Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ, ΑΠΕΙΛΕΣ, ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ (Μέρος Δεύτερο)


Νικόλαος Λ. Μωραίτης. Ph.D.
Διεθνείς Σχέσεις – Συγκριτική Πολιτική

Καλιφόρνια  2014

2. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Η παγκοσμιοποίηση ενθαρρύνει όλες
τις εθνικές οικονομίες στις εξαγωγές, αίροντας τα σύνορα προς όφελος των ξένων επενδύσεων, και αφαιρώντας όλα τα εμπόδια για την ελεύθερη διακίνηση του κερδοφόρου χρήματος κατά μήκος των εθνικών συνόρων. Αυτές οι προτιμήσεις ενθαρρύνουν την παραγωγή για πωλήσεις σε άλλες χώρες πάνω από την εθνική κλίμακα, την ξένη ιδιοκτησία επί της εθνικής ιδιοκτησίας, και της οικονομικής κερδοφορίας. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ενισχύουν την παγκοσμιοποίηση και τους τραπεζίτες, αφήνουν όμως τον κόσμο παντού να εξαρτάται η διαβίωσή του από τις δραστηριότητες απόντων ιδιοκτητών επί των οποίων δε έχουν καμία επιρροή.
Η δεσπόζουσα θεωρητική αιτιολόγηση της παραγωγής που επικεντρώνεται στις εξαγωγές έχει ως βάση τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάθε χώρα θα πρέπει να παράγει μόνο εκείνα τα προϊόντα επί των οποίων έχει κάποιο σχετικό πλεονέκτημα. Έτσι, ορισμένες χώρες ειδικεύονται τώρα σε μοναδικές σοδειές όπως είναι ο καφές, το ζαχαροκάλαμο, τα προϊόντα του δάσους, ή στη συναρμολόγηση προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Θεωρητικά, μπορεί να καλύψουν τις άλλες ανάγκες τους με τη χρήση των κερδών που έχουν από αυτές τις ειδικευμένες εξαγωγές προκειμένου να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες επί των οποίων άλλοι έχουν σχετικό πλεονέκτημα.

Το συγκριτικό πλεονέκτημα συνιστά ζωτικό στοιχείο της θεωρίας της παγκοσμιοποίησης. Διευκολύνει την αντικατάσταση των επιμέρους διαφορετικών τοπικών ή περιφερειακών οικονομικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων που μπορεί μια συγκεκριμένη περίοδο να δίνουν έμφαση σε επιτυχημένα πολυποίκιλα, μικρής κλίμακας, βιομηχανικά, βιοτεχνικά ως και συστήματα του τομέα της γεωργίας που προβάλλουν πολλούς τοπικούς μικρούς παραγωγούς και χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο τοπικές ή περιφερειακές πηγές και τοπικό εργατικό δυναμικό για τοπική ή περιφερειακή κατανάλωση. Στόχος είναι η αντικατάστασή τους με ευρείας κλίμακας μονοκαλλιέργειες για εξαγωγές.

Γυρνώντας πίσω στα μέσα του εικοστού αιώνα, πολλές χώρες του κόσμου στην πραγματικότητα προσπάθησαν να κάνουν το αντίθετο της εξειδίκευσης: δημιούργησαν πολυποίκιλα βιομηχανικά και γεωργικά συστήματα ακριβώς προκειμένου να ανακάμψουν από την αποικιακή περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας τεράστια συστήματα μονοκαλλιέργειας, όπως οι φυτείες ανανά, καφέ, μπανάνας ή, πιο πρόσφατα, οι εργασίες βιομηχανικής συναρμολόγησης λειτουργούσαν προς την αντίθετη προς αυτά κατεύθυνση. Από τη στιγμή της ανεξαρτητοποίησης, οι κυβερνήσεις πολλών από αυτά τα κράτη συμπέραναν ότι αυτός ο τύπος της κυρίαρχης ειδίκευσης τους κατέστησε ιδιαίτερα ευάλωτους σε πολιτικές αποφάσεις προερχόμενες από το εξωτερικό και σε σοκ και ιδιοτροπίες της αγοράς και των συστημάτων αγαθών/τιμών. Ως αποτέλεσμα, ορισμένες φορές δεν ήταν ικανές να αγοράζουν αναγκαία αγαθά όπως προϊόντα σχετικά με την υγεία και τη διατροφή, την ενέργεια, και για την κάλυψη των βασικών βιομηχανικών αναγκών. Φυσικά, στόχευαν να επιτύχουν την πλήρη επάρκεια σε αυτούς τους τομείς. Το δικό τους προτιμώμενο σύστημα ορισμένες φορές ονομαζόταν υποκατάσταση εισαγωγών ή απλά εθνική πλήρης επάρκεια. Είχε ως στόχο να βοηθήσει τις χώρες να αποκτήσουν κάποιο βαθμό ελέγχου επί των δικών τους τοπικών οικονομιών.

Μετά τη συμφωνία του Bretton Woods και ειδικότερα κατά τη δεκαετία του 1980, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΜ άσκησαν τρομακτική πίεση σε αυτές τις χώρες για να εγκαταλείψουν την πλήρη επάρκεια, έναν όρο που έγινε συνώνυμος με τον απομονωτισμό και τον προστατευτισμό. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΜ πίεσαν αυτές τις χώρες ν’ ανοίξουν τα σύνορά τους σε ιδιωτικές επενδύσεις μέσα από τις πολυεθνικές εταιρείες για να γίνουν ικανές για παραγωγή ευρείας κλίμακας, κατάλληλες για το μοντέλο των εξαγωγών. Δεν μπορούσαν οι χώρες αυτές να τύχουν της όποιας οικονομικής βοήθειας από την τράπεζα ή το ΔΝΜ αν δεν υπόκειντο στα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής – με άλλα λόγια, αν δεν επανασχεδίαζαν τα δικά τους εθνικά συστήματα με στόχο τις εξαγωγές. Η πίεση αυτή είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μετά όμως τη μετατροπή όλης αυτής της παραγωγής σε εξαγωγές, αυτές οι ίδιες οι χώρες διαπίστωσαν ότι εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε περιορισμούς στις εισαγωγές από τις πλούσιες χώρες. Πολλές φτωχιές χώρες τώρα διαπιστώνουν το λάθος τους που αποδέχθηκαν το σύστημα και συνεργάζονται στην προσπάθειά του να αντισταθούν σ’ αυτό.
Γιατί η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΜ πίεσαν τόσο σκληρά για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους; Εδώ είναι και η ουσία του θέματος: τα συστήματα που δίνουν έμφαση στην τοπική ή περιφερειακή αυτάρκεια είναι ιδιαίτερα υπονομευτικά στο ελεύθερο εμπόριο, την οικονομική παγκοσμιοποίηση, και την υπερανανάπτυξη των εταιρειών. Όλα αυτά εξαρτώνται από τη μεγιστοποίηση του αριθμού και της κλίμακας των οικονομικών συναλλαγών. Η τοπική και περιφερειακή παραγωγή για περιφερειακή κατανάλωση είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της παγκοσμιοποίησης διότι λειτουργεί σε μια εγγενή μικρότερη κλίμακα και χρειάζεται λιγότερα βήματα για την όλη διαδικασία.

Υπάρχουν πολύ λιγότερες ευκαιρίες για τις πολυεθνικές εταιρείες εάν οι τοπικοί πληθυσμοί ή χώρες μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους επιτοπίως ή περιφερειακά από το εάν η όλη οικονομική δραστηριότητα είναι σχεδιασμένη να κινείται δεξιά και αριστερά κατά μήκος των ωκεανών, εξάγοντας, εισάγοντας, ή επανασχεδιάζοντας και στη συνέχεια και πάλι εξάγοντας, με χιλιάδες πλοία να ταξιδεύουν από και προς μέρα νύχτα. Αυτό είναι που εδραιώνει την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και δίνει ευκαιρίες για εταιρικές δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, δυστυχώς, παράλληλα, το σύστημα αυτό συμβάλλει και στην ταχύτερη καταστροφή του περιβάλλοντος και κάνει τις χώρες να εξαρτώνται από εξωγενείς δυνάμεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Προκαλεί όμως ειρωνεία το γεγονός ότι οι θεωρητικοί του ελεύθερου εμπορίου συχνά επικαλούνται τα ονόματα και τις θεωρίες του Adam Smith και του David Recardo για να αμυνθούν έναντι αυτών των καταστροφικών πολιτικών που προσανατολίζονται στις εξαγωγές. Ήδη ο Smith είχε μια σαφή προτίμηση για τις μικρές, ντόπιας ιδιοκτησίας επιχειρήσεις. Και η θεωρία του Ricardo σχετικά με το συγκριτικό πλεονέκτημα υποστηρίζει ότι το κεφάλαιο είναι αμετακίνητο στοιχείο, που περιορίζεται στα εθνικά σύνορα – κάτι που πολύ απέχει από τους σύγχρονους κανόνες και θεωρίες.
Μετατρέποντας τις πολυποίκιλες τοπικές κοινωνίες σε συστήματα εξαγωγικού εμπορίου δημιουργούνται οφέλη για τις πολυεθνικές εταιρείες, όμως τα επιμέρους άτομα, κοινότητες και έθνη γίνονται εξαρτημένα και τρωτά. Η κοινωνία, οι κοινότητες, και το περιβάλλον θα ήταν καλύτερα εάν οι διεθνείς θεσμοί και συμφωνίες έδιναν έμφαση συντείνοντας  στη ντόπια και εθνική αυτάρκεια αντί της παραγωγής για εξαγωγές.

Ο τομέας της γεωργίας αποτελεί το κύριο παράδειγμα των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων του προτύπου ανάπτυξης για εξαγωγές. Ακόμα και τώρα, την εποχή των υπολογιστών, σχεδόν ο μισός από τον πληθυσμό της γης ζει άμεσα από τη γη, καλλιεργώντας την για να θρέψει τις οικογένειές τους και τις κοινότητες, κυρίως για βασικά αγαθά ως και άλλες μεικτές εσοδείες. Αυτοί οι γεωργοί ξαναφυτεύουν με ντόπιες ποικιλίες σπόρων και εφαρμόζουν εναλλαγές στις καλλιέργειες όπως επίσης μοιράζονται πηγές της χώρας όπως το νερό, τους σπόρους και το εργατικό δυναμικό. Τέτοια συστήματα τους διατήρησαν για χιλιάδες χρόνια. Όμως τα ντόπια συστήματα αποτελούν ανάθεμα για τις πολυεθνικές. Για το λόγο αυτό εταιρείες όπως η Monsanto, η Cargill και η Archer Midland είναι επικεφαλείς μιας καμπάνιας εταιρικών, κυβερνητικών και δηλώσεων των γραφειοκρατών – που συχνά εκφράζονται σε εκατομμύρια δολάρια διαφημίσεων – ότι οι μικρού μεγέθους γεωργοί δεν είναι «παραγωγικοί» ή «επαρκείς» για να παράσχουν τροφή στον πεινασμένο κόσμο.

Σχεδόν όλοι οι κανόνες που αφορούν στις επενδύσεις του ΠΟΕ και των μεγάλων τραπεζών – ήδη τώρα έχουν προστεθεί πολλοί περισσότεροι – σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζουν τις πολυεθνικές εταιρείες και τις μονοκαλλιέργειες έναντι της ντόπιας πολυποικιλότητας στη γεωργία για αυτάρκεια. Έτσι, εκεί όπου δεκάδες χιλιάδες μικροί γεωργοί παλιότερα καλλιεργούσαν είδη για τη δική τους διατροφή, γιγάντιες εταιρείες και παγκόσμιου βεληνεκούς προγράμματα ανάπτυξης μετατρέπουν τη γη σε μονοκαλλιέργειες πολυτελών ειδών διατροφής μοναδικής εσοδείας που τη διαχειρίζονται απόντες γαιοκτήμονες.

Περαιτέρω, αυτές οι εταιρείες δεν αναπτύσσουν καλλιέργειες για τη διατροφή του ντόπιου πληθυσμού. Αντί αυτών, προωθούν ακριβές, με υψηλό περιθώριο κέρδους καλλιέργειες πολυτελών προϊόντων όπως λουλούδια, φυτά σε γλάστρες, μοσχάρι, γαρίδες, βαμβάκι, καφέ – για εξαγωγές προς τις πλούσιες χώρες. Όσο για τους λαούς που συνήθιζαν να ζουν σ’ εκείνα τα εδάφη και να καλλιεργούν τις δικές τους σοδειές για να ζήσουν, γρήγορα μετακινήθηκαν. Και αυτό διότι τα εταιρικά συστήματα προωθούν την μηχανοκίνητη παραγωγή, με λίγες θέσεις εργασίας. Έτσι, οι κόσμος που συνήθιζε να καλλιεργεί μόνος του την τροφή του, έχασε τη γη του, έμεινε χωρίς χρήματα,  έγινε εξαρτημένος, και πείνασε. Κοινότητες που κάποτε υπήρξαν αυτάρκεις, εξαφανίστηκαν. Αποδεκατίστηκαν ανέπαφες κοινωνίες. Αυτό συνέβη ακόμα και στις ΗΠΑ όπου μόνο λίγες οικογενειακές γεωργικές μονάδες εξακολουθούν να παράγουν.          

3. ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Κατά την έναρξη του 21ου αιώνα, δύο σημαντικές και αλληλοκαλυπτόμενες διαιρέσεις χωρίζουν τον κόσμο στα δύο και προκαλούν κοινωνικές εντάσεις θέτοντας σε κίνδυνο την ειρήνη και την ευημερία των κοινοτήτων και των κοινωνιών παντού. Η μια διαίρεση αντιστοιχεί στο ολοένα αυξανόμενο  χάσμα μεταξύ των πλέον φτωχών κρατών της Νότιας Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας και των πλουσιοτέρων αντιστοίχων χωρών του Βορρά. Αυτή η διαίρεση έχει βαθιές ρίζες στους περασμένους αιώνες της αποικιοκρατίας και εμφανίζεται σε όλο το γεωγραφικό μήκος. Η άλλη διαίρεση είναι νεώτερη και εμφανίστηκε καθώς οι πολυεθνικές ενσωμάτωσαν το πλουσιότερο τμήμα του κόσμου από τις πλούσιες και φτωχές χώρες μαζί που συνίσταται σε πολύπλοκα δίκτυα παραγωγής, κατανάλωσης, οικονομίας και κουλτούρας. Αυτό το τμήμα θα μπορούσε να ονομαστεί ο «διεθνής Βοράς», στην κορυφή του οποίου έχουν την έδρα τους 358 δισεκατομμυριούχοι. Σε αυτή την πορεία, τα άλλα δύο τρίτα της ανθρωπότητας – ο «διεθνής Νότος» – είτε εγκαταλείφθηκαν, είτε βλάφτηκαν είτε περιθωριοποιήθηκαν από αυτά τα εταιρικά δίκτυα. Χωρίς κάποια δραματική αλλαγή της πορείας, και τα δύο χάσματα θα εξακολουθούν να μεγαλώνουν. Έτσι, αρχικά θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά της δυναμικής και του χάσματος Βορρά-Νότου και του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ διεθνούς Βορρά και Νότου.

