και συντηρούν οι γερμανοτσολιάδες. Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο που μέσα από την κάπνα και τον βαρύ αέρα των καπνογόνων και των γκλόμπ που χάιδευαν τα κεφάλια μας μάς φαινότανε αλλόκοτα δικός μας. Ώρες ώρες απίστευτο,… όμως ήταν με μας. 
Ήταν με μας και ήταν στα μετερίζια της όλγας, του γιάννη, όλων αυτών που μας μισούσαν και μας έλεγαν ανόητους που δεν καταλαβαίναμε ότι το ευρώ και η δημοσιονομική προσαρμογή είναι πάνω από όλα… Αυτός ο μεγάλος στεκόταν εκεί, μας στήριζε από το ταμπούρι των απέναντι. Κι αυτό φαινόταν αδύνατο, ελπιδοφόρο και ταυτόχρονα τόσο αδύνατο…

Μια μέρα ξυπνήσαμε και στο παράθυρο δεν φάνηκε ο μεγάλος. Μάθαμε τον είχαν διώξει. Τον είχαν βγάλει από το παράθυρο και τα παντζούρια άλλος τ’ ανοιγόκλεινε… θυμάμαι τότε αχό σηκώσαμε βαρύ. Ο παναγιώτης, ο δημήτρης, εγώ κι άλλοι πολλοί ξάφνου χωρίς συνεννόηση στηρίξαμε όπως καθένας μας μπορούσε τον δικό μας μεγάλο. Το στήριγμά μας από τα παράθυρα του αντιπάλου. Μας έλειψε. Μας στεναχώρησε που έλειψε.

Και πέρασε ο καιρός και ήρθε ο χειμώνας κι ήταν βαρύς και σφύριζαν οι αέρηδες της κατοχής και τα σκουπίδια είχαν μια αλλόκοτη παράξενη μυρωδιά θειαφιού και σαπισμένης μούχλας του χαλασμένου ψωμιού. Ήτανε βράδυ και χτύπησε η πόρτα μου. Ήταν ο μεγάλος. Του άνοιξα, και μια χαρά μεγάλη με κυρίευσε πως τάχα ο μεγάλος από το δικό μας μετερίζι θα άνοιγε το δικό μας παράθυρο και θα βλέπαμε και μείς φως και θα … 

Και χέρι βοήθειας, χέρι καλό, χέρι λατρείας, σε σένα το ζητιάνο, τον άτυχο, τον αποδιωγμένο αυτής της άδικης και τυφλής κοινωνίας που στήσανε οι γερμανοτσολιάδες θα ξαναπλωνότανε απ’ τον μεγάλο. Τότε το βράδυ συνάντησα την ντίνα. Κατσούφιασε μόλις άκουσε το νέο για τον μεγάλο. Ότι θα ‘ρχόταν πια απ΄ το δικό μας μετερίζι και θα αναλάμβανε ν ανοιγοκλείνει τα δικά μας παράθυρα. Της φώναξα πως μέρα χαρούμενη και καλή είναι τούτη και δεν πρέπει να κατσουφιάζει που ο μεγάλος είναι πια δίπλα μας και τον μυρίζουμε.

Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να μας μιλά, να μας μιλά … Κι οι μέρες πέρναγαν και πέρναγαν. Κι εμείς

συνεχίζαμε να σηκωνόμαστε πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο, μέχρι που μια μέρα τσακώθηκε με την καθαρίστρια του παραθύρου. Του δικού μας παραθύρου κι άστραψε ο μεγάλος και βρόντηξε καθώς ο θυρωρός που του ’ χε ανοίξει το παράθυρο ήταν έμπιστος δικός του, μπιστικός και αγωγιάτης του δικού του βαρκάρη που τον έφερε και τού ’δωσε κονάκι στο δικό μας μετερίζι. Κι ακούγονταν οι φωνές του σ’ όλη την οδό κι όλοι είχαν να το λένε ότι ο μεγάλος άλλαξε κι ο αέρας του δικού μας παραθύρου τον πούντιασε. 

Δεν του ’κανε καλό και τον καβάλησε ο διάβολος και πήγε και τα έβαλε με την καθαρίστρια που μια μέρα θέλησε να καθαρίσει και το δικό μας το παράθυρο. Τόσα χρόνια αυτή ήταν η δουλειά της. Παράθυρα καθάριζε. Το απέναντι παράθυρο το ’χε καθαρίσει χιλιάδες φορές, την εποχή που από κει ξεπρόβαλε ο μεγάλος και τότε πάντα την χαιρέταγε και πάντα έβρισκε μια καλή κουβέντα να της πει. Τι έγινε τώρα; Γιατί δεν την άφηνε να καθαρίσει και το δικό μας το παράθυρο; Γιατί να τα βάλει μαζί της, τι τον έπιασε; Κανείς μας δεν καταλάβαινε ακόμα.

Και πέρναγαν οι μέρες κι εμείς όπως πάντα σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο. Ρώτησα την καθαρίστρια. Έφυγε συγχυσμένη μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο μέσα απ’ τα δόντια της.

Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια.

Και πέρναγαν οι μέρες και εμείς συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια.

Και πέρναγαν οι μέρες κι εμείς συνεχίζαμε πάντα να σηκωνόμαστε για να ακούσουμε τον μεγάλο κι ο μεγάλος συνέχιζε πάντα να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια… Να την βρίζει, να την βρίζει… .

Και πέρναγαν οι μέρες και εμείς όπως πάντα σηκωνόμασταν το πρωί, μα είχαμε πια βαρεθεί να ακούμε το μεγάλο να βρίζει την καθαρίστρια. Ώσπου μια μέρα αρχίσαμε να αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που ήρθε κοντά μας ο μεγάλος. Και εγώ τα έβαζα με τον εαυτό μου που είχα χαρεί όταν ήρθε. Εκείνη ήταν μια από μας, ήταν αίμα μας, ταλανισμένη και παιδεμένη σαν κι εμάς κι ο μεγάλος είχε πια γίνει ολόιδιος με τους άλλους μεγάλους των απέναντι παραθύρων. Την είχε βρει εύκολο θύμα, την έβριζε και ξέσπαγε απάνω της.

Και πέρναγαν οι μέρες και συνεχώς σηκωνόμασταν πρωί για να ακούσουμε τον μεγάλο να βρίζει και να καταριέται την καθαρίστρια, απαράλλαχτα όπως οι άλλοι μεγάλοι των απέναντι παραθύρων. Και ακούγοντάς τον, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε: άραγε ήταν ποτέ «δικός μας» ο μεγάλος, ή μήπως εξαρχής δεν διέφερε σε τίποτα από τους υπόλοιπους; 

Στο κάτω-κάτω αυτοί ήταν «του σιναφιού του», πιο πιθανό ήταν να μοιάζει μ’ αυτούς, παρά με μας. Μήπως μας θόλωσε τα μάτια η επιθυμία μας να έχουμε κι εμείς έναν «μεγάλο» δικό μας; Κι ήταν στ’ αλήθεια μεγάλος ο μεγάλος; Ή μήπως ήταν απλώς μικρομέγαλος; Και στο τέλος-τέλος, τι γύρευε ένας «του σιναφιού» στο δικό μας το παράθυρο;

Δ.K.

Ευχαριστώ πολύ την DK

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *