Παγκόσμια κρίση & Ελλάδα

Παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2008· ή αλλιώς, πώς η παγκόσμια οικονομία είναι βασισμένη στο παιχνίδι «μουσική καρέκλα»….
Όμοιες καρέκλες, ο αριθμός των οποίων είναι κατά ένα μικρότερος από τον αριθμό των παικτών, παρατάσσονται σε σειρά, στραμμένες εναλλάξ προς την αριστερή και την δεξιά πλευρά της. Ένας αρπιστής, βοηθητικό πρόσωπο που δεν προσμετράται στους παίκτες, παίζει μουσική δίχως να τους βλέπει (εν ανάγκη, η μουσική συνοδεία δύναται να εκτελείται από διαφορετικό όργανο). Όσο η μουσική διαρκεί, οι παίκτες χορεύουν κυκλικά γύρω από τις καρέκλες. Ο μουσικός άξαφνα σταματά και τότε κάθε παίκτης προσπαθεί να καθίσει σε μία καρέκλα. Ανάλογα με την ηλικία και την ιδιότητα των παικτών, πριν την έναρξη του παιχνιδιού τίθενται διάφοροι περιορισμοί αναφορικά με το τί επιτρέπεται να πράξει καθένας προκειμένου να εξασφαλίσει το κάθισμα. Ο παίκτης που δεν πρόλαβε να καθίσει απομακρύνεται από το παιχνίδι.

Σε αντίθεση με την κρίση του 1929, όπου «φούσκα» ήταν οι τιμές των μετοχών, στην Αμερική του 2007 η φούσκα εκδηλώθηκε στις τιμές των ακινήτων[1]. Με τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων σε πολύ χαμηλό επίπεδο, η πλειοψηφία των Αμερικανών απέκτησε τη δυνατότητα αγοράς κατοικίας. Πως μπορούσε όμως ένας δανειολήπτης με περιορισμένο εισόδημα να αποπληρώσει τα δάνεια του; Η απάντηση είναι απλή: δεν μπορούσε. Λόγω όμως της αυξημένης ζήτησης, σε λίγους μήνες ξαναπουλούσε το ακίνητο, αποκομίζοντας μάλιστα και κέρδος.[2]
Τα στεγαστικά δάνεια προσφέρονταν με απίστευτη ευκολία και για την ακρίβεια, όχι από τις τράπεζες, αλλά από τους κτηματομεσίτες. Εκείνοι έφερναν σε επαφή τον πωλητή με τον αγοραστή. Εκείνοι ολοκλήρωναν την διαδικασία συμβολαίων, και το κυριότερο, εκείνοι αναλάμβαναν την έκδοση δανείου στο όνομα του αγοραστή. Για τις υπηρεσίες τους μάλιστα λάμβαναν αμοιβή- προμήθεια και από την τράπεζα που εξέδιδε το δάνειο. Οι κτηματομεσίτες είχαν λοιπόν κάθε λόγο να ικανοποιούνται οι αιτήσεις δανείων. Δεν είχαν όμως κανένα λόγο να ενδιαφέρονται αν τα δάνεια αυτά μπορούσαν να αποπληρωθούν. Ως αποτέλεσμα, τεράστια ποσά χορηγήθηκαν σε στεγαστικά, πλην όμως επισφαλή δάνεια. Τα επισφαλή αυτά δάνεια ονομάζονται «subprime»[3]. Για αρκετό καιρό το εν λόγω σύστημα απέδιδε. Εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης, τα ακίνητα πωλούνταν σε όλο και υψηλότερες τιμές, και όλοι κέρδιζαν. Win-Win.
Οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν πως η κατάσταση αυτή δε θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον, ήταν οι ίδιες οι τράπεζες. Για το λόγο αυτό προσπάθησαν να ξεφορτωθούν τα επισφαλή δάνεια, τιτλοποιώντας τις απαιτήσεις τους και πουλώντας τις σε τρίτους. Πως έγινε αυτό πρακτικά; Οι τράπεζες που είχαν χορηγήσει επισφαλή στεγαστικά, τα συγκέντρωναν υπό την ομπρέλα ενός τίτλου, τον οποίο πουλούσαν σε τρίτους. Έπαιρναν παραδείγματος χάριν 100 επισφαλή δάνεια και πουλούσαν τις μελλοντικές εισπράξεις από αυτά σε κάποιον τρίτο. Εξαρχής ξεκαθάριζαν πως επρόκειτο για προϊόντα υψηλής απόδοσης, αλλά και υψηλού ρίσκου. Τα προϊόντα αυτά ονομάστηκαν «Collateralized Debt Obligations (CDOs)»[4]. Και μπορεί οι ονομαστικές αποδόσεις να ήταν υψηλές, όμως οι επενδυτές δεν είχαν φανταστεί σε πόσο σαθρές βάσεις θεμελίωναν τα μελλοντικά τους έσοδα.
Τα CDOs ήταν στην πραγματικότητα σκουπίδια, τα οποία διοχετεύτηκαν στην αγορά, σε επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες του εξωτερικού. Και ήταν πολλά. Τα χρεόγραφα που βασιζόταν σε ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια ανερχόταν το 2007 σε 7,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το 1/3 αυτών, περισσότερα δηλαδή των δύο τρις δολαρίων, βασιζόταν σε subprime δάνεια,. Όταν τα επενδυτικά αυτά προϊόντα προωθήθηκαν στην αγορά, αξιολογηθήκαν από οίκους αξιολόγησης, λαμβάνοντας μάλιστα θετικές αξιολογήσεις. Κάποια στιγμή όμως ορισμένοι συνειδητοποίησαν πως πολλά λεφτά αλλάζουν χέρια με αντάλλαγμα το τίποτε. Ξαφνικά κανένας δεν ήθελε πλέον να αγοράσει CDOs και η αγορά τους κατέρρευσε. Η μουσική είχε σταματήσει και όλοι έψαχναν καρέκλα να καθίσουν.
Η κρίση δεν άργησε να επεκταθεί και στην Ευρώπη. Πρώτο θύμα η Ισλανδία, λόγω της υψηλής συμμετοχής των τραπεζών της σε αγορές CDOs. Δεύτερο θύμα η Μεγάλη Βρετανία. Η κρίση σε ευρωπαϊκό έδαφος ήταν πια γεγονός, με την Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και το Βέλγιο να «μολύνονται». Στην Ελλάδα οι πρώτες συνέπειες ήταν έμμεσες. Οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν εκτεθεί σε CDOs, άρα δεν αντιμετώπιζαν κινδύνους ζημιών. Μετακύλησαν όμως πολλαπλάσια στους καταναλωτές τα υψηλά διατραπεζικά επιτόκια και κυρίως αυστηροποίησαν υπέρμετρα τα κριτήρια δανεισμού σε καταναλωτές και επιχειρήσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αρνητική πιστωτική επέκταση και να επηρεαστεί η κατανάλωση και άρα η οικονομία. Και κάπου εκεί ξεκινά η ελληνική κρίση.[5]

Σε ένα κράτος με σαθρές δομές όπως η Ελλάδα, ήταν φυσιολογικό η τραπεζική κρίση να μετατραπεί σε οικονομική κρίση. Το 2008 βρήκε την Ελλάδα ύστερα από μια τετραετία (2004- 2007) που το ΑΕΠ αυξάνονταν· ως ποσοστό αυτού αυξάνονταν όμως και το δημόσιο χρέος. Με την ύφεση του 2008 το χρέος εκτροχιάστηκε. Το 2009 πραγματοποιούνται εκλογές, τις οποίες κερδίζει το ΠΑΣΟΚ με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν» και με υποσχέσεις για αυξήσεις μισθών. Από τον Οκτώβριο του 2009 έως τα μέσα του 2010 λαμβάνουν χώρα αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις των οικονομικών δεικτών της Ελλάδας επί το χείρον και συνεχόμενες υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Εξαιτίας της πλήρους κατάρρευσης της οικονομίας της, η Ελλάδα προσφεύγει το Μάιο του 2010 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ το πρώτο πακέτο χρηματοδοτικής ενίσχυσης εγκρίνεται. Η χώρα έφτασε λοιπόν στο γνωστό «Μνημόνιο», που εκτός των χρημάτων περιλάμβανε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη δραστική μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, την έγκαιρη επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και την αποκατάσταση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία έδειξε το πρώτο έτος να ανταποκρίνεται. Φάνηκε πως το εν λόγω πρόγραμμα θα μπορούσε να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία εκλογίκευσης της λειτουργίας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.[6]
Παρόλα αυτά στο πρώτο μνημόνιο παρατηρούνται δύο σημαντικές παραλείψεις:
1. Δεν επεβλήθη δραστική φορολογική μεταρρύθμιση. Έως και σήμερα, οι αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς περιορίζονται στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών και επιβαρύνσεων και στην αύξηση του Φ.Π.Α..