4. ΔΙΕΥΡΥΝΟΜΕΝΟ ΧΑΣΜΑ ΒΟΡΡΑ-ΝΟΤΟΥ

Η Παγκόσμια Τράπεζα, ο σε διεθνές επίπεδο  μεγαλύτερος και πλέον ισχυρός δημόσιος οργανισμός δανεισμού, δεν θα συμφωνούσε με το σύνολο αυτών των σκέψεων. Η Τράπεζα υποστηρίζει ότι το χάσμα μεταξύ Βορρά-Νότου άρχισε να μικραίνει κατά τη δεκαετία του 1990, και η Τράπεζα προβλέπει ότι θα περιοριστεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα δέκα χρόνια ένεκα του γεγονότος ότι πολλές κυβερνήσεις του Νότου ενστερνίστηκαν τις αντιλήψεις του ελευθέρου εμπορίου και των ιδιωτικοποιήσεων. Σε μια ειδική μελέτη του έτους 1994 με τίτλο «War of the worlds” (Ο πόλεμος των κόσμων), που δημοσιεύτηκε στον “Economist”, (Οκτώβριος 1-7, 1994), δίδεται μια περίληψη των προβλέψεων της Παγκόσμιας Τράπεζας:
«Τα επόμενα 25 χρόνια, ο κόσμος θα διαπιστώσει τη μεγαλύτερη αλλαγή που επετεύχθη σε ό,τι αφορά τον οικονομικό πλούτο, τουλάχιστον μέσα σε ένα και πλέον αιώνα… Μέσα σε μια και μόνη γενιά, διάφορες (βιομηχανικού τύπου οικονομίες) θα αισθανθούν σαν τους μικρούς νάνους απέναντι στους αναπτυσσόμενους οικονομικούς γίγαντες… Πλήθος χωρών του τρίτου κόσμου και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ενστερνίστηκαν οικονομικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες της ελεύθερης αγοράς και άνοιξαν τα σύνορά τους για εμπόριο και επενδύσεις. Αυτές οι πολιτικές υπόσχονται πιο γρήγορη οικονομική ανάπτυξη σε περισσότερες οικονομίες σε σχέση με το παρελθόν.
… εφόσον οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες εμμένουν στις μεταρρυθμίσεις τους και αποφεύγουν πολιτικού χαρακτήρα αναταραχές, στο μεγαλύτερο τμήμα του τρίτου κόσμου παρέχονται οι καλύτερες ευκαιρίες των δεκαετιών για να επιτύχουν μιαν αποδεκτή ανάπτυξη. Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει… ότι τα επόμενα δέκα χρόνια, οι υποανάπτυκτες χώρες (συμπεριλαμβανομένου και του πρώην Σοβιετικού μπλοκ) θα εμφανίσουν μιαν ανάπτυξη της τάξης του 5% ετησίως, περίπου, σε σύγκριση με το ρυθμό του 2,7% των πλούσιων βιομηχανικών χωρών».
Εάν αυτή η εκτίμηση είναι σωστή, τότε το πρόβλημα του χάσματος Βορρά-νότου αποτελεί ένα θέμα του παρελθόντος. Εντούτοις η ανάλυση της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι και λανθασμένη και προκαλεί σύγχυση. Κατά πρώτον, μια εναλλακτική άποψη διατυπώνεται πρώτα από τους Robin Broad του American University και John Cavanagh του Institute for Policy Studies και στη συνέχεια από τον Joseph E. Stiglitz. Την τελευταία δεκαετία, η εργασία των Broad και Cavanagh κατέρριψε τους μύθους των επικρατούντων παραδειγμάτων ανάπτυξης και την ίδια περίοδο οι ίδιοι χαρακτηρίστηκαν ως οι πλέον διορατικοί σχολιαστές αναφορικά με τα θέματα Βορρά-Νότου στον κόσμο.
 «Μια προσεκτική ανάλυση των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων που προέρχονται από τα Ηνωμένα Έθνη, την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες πηγές παρέχουν μια εικόνα που τρομάζει σε σχέση με τις τάσεις της διεθνούς οικονομίας και του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Υπάρχουν δύο τρόποι για την εκτίμηση του τί συμβαίνει από οικονομικής απόψεως μεταξύ Βορρά και Νότου. Το πρώτο αναφέρεται στη μέτρηση του ποιο τμήμα έχει γρηγορότερη ανάπτυξη, και, κατά συνέπεια, κατά πόσον το χάσμα μεταξύ αυτών αυξάνεται ή μειώνεται. Το δεύτερο αφορά τη μέτρηση των ροών των οικονομικών πηγών μεταξύ των δύο.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα η εικόνα είναι σαφής: το χάσμα Βορρά-Νότου διευρύνθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δεκαετία μετά το 1982 καθώς η κρίση σχετικά με τα χρέη του Τρίτου Κόσμου εξάντλησε τους οικονομικούς πόρους των φτωχών χωρών στις πλούσιες τράπεζες. Μεταξύ του 1985 και του 1992, τα κράτη του Νότου πλήρωσαν επιπλέον περί τα 285 δισεκατομμύρια δολάρια για χρέη στους πιστωτές τους του Βορρά σε σχέση με εκείνα που έλαβαν στο πλαίσιο των νέων ιδιωτικών δανείων και κυβερνητικής βοήθειας.

Στο νέο του βιβλίο, Globalization and Its Discontents, ο Joseph E. Stiglitz διαφωνεί. Ο Stiglitz είναι αυθεντία σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης με έναν εκπληκτικό κατάλογο από δημόσιες αναγνωρίσεις: Βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά το 2001, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων την περίοδο της Προεδρίας του Bill Clinton, ανώτατος υπεύθυνος οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα και τώρα πρόεδρος του Πανεπιστημίου Columbia. Αυτά τα σπάνια ακαδημαϊκά επιτεύγματα και πολιτική εμπειρία οδηγούν στην εκτίμηση ότι αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του Globalization and Its Discontents.

Η κύρια ιδέα του βιβλίου συνίσταται στο εξής: Η Παγκοσμιοποίηση αυτή τη στιγμή δεν βοηθάει πολλά φτωχά κράτη. Τα εισοδήματα δεν αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό, παγκοσμίως, και η υιοθέτηση πολιτικών που στηρίζονται στην αγορά όπως ανοικτές καπιταλιστικές αγορές, ελεύθερο εμπόριο, και ιδιωτικοποίηση συντελούν στο να καθιστούν πλέον τις οικονομίες των αναπτυσσόμενων κρατών λιγότερο σταθερές.
Ακόμη και ο Henry Kissinger στο βιβλίο του «ΗΠΑ, Αυτοκρατορία ή ηγετική δύναμη» αναφέρει ότι: «Ο παγκοσμιοποιημένος πλανήτης μας βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο αντιφατικές τάσεις. Η παγκοσμιοποιημένη αγορά δημιουργεί τις προοπτικές για ένα μέχρι σήμερα αδιανόητο πλούτο … και ενέχει τον κίνδυνο να υπάρξει ένα χάσμα … ανάμεσα σε όσους σε κάθε κοινωνία συμμετέχουν στον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη του Διαδικτύου και σ’ εκείνους που δεν συμμετέχουν. Επίσης, επισημαίνει ότι «το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς είναι μεγάλο και αυξάνεται ακόμη περισσότερο».

5. Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΒΟΡΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΝΟΤΟΣ

Καθώς αυξάνεται το χάσμα μεταξύ των φτωχών και των πλουσίων χωρών, ανατέλλει ένα παράλληλο χάσμα εξωφρενικού μεγέθους μεταξύ των πλουσιότερων ευνοούμενων της παγκοσμιοποίησης ενάντια στη φτωχή πλειοψηφία του πλανήτη. Οι Robin Broad και John Cavanagh αναλύουν τη γένεση αυτού του «Παγκόσμιου Βορρά» και του «Παγκόσμιου Νότου».
«Καθώς οι Αμερικανικές εταιρείες μετατάγησαν από τις τοπικές στις εθνικές και τώρα στις παγκόσμιες αγορές, τα τελευταία πενήντα χρόνια εμφανίστηκε μια καινούρια ομάδα κερδισμένων και χαμένων σε όλες τις χώρες. Ένα βιβλίο το Global Dreams που γράφηκε από έναν από τους συγγραφείς και συνιδρυτές του Ινστιτούτου Πολιτικών Μελετών, τον Richard Barnet, καταδεικνύει το πως πολύ εύρωστες Αμερικανικές εταιρείες και οι αντίστοιχες Αγγλικές, Γαλλικές, Γερμανικές και Ιαπωνικές αγκαλιάζουν μόνο το ένα τρίτο της ανθρωπότητας (την πλειοψηφία των πολιτών των πλουσίων χωρών και την ελίτ των φτωχών) μέσα από πολύπλοκες αλυσίδες παραγωγής, αγοράς, κουλτούρας και χρηματοδότησης.

Ενώ υπάρχουν θύλακες σε κάθε χώρα που συνδέονται με τα παγκόσμια οικονομικά δίκτυα, άλλοι μένουν απέξω. Η Wal-Mart εξαπλώνεται με τα καταστήματά της σε ολόκληρο το Δυτικό Ημισφαίριο, εκατομμύρια υπάρχουν στη Λατινική Αμερική, παρόλον ότι είναι οι λαοί είναι πολύ φτωχοί και το ετο μόνο που κάνουν είναι να ικανοποιούνται με το να χαζεύουν τις πολυτελείς βιτρίνες. Οι πελάτες της Citibank έχουν πρόσβαση σε αυτόματα μηχανήματα ανάληψης χρημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο και η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων δανείζεται από αυτόν τον μεγαλοκαρχαρία του δανεισμού που βρίσκεται στο διπλανό τους δρόμο. Η Ford Motor Company συναρμολογεί το νέο της «παγκόσμιο αυτοκίνητο» στην Πόλη του Κάνσας με εξαρτήματα που κατασκευάζονται σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τα στελέχη της Detroit προβληματίζονται για το ποιος θα είναι σε θέση να αγοράσει το προϊόν τους.

Έτσι, ενώ από τη μια το χάσμα Βορρά-Νότου γίνεται πιο αισθητό για τη μεγαλύτερη πλειοψηφία των χωρών του Τρίτου Κόσμου, από την άλλη αυτές οι παγκόσμιες αλυσίδες κάνουν πιο ασαφείς τις διακρίσεις μεταξύ γεωγραφικού Βορρά και Νότου. Αυτές οι διαδικασίες δημιουργούν μιαν άλλη διαίρεση Βορρά-Νότου: περίπου το ένα τρίτο της ανθρωπότητας που περιλαμβάνει τον «παγκόσμιο Βορρά», τους ωφελημένους κάθε χώρας, και τα δύο τρίτα των εξαθλιωμένων της Νέας Υόρκης, των φαβελών του Ρίο που δεν έχουν ενταχθεί στο νέο παγκόσμιο μενού της παραγωγής, κατανάλωσης και ευκαιριών δανεισμού στον «Παγκόσμιο Νότο».

Η παγκοσμιοποίηση που επιταχύνθηκε από τις συμφωνίες του ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων επαύξησε τρία δυσεπίλυτα προβλήματα που τώρα μαστίζουν σχεδόν κάθε κράτος της γης: την εισοδηματική ανισότητα, την απώλεια εργασίας και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Η μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση της επιτάχυνσης της παγκόσμιας οικονομικής ενοποίησης επιδείνωσε την εισοδηματική ανισότητα μεταξύ των πολιτών σχεδόν κάθε κράτους καθώς τα οικονομικά πιο εύρωστα στρώματα εκμεταλλεύονται  τις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης, ενώ εκατομμύρια άλλων πολιτών βλάπτονται, περιθωριοποιούνται ή μένουν πίσω. Ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε δραματικά τα τελευταία επτά χρόνια, συμπίπτοντας με την εξάπλωση των πολιτικών της ελεύθερης αγοράς σε όλο το κόσμο. Μεταξύ των ετών 1987 και 1994, ο αριθμός υπερδιπλασιάστηκε από 145 σε 358. Σύμφωνα με τους δικούς μας υπολογισμούς, αυτοί οι 358 δισεκατομμυριούχοι εισπράττουν περίπου 762 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που αντιστοιχεί περίπου στο σύνολο των εισοδημάτων των 2.5 δισεκατομμυρίων φτωχότερων ανθρώπων του πλανήτη. (Δεν υπάρχουν στοιχεία για το συνδυασμένο πλούτο των φτωχότερων του πλανήτη, όμως δεδομένου ότι έχουν ελάχιστα στοιχεία πλούτου πέρα από το εισόδημά τους, το σύνολο του πλούτου τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα εισοδήματά τους). Στον πυθμένα, 2.5 δισεκατομμύρια άνθρωποι – σχεδόν το 45% του παγκόσμιου πληθυσμού – κατορθώνουν να επιβιώνουν μέσα από τη χρησιμοποίηση του κάτω του 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στην κορυφή τα 358 άτομα έχουν  την ίδια αντιστοίχηση.

Με εξαίρεση ορισμένες οικονομίες της Ανατολικής Ασίας, κάθε κράτος – και του Βορρά και του Νότου – αντιμετωπίζει υψηλή ή εμφανιζόμενη ανεργία και πολλά, συμπεριλαμβανομένων και των ΗΠΑ, παρουσιάζουν μιαν υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας σε σχέση με ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πάνω από 800 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι, ή κυρίως υποαπασχολούμενοι, με δεκάδες εκατομμύρια άλλους να εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία κάθε χρόνο. Η τεχνολογία σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση συνέβαλε δραματικά στην κρίση εργασίας. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, οι δύο σημαντικότερες τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων δεκαετιών – η πληροφορική/οι υπολογιστές και η βιοτεχνολογία – κατήργησαν περισσότερες θέσεις εργασίας σε σχέση με εκείνες που δημιούργησαν. Παράλληλα, τα γρήγορα βήματα στον τομέα των τεχνολογιών των μεταφορών και των επικοινωνιών επιτρέπουν μεγάλους αριθμούς θέσεων εργασίας να μεταφέρονται σε χώρες πέρα από τις δικές μας. Εκεί όπου πριν από μια γενεά, οι εταιρείες προωθούσαν θέσεις εργασίας στο εξωτερικό μόνο στον τομέα της ένδυσης και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, τώρα μεταφέρουν σχεδόν ολόκληρη τη γκάμα του τομέα κατασκευής ως και αγροτικές εργασίες (και φυσικά και τον αντίστοιχο αριθμό θέσεων εργασίας) στην Κίνα, το Μεξικό, ή άλλες χώρες.

Περίπου οι θέσεις ενός συνόλου που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο των εργαζομένων των ΗΠΑ κινείται στο εύρος της παγκόσμιας δεξαμενής εργασίας, οι θέσεις εργασίας τους μπορεί να μετακινηθούν αλλού, και αυτό το γεγονός έχει σχέση με τους εργοδότες τους, τις πολυεθνικές εταιρείες, που έχουν αυξημένη δύναμη να διαπραγματεύονται χαμηλότερους μισθούς και υποδεέστερες συνθήκες εργασίας. Οι Αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, για παράδειγμα, μπορεί να επιτυγχάνουν σήμερα περίπου ισοδύναμα επίπεδα παραγωγικότητας και ποιότητας στα εργοστάσιά τους στο Μεξικό σε σχέση με τα εργοστάσιά τους στις ΗΠΑ. Η άρνηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εργαζόμενου στο Μεξικό, εντούτοις, λειτουργεί ανασταλτικά στην προσπάθεια των Μεξικάνων εργαζόμενων να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους και οι μισθοί τους είναι ελάχιστοι σε σχέση με τους αντίστοιχους των Αμερικανών συναδέλφων τους. Ο πιθανός φόβος μετακίνησης περισσότερων παραγωγικών μονάδων στο Μεξικό παρέχει διαπραγματευτικά ατού στις Αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες έναντι των Αμερικανών εργατών στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των μισθών και των πλεονεκτημάτων.

Όπως οι θέσεις και οι συνθήκες εργασίας μετατρέπονται σε διαπραγματευτικά ατού για εταιρείες στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς περιορισμούς, το ίδιο ισχύει και για τα περιβαλλοντικά πρότυπα. Εάν η Μεξικανική κυβέρνηση προσελκύει τις εταιρείες με το να αγνοούνται οι παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, θα το κάνουν διότι διαφορετικά θα χάσουν τις επενδύσεις.
Μια άλλη πίεση στο περιβάλλον στις περιοχές του Νότου είναι η διαρκής προειδοποίηση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ για αύξηση των εξαγωγών. Δεδομένου ότι τα παγκόσμια ορυκτά, ξυλεία, αλιεία και έδαφος βρίσκονται στο Νότιο τμήμα, οι εξαγωγές έχουν την τάση για εντατική χρήση των φυσικών πηγών. Η μείωση αυτών των πηγών καταστρέφει το εισόδημα εκατομμυρίων μικρών γεωργών και ψαράδων. Η τρέλα για αύξηση των εξαγωγών επιταχύνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και έτσι μειώνει το πραγματικό μακροπρόθεσμα πλούτο των κρατών του Νότου».      
                           
 Οι οικονομικές πολιτικές της παγκοσμιοποίησης όπως αυτές που υποστηρίχθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου περισσότερο συνετέλεσαν στη δημιουργία της φτώχιας και λιγότερο στην επίλυσή της. Υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα, όμως ας εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε δύο: στα Προγράμματα Δομικών Διορθωτικών Αλλαγών και επίσης στις επιπτώσεις της παραγωγής που είναι προσαρμοσμένες στις εξαγωγές  σε ό,τι αφορά τα γεωργικά προϊόντα και τα μέσα συντήρησης. Οι άνθρωποι που συνήθιζαν να διατρέφονται με δικά τους προϊόντα έγιναν εξαρτημένοι και αντιμετώπισαν την πείνα και τη φτώχια.

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *