Δεν είναι και πολύ όμορφο να βλέπεις την Εύη Αδάμ να γίνεται Αδάμ και Εύα δύο σε ένα…
Η καλλονή, για τις «ανάγκες» μιας σεξουαλικής έκθεσης στο Φάληρο, εμφανίστηκε μερικές μέρες πριν με ένα πλαστικό φαλλό στη μύτη. Η ρινοπλαστική απέκτησε καινούριο νόημα.
Κάποτε κρεμόμασταν από τα χείλη της Εύης, τώρα κομμάτι του Αδάμ κρέμεται από τη μύτη της. Ευτυχώς που δεν είχε και συνάχι γιατί μπορεί η μαλακία να μην είναι κολλητική, συχνά είναι κολλώδης όμως.
Βλέπετε η κρίση δεν είναι το ίδιο για όλους. Άλλοι ζορίζονται και άλλοι δροσίζονται.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο Πάρις Κασιδόκωστας, της οικογένειας Λάτση, ο οποίος γιόρτασε τα τριακοστά δεύτερα του γενέθλια με ένα πριβέ πάρτι όπου οι καλεσμένοι φορούσαν μάσκες, οι σερβιτόροι ήταν ντυμένοι σκλάβοι και το ντεκόρ ήταν τριάντα ημίγυμνες χορεύτριες ενώ στο κέντρο, γυμνή και ακίνητη για όλη τη διάρκεια του πάρτι, βρισκόταν ξαπλωμένη μια κοπέλα με τις γενετήσιες της περιοχές με … σούσι.
Λογικό είναι. Η νέα τάξη πραγμάτων ήταν μια νέα ταξικότητα ανθρώπων.
Η ανώτερη κάστα είχε πάντα υπηρέτες- Φιλλιπινέζους, Έλληνες, ότι βάλει ο νους σας και για αυτό μεγάλωνε πάντα με μια αίσθηση ανωτερότητας απέναντι σε άλλους ανθρώπους.
Με το θρίαμβο του νεοφεουδαλισμού, τι πιο λογικό να γιορτάζει ο κάθε Πάρις τα 32 του χρόνια υποχρεώνοντας σερβιτόρους που ούτως ή άλλως είναι σκλάβοι της βιοπάλης να ντυθούν αυτό που πραγματικά είναι; Άλλωστε οι συγκεκριμένοι σερβιτόροι φαντάζομαι ότι βγάλαν σε μια νύχτα ότι βγάζουν άλλοι συνάδελφοι τους σε δύο μήνες σκληρής δουλειάς.
Τι πιο λογικό η ανώτερη τάξη πλασμάτων να εξαγοράσει τον αυτοχλευασμό μιας κοπέλας που ήταν ξαπλωμένη και ανυπεράσπιστη απέναντι σε προθέσεις και χλευασμούς για ώρες;
Δε με νοιάζει τι κάνουν με την πάρτη τους. Θα μπορούσαν να χορεύουν οι ίδιοι ημίγυμνοι, άλλωστε αρκετοί από αυτούς το έχουν κάνει επί πληρωμή ήδη, θα μπορούσαν να ξαπλώνουν με σούσι στα αρχίδια τους και να τρώγονται μεταξύ τους κανιβαλικά και ωραία, αλλά το να ξεφτιλίζεις τους άλλους με τα λεφτά σου, ναι αυτό είναι πρόστυχο.
Σας το είπα όμως. Ο πλούτος των νεοφεουδαρχών θέλει και καλοπέραση: Ενώ όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου υποβαθμίζεται στη φτώχεια και την ανέχεια για τις αλητείες του χρημαστοπιστωτικού με τις πλάτες των πολιτικών, η ζήτηση για υπερπολυτελή προϊόντα έχει εκτοξευτεί στα ύψη! Παλατιανές οι σπατάλες και ακόμη μεγαλύτερη η ύβρις!
Δε με νοιάζει τι κάνουν με την πάρτη τους και πως διασκεδάζουν την πλήξη τους. Με νοιάζει τι κάνουν στους άλλους και πως διασκεδάζουν με τις ανάγκες των άλλων.
Αφορμή για αυτό που διαβάζετε ήταν το μήνυμα αναγνώστη μου που μου έστειλε το λινκ για το πάρτι Κασιδόκωστα σχολιάζοντας «τα άγρια ζώα της πόλης υπάρχουν ακόμη φίλε Πέτρο»
Είναι η δεύτερη φορά που κάνει αυτή την διαπίστωση αναφερόμενος στο βιβλίο μου που έγραψα το 2003 και κατάφερα να εκδώσω μόλις το 2008 κάτω από συνθήκες απαράδεκτες.
Βλέπεις φίλε Γρηγόρη, Τα Άγρια Ζώα της Πόλης όχι μόνο υπάρχουν αλλά ζουν και βασιλεύουν και έχουν θεριέψει πολύ περισσότερο από ότι το 2003 που έγραφα το μυθιστόρημα με στόχους ξεκάθαρα αποτροπαϊκούς.
Αυτό που δεν υπάρχει είναι αυτοί που τα ξεμπροστιάζουν για αυτό ακριβώς που είναι.
Δεν ξέρω πως θα ‘νοιωθα αν βρισκόμουν στο Πάρτι του Κασιδόκωστα, ξέρω όμως πως ένοιωθε ο κεντρικός αντιήρωας του βιβλίου μου, ο Μανώλης Ευθυμίου, ένας μικροαστός που αποκόπτεται οριστικά από την κανονικότητα της πρώην ζωής του και καταβυθίζεται σε έναν κόσμο απόλυτης παρακμής στην κορυφή του οποίου βρίσκεται μια αδελφότητα καταστροφιστών που περνιούνται για ισόθεοι.
Η περιγραφή που ακολουθεί είναι η πρώτη κάθοδος του Μανώλη στον κόσμο τους που παρουσιάζεται φυσικά με μπόλικη λογοτεχνική υπερβολή
«Τα Άγρια Ζώα της Πόλης»:
«Οι ηλικίες των ανθρώπων που συγχρωτίζονταν εκεί δεν έδειχναν να έχουν ούτε κατώτερο ούτε ανώτερο όριο. Υπήρχαν σταφιδιασμένοι γέροι και γριές, καλοφροντισμένοι μεσήλικες, ανήλικοι κούροι και κόρες. Αν τα λεφτά και οι γνωριμίες ήταν το εισιτήριο για αυτόν τον κόσμο, η ομορφιά ήταν το διαβατήριο.
Το κλαμπ έδειχνε να ναι χωρισμένο σε θεματικά διαμερίσματα. Στα δεξιά μου υπήρχε ένας χώρος οριοθετημένος από κίονες. Άνθρωποι που φορούσαν χιτώνες ποικίλων χρωμάτων και ευφάνταστων σχημάτων ξάπλωναν σε ανάκλιντρα, μπροστά από τραπέζια κατάφορτα με πιατέλες γεμάτες εδέσματα και φρούτα πασπαλισμένα με διάφορα χαπάκια.
Αλλού το σκηνικό θύμιζε ζούγκλα. Άνθρωποι φορούσαν δέρματα και άγρια ζώα τριγυρνούσαν αποπροσανατολισμένα πίσω από τα σίδερα ενός μικρού ζωολογικού κήπου. Δίπλα τους, άνθρωποι με καμπαρτίνες, επιδειξίες που ανόρεχτα επιδείκνυαν τα προσόντα τους στους ομοτέχνους τους. Διαγωνισμός επιδειξιομανίας. Καλό και αυτό, σκέφτηκα από μέσα μου.
Πιο κάτω υπήρχαν οι άνθρωποι ψάρια. Χωμένοι μέσα σε ένα ευμέγεθες ενυδρείο, κολυμπούσαν στους ρυθμούς τους μουσικής, κοιτάζοντας μέσα από τη γυάλα τους τον ¨έξω¨ κόσμο.
Γείτονες των ανθρώπων ψαριών, οι γερόλυκοι, περίμεναν με στόμα φαφούτικο και γεμάτο σάλια τις κοκκινοσκουφίτσες τους. Πιο πέρα, παραδοσιακές αφέντρες και σκλάβοι, με τη δερμάτινη ένδυσή τους και τα επιβεβλημένα μαστίγια.
Παραδίπλα, άνθρωποι που έμοιαζαν να χουν βγει από τις σελίδες της βίβλου επιδίδονταν σε βιβλικές ακολασίες.
Οι ιστορικές εποχές της ανθρωπότητας, οι μύθοι, οι θρύλοι και τα βίτσια τους απλώνονταν από άκρη σε άκρη του κλαμπ. Οι θαμώνες δεν είχαν παρά να διαλέξουν τον τόπο και τον χρόνο όπου ένοιωθαν περισσότερο ότι ανήκαν.
Όπου κι αν γυρνούσα το κεφάλι μου έβλεπα τα πιο ετερόκλητα ζευγάρια. Άντρες με άντρες, γυναίκες με γυναίκες, γριές με άγουρες κοπελίτσες, γέροι με πιτσιρικάδες. Το μαγαζί μύριζε νεανική σάρκα και παραγινωμένο πόθο. Μια διεστραμμένη εκδοχή της Disneyland όπου οι παππούδες δίναν στα υιοθετημένα εγγονάκια ναρκωτικά αντί για γλειφιτζούρια και σε αντάλλαγμα παίρναν από αυτά το νεανικό τους άρωμα και το σεξουαλικό τους σφρίγος.
Στο κέντρο του μαγαζιού υπήρχε μια τεράστια πίστα. Άνθρωποι από όλες τις εποχές και τα θεματικά διαμερίσματα του κλαμπ συνέρεαν εκεί πέρα, στο κέντρο του υπόγειου κόσμου, ενώνονταν και χορεύαν φρενιτίδωκα, μέχρι το τέλος της αντοχής τους. Δυσκολευόμουνα να ξεχωρίσω που άρχιζε ο ένας και που τελείωνε ο άλλος χορευτής. Όλοι αγγίζαν όλους με χέρια ανυπόμονα να γραπώσουν φρέσκια σάρκα…
Πέρασα για λίγο από τις παρυφές της πίστας. Έβρισκες κάθε τύπου νεαρό εκεί μέσα. Φρικιά με πράσινα μαλλιά, ξυρισμένους τύπους, κυριλλέδες, ροκάδες με χαίτες, καλογυμνασμένους αθλητές, μοντέλα, τηλεοπτικά πρόσωπα, φουσκωτές αδερφές και ανορεξικές νεράιδες.. Όλα τα είχε ο μπαχτσές.
Ένιωσα χέρια χωρίς καμιά διάκριση να με αγγίζουν, κάποια άλλα με μανία να με χουφτώνουν. Μέσα στη βιομάζα της πίστας δεν ήσουν τίποτε άλλο από διαθέσιμη σάρκα.
Πέρασα μέσα από την πίστα και βρέθηκα σε ένα μέρος που ήταν ακόμη πιο άγριο, αδιανόητα άγριο. Υπήρχαν κλουβιά, όπως και πριν μόνο που αυτή τη φορά στα κλουβιά υπήρχαν άνθρωποι, άνθρωποι δεμένοι, ασφυκτικά δεμένοι από αλυσίδες, άνθρωποι που διάφορα μέλη της ανατομίας τους πρόβαλαν γυμνά έξω από τα κλουβιά.
Οι άνθρωποι των κλουβιών δεν ήταν πελάτες. Ήταν απλά άνθρωποι προς χρήση, αν όχι προς βρώση.