2. Δεν προβλέφθηκαν ιδιωτικοποιήσεις. Και μπορεί η Τρόικα τον Φεβρουάριο του 2011 να συμπεριέλαβε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων 50 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2015, αυτό όμως ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο σε μια χώρα που όλες οι αξίες του κράτους, κινητές και ακίνητες, υποτιμήθηκαν από την ίδια την κρίση. Επιπλέον, λόγω απροθυμίας αλλά και ανικανότητας, καμία σχεδόν ιδιωτικοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε έως σήμερα (2015).
Από πλευράς ελληνικού κράτους, επίσης παρατηρήθηκαν σοβαρά προβλήματα στην υλοποίηση του προγράμματος, τα οποία οφείλονταν στην έλλειψη βούλησης αλλά και στην ανικανότητα της κρατικής μηχανής.
Συγκεκριμένα, παρουσιάσθηκαν[7]:
1. Σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση όλων των δεσμεύσεων.
2. Αδυναμία εφαρμογής κρίσιμων πολιτικών.
× Αδυναμία αποτελεσματικής μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος.
× Αδυναμία ανασυγκρότησης δημοσίων πολιτικών και εισπράξεως φόρων.
× Μη έγκαιρη προώθηση ιδιωτικοποιήσεων.
× Αδυναμία αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας.
× Μη έγκαιρη ενεργοποίηση πολιτικών προώθησης των επενδύσεων.
× Αδυναμία αντιμετώπισης ισχυρών ομάδων συμφερόντων.
Για να εξεταστούν βέβαια τα πραγματικά αίτια της ελληνικής κρίσης πρέπει να πάμε πολύ πίσω, στην διαμόρφωση των κριτηρίων ένταξης στην Ευρωζώνη και στην κάλυψη των κριτηρίων αυτών όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά από όλα τα μετέπειτα κράτη- μέλη. Από την εποχή που ο τότε Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κύριος Τέο Βάιγκελ έθεσε τα κριτήρια σταθερότητας του Μάαστριχτ.
Αυτά συνοπτικά, όπως ίσχυαν και για τη Ελλάδα ήταν τα κάτωθι[8]:
× Σταθερότητα συναλλαγματικής ισοτιμίας.
× Δημοσιονομικό έλλειμμα <3 data-blogger-escaped-br=””>
× Δημόσιο χρέος <60 data-blogger-escaped-br=””>
× Μακροπρόθεσμα επιτόκια < του μέσου όρου των επιτοκίων των 3 καλύτερων χωρών + 2,0%.
× Πληθωρισμός < του μέσου όρου του πληθωρισμού των 3 καλύτερων χωρών +1,5%.
Όπως καθίσταται αντιληπτό, επρόκειτο για αμιγώς οικονομικά κριτήρια· δεν ελήφθησαν υπόψιν άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως η δομή της εγχώριας αγοράς ή διοίκησης και άλλα κρίσιμα στοιχεία. Μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιχειρηματολογούν θεωρώντας τα ανωτέρω κριτήρια μαθηματικά, ευκόλως αλλοιώσιμα. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Καταρχήν η ίδια η Γερμανία, η οποία προκειμένου να ικανοποιεί τα κριτήρια δεν προσμέτρησε στο δημόσιο χρέος της τα χρέη των νοσοκομείων. Επίσης, δεν συμπεριλήφθηκαν στο γαλλικό δημόσιο χρέος τα χρέη του ασφαλιστικού ταμείου της κρατικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Και φυσικά υπάρχει η περίπτωση της Ελλάδας, για την δημιουργική λογιστική της οποίας πολύς λόγος έχει γίνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απογραφή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, που κατηγόρησε την προηγούμενη κυβέρνηση για τον υπολογισμό του χρέους. Βέβαια κύριο επιχείρημα της ήταν πως μεταφέρθηκε σε επόμενα έτη το υπόλοιπο χρεών, που δεν θα πληρωνόταν μέσα στην χρήση. Αναφορά έγινε επίσης στην αγορά μαχητικών αεροσκαφών F-16 από τις Η.Π.Α.[9], όπου οι πληρωμές που θα γινόταν σε επόμενα έτη μεταφέρθηκαν ως χρέος στα οικονομικά στοιχεία εκείνων των ετών. Για να είμαστε βέβαια ακριβείς, η μεθοδολογία αυτή έχει πλέον υιοθετηθεί από όλα τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης για την σύνταξη των οικονομικών τους στοιχείων.