Κάποιοι πελάτες τη βρίσκαν με το να χλευάζουν τους ¨δέσμιους¨. Άλλοι τη βρίσκαν με το να τους χτυπάν. Άλλοι με το να τους ακουμπάν το όργανό τους. Άλλοι πηγαίναν ακόμη παραπέρα, τους βίαζαν κανονικά. Μερικοί τους δάγκωναν όσο πιο δυνατά μπορούσαν… Μου ρθε μια τάση για εμετό…
Άξαφνα όλοι οι άνθρωποι του μαγαζιού σηκώσαν το κεφάλι τους προς την οροφή. Ανεπαίσθητα τους ακολούθησα και έγινα μάρτυρας του πιο απίστευτου θεάματος. Άνθρωποι, ζωντανοί άνθρωποι, άνθρωποι γυμνοί, άνθρωποι κάθε ράτσας και σωματότυπου κρέμονταν από την οροφή. Κάποιοι από αυτούς, φανερά μαστουρωμένοι χόρευαν σαν να ταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Άλλοι βρίσκονταν αραδιασμένοι πίσω από γυάλινες προθήκες που ανεβοκατέβαιναν στο ρυθμό της μουσικής λες και ήταν τα πλήκτρα ενός τεράστιου συνθεσάιζερ.
Όλοι οι πελάτες χειροκρότησαν ενθουσιασμένοι. Αυτό πρέπει να ήταν το κλου της βραδιάς.
Αποσβολωμένος κοίταζα το θέαμα της οροφής και περπατούσα χωρίς να κοιτάζω που πηγαίνω. Ένα χέρι με σταμάτησε. ¨Δεν φαίνεσαι να σαι από τους φετιχιστές των σωματικών υγρών¨. Κοίταξα απορημένος την αδύνατη κοπέλα με το φανελάκι και τα μωβ μαλλιά. ¨Τι;¨ έκανα. ¨Κοίτα και θα καταλάβεις¨ μου είπε και χάθηκε χορεύοντας μέσα στην πίστα.
Μερικά μέτρα δεξιά μου άρχισε μια μικρή βροχή. Ύψωσα ξανά το κεφάλι μου για να εντοπίσω την πηγή της. Στο ταβάνι, πίσω από σίδερα υπήρχε μια σειρά ανθρώπων με τρεις ορούς σε κάθε χέρι, φουσκωμένοι σαν μπαλόνια από το παραπανίσιο νερό στο σώμα τους. Δίπλα τους γυναίκες γυμνές που βρίσκονταν στις μέρες τους κολλητά με ανθρώπους που αιμορραγούσαν ακατάσχετα, με πληγές πελώριες που τους κάναν να μοιάζουν σαν φρεσκοανοιγμένα μύδια.
Ακριβώς από κάτω, πελάτες με ανοιχτά στόματα και υψωμένα χέρια περίμεναν το μάνα εξ ουρανού.
¨Βροχή από αμμωνία, όπως στην Αφροδίτη¨ σκέφτηκα αναγουλιασμένος.
Ένοιωσα μια πίεση αφόρητη, τα νεύρα, η ηθική και η αισθητική μου τραβηγμένα στα όρια τους. Ήθελα να φύγω από κει μέσα»…
Το 2008 κάποιοι με ρωτούσαν γιατί έγραψα αυτό το ανοσιούργημα. Τώρα που οι μάσκες έχουν πέσει, δε χρειάζεται καν να τους απαντήσω.
Σε μερικές μέρες κυκλοφορεί το νέο μου μυθιστόρημα, το «Σημάδι» από τις εκδόσεις Anima. Ίσως αυτοί που το διαβάσουν να με ρωτήσουν αυτή τη φορά γιατί άργησα να γράψω αυτό το μικρό αριστούργημα.
Δεν άργησα. Το ‘γραψα το 2010. Απλά τότε, ελάχιστοι στην Ελλάδα που μόλις ξεκινούσε το Γολγοθά της, θα μπορούσαν να αντιληφθούν τα μηνύματα που περιέχονται στο βιβλίο και να το καλοδεχτούν.
Βλέπετε. Η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία έχει την ικανότητα να ξεπερνά τα σύνορα του χώρου και του χρόνου, τεκμήριο όπως είναι της ύπαρξης μιας ευρύτερης ανθρώπινης «ψυχής» από αυτή που θαρρούμε πως κατέχουμε, τουλάχιστον για όσους από εμάς ακόμη θαρρούμε ή θέλουμε να χουμε ψυχή.
Στηρίξτε την καλή λογοτεχνία λοιπόν. Μπορεί να μη σώζει ζωές αλλά σίγουρα μπορεί να διασώσει κάτι από ψυχή.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com
Use Facebook to Comment on this Post