Από τα παραπάνω καθίσταται λοιπόν σαφές πως η συνθήκη του Μάαστριχτ περιλάμβανε κενά και αδύνατα σημεία:
× Βασικό μειονέκτημα των κριτηρίων ήταν ο αμιγώς οικονομικός αλλά ταυτόχρονα και περιορισμένος χαρακτήρας τους. Έτσι, ενώ υπήρχε πρόβλεψη για το ύψος του πληθωρισμού, των επιτοκίων ή το ύψος του δανεισμού, άλλα κρίσιμα στοιχεία όπως των ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών δεν συμπεριελήφθησαν.
× Δεν προβλέφθηκε έλεγχος των στοιχείων αυτών από κεντρικά όργανα της Ευρωζώνης, Τα στοιχεία υποβάλλονταν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, σχεδόν εν είδει Ευαγγελίου. Αυτά είναι τα στοιχεία μας, as they are!
× Δεν είχε προβλεφθεί αυστηρά τηρούμενη, κοινή μεθοδολογία για την εξαγωγή και σύνταξη των στοιχείων. Όπως προαναφέρθηκε, κάθε κράτος προέβη σε «διόρθωση στοιχείων», δίχως να υπάρχει περιθώριο για κριτική.
× Τέλος, επρόκειτο κυρίως για κριτήρια ένταξης σε μια οικονομική οντότητα, που όλοι ήταν έτοιμοι να παρακάμψουν για πολιτικούς λόγους. Σχετικά αναφέρεται το παράδειγμα της Κύπρου, της οποίας ο Πρόεδρος ύστερα από οπισθοχωρήσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έφτασε σε σημείο να εκφράσει την ελπίδα πως η Κύπρος θα ενταχθεί στην Ευρωζώνη βάσει οικονομικών και όχι πολιτικών κριτηρίων.

Γεγονός είναι πως η Ευρωπαϊκή Ένωση βρέθηκε απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει την ελληνική κρίση. Η πρώτη, σχεδόν αντανακλαστική, αντίδραση ήταν να βρεθεί η Ελλάδα στο λεγόμενο καθεστώς «υπερβολικού χρέους». Μαζί με αυτήν βέβαια και πολλές άλλες χώρες, οι οποίες προέβησαν σε χαλάρωση των οικονομιών τους, όπως η Γερμανία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση. Οι μεγάλες καθυστερήσεις στην λήψη αποφάσεων έδειχναν την έλλειψη βούλησης και τεχνογνωσίας για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης. Οι λόγοι πολλοί. Κυρίως όμως η ανυπαρξία εργαλείων και θεσμών που θα αντιμετώπιζαν την κρίση· αντιθέτως υπήρχε ο φόβος του πολιτικού κόστους εντός των άλλων χωρών, καθώς έπρεπε να υποστηρίξουν τη διάσωση της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα επιβαρύνονταν
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα πρόβλημα το οποίο έπρεπε να είναι ευρωπαϊκό, τρόπον τινά οικογενειακό, να λάβει παγκόσμιο χαρακτήρα εξαιτίας της συνδρομής που η Ευρωπαϊκή Ένωση αιτήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο[10]. Η συνδρομή αυτή ζητήθηκε καταρχήν σε επίπεδο τεχνογνωσίας, μιας τεχνογνωσίας σχετικά με προγράμματα διάσωσης και προσαρμογής την οποία το ταμείο διέθετε λόγω του ιστορικού άλλων κρατών. Ζητήθηκε όμως και σε επίπεδο κεφαλαίων, που έπρεπε να διοχετευτούν στην Ελλάδα. Βασίστηκε στο μοντέλο της διασποράς του κινδύνου, το οποίο δεν ήθελε να αναλάβει καθ’ ολοκληρίαν η Ευρώπη.
Επιπλέον, η συμμετοχή του Ταμείου ήταν ένα πολύ καλό επιχείρημα ώστε να πεισθούν οι ψηφοφόροι για την αναγκαιότητα αλλά και την ασφάλεια του προγράμματος. Δυστυχώς όμως ήταν μια ευκαιρία και για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να επανέλθει δριμύτερο στη διεθνή οικονομική σκηνή, από την οποία είχε υποχωρήσει ίσως λόγω και της πολυετούς προηγούμενης παγκόσμιας ανάπτυξης.
Χρονικά, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης απέναντι στην ελληνική κρίση περιγράφεται παρακάτω[11]:
× Σε πρώτη φάση και ενώ η Ελλάδα δεν είχε δυνατότητα χρηματοδότησης (εκτός αγορών), η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύναψε διμερή δάνεια μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών- μελών.
× Στη συνέχεια, δημιούργησε δύο προσωρινά ταμεία, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ΕΜΧΣ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), με συνολική δανειοδοτική ικανότητα 500 δισεκατομμυρίων ευρώ.
× Δεδομένου ότι οι δύο αυτοί μηχανισμοί χρηματοπιστωτικής ασφάλειας θεσπίστηκαν ως προσωρινά μέτρα, το Φθινόπωρο του 2012 οι χώρες της Ευρωζώνης δημιούργησαν έναν μόνιμο μηχανισμό χρηματοπιστωτικής προστασίας, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ)[12].

Σε αντάλλαγμα βέβαια η Ελλάδα βρέθηκε σε καθεστώς μνημονίου, κατ’ ουσίαν επίβλεψης, κατά την οποία έπρεπε να λάβει συγκεκριμένα μέτρα. Ορθότερο κατά τη δική μου άποψή, θεωρώ όμως και εκ του αποτελέσματος, είναι η κατηγοριοποίηση των εν λόγω μέτρων σε δύο κύριες κατηγορίες:
i. Οικονομικά μέτρα.
Πρόκειται για όλα εκείνα τα μέτρα, τα οποία κατέστρεψαν ουσιαστικά κάθε ελπίδα βιώσιμης προοπτικής εξόδου της Ελλάδας από την κρίση. Το ΑΕΠ της χώρας εξακολουθεί να μειώνεται, δίχως καμία προοπτική διόρθωσης. Τόσο εκτός πραγματικότητας είναι τα μέτρα και τόσο δυσχεραίνουν την κατάσταση, ώστε πολλοί αναρωτιούνται μήπως πίσω από αυτά υπάρχει κάποιου άλλου είδους σκοπιμότητα.
Μέτρα, όπως ακόμα και το P.S.I (Private Sector Involvement)[13] με το οποίο διαγράφηκε χρέος ύψους 106 δισ. ευρώ, δεν απέδωσαν. Παρά τη διαγραφή του χρέους, το πλαίσιο συμφωνίας με τους δανειστές προέβλεπε λήψη νέων δανείων ύψους 130 δισ. ευρώ. Από τα νέα δάνεια δεσμεύτηκαν 49 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που υπέστησαν μεγάλο πλήγμα στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, αφήνοντας χωρίς ανταλλάγματα τα ασφαλιστικά ταμεία, τους φορείς του δημοσίου που έτυχε να έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα και βέβαια τα φυσικά πρόσωπα που εν μια νυκτί είδαν αποταμιεύσεις ετών να εξανεμίζονται. Και το κυριότερο είναι πως παρά το κούρεμα, το ύψος του χρέους το 2011 (προ PSI) ήταν 368 δισ. ευρώ ή στο 177% του ΑΕΠ, το 2012 υποχώρησε σε 306 δισ. ευρώ ή στο 158% του ΑΕΠ, το 2013 αυξήθηκε σε 321 δισ. ευρώ ή 176% του ΑΕΠ και το 2014 θα πάει ακόμα χειρότερα, αυξανόμενο σε 326 δισ. ευρώ ή στο 188% του ΑΕΠ[14].
Τα λάθη που έγιναν στο PSI, όπως αποδεικνύεται, ήταν δύο και μάλιστα σκόπιμα. Αρχικά, οι εταίροι έδωσαν χρόνο στις ξένες τράπεζες να «ξεφορτωθούν» ελληνικά ομόλογα, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες φορτώθηκαν. Με τη διαδικασία αυτή, οι ξένοι θεσμικοί περιόρισαν τις απώλειες στο ελάχιστο, ενώ διογκώθηκε η ζημία για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Δεύτερο σφάλμα του PSI ήταν η εξαίρεση από το «κούρεμα» των τίτλων που κατείχαν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, ποσό ύψους 56 δισ. ευρώ. Επειδή προφανώς το PSI δεν πέτυχε το στόχο, το Δεκέμβριο του 2012 ακολούθησε η επαναγορά των ομολόγων, η οποία σημείωσε αναλογικά καλύτερα αποτελέσματα, καθώς μείωσε «καθαρά» το χρέος κατά 20,5 δισ. ευρώ, με την αγορά ομολόγων στις τιμές της δευτερογενούς αγοράς.
ii. Θεσμικά μέτρα.
Στο συγκεκριμένο τομέα η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, καθώς με τις υποδείξεις των μνημονίων πολλές από τις παθογένειες του ελληνικού κράτους και της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να επιλυθούν. Απελευθέρωση επαγγελμάτων, ιατροφαρμακευτικές δαπάνες κ.α. βρέθηκαν στο στόχαστρο. Δυστυχώς όμως οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν επέδειξαν την ίδια πειθαρχία στην τήρηση των υποχρεώσεων για θεσμικές αλλαγές, όπως αντίστοιχα έπραξαν για τα οικονομικά μέτρα.

Φτάνουμε λοιπόν στη διετία 2014- 2015. Σήμερα η ελληνική οικονομία βρίσκεται στο χειρότερο δυνατό σημείο· σε πολύ πιο δυσχερή κατάσταση συγκριτικά με την έναρξη της κρίσης, με δημόσια και ιδιωτική οικονομία κατεστραμμένη. Όλοι οι οικονομικοί δείκτες βρίσκονται στο ναδίρ, ενώ η χώρα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο χρεοκοπίας και κοινωνικές αναταράξεις. Ακόμη και το ίδιο το Δ.Ν.Τ παραδέχεται πλέον πως το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο[15].
Η συζήτηση περί κουρέματος του χρέους έχει ξανανοίξει για τα καλά, αλλά τα ευρωπαϊκά όργανα δείχνουν απρόθυμα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται πλέον στα «χέρια» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των ευρωπαϊκών κρατών. Αυτό σημαίνει πως ένα ενδεχόμενο «κούρεμα» θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση των ευρωπαϊκών κρατών με το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών που θα προέκυπταν.
Εκτός του οικονομικού κόστους, για τα κράτη αυτά θα υπήρχε και πολιτικό κόστος, καθώς οι κυβερνήσεις τους μέσα σε ένα υφεσιακό περιβάλλον θα έπρεπε να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους γιατί δάνεισαν την Ελλάδα και τώρα κουρεύουν το χρέος αυτό. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η έντονη αντίδραση του Υπουργού Οικονομικών της Ισπανίας Λουίς δε Γκίνδος, ο οποίος δήλωσε πως «η Ισπανία είχε δανείσει 26 δισ. ευρώ στην Ελλάδα, ενώ η χώρα της Ιβηρικής διερχόταν επίσης σοβαρή κρίση και δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής της οφειλής αυτής[16]»…
Πρώτο εμπόδιο για τυχόν μείωση του χρέους είναι λοιπόν το πολιτικό κόστος, που οι δανειστές θα έπρεπε να αναλάβουν στο εσωτερικό των κρατών τους. Δεύτερο εμπόδιο είναι η κατά κάποιον τρόπο κυκλική αναφορά που έχει δημιουργηθεί μεταξύ της εξυγίανσης των οικονομικών και των υφεσιακών μέτρων. Όσο δηλαδή η κρίση αντιμετωπίζεται με μέτρα τα οποία την επιτείνουν, η κρίση αυτή μόνο χειρότερη θα γίνεται.
Σε περίπτωση νέου κουρέματος το πιθανότερο είναι πως θα ζητηθούν ακόμα σκληρότερα μέτρα, όχι τόσο για να διασφαλίσουν οι δανειστές το νέο δανειζόμενο κεφάλαιο, όσο για να εξευμενίσουν την κοινή γνώμη των χωρών τους, η οποία θα βλέπει χρέη να «χαρίζονται». Τα μέτρα αυτά θα γεννήσουν νέα ύφεση, οδηγώντας σε μείωση του Α.Ε.Π, αύξηση του ποσοστού φόρων έναντι του Α.Ε.Π., αδυναμία αποπληρωμής φόρων και εν τέλει θα καταστήσουν ξανά το χρέος, όποιο και αν είναι αυτό, μη βιώσιμο.

Επίλογος
Πολλά έχουν γραφτεί για την ελληνική κρίση. Άλλοι τα ρίχνουν στους κακούς Γερμανούς, άλλοι υποστηρίζουν «μαζί τα φάγαμε», άλλοι πως την κρίση προέβλεψε κάποιος Γέροντας. Η αλήθεια όμως απέχει, καθώς η κρίση είναι πολυπαραγοντική. Οφείλεται στα ελαττώματα πάνω στα οποία βασίστηκε η νομισματική ένωση· ελαττώματα που θα μπορούσαν να έχουν διορθωθεί, ή τουλάχιστον η επήρεια τους να έχει προβλεφθεί ώστε οι οικονομίες να λάβουν κατάλληλα μέτρα. Δυστυχώς κανείς δεν φαίνεται όμως έτοιμος να παραδεχτεί τα λάθη του και να τα διορθώσει. Ούτε το ελληνικό κράτος προχώρησε στην εξάλειψη των παθογενειών της οικονομίας του, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο φαίνονται έτοιμοι ως φορείς να διορθώσουν τη φιλοσοφία του προγράμματος ώστε να υπάρξει σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, μοναδικός παράγοντας που μπορεί να εγγυηθεί την αποπληρωμή των οφειλών.
Βαρύγδουπες, πλην όμως αστείες δηλώσεις από πολιτικούς ακούγονται τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι Έλληνες πολιτικοί μοιάζουν σχεδόν να ανταγωνίζονται τους Ευρωπαίους ποιος θα πει την χειρότερη ατάκα. Σοβαροφανείς πολιτικοί μιλούν για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μεγέθη για τα οποία δεν πράττουν το παραμικρό. Το κυριότερο όμως είναι πως κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι με τον τρόπο που η ευρωπαϊκή οικονομία είναι δομημένη, προς το παρόν τουλάχιστον, οι κρατικές οικονομίες εξακολουθούν να είναι ανταγωνιστικές. Άρα, κατά πόσο θα ήθελε κάποιο κράτος να γίνει για παράδειγμα η ελληνική οικονομία, ως εκ θαύματος, ανταγωνιστική και να εξάγει τα πάντα; Σε αυτή τη περίπτωση, οι εξαγωγές άλλων κρατών (π.χ. της Γερμανίας) θα μειώνονταν. Θα ήθελε λοιπόν στ’ αλήθεια αυτό η Γερμανία; Κατά την άποψή μου εκεί βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος. Στο γεγονός ότι η ένωση είναι πλαστή.
Αν πραγματικά επιζητούσαμε την επίλυση του προβλήματος, θα έπρεπε να αφοσιωθούμε σε δύο σενάρια. Ή την πλήρη, γνήσια, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή την αποχώρηση από την νομισματική ένωση, ώστε με όπλο την συναλλαγματική ισοτιμία να αντιμετωπίσουμε τον ανταγωνισμό. Ρεαλιστικά πιθανότητες επιτυχίας, λίγες ή πολλές, μόνο τα δυο αυτά σενάρια έχουν. Οτιδήποτε άλλο είναι αργός θάνατος.

Τσανούσης Στάμος

Use Facebook to Comment on this Post

Related posts

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